«Πάντα πίσω από την αληθοφανή αιτία κάθε κειμένου κάποια άλλη κρύβεται»

Ανθούλας Δανιήλ, «Ψηφιδωτό, προ πάντων» εκδόσεις Νίκας 2021

«Πάντα πίσω από την αληθοφανή αιτία κάθε κειμένου κάποια άλλη κρύβεται»

«Από καιρό ονειρεύομαι να πλέξω βιβλίον ολόκληρο γύρω 'ς την ιδέα του ποιητή» γράφει ο Κωστής Παλαμάς στον πρόλογο του τόμου Διονυσίου Σολωμού - Άπαντα τα Ευρισκόμενα (έκδοση Δ. Σακελλαρίου, 1901, Αθήνα). Αυτή η πρόταση εκφράζει και τη δική μου αμηχανία σχετικά με την έκταση της παρουσίασης του καινούργιου βιβλίου της Ανθούλας Δανιήλ Ψηφιδωτό, προ πάντων (εκδόσεις Νίκας 2021). Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι φαντασιώνομαι, ούτε κατ’ ελάχιστον, αναλογία με τον λόγο και τη διάνοια του Παλαμά, παρά μόνο ίσως με την ύφανση του λόγου της Ανθούλας Δανιήλ σε έναν καμβά διακειμένου «με ποίηση, εικόνες και μουσική», με τα οποία «όλα της μιλούν και όλα μαρτυρούν», σύμφωνα και με την προμετωπίδα του βιβλίου της. Πρόκειται για κείμενα δημοσιευμένα σε διάφορα περιοδικά, ταξινομημένα σε δύο μέρη, με πέντε ενότητες το πρώτο (Των Κήπων, Της Αθήνας, Της Μουσικής, Της Καραντίνας, Της Εικονικής Πραγματικότητας) και δύο το δεύτερο (Ανταποκρίσεις- Συνομιλίες, Της Μυτιλήνης). Ο τίτλος κάθε ενότητας παραπέμπει στην αφορμή ή στο πεδίο αναφοράς των κειμένων της, έτσι όπως αυτά κατανοούνται σε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης. Χρειάζονται όμως πολλαπλές –που μπορούν να είναι και ταυτόχρονες- αναγνώσεις για να αποκαλυφθούν οι στρώσεις του παλίμψηστου κειμένου με τους δείκτες του διακειμένου του.

Όπως ενημερώνει η ίδια η συγγραφέας στην εισαγωγή του τόμου, «πάντα πίσω από την αληθοφανή αιτία κάθε κειμένου κάποια άλλη κρύβεται». Η πραγματική αιτία είναι η βαθιά ανάγκη να μετασχηματιστεί το τέρας, εντός και γύρω της, σε παραμυθία γοητευτική, μέσα από ποίηση, μουσική, ζωγραφικές εικόνες, χορευτικές κινήσεις, πραγματικές και ολοζώντανες ή της φαντασίας ερμηνευτικές. Ένα δέντρο, μία ταράτσα, μία παραλία, ένα συνέδριο, ένα νησί, μία Μαρία, μία Άνοιξη, ένα μνημείο, ένα βιβλίο, μία λέξη, μία παράσταση, μία όπερα, μία συναυλία, ένας συνθέτης, μία συμφωνία, μία χορογραφία, ένας ποιητής, δύο ποιητές μαζί, ένας Ρωμαίος αυτοκράτορας, ένας επαναστάτης, ένας ζωγράφος, μία πλατεία, μία βόλτα, μία πόλη, η Πόλις που εάλω και η Αθήνα, η αγαπημένη γενέτειρα, η πόλη η πιο ποιητική.

Τέτοιες είναι οι αληθοφανείς αιτίες που ασκούν γοητεία στην Ανθούλα Δανιήλ τροφοδοτώντας την ασίγαστη λαχτάρα της να αποκαλύψει τις αφανείς συνάφειες, τα λανθάνοντα νοήματα, αλλά κυρίως την Ομορφιά, που δεν χαρίζεται εύκολα, παρά μόνο σε όσους διαθέτουν ισχυρούς αισθητήρες, ευρύ διακείμενο, ποιητική νοημοσύνη, ό,τι η ίδια, με παιγνιώδη διάθεση και μετριοφροσύνη, αποκαλεί «δορυφορικό κεφάλι» που «σαν τεράστιος αχινός κοιτάζει ένα γύρο για να συλλάβει ό,τι κινείται στην περιφέρεια με άπειρα μάτια». Είναι τα μάτια της ψυχής και της διάνοιας της συγγραφέως, το σημαίνον βλέμμα της αυτό που εντοπίζει, διακρίνει, αναγνωρίζει, συνδυάζει και συνδέει ψηφίδες για να συγκροτήσει το ψηφιδωτό–κόσμημα του μυστικού της κήπου –μυστικού με τη σημασία του εσώτατου, πολύτιμου αλλά και μυστηριακού. Είναι αυτό ακριβώς το θέμα του ποιήματος του Γιώργου Βέη με τίτλο «Έναν κήπο θα σου φκιάξω» το οποίο ακολουθεί, επιστεγάζει και νοηματοδοτεί το κείμενο με τίτλο «Ένας κήπος στην ταράτσα». Το κείμενο αυτό ξεκινά με στίχους του Κωστή Παλαμά από το έργο Δωδεκάλογος του Γύφτου που αναφέρονται στο φυσικό περιβάλλον της Αθήνας, στη θέα από πραγματικές αθηναϊκές ταράτσες οι οποίες οδηγούν το βλέμμα σε τοπία αγαπημένα, μνημεία διαχρονικά, θέατρα της Ιστορίας, ενδιαιτήματα θεοτήτων και τόπους λατρείας θεών, έτσι ώστε κάθε ταράτσα μετασχηματίζεται σε όχημα που ταξιδεύει στον χρόνο και συγκεντρώνει τα σύμβολα που αναπτύχθηκαν στο περιβάλλον της. Γίνονται τότε οι ταράτσες κήποι υπερβατικοί με αμάραντα ρόδα. Αρκεί να μπορούν οι ένοικοι να βλέπουν, να διαβάζουν ό,τι κοιτάζουν, να λειτουργεί καλά το δορυφορικό κεφάλι τους. Για αυτό όμως χρειάζεται ποιητική νοημοσύνη. Ο Κωστής Παλαμάς στην έκδοση των Απάντων του Σολωμού (1901, όπ.π.) αναφέρεται σε ένα περιστατικό από τη ζωή του Σολωμού: Το εξαφνικό λάλημα μιας φλογέρας, καθώς τάκουσε μια μέρα που περιπατούσε 'ς την εξοχή μ' ένα φίλο του, τον έκαμε να ενθουσιασθή, και να γυρίση προς το φίλο του και να του κράξη «Τι αισθάνεσαι;» εκεί που ο φίλος του ψυχρότατα του αποκρίθη· «Τίποτε!». Εκεί που απλώς θα κοιτάζαμε να σκαρφαλώνουν παιδιά το καλοκαίρι σε βράχο της παραλίας, η Ανθούλα Δανιήλ βλέπει τα παιδιά να διατάσσονται «σαν νότες σε πεντάγραμμο», να «ψάλουν χορεύοντας διθυράμβους», της «φέρνει δάκρυα η ομορφιά», βρίσκει αναλογία με το ποίημα του Χρίστου Κρεμνιώτη «Η εφηβεία του μπλε», με πίνακα του Φασιανού και με τα χρώματα των ποιημάτων του Οδυσσέα Ελύτη στην ενότητα «Παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα» (Ο Ήλιος ο Πρώτος). Βλέπει στον μικρό Στυλιανό «εικόνα ολοζώντανου αρχαίου ψηφιδωτού , το παιδί του Ηράκλειτου, τον Χρόνο, την αιωνιότητα», («Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων• παιδὸς ἡ βασιληίη – Ο Αιών είναι ένα παιδί που παίζει, που παίζει πεσσούς• η βασιλεία είναι του παιδιού» κατά τον στοχασμό του Ηράκλειτου, απόσπασμα 52) και στον μικρότερο Νικόλα «ένα σύννεφο καινούργιο σε μορφή αιθρίας» (Οδυσσέας Ελύτης, «Η Συναυλία των Υακίνθων»). Η διαδήλωση της αλιευτικής επιτυχίας του μικρού ακινητεί την ευτυχισμένη στιγμή στον χρόνο, σαν τον αρχαίο ψαρά στο ψηφιδωτό της Σαντορίνης.

Ο «χρόνος ο αληθινός» είναι τα παιδιά και τα εγγόνια μας, αλλά πότε και πώς το αναγνωρίζουμε; Με ποιον τρόπο βλέπουμε τον κόσμο; Η Ανθούλα Δανιήλ δεν γράφει απλώς μελέτες, κριτικά κείμενα και δοκίμια, αλλά συνυφαίνει τη ζωή της με τον τρόπο «που είδαν τον κόσμο ένας Ηράκλειτος, ένας Blake, ένας Rimbaud» (Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο), έχοντας καλλιεργήσει μια ματιά, «Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται /Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς (Οδυσσέας Ελύτης, «Πίνοντας ήλιο Κορινθιακό»). Τα παραθέματα από το έργο του Οδυσσέα Ελύτη, επί του οποίου η Ανθούλα Δανιήλ εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή, διατυπώνουν, με ποιητική πυκνότητα, ένα αίτημα καίριο, βαθιά υπαρξιακό, που αναφέρεται στο προ πάντων κίνητρο για τη ζωή: να ξανασυνθέσουμε τον κόσμο κατά το μέτρο της αγάπης μας. Έτσι μπορούμε να καταφέρουμε «άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά» Οδυσσέας Ελύτης, «Μικρά Έψιλον», Μαρία Νεφέλη). Είναι το προ πάντων κίνητρο για τη δημιουργία, μία σύνθεση από ό,τι αγαπάμε. Ψηφιδωτό προ πάντων.

Εκτός από αναφορές στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη, ο αναγνώστης των κειμένων-ψηφίδων στο βιβλίο «Ψηφιδωτό προ πάντων» θα συναντήσει συνδυασμούς και διακειμενικές συσχετίσεις ανάμεσα σε έργα φιλοσόφων, όπως ο Θαλής, ο Ηράκλειτος και ο Επίκουρος, ποιητών, όπως ο Όμηρος, ο Αλκαίος, η Σαπφώ, ο Αριστοφάνης, ο Ευριπίδης, ο Αινείας, ο Οβίδιος, ο Οράτιος, ο Σενέκας, ο Σαίξπηρ, ο Δάντης, ο Μπάϋρον, ο Γέητς, ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Βυζηινός, ο Καβάφης, ο Άγρας, ο Μαγιακόφκσι, ο Σεφέρης, ο Εμπειρίκος, ο Λόρκα, ο Δάλλας, συγγραφέων όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Ουάιλντ, Θεοτόκης και ο Ταχτσής, ζωγράφων όπως ο Πικάσο, ο Βαν Γκογκ, ο Μαγκρίτ και ο Νταλί, μουσουργών, όπως ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν, ο Ντεμπυσί, ο Βέρντι, ο Μάλερ, ο Ορφ, ο Όφενμπαχ, ο Στραβίνσκι, ο Γκέρσουιν και ο Θεοδωράκης, χορογράφων, όπως ο Μπεζάρ και ακόμη καλλιτεχνών της μουσικής Jazz, όπως ο Dave Brubeck και ο Paul Desmond και Rock ‘n Roll όπως οι Beatles. Το πολυσχιδές, ευρύτατο και εξελισσόμενο γνωσιακό δυναμικό της Ανθούλας Δανιήλ, με ρωμαλέα, τολμηρή ευρηματικότητα ανασύρει, εξηγεί, αναλύει, φωτίζει, αποκαλύπτει. Οι αποκαλύψεις κορυφώνονται στα τελευταία κείμενα του τόμου «Ψηφιδωτό προ πάντων» τα οποία εστιάζονται στην Μυτιλήνη, με την αναφορά στο έργο του ποιητή Γιάννη (Γιαννακού) Αλύτη-Βόμβα και του ζωγράφου-σκιτσογράφου Αντώνη Πρωτοπάτση. Το έργο του ποιητή Γιάννη Βόμβα (1907-1999), αποτελούμενο από μία ποιητική συλλογή, είναι όχι απλώς αποκάλυψη αλλά κυριολεκτική ανακάλυψη της Ανθούλας Δανιήλ, αποκαθιστώντας μία αδικία στην Ιστορία της Νεότερης Λογοτεχνίας μας. Πρόκειται για ποιητή υπερρεαλιστή, ανάλογης αξίας με τους σύγχρονούς του κορυφαίους Έλληνες ποιητές μας Ανδρέα Εμπειρίκο, Νίκο Εγγονόπουλο και Οδυσσέα Ελύτη, του οποίου το λογοτεχνικό επώνυμο ο ίδιος υιοθετεί παραλλάσσοντας το αρχικό γράμμα (Ελύτης-Αλύτης).

Ο Παλαμάς στον πρόλογο της έκδοσης Απάντων των Ευρισκομένων του Σολωμού που ανέφερα στην αρχή του προκείμενου σημειώματος, στην κατακλείδα της δεύτερης παραγράφου, διατείνεται: «Ό,τι κάνω δεν είναι τόσο κριτικός λόγος για το τραγούδι του Σολωμού• πέστε το καλήτερα μια συνοδεία του τραγουδιού απάνω σε μια κιθάρα αγάπης». Νιώθω ότι μόνο ένα κείμενο της έκτασης ενός βιβλίου κάπως θα χωρούσε την ανάλυση των επιπέδων και των παραπομπών στο βιβλίο της Ανθούλας Δανιήλ Ψηφιδωτό, προ πάντων. Περιορίζομαι ωστόσο να συνοδεύσω απλώς λίγο το τραγούδι της πάνω σε μία κιθάρα αγάπης.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: