Ασάμινθος και Ταρκόφσκι

Πήλινη ασάμινθος (λουτήρας) από το ανάκτορο της Πύλου
Πήλινη ασάμινθος (λουτήρας) από το ανάκτορο της Πύλου

Ασάμινθος

Ε.

Έπε­φτε η νύ­χτα, που­λί σφαγ­μέ­νο, έβα­φε την ακρο­για­λια στη δύ­ση
πώς έψαλ­λε τυ­φλός ο ρα­ψω­δός «…ἐκ μέ­λαν αἷμα ρύη…»
κι εί­χαν τα ρό­δα τού φω­τός στο χρώ­μα της συγ­χώ­ρε­σης γυ­ρί­σει.
Μο­σχο­βο­λού­σε επι­στρο­φή κι εί­χε η ορ­φά­νια ανα­βρύ­σει.

Άνα­ψαν λά­μπες και δα­δια κι ήρ­θε η ωραία Πο­λυ­κά­στη
με πέ­ρα­σε στων ξέ­νων το ιε­ρό λου­τρό κι απ’ το πα­ρά­θυ­ρο
δέ­ο­νταν οι σε­μνές ελιές σ’ έναν ρυθ­μό αρ­χέ­γο­νο δυ­νά­στη
προ­σπί­πτου­σες στ’ αρώ­μα­τα, χα­ρι­σμέ­νο των μα­τιών λά­φυ­ρο.

Φύλ­λα της κα­ρυ­διάς. Βα­σι­λι­κός, ρο­δό­νε­ρο, ο κύ­α­θος με το λά­δι.
Άλει­ψε ο παρ­θε­νό­φυ­τος βλα­στός κι έχρι­σε το κορ­μί μου.
Η κό­ρη η στα­φυ­λί­ζου­σα μ’ έβα­λε στο νε­ρό κι η ορ­μή μου
έφυ­γε με τη στά­χτη από το δέρ­μα σ’ ένα χά­δι.



Από τη «Θυσία» του Ταρκόφσκι (1986)
Από τη «Θυσία» του Ταρκόφσκι (1986)

Ο Ανδρέας Ταρκόφσκι υπό διωγμόν από παραχαράκτες

Εσέ­να να σπι­θο­βο­λού­νε τα μαλ­λιά σου ίσιο με­τά­ξι.
Και να βα­θαί­νου­νε τα μά­τια σου αστρα­πές εβέ­νου.
Από λε­πτές ίνες νε­φών του πιο κρυ­στάλ­λι­νου ου­ρα­νού
λύ­πες να πλέ­κο­νται στα­γό­νες μέ­λι στου γέ­λιου σου το χά­ρα­μα.
Όπως τα χέ­ρια σου απο­δη­μη­τι­κά πε­τού­με­να
με δια­σχί­ζουν λες κι εί­μαι πρω­ι­νό χλω­ρής ημέ­ρας.
Ξα­νά στου βρά­χου τη νε­ρο­φα­γιά
φω­λιά­ζω ορ­φα­νό γε­ρά­κι
και βλέ­πω γύ­ρω να πε­τά­νε drones.
Δε σκιά­ζο­μαι.
Λυ­πά­μαι.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: