Γιάννης Κοντός και Μίλτος Σαχτούρης: Ο κληρονόμος των πουλιών και ο χαμάλης των λέξεων

Φωτ. Δημήτρης Γέρος
Φωτ. Δημήτρης Γέρος

Τον Γιάννη Κοντό τον θυμάμαι στον Κέδρο αεικίνητο να διακατέχεται μονίμως από ένα οίστρο, που διοχετευόταν συχνά σε αφηγήσεις ιστοριών σχετιζομένων με ποιητές –ζώντες και νεκρούς. Ο ίδιος έδινε την εντύπωση –σε μια πρώτη επικοινωνία μαζί του– πως ήταν ένας απλός παρατηρητής του ποιητικού φαινομένου και όχι ο δημιουργός που αποσυρόταν καθημερινά για να μεταγράψει τα πραγματικά του βιώματα σε ιστορίες παράξενες στις οποίες κατά κανόνα θριάμβευε το σχήμα που οι αρχαίοι γραμματικοί ονόμαζαν παρά προσδοκίαν.
Οι αινιγματώδεις αυτές αφηγήσεις του μου ασκούσαν γοητεία ανάλογη εκείνης που με έθελγε στις μυστηριώδεις επίσης ποιητικές ιστορίες του Μίλτου Σαχτούρη. Γι’ αυτή την ποιητική σχέση ανάμεσα στους δύο ποιητές επιθυμώ να καταθέσω σήμερα ορισμένες σκέψεις, που όμως δεν φιλοδοξούν να εξαντλήσουν στο θέμα.
Η συγγένεια της ποίησης του Γιάννη Κοντού με εκείνη του Μίλτου Σαχτούρη είναι ορατή στο έργο του ποιητή της Γενιάς του 70 είτε ως έμμεση αλλά διακριτή επίδραση, είτε ως συνομιλία διακειμενική ή ως άμεση και επώνυμη αναφορά στο πρόσωπο του προγενέστερου ποιητή, ο οποίος σημάδευσε με την ιδιαιτερότητα και μοναχικότητα της φωνής του την ποίηση της Α΄ Μεταπολεμικής Γενιάς.
Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα του Κοντού με τον αριθμό 48 από τη συλλογή Τα οστά (1982):

48

Ο μικρός Μίλτος κάθεται στα χαλάσματα.
Λέει ένα κόκκινο τραγούδι
Το τραγούδι έχει κλωστές πολλές κλωστές.
Σε λίγο θα γίνει τριχιά και θα σας πνίξει
.[1]



Στο ποίημα[2] διαφαίνονται η οικειότητα της επικοινωνίας (με την αναφορά στο μικρό όνομα του ποιητή), η ανάδειξη της κυριαρχίας του κόκκινου μέσα στη σαχτούρεια ποιητική πολυχρωμία και, πάνω απ’ όλα, η βαθιά εκτίμηση που τρέφει ο Γιάννης Κοντός για τον ανατρεπτικό και αντισυμβατικό χαρακτήρα της ποίησης του Μίλτου Σαχτούρη.
Και οι δύο ποιητές συνθέτουν με τις ψηφίδες των ποιημάτων τους το σκηνικό ενός παράξενου και εχθρικού κατά κανόνα κόσμου μέσα στον οποίο διαδραματίζονται, με ένα τρόπο σχεδόν φυσικό, τα πιο περίεργα συμβάντα.
Παραθέτουμε τα δύο εμβληματικά ποιήματα του Κοντού, πρώτα τη «Μαγική εικόνα» από το Χρονόμετρο του 1972:

Μαγική εικόνα

Άνοιξες την πόρτα και μετά
άλλη κι άλλη και βρέθηκες
στη μέση του μεγάλου τσίρκου
στο κλουβί με τα λιοντάρια.
Είπες: Θε μου, τι γυρεύω εδώ;
Εγώ πήγαινα στην τουαλέτα
.[3]

και έπειτα το υπ. αρ. 16 από τη συλλογή Τα οστά (1982), το οποίο μοιάζει να επαναλαμβάνει το βίωμα που γέννησε το προηγούμενο ποίημα με την προσθήκη εδώ της αυτοπρόσωπης παρουσίας του αφηγητή-ποιητή (ο Γιάννης είμαι…):

16

Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο
Δεν μπορώ να μετακινηθώ. Ένα λιοντάρι
με περιεργάζεται με τα κίτρινα μάτια του.
Δεν είμαι ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων,
ο Γιάννης είμαι και δεν θέλω ούτε λιοντάρια
ούτε ανθρώπους. Το δωμάτιο θέλω να καθαρίσω
και να καθίσω σε μια καρέκλα να ξεκουραστώ.
[4]

Και τα δύο ποιήματα αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα ως απειλή έτοιμη να συνθλίψει κάτω από το πέλμα της το αδύναμο και μονίμως αμυνόμενο ˝εγώ“ του ποιήματος. Έτσι συναντούν το παρόμοιο θέμα και τα συναφή σύμβολα στην ποίηση του Σαχτούρη.

Μελαγχολία

…στο πλαϊνό μου διαμέρισμα μεταφέραν συνεχώς τους πληγωμένους·
τυλιγμένοι με άσπρες γάζες απ’ την κορφή ώς τα νύχια, τραγουδούσαν.
Στ’ απέναντι δωμάτιο ένα πουλάκι τοσοδά, ήτανε, λέει, ο Χάρος
και μπρος στο δικό μου το δωμάτιο το λιοντάρι που είχε ανεβεί
από τις σκάλες, έγδερνε με λύσσα την πόρτα μου να τηνε σπάσει.
[5]

Δεδομένου ότι το λιοντάρι ως σύμβολο της άλογης βίας, που εισβάλλει αναπάντεχα στον χώρο του ποιητικού υποκειμένου εμφανίζεται πρώτα στα δύο ποιήματα του Γιάννη Κοντού και έπεται η παρουσία του στα Εκτοπλάσματα του Σαχτούρη (1986), μας επιτρέπει να θεωρήσουμε ίσως ότι η συγγένεια των δύο ποιητών δεν εξαντλείται στην αδιαμφισβήτητη επίδραση του πρεσβύτερου προς τον νεώτερο αλλά ότι παράλληλα διαμορφώνεται κάποτε μεταξύ τους μια αμφίδρομη σχέση, που φέρει τα χαρακτηριστικά υπόγειας συνομιλίας, οφειλόμενης σε ομόλογες ποιητικές ιδιοσυγκρασίες.
Ένα ιδιότυπο χιούμορ, που συνδέεται με τη σχεδόν φυσική παραδοχή του παράλογου και έλκει την καταγωγή του από την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη κυριαρχεί και στην ποίηση του Γιάννης Κοντού. Και οι δύο ποιητές αναγνωρίζουν σ’ αυτό την άλλη όψη του τραγικού. Χαρακτηριστικά τα δύο συγκοινωνούντα ποιήματα του Σαχτούρη «Η πορτοκαλιά» και το ποίημα «[Βρέχει]» που προέρχονται και τα δύο από τη συλλογή Όταν σας μιλώ του 1956:

Πορτοκαλιά

Τί θλιβερός χειμώνας, Θε μου! Τί θλιβερός χειμώνας! Ένα
πορτοκαλί μεσοφόρι κρέμεται, ένα ροζ ξεσκονόπανο και βρέχει.
Ένας γέρος κοιτάζει μέσ’ απ’ το τζάμι. Ένα ξερό δέντρο, ένα
φως αναμμένο χρώμα πορτοκαλιού. Ένα δέντρο με πορτοκάλια
πιο πέρα. Και το κορίτσι αναποδογυρισμένο και το φλιτζάνι
σπασμένο κι όλοι, Θε μου, να κλαίνε να κλαίνε να κλαίνε
Κι ύστερα χρήματα χρήματα χρήματα πολλά
Τί θλιβερός χειμώνας, Θε μου! Τί θλιβερός χειμώνας, Θε μου!
Τί θλιβερός χειμώνας

[ Βρέχει… ]

ΒΡΕΧΕΙ όπως και στο προηγούμενο ποίημα την Πορτοκαλιά
Μια γυναίκα μ’ έναν καθρέφτη και κάτι σύρματα προσπαθεί
να κρατήσει τα χρόνια. Όμως τα χρόνια φεύγουν
τα σύρματα μπαίνουν βαθιά μέσα στα μάγουλά της

τα ξεσκίζουν τρέχουν αίματα
ενώ ένα άγριο χέρι με μια κιμωλία πηγαινοέρχεται

και βάφει τα μαλλιά της άσπρα
.[6]

Τα παραπάνω ποιήματα συναντούν στο έργο του Γιάννη Κοντού ένα ομόλογο ζεύγος δύο συγκοινωνούντων ποιημάτων. Το πρώτο ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Φωτοτυπίες (1977):

Πανικός
ή
η Λίτσα θέλει έρωτα
ενώ
το ραδιενεργό νέφος πλησιάζει

Ανοίγω το μπουκάλι και πετάγονται
οι μέρες μου πτητικό υγρό.

Ο ουρανός είναι καρφωμένος στη γη
και δεν θα ξεφύγει κανείς.

Σ’ το ξαναλέω για πολλοστή φορά.
Θα φύγω με μια αρκούδα
για το δάσος. Στο ξέφωτο
θα παίζουμε τένις με το μηδέν.

Δεν θα με φάει η κινητή άμμος
των επιθυμιών σου
.[7]

Το δεύτερο ποίημα ανακαλεί τη Λίτσα του πρώτου (διόλου τυχαία και εύγλωττη η επιλογή του γυναικείου υποκοριστικού) και φέρει τον τίτλο «Μαλλιά- κεντήματα- νήματα» από τη συλλογή Δωρεάν Σκοτάδι (1989):

Μαλλιά-κεντήματα-νήματα

Εντέλει παντρεύτηκα τη Λίτσα
από το παλαιότερο βιβλίο μου.
Ήτανε πρίμα μπαλαρίνα,
αλλά ένα ατύχημα
την έκανε να βάφει νήματα
και να κεντάει.
Μαζί με τις δύο κόρες που αποκτήσαμε,
στήσαμε μια μικρή βιοτεχνία.
Όλη μέρα τραγούδια, γέλια και δουλειά.
Τα βράδια έπαιρνα το άλογο,
το πήγαινα στο τέρμα των τρόλεϊ
να το ποτίσω. Το καυσαέριο
ανέμιζε τη χαίτη του. Δεν θυμάμαι
πόσες χρονικές μονάδες ψάχναμε
για νερό. Επιστρέφοντας (βράδυ πάντα)
το τοπίο είχε υποστεί αλλαγές.
Ο κόσμος στις πόρτες μιλούσε μια ξένη γλώσσα.
Στο μέρος του σπιτιού ένα κενό.
Έψαξα, ρώτησα (με νοήματα πια)
και πείστηκα ότι, εφόσον δεν έγινε σεισμός,
το σπίτι είχε απογειωθεί τυλιγμένο στα μαλλιά.
[8]

Το ποίημα του Γιάννη Κοντού είναι τοποθετημένο σε ένα μικροαστικό σκηνικό που γίνεται ο στόχος του σαρκασμού για την ανία και την ασημαντότητα της μικροαστικής ζωής, ενώ καραδοκεί ο ζόφος του ραδιενεργού νέφους.
Και οι δύο ποιητές είναι εγκάτοικοι μιας περίκλειστης ποίησης που έχει κατά κανόνα ως σκηνικό της χώρο το αποκρουστικό και κάποτε εχθρικό περιβάλλον ενός δωματίου-φυλακής. Έτσι εξηγείται η κοινή αγάπη τους για τον Κάφκα, όπως φαίνεται από το ομώνυμο ποίημα του Σαχτούρη:

Franz Kafka

Ο Φραντς Κάφκα ζούσε σ’ ένα μεγάλο υγρό δωμάτιο
στρωμένο μ’ ένα βρόμικο παλιό χαλί.
Πού και πού διάτρεχε το χαλί ένας μεγάλος
γκρίζος ποντικός.
Ο πόντικας αυτός, έλεγε συχνά ο Φραντς,
ο πόντικας αυτός, είναι η αγαπημένη μου κι εγώ
.[9]

Πάντως ο Κοντός είναι ο πρώτος (πριν δηλαδή παραπέμψει στον κλειστοφοβικό του κόσμο ο Σαχτούρης) που υποδέχεται τον Κάφκα στο δικό του δωμάτιο, στο ποίημα με αρ. 23 από τη συλλογή Τα οστά (1982):

23.

Έρχεται πάλι καλοκαιριάτικα αυτός
ο Φρανς Κάφκα. Κάθεται. Παίζουμε σκάκι.
Πίνουμε γάλα –που πολύ ταιριάζει
με τα μαύρα ρούχα– Λέμε αστεία
και γελάμε. Έχει ένα σιδερένιο βήχα
που με αναστατώνει. Βγάζει το παλτό
και με ρωτάει για σένα. Του εξηγώ
ότι κοιμάσαι δίπλα. Συνεχίζουμε.
Τα ξημερώματα φεύγει, παίρνοντας μαζί του
το μισό δωμάτιο –όπως πάντα με κερδίζει.
[10]

Επίσης, στο πεζό ποίημα από τη συλλογή Ανωνύμου του μοναχού,[11] ο Κοντός επισκέπτεται τον Κάφκα στο δωμάτιό του: «Αυτές τις μέρες θα μαζέψω τα υπάρχοντά μου (δηλαδή τα γυαλιά μυωπίας) και θα πάω στο σπίτι του Κάφκα. Είναι εδώ στην Αθήνα…»
Και στους δύο ποιητές ένα εγώ, ευάλωτο και ανυπεράσπιστο, διεκτραγωδεί τη μόνιμη σύγκρουσή του με ένα σύμπαν, που και με τη φυσική και με την κοινωνική του όψη, παραμένει απειλητικά εχθρικό κι ανελέητο. Εξάλλου και οι δύο ποιητές συναντιούνται σε κοινούς καρυωτακικούς τόπους.
Σε αντίθεση πάντως με τα ποιήματα του Κοντού, η ποίηση του Σαχτούρη δεν απευθύνεται. Ελάχιστες φορές συναντάει κανείς το εσύ του δευτέρου ενικού προσώπου, ενώ παντελώς απουσιάζει το εσείς.
Αντίθετα ο Γιάννης Κοντός επικοινωνεί σχεδόν αγχωτικά με τον αναγνώστη του διατηρώντας μιαν αδιάλειπτη σχέση με ένα –απροσδιόριστο είναι αλήθεια– ˝εσύ”, στο οποίο εναποθέτει την πάσαν ελπίδα του για παραμυθία και το οποίο περιβάλλει με όσα αποθέματα τρυφερότητας διαθέτει, κάποτε μέσω μιας γλώσσας της οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι η κατακτημένη προφορικότητα. Ο Κοντός είναι λαϊκότερος του Σαχτούρη και, αν είναι δόκιμη η έκφραση, κάποτε είναι επικαιρικά πολιτικότερος, καθώς –κυρίως στα πρώτα του ποιήματα– μια κοινωνική οπτική φανερώνει συνεχή έννοια για τα πάθη του κόσμου, ενώ δεν λείπει και η κατηγορηματική διατύπωση για την ευθύνη του ποιητή απέναντι σ’ αυτόν.
Έτσι, αν ο «Ελεγκτής» του Σαχτούρη διακηρύσσει «… εγώ/ κληρονόμος πουλιών/ πρέπει/ έστω και με σπασμένα φτερά/ να πετάω», ο Γιάννης Κοντός στην πρώτη του ποιητική εμφάνιση με το Χρονόμετρο του 1972 εγγράφει σαφείς πολιτικές αιχμές κατά της δικτατορίας και προβαίνει σε μια προγραμματική διακήρυξη για τον ρόλο του ποιητή, η οποία δεν διατυπώνεται ξανά με την ίδια σαφήνεια.

Και με αυτούς τους ωραίους στίχους κλείνω το σύντομο αυτό κείμενο – κατάθεση στη μνήμη του ποιητή Γιάννη Κοντού:

[ ...]

Εγώ ο χαμάλης των λέξεων
θα σου ανοίξω τις φλέβες
με το διψασμένο μου τραγούδι
να μυρίσει ο λαός τα κρίνα σου!...

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: