Από τα χειρόγραφα του Γιάννη Κοντού

Τα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζω­ής του ο Γιάν­νης Κο­ντός, έγρα­φε ταυ­το­χρό­νως με­γά­λα σε έκτα­ση ποι­ή­μα­τα και μι­κρούς μο­νό­χορ­δους ποι­η­τι­κούς αφο­ρι­σμούς, με ασ­ρα­πη­βό­λα επι­νοη­τι­κό­τη­τα. Ζού­σε την τέ­χνη του με προ­σή­λω­ση ασκη­τι­κή, γρά­φο­ντας τρείς με τέσ­σε­ρεις ώρες ημε­ρη­σί­ως και πά­ντο­τε πρωί από τις έξι και μι­σή έως τις δέ­κα πε­ρί­που, οπό­τε κα­τέ­βαι­νε στο γρα­φείο. Μι­κρό δείγ­μα πα­ρου­σιά­ζε­ται εδώ:

Ο χρό­νος τρέ­χει, φά­τε χόρ­το.

*

Τα σκλη­ρά σου χέ­ρια μα­λα­κώ­σαν με τον και­ρό. Άσ’τα γυ­μνά, εί­ναι τα μά­τια σου.

*

Μην γλε­ντάς έτσι, δεν πρό­κει­ται αύ­ριο να σε εκτε­λέ­σω. Πά­ρε με δό­σεις οι­κό­πε­δο στο κα­βού­ρι.

*

Η σκιά σας, θα σας κρα­τή­σει πα­ρέα όλη την νύ­χτα. Βάλ­τε της λί­γο κόκ­κι­νο.

*

Ο αέ­ρας που φυ­σά, σα φως πή­ρε την φω­νή και την πά­ει αλ­λού.

*

Η σιω­πή των αν­θρώ­πων, πέ­τρες που κυ­λούν σε πλα­γιά βου­νού.

Xf 2

Xf 2

Xf 2

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: