Ο «Κουρέας της Σεβίλης» και ο «Δον Ζουάν»

Ο «Κουρέας της Σεβίλης» και ο «Δον Ζουάν»



Να που λέω πάλι, κάτι που έχω ξαναπεί και κάθε φορά που μου έρχεται στο νου το λέω ξανά. Μου αρέσει πάρα πολύ η όπερα και η πρώτη που άκουσα αλλά και είδα στη ζωή μου ήταν ο Κουρέας της Σεβίλης του Τζοακίνο Ροσίνι που βασίστηκε σε θεατρικό έργο του Μπομαρσέ και άλλων ακόμη. Ήταν η πρώτη έκπληξη που μου έκανε η «σοβαρά μουσική», όπως χοντρικά ονομάζαμε την κλασική, της οποίας δεν ήξερα τα είδη ―δεν ήξερα λ.χ. τη διαφορά της συμφωνίας από το κοντσέρτο, της όπερας από το ορατόριο ή την όπερα κορτσεντάντε― λεπτές αποχρώσεις που κάνουν τα είδη που μοιάζουν και να διαφέρουν. Την έκπληξη, λοιπόν, μού την έκανε το Τρίτο Πρόγραμμα και με γάντζωσε με το γάντζο του Κάπτεν Χουκ με τον Κουρέα της Σεβίλης, του οποίου η Εισαγωγή με ξετρέλανε, η άρια του Κουρέα, της Ροζίνας, του κόμη Αλμαβίβα και γενικά όλων των ηρώων της. Προπάντων όμως, και με διαφορά, του Κουρέα του Φίγκαρο, όχι εκείνου που του ετοιμάζει Γάμους ο Μότσαρτ, αλλά του άλλου που ξυρίζει, κουρεύει, προξενεύει και μας συστήνεται ποιος είναι και τι κάνει και τι δουλειές αναλαμβάνει, με το απαραίτητο αζημίωτο πάντα ―εννοείται― και μας πληροφορεί πού είναι το κουρείο του και πόσες τσατσάρες και περούκες έχει στη βιτρίνα και άλλα της κομμωτικής εργαλεία. Το κουρείο λοιπόν βρίσκεται:

Numero quindici a mano manca,/quattro gradini, facciata bianca,/cinque parrucche nella vetrina,/ sopra un cartello «Pomata fina»,/ mostra in azzurro alla moderna,/ v'è per insegna una lanterna…/ Là senza fallo mi troverà.
Κατάλαβα, ακριβώς εκεί. Μπορεί να πάει όποιος θέλει να κουρευτεί, να αγοράσει μια περούκα, μια πομάδα, ή να κανονίσει ένα ερωτικό ραντεβού.
Α, να μην ξεχάσω ότι παίχτηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Αρζεντίνα στη Ρώμη το 1816. Παίχτηκε και στην Ελλάδα, το 1833 στην Κέρκυρα, το 1837 στην Αθήνα και το 1889 στο Φάληρο. Παίχτηκε και στη Σύρο, στο Δημοτικό Θέατρο της Ερμούπολης και στην Εθνική Λυρική Σκηνή το 1942. Εκεί το είδα κι εγώ, κάποτε, στα φοιτητικά μου χρόνια και τον Φίγκαρο έπαιζε ο Κώστας Πασχάλης. Το κοινό του πετούσε από ψηλά, από τα θεωρεία και τους εξώστες γαρύφαλλα. Ω, τι μέρα ήταν εκείνη, βράδυ ήταν δηλαδή, αξέχαστο και αρχή μιας λατρείας που δεν σταμάτησε ποτέ.
Ο Κώστας Ουράνης, κοσμοπολίτης ποιητής, λέει πως στη Σεβίλια «μέσα σ’ ένα πλαίσιο παρελθόντος» ζει και ο Φίγκαρο και ο Δον Ζουάν και ότι το κουρείο του πρώτου είναι ακόμα εκεί στην παλιά και γραφική calle Francos. «Αν θέλετε να συναντήσετε ή τον ένα ή τον άλλο, περάστε την ώρα που βραδιάζει από την παλαιική πλατεία Άλφαρο. Είναι μια πλατεία μικρή και ήσυχη, βουτηγμένη στ’ αρώματα και σ’ ένα φως ονειρωδώς γαλάζιο. Έχει ζεστασιά αγκαλιάς και την ομορφιά διαγράμματος κοχυλιού. Την περιτριγυρίζουν ένα ψηλός τοίχος του Αλκάσαρ, απ’ όπου κυλάνε καταρράχτες γεράνια, τα βαθιά φυλλώματα των κήπων του Μουρίλο, λευκά σπιτάκια μ’ αραβικούς μιραντόρ κι ανθισμένες κλιμακωτές ταράτσες κ’ ένα παλιό σεβιλιάνικο μέγαρο με λεπτοσκαλισμένη ξύλινη πόρτα, με κιγκλιδωτά παράθυρα δουλεμένα σα δαντέλα κι ένα κυκλικό γωνιαίο μπαλκόνι, απ’ όπου κρέμονται αναρίθμητες μοβ γλισίνες. Σε μια γωνιά της πλατείας είναι αναμμένο ένα φαναράκι μπρος σ’ ένα μικρό βωμό Παναγίας. Τι σας λέει; Δεν είναι σκηνικό θεάτρου στην πράξη που ο Δον Ζουάν δίνει ένα πουγγί χρυσάφι στη Δόνα Σολ για να του ανοίξει την πόρτα του μεγάρου της Κυράς της ή που ο Φίγκαρο έρχεται να κάνει μια σερενάτα κάτω από το μπαλκόνι της Ροζίνας;» (Ισπανία, σελ. 155-156). Προσπερνάω στα γρήγορα το ότι το ίδιο συμβαίνει και μπροστά στο μπαλκόνι της Κάρμεν. Και υπάρχουν τουρίστες που αναζητούν στη Βερόνα το μπαλκόνι της Ιουλιέτας. Στην Βερόνα, πάντως, το σίγουρο είναι πως θα βρει κανείς την Αρένα όπου θα απολαύσει και Κουρέα και Φίγκαρο και Γάμους και Κάρμεν και Δον Ζουάν ….;
Και όπως υπάρχει το μπαλκονάκι της μιας ή της άλλης, έτσι υπάρχει και το κουρείο του Φίγκαρο και έτσι είναι τόσο ζωντανός και ο Δον Ζουάν που οι Σεβιλιάνοι μιλούν γι’ αυτόν σαν να τον έχουν γνωρίσει. Άλλωστε, υπάρχει το μοναστήρι που πέθανε, τα μέγαρα στα οποία έζησε, οι δρόμοι που περπάτησε, το σημείο της αποβάθρας, όπου το χέρι του Διαβόλου τεντώθηκε από την απέναντι όχθη του ποταμού, σαν γέφυρα, για να του ανάψει το τσιγάρο· ο ένας διάβολος του άλλου.
«Ο ο ο ο η Σεξοσπίρεια τούτη Φάρσα…» που λέει και ο Τ.Σ. Έλιοτ. Ω!!! Παρενθετικά, λέω κι εγώ, ότι το πιστεύω, όπως και ο Μοντένιος που υποστήριζε πως «τα χέρια της φιλίας είναι αρκετά μακριά για να φτάσουν από τη μια άκρη της γης στην άλλη». Επομένως, μια γέφυρα θα εμπόδιζε κοτζάμ Διάβολο;

Aleksandar Jakovljevic Golovin: σχέδιο για κοστούμι του «Δον Ζουάν» του Μολιέρου
Aleksandar Jakovljevic Golovin: σχέδιο για κοστούμι του «Δον Ζουάν» του Μολιέρου




Αλλά ας αφήσουμε τις μυθιστορηματικές εκδοχές του, οι οποίες εκκινούν από ένα παλιό χρονικό και περνούν από συγγραφέα σε συγγραφέα. Ο Χοσέ Θορίλια, ο Τίρσο ντε Μολίνα, ο Μολιέρος, ο Sadwell, ο Μπάιρον, ο Γκολντόνι, φυσικά ο Μότσαρτ και πολλοί άλλοι ακόμα, όπως μας πληροφορεί ο Ουράνης, τον γνώρισαν από κοντά και μαρτυρούν περί της ακολασίας του. Ο Μότσαρτ ειδικά τον στόλισε, όπως έπρεπε στη δική του εκδοχή ως Ντον Τζιοβάνι… Ο Μολιέρος μας τον παρουσίασε στο Εθνικό ως Δον Ζουάν με τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο, όπου, ω, θεοί, πώς μπερδεύτηκε σ’ εκείνο το θεσπέσιο ριντό και έπεσε!!! Και πόσες παρακαλώ ξελόγιασε ο ακατονόμαστος; Όπως λέει ο υπηρέτης του ο Λεπορέλο, που κρατούσε λογαριασμό, ήταν 2065. Δεν είχε παρά μόνο ένα κριτήριο: να φοράει φουστάνι. Να μην ξεχάσω ότι ο Δον Ζουάν ήθελε μόνο τρεις μέρες για κάθε γυναίκα. Την μία να την κατακτήσει, την άλλη να την αποπλανήσει και την τρίτη για να τη λησμονήσει.

Μα ποιος είναι αυτός ο ισχυρός που μπορεί να στήνει και να ξεστήνει σε τρεις μέρες τέτοιες οικοδομές;;; Δεν το συνεχίζω φοβούμενη την ύβριν. Αυτός, λοιπόν, ο αποπλανητής, προηγουμένως ήταν, λένε, τρομερός ξιφομάχος, δολοφόνος, πάντα «με το χέρι στο σπαθί και την πρόκληση στα χείλια», έτοιμος να σκοτώσει, πατέρες, αδελφούς και συζύγους των γυναικών που αποπλάνησε, «ασύγκριτος σε παλικαριά και άφθαστος σε παράνομα κατορθώματα», κατά τον Τίρσο ντε Μολινά. Όμως ποιος είναι ο πραγματικός; Σύμφωνα με παλιό χρονικό, ο Δον Ζουάν σκότωσε μόνο τον κομεντατόρ Γκονζάλο Ουλόγια και βίασε την κόρη του. Για τις πράξεις του αυτές, τιμωρήθηκε στην Κόλαση και πλακώθηκε από το επιτύμβιο άγαλμα του Ουλόγια. Όμως ο Δον Ζουάν, εξαπατώντας τον δημιουργό του, ξαναπήδησε στη σκηνή της ζωής και όταν ένας άλλος συγγραφέας ο Ουναμούνο τον υποχρέωσε να αυτοκτονήσει αυτός αρνήθηκε: «Εγώ θέλω να ζήσω, σενιόρ Ουναμούνο!» και «για να ξεφύγει από το θάνατο, ο Δον Ζουάν, μεταπήδησε από τη σκηνή του θεάτρου στη σκηνή του Κόσμου», λέει ο Ουράνης (Ισπανία, 344- 346).

Γαλλική Σχολή: σχέδιο κουστουμιού για τον «Δον Ζουάν» του Μολιέρου
Γαλλική Σχολή: σχέδιο κουστουμιού για τον «Δον Ζουάν» του Μολιέρου



Ερώτημα: Μπορεί ο μυθιστορηματικός ήρωας να επεμβαίνει στην μοίρα του και να αντιστέκεται στην απόφαση του δημιουργού του, να δραπετεύει από τα βιβλία και να κάνει του κεφαλιού του; Βεβαίως υπάρχει λογική ερμηνεία, η οποία με τη συνδρομή της ψυχανάλυσης θα έκανε λόγο για εμμονές του δημιουργού και για παραλλαγές που είχε κρατήσει στη σκέψη του ως πιθανές μεταπλάσεις. Επομένως, γιατί να μην αφήσουμε την τρέλα να κάνει και αυτή παιχνίδι επί σκηνής ή εκτός σκηνής, σε όλον τον κόσμο και όλες τις εποχές; Κάθε καιρός και τα φρούτα του…

Και να που ένας άλλος μελετητής και θαυμαστής του μεγάλου εραστή, προσθέτει στοιχεία: «ο Δον Χουάν Τενόριο, ο θρυλικός Δον Ζουάν που όλος ο κόσμος γνωρίζει, είχε σπουδάσει στο παλιό και φημισμένο πανεπιστήμιο της Σαλαμάγκας». Εκεί είχε σπουδάσει και ο Ντε Ουναμούνο… πάλι ο Ουράνης θα συμβάλει στο κείμενό μας με ένα ποίημά του, με τίτλο «Στη Σαλαμάνκα» και μότο «Ο Δον Ζουάν Τενόριο σπούδασε στη Σαλαμάγκα» και τούτο είναι Ισπανικό ιστόρημα. Και για να ’χουμε καλό ρώτημα: Δηλαδή τι σπούδασε στο άντρο της σοφίας της Σαλαμάνκας; Την υψηλή τέχνη της αποπλάνησης γυναικών; Σε λάθος εποχή γεννήθηκε. Και εκείνο που δεν μπορώ να καταλάβω είναι γιατί πάντα κάποιος θέλει να κατακτήσει όλες τις γυναίκες, όπως ο Μπάιρον, ο Δον Ζουάν και ο Ανδρόνικος του Θεοτοκά, ο οποίος, αφού χάνει το στοίχημα πως δεν μπορεί να του ξεφύγει ούτε θηλυκιά γάτα, χάνει και το θρόνο του, και στ’ άλογο καβάλα καλπάζει ολοταχώς, χωρίς τις έγνοιες του κράτους, να προλάβει όσες μπορεί (Γιώργος Θεοτοκάς, Το παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας»). Το έργο του Θεοτοκά έχει πολλά στοιχεία από τον Δον Ζουάν, αλλά αναπνέει ελληνικά και πάνω σε λαϊκά μοτίβα. Ωστόσο η τρέλα, τρέλα. Εδώ ταιριάζει ο γνωστός στοχασμός: Άφρων, άφρων, κι αν όλο τον κόσμο κατακτήσεις τι θα τον κάνεις, τι θα κερδίσεις; Θα τον πάρεις μαζί σου; Όχι, θα τον βάλω σ’ ένα μυθιστόρημα και θα τρέχουν οι γυναίκες πίσω μου ή πίσω του!!! Βλέπετε, οι βλαμμένοι έχουν πέραση! Τι είπατε, δεν άκουσα; Τίποτε, niente niente, perdonate me siniori… (τροποποιημένο απόσπασμα από το βιβλίο Δεκαετίες τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα).

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: