Εξημερώνοντας τα άγρια ζώα

Εξημερώνοντας τα άγρια ζώα

ΜΙΑ ΠΕ­ΡΙ­Η­ΓΗ­ΣΗ ΣΤΑ ΘΗ­ΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙ­Η­ΣΗΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝ­ΝΗ ΚΟ­ΝΤΟΥ

Μό­νο που με­ρι­κές φο­ρές, ο φό­βος
αυ­τό το κα­τοι­κί­διο ζώο
μπερ­δεύ­ε­ται στα πό­δια μου τρί­ζο­ντας.[1]


Θη­ρία και άγρια ζώα πα­ρει­σφρέ­ουν στην ποί­η­ση του Γιάν­νη Κο­ντού δη­μιουρ­γώ­ντας μια ση­μα­ντι­κή συ­νι­στώ­σα στο ποι­η­τι­κό του σύ­μπαν. Πώς δέ­νουν, αλή­θεια, τα άλο­γα/έλ­λο­γα όντα με τον ποι­η­τι­κό λό­γο; Σκό­πι­μος ο συμ­φυρ­μός των δύο αντί­θε­των εν­νοιών και η δη­μιουρ­γία του οξύ­μω­ρου, ακρι­βώς επει­δή ο ποι­η­τής τα αντι­με­τω­πί­ζει ως πα­ρου­σί­ες κι­νού­με­νες στο με­ταίχ­μιο ανά­με­σα στη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα από το έλ­λο­γο ον που τα πα­ρα­τη­ρεί και στη συ­νει­δη­τή τους (έλ­λο­γη προ­φα­νώς) υπό­στα­ση, που λει­τουρ­γεί με την απα­ραί­τη­τη ποι­η­τι­κή άδεια. Τα λιο­ντά­ρια και οι λύ­κοι, που ει­σχω­ρούν στον ιδιω­τι­κό χώ­ρο του ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου ή που μοι­ρά­ζο­νται με αυ­τό μια δη­μό­σια εμ­φά­νι­ση (απρό­ο­πτη και αιφ­νι­δια­στι­κά ευ­πρόσ­δε­κτη), έχουν συ­νεί­δη­ση της σύ­μπλευ­σής τους με τον ποι­η­τι­κό χώ­ρο. Άλ­λο­τε πά­λι, ο ποι­η­τής προ­κα­λεί πα­ρα­βιά­ζο­ντας ο ίδιος τον χώ­ρο στον οποίο εγκα­τα­βιούν απο­κλει­σμέ­να από αν­θρώ­πι­νες ει­σχω­ρή­σεις. Εί­ναι τό­τε που δη­μιουρ­γεί ει­κό­νες συ­νύ­παρ­ξης μέ­σα σ’ ένα σκη­νι­κό που υπερ­βαί­νει τις λο­γι­κές συ­ντε­ταγ­μέ­νες· ευ­πρόσ­δε­κτο κι αυ­τό πά­ντα στον ποι­η­τι­κό λό­γο, ίσως για­τί απο­δί­δει την υπόρ­ρη­τη σύν­δε­ση του ορα­τού με το αφα­νές – μια ικα­νή συν­θή­κη θέ­α­σης του κό­σμου και βί­ω­σης του (εγ­γε­νούς σ’ αυ­τόν) πα­ρα­λό­γου: Άνοι­ξες την πόρ­τα και με­τά/άλ­λη κι άλ­λη και βρέ­θη­κες/στη μέ­ση του με­γά­λου τσίρ­κου/στο κλου­βί με τα λιο­ντά­ρια./Εί­πες: Θε μου, τι γυ­ρεύω εδώ;/Εγώ πή­γαι­να στην τουα­λέ­τα.[2]

Τα πα­ρεί­σα­κτα (πλην ευ­πρόσ­δε­κτα) θη­ρία εγκλι­μα­τί­ζο­νται εύ­κο­λα στο ποι­η­τι­κό το­πίο, σαν να ήρ­θαν σε γνώ­ρι­μο χώ­ρο, τον οι­κειο­ποιού­νται δια­μορ­φώ­νο­ντας όχι μό­νον την ει­κό­να αλ­λά και τον ήχο του ποι­ή­μα­τος κα­ταρ­γώ­ντας το από­λυ­το κε­νό της επι­διω­κό­με­νης συ­χνά ησυ­χί­ας: Ένα βρά­δυ ο φύ­λα­κας στη βια­σύ­νη του να κλεί­σει κα­λά τα κλου­βιά των πι­θή­κων, ξέ­χα­σε ανοι­χτά τα άλ­λα. Πε­τά­χτη­καν έξω οι λύ­κοι και ενώ­θη­καν με το κο­πά­δι, σχί­ζο­ντας τη χάρ­τι­νη ησυ­χία.[3] Ο ποι­η­τής τώ­ρα με­τέ­ω­ρος πά­νω από τη γρα­φή πρέ­πει να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει πως απαι­τεί­ται μια συμ­φι­λί­ω­ση με τα θη­ρία – αυ­τά που ει­σβάλ­λο­ντας αυ­θαι­ρέ­τως στο χαρ­τί διέ­σπα­σαν τη δη­μιουρ­γι­κή γα­λή­νη· η ποί­η­ση ασφυ­κτιά, πα­θιά­ζε­ται, ο έσω κό­σμος ανά­στα­τος, το ποί­η­μα έτοι­μο να γεν­νη­θεί ή να πε­θά­νει στην αφά­νεια της κα­ταρ­γη­μέ­νης φω­νής. Το δω­μά­τιο γε­μά­το λύ­κους. Εί­ναι γύ­ρω στους σα­ρά­ντα πέ­ντε – αν με­τράω κα­λά –. Βρω­μά­νε, γρυ­λί­ζουν. Τώ­ρα λέ­νε ανέκ­δο­τα και γε­λά­νε. Τρα­βάω ενός τη μά­σκα και εί­ναι πιο λύ­κος από μέ­σα. Και δεν θέ­λουν οπώ­ρας, αλ­λά κρέ­ας.[4] Ναι, τα θη­ρία πρέ­πει να φι­λο­ξε­νη­θούν στο ποί­η­μα. Το ποί­η­μα εί­ναι η μό­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα[5]

Από τις πλέ­ον εν­δια­φέ­ρου­σες ανα­μεί­ξεις στην ποί­η­ση του Γιάν­νη Κο­ντού εί­ναι αυ­τή που πα­ραλ­λά­σει διαρ­κώς το το­πίο από πραγ­μα­τι­κό σε ανυ­πό­στα­το δη­μιουρ­γώ­ντας έτσι μια μα­γι­κή ει­κό­να που πό­τε τη βλέ­πεις απο­λύ­τως κα­θα­ρή και μο­νο­σή­μα­ντη και πό­τε στη με­τάλ­λα­ξή της σε πο­λύ­μορ­φη και ανοι­χτή σε ευ­φά­ντα­στες με­ταμ­φιέ­σεις. Ο ποι­η­τής πό­τε εί­ναι ο εξω­τε­ρι­κός πα­ρα­τη­ρη­τής αυ­τής της ει­κό­νας και πό­τε με­τα­ποιεί ο ίδιος τη μορ­φή του: Τώ­ρα θα πέ­σω σε χει­με­ρία νάρ­κη/αιώ­νων. Τυ­λί­γω την προ­βο­σκί­δα/και τα αυ­τιά μου.[6] Ει­σχω­ρεί στη ζού­γκλα του ποι­ή­μα­τος.[7] Σπά­ει το κλου­βί μιας αυ­το­σχέ­διας (πε­ρί­κλει­στης όμως) φυ­λα­κής και δια­σχί­ζει την πό­λη. Ποιος θα φο­βη­θεί τώ­ρα από την πα­ρου­σία του; Αγριεύω. Βγά­ζω πυ­κνό τρί­χω­μα./Γρυ­λί­ζω. Μυ­ρί­ζω τον αέ­ρα./Έρ­χε­ται ο Λύ­κος από μέ­σα μου. Έρ­χο­νται νύ­χια.[8] Αγρί­μι μο­να­χι­κό με ένα δί­χτυ με­ταλ­λι­κό διαρ­κή απει­λή γύ­ρω του. Εί­ναι ο ποι­η­τής κοι­νω­νι­κό ον; Μή­πως εί­ναι απο­συ­νά­γω­γος εκ φύ­σε­ως ή εκ του επί­κτη­του ποι­η­τι­κού ρό­λου; Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση μό­νος. Να πρέ­πει να αντι­πα­λέ­ψει με τα θη­ρία, θη­ρίο ο ίδιος. Και τα ποι­ή­μα­τα κο­φτε­ρά: Έτσι άτσα­λα/ τρέ­χω πά­νω σε κο­φτε­ρά ποι­ή­ματ.[9] Οι τί­γρεις και τα άλ­λα θη­ρία ανα­λαμ­βά­νουν να εν­σω­μα­τώ­σουν στο προ­σφι­λές δι­κό τους το­πίο τον ποι­η­τή. Κι αυ­τός τώ­ρα αντι­λαμ­βά­νε­ται την αλή­θεια. Ο οι­κεί­ος χώ­ρο του εί­ναι εδώ. Μή­πως από μια τέ­τοια συ­νει­δη­το­ποί­η­ση έχει την αφε­τη­ρία της η ποί­η­ση;

Εί­ναι η στιγ­μή να κα­θο­δη­γή­σει μό­νος του τα άγρια ζώα της σα­βά­νας στο δω­μά­τιό του, στο ποι­η­τι­κό του ερ­γα­στή­ρι· να αφε­θεί στη γέ­νε­ση του λό­γου. Σαν τη ζέ­μπρα, που τό­σο μα­κριά από το το­πίο της Αφρι­κής ηρε­μεί και τρώ­ει φρέ­σκο χορ­τα­ρά­κι[10] μέ­σα στο δω­μά­τιο του ποι­η­τή. Ήταν μάλ­λον μια απλή υπό­θε­ση εξοι­κεί­ω­σης με την έσω πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τα θη­ρία εί­χαν βρει τον τό­πο τους από και­ρό. Η θέ­ση τους ήταν μέ­σα του. Δι­κές του ήταν οι κραυ­γές, τα γρυ­λί­σμα­τα, τα νύ­χια· ακό­μα κι αυ­τά από το σώ­μα του φύ­τρω­ναν απει­λη­τι­κά. Τον ίδιο απει­λού­σαν (γεν­νή­μα­τα δι­κά του) όσο αυ­τός με έκ­πλη­ξη τα εχθρευό­ταν. Τώ­ρα τα φι­λο­ξε­νεί όλα τα άγρια και κο­φτε­ρά πά­νω στο χαρ­τί, μέ­σα στις λέ­ξεις του που ξε­πη­δούν αβί­α­στα. Η εξη­μέ­ρω­ση επι­τεύ­χθη­κε. Τις λέ­ξεις τις τι­νά­ζει σαν λε­πί­δες στο στό­χο. Και ο στό­χος εί­ναι εκεί που κά­νε­τε ότι δεν βλέ­πε­τε. Άνοι­ξε μια πόρ­τα και μπή­κα­νε πολ­λά άγρια ζώα, που τα εξη­μέ­ρω­σε με ένα σφύ­ριγ­μα. Ήρ­θα­νε και κά­θι­σαν στα πό­δια του μη­ρυ­κά­ζο­ντας την ησυ­χία.[11] Τώ­ρα, αγρί­μι εί­ναι ο και­ρός: Τον βά­ζου­με σε κλου­βί/και τον εξη­με­ρώ­νου­με/Με­τά, μέ­σα στο σπί­τι:/τρέ­χει, παί­ζει και κοι­μά­ται./Ξαφ­νι­κά, μια μέ­ρα, θυ­μά­ται/την ελεύ­θε­ρη ζωή του/και μας τρώ­ει.[12] Και Το τέ­ρας χτα­πό­δι –ο χρό­νος– να τα αρ­πά­ζει όλα και να τα/πνί­γει.[13] Τώ­ρα ηρε­μεί και στο­χά­ζε­ται: Μια τρύ­πια δε­κά­ρα όλα/στον πά­το της λί­μνης/μέ­σα στη λά­σπη και στο όρα­μα.[14] Αυ­τό θα γρά­ψει στο ακρο­τε­λεύ­τιο ποί­η­μα της τε­λευ­ταί­ας συλ­λο­γής του. Δεν εί­ναι φό­βος πια. Μό­νον ποί­η­ση κα­θα­ρή, όπως κά­θε γνή­σια και αυ­θε­ντι­κή δη­μιουρ­γία, που χρειά­ζε­ται τη συμ­φι­λί­ω­ση με τα άγρια θη­ρία. Αυ­τά που, ζώ­ντας μέ­σα του, απαι­τούν τον φό­ρο του αί­μα­τος με αντάλ­λαγ­μα μια προ­σω­πι­κή γρα­φή.



[ Όλες οι παραπομπές –εκτός από την 11– είναι από τη συγκεντρωτική έκδοση Γιάννης Κοντός Τα ποιήματα (1970-2010), εκδ. Τόπος 2013 ]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: