Το αυθεντικό πρόσωπο της ποίησης

Η Μαρία Κυρτζάκη «διδάσκει» ποίηση και στάση ζωής

Η Μ.Κ. Στο σπίτι της στο Παγκράτι, τέλη του '90  (φωτ. © Αρχείο Βιργινίας Πισιμίση)
Η Μ.Κ. Στο σπίτι της στο Παγκράτι, τέλη του '90 (φωτ. © Αρχείο Βιργινίας Πισιμίση)

Η Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, κα­θό­σον ανή­κει στους ποι­η­τές του ’70, φέ­ρει στην ποί­η­σή της ανα­γνω­ρι­στι­κά κοι­νά γνω­ρί­σμα­τα με όσους συ­γκα­τα­λέ­γο­νται στην εμ­βλη­μα­τι­κή αυ­τή γε­νιά – όσο φυ­σι­κά γί­νε­ται να βρε­θεί ο κοι­νός τό­πος σε μια ομά­δα ποι­η­τών τό­σο ετε­ρο­γε­νή, ώστε να κα­θί­στα­ται ανα­γκαία η ανί­χνευ­ση πε­ρισ­σό­τε­ρο των εξω­γε­νών πα­ρα­γό­ντων (από το κοι­νω­νι­κό και πο­λι­τι­κό κυ­ρί­ως πε­ρι­βάλ­λον) που τους δια­μόρ­φω­σαν και λι­γό­τε­ρο των επι­δρά­σε­ων από τις προη­γού­με­νες ποι­η­τι­κές γε­νιές. Έτσι, εί­ναι επό­με­νο να συ­νυ­πο­λο­γί­σου­με στα στοι­χεία της προ­σω­πι­κής ζω­ής την επο­χή μέ­σα στην οποία οι ποι­η­τές αυ­τοί συ­νει­δη­το­ποί­η­σαν για πρώ­τη φο­ρά τον ρό­λο της ποι­η­τι­κής έκ­φρα­σης ως δρα­στι­κού αντί­δο­του στην ανε­λευ­θε­ρία, στη στρε­βλή πο­λι­τι­κή κα­θο­δή­γη­ση, στην απαν­θρω­πο­ποί­η­ση της κοι­νω­νί­ας. Προς αρω­γή στη δια­μόρ­φω­ση της συ­νει­δη­τής πλέ­ον θέ­σης τους ήρ­θαν τα κι­νή­μα­τα αμ­φι­σβή­τη­σης, στην Ευ­ρώ­πη κυ­ρί­ως, την τα­ραγ­μέ­νη δε­κα­ε­τία του ’60, τον ακό­μη έντο­νο από­η­χο των οποί­ων βί­ω­σαν οι ίδιοι στη δε­κα­ε­τία του ’70. Ένα εκρη­κτι­κό μείγ­μα των σύγ­χρο­νων με αυ­τούς γε­γο­νό­των αλ­λά και του από­η­χου από την προη­γού­με­νη γε­νιά της πο­λι­τι­κής ήτ­τας που διο­χέ­τευ­σε στο έρ­γο τους το αί­σθη­μα της διά­ψευ­σης. Οι ποι­η­τές της γε­νιάς του ’70 δεν ανα­ζή­τη­σαν στη­ρίγ­μα­τα της δι­κής τους θε­ώ­ρη­σης του κό­σμου στους προη­γού­με­νους, πι­στεύ­ο­ντας πως κά­τι και­νούρ­γιο όφει­λαν να φέ­ρουν στην ποι­η­τι­κή έκ­φρα­ση, ως προς τη βα­θύ­τε­ρη ου­σία της και ανα­πό­φευ­κτα ως προς τη μορ­φή της. Η οπτι­κή αυ­τή οδή­γη­σε στην πο­λυ­μορ­φία και στη δια­φο­ρε­τι­κή προ­σω­πι­κή έκ­φρα­ση του κα­θε­νός από τους ποι­η­τές της γε­νιάς τους.

Γεν­νη­μέ­νη η Κυρ­τζά­κη στην Κα­βά­λα το 1948 εμ­φα­νί­ζε­ται στα γράμ­μα­τα το 1966, με την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Σιω­πη­λές κραυ­γές, η οποία κα­νο­νι­κά δεν συ­γκα­τα­λέ­γε­ται επί­ση­μα στο έρ­γο της (το οποίο αριθ­μεί οκτώ συλ­λο­γές) και δεν συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στη συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση που επι­με­λή­θη­κε η ίδια το 2002. Ένα εί­δος απο­κή­ρυ­ξης της πρω­τό­λειας δη­μιουρ­γί­ας; Με δε­δο­μέ­νο ότι η ποι­ή­τρια αφε­νός ήταν σε μία πο­λύ νε­α­ρή ηλι­κία για να δώ­σει το κα­τα­στά­λαγ­μα της σκέ­ψης της (ωστό­σο εν­νό­η­σε από τό­τε την ου­σία του καί­ριου και όχι πε­ριτ­τού λό­γου) και αφε­τέ­ρου ότι η κά­θε μία από τις επό­με­νες ποι­η­τι­κές της κα­τα­θέ­σεις απεί­χαν χρο­νι­κά με­τα­ξύ τους, απο­δει­κνύ­ει ότι η ποί­η­ση για την Κυρ­τζά­κη ήταν απο­τέ­λε­σμα επί­πο­νης και επί­μο­νης ερ­γα­σί­ας ακο­λου­θώ­ντας τη στα­δια­κή της ενη­λι­κί­ω­ση και ωρί­μα­ση σε όλα τα επί­πε­δα. Μια πο­λύ πρώ­ι­μη, επο­μέ­νως, ποι­η­τι­κή δου­λειά δεν μπο­ρεί πα­ρά να απεί­χε πο­λύ από τη συ­νο­λι­κή οπτι­κή της ποι­ή­τριας, όπως αυ­τή εκ­φρά­στη­κε τα επό­με­να χρό­νια. Ου­σια­στι­κά η ποι­η­τι­κή της δια­δρο­μή έχει την αφε­τη­ρία της το 1973, στη συλ­λο­γή Οι λέ­ξεις, κα­θό­λου τυ­χαία εν μέ­ση δι­κτα­το­ρία. Η πρώ­τη συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ενός πο­λι­τι­κού εαυ­τού ανι­χνεύ­ε­ται στα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής. Το εφη­βι­κό «εγώ» των πρώ­των ποι­η­τι­κών γρα­φών εδώ απο­κτά το συλ­λο­γι­κό πε­ρί­βλη­μα σε ένα «εμείς» που αγω­νιά να δώ­σει το στίγ­μα της παλ­λό­με­νης ποι­η­τι­κής φω­νής, που κα­τα­νο­εί το μέ­γε­θος του τραύ­μα­τος ενός λα­ού που ζει υπό κα­θε­στώς ανε­λευ­θε­ρί­ας αλ­λά και θα ήθε­λε να απο­δώ­σει μέ­σα από τα ποι­ή­μα­τα το άγ­γιγ­μα αυ­τού του τραύ­μα­τος – ταυ­τό­χρο­να θε­ω­ρη­τι­κή προ­σέγ­γι­ση, που θα κιν­δύ­νευε να απο­μεί­νει μό­νον εγκε­φα­λι­κή αλ­λά κα­τέ­λη­ξε να γί­νει λό­γος σα­φής, υπο­κι­νη­τι­κός της δρά­σης. Ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, λό­γος αυ­θε­ντι­κός, στον πυ­ρή­να του πο­λι­τι­κός, ικα­νός να επι­ση­μά­νει τον ρό­λο του πο­λί­τη απέ­να­ντι στις ιστο­ρι­κές συ­γκυ­ρί­ες, ως συ­νέ­χι­ση ανα­πό­φευ­κτη των πα­λαιών αγώ­νων, ως βα­θύ­τε­ρη συ­νει­δη­το­ποί­η­ση του παι­χνι­διού που παί­ζε­ται ερή­μην του.

Οι συμ­πτώ­σεις μάς έκα­ναν ήρω­ες/ Το άθροι­σμα της απά­της/ Το άθροι­σμα των συλ­λή­ψε­ων/ Και οι γει­το­νιές να βλέ­πουν στη θά­λασ­σα/– Δεν βλέ­πουν πια –/ Και τα παι­διά να παί­ζουν στις αυ­λές/–Δεν παί­ζουν πια–/Κι ο ου­ρα­νός που σκο­τεί­νια­σε/ Και τα παι­διά που ήρ­θαν απ’ τα νη­σιά/ Η «σύμ­πτω­σις» δι­δά­σκουν οι δά­σκα­λοι/ Όνο­μα ου­σια­στι­κό/   Όνο­μα ανύ­παρ­χτο τ’ όνο­μά μας/ Και οι χει­ρα­ψί­ες/   Και οι φί­λοι που χά­θη­καν στο δι­πλα­νό δω­μά­τιο/ Και τα κλει­διά που σκού­ρια­σαν στην κλει­δα­ριά/Ένας άν­θρω­πος μό­νος/Τι εί­ναι/Ποιος εί­ναι/Και παί­ζου­με το παι­χνί­δι/–Των συ­νει­δή­σε­ων, εί­πε/–Των συμ­πτώ­σε­ων, ο άλ­λος/–Της ανα­γκαιό­τη­τας, ο τρί­τος/Ένας άν­θρω­πος μό­νος (Το παι­χνί­δι)

Εν τέ­λει, εκ­φρά­ζε­ται εδώ η κυ­ρί­αρ­χη ανα­γκαιό­τη­τα, που ωθεί τις εναρ­γείς συ­νει­δή­σεις να πά­ρουν μέ­ρος στο παι­χνί­δι, με τους δι­κούς τους όρους όμως, αυ­τούς που υπα­γο­ρεύ­ει το προ­σω­πι­κό τους ήθος, με όποιο τί­μη­μα φέ­ρει η στά­ση τους. Η ποί­η­ση, πε­ρισ­σό­τε­ρο από κά­θε άλ­λη μορ­φή λό­γου, προ­σφέ­ρει στον ανα­γνώ­στη της μια προ­νο­μιού­χο θέα του κό­σμου, η οποία εξαρ­τά­ται από τη θέ­ση του ποι­η­τή και απο­τε­λεί προ­σω­πι­κή του κα­τά­κτη­ση. Η ποι­ή­τρια πα­ρα­τη­ρεί και ση­μειώ­νει ει­κό­νες, κα­τό­πιν τις με­του­σιώ­νει σε λέ­ξεις και τις δί­νει στον ανα­γνώ­στη του με το φορ­τίο που ήδη έχουν αλ­λά και την ερ­μη­νεία που η ίδια –στη βά­ση της προ­σω­πι­κής της ηθι­κής στά­σης– τους προσ­δί­δει. Ως ευαί­σθη­τος δέ­κτης συλ­λαμ­βά­νει τα μη­νύ­μα­τα της επο­χής και αντι­λαμ­βά­νε­ται πού αξί­ζει να εστιά­σει το νό­η­μα των στί­χων της, ώστε να φέ­ρουν μέ­σα στους το νό­η­μα της επο­χής, όπως κι αν θε­λή­σει να το δώ­σει, με όποιο τρό­πο -σα­φή ή κρυ­πτι­κό- επι­λέ­ξει να μι­λή­σει. Η ποί­η­ση της Κυρ­τζά­κη δεν χρειά­ζε­ται την ευ­τέ­λεια ενός κω­δι­κο­ποι­η­μέ­νου συν­θη­μα­τι­κού λό­γου που υπη­ρε­τεί πά­ντο­τε σκο­πι­μό­τη­τες. Εμπε­ριέ­χει με τον κα­λύ­τε­ρο και πιο σα­φή τρό­πο την επο­χή μέ­σα στην οποία γεν­νιέ­ται, και της οποί­ας τον ου­σια­στι­κό πυ­ρή­να φέ­ρει μέ­σα στον λό­γο της. Βρί­σκε­ται μέ­σα στο κοι­νω­νι­κό γί­γνε­σθαι, δί­πλα στα προ­βλή­μα­τα των αν­θρώ­πων, ευαι­σθη­το­ποιεί­ται και κι­νη­το­ποιεί­ται απ’ αυ­τά. Εί­ναι κοι­νω­νι­κή η θέ­ση της, δη­λα­δή όχι απο­μο­νω­μέ­νη. Όμως πά­ντο­τε οφεί­λει να βρί­σκε­ται απέ­να­ντι στις συμ­βά­σεις, κα­τ’ ου­σί­αν αντί­θε­τη με τους συμ­βι­βα­σμούς που ορί­ζουν την απο­δε­κτή κοι­νω­νι­κό­τη­τα, άρα αντι-κοι­νω­νι­κή, με την έν­νοια του «απέ­να­ντι» βα­θιά ρι­ζω­μέ­νη μέ­σα της. Απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νη για να μπο­ρεί να δει κα­λύ­τε­ρα, πλη­ρώ­νο­ντας έτσι το τί­μη­μα της ώρι­μης και ξε­κά­θα­ρης θέ­ας με τη μο­να­ξιά. Αυ­τή την αντί­θε­σή της απέ­να­ντι σε όλα τα κα­κώς κεί­με­να δί­νει η ει­λι­κρι­νής και αυ­θε­ντι­κή ποί­η­ση, αθώα και αμέ­το­χη σε κά­θε εύ­κο­λο συ­νυ­πο­λο­γι­σμό, σε κά­θε δε­λε­α­στι­κή εν­σω­μά­τω­σή της στην κα­τα­σκευα­σμέ­νη τοι­χο­γρα­φία της επο­χής. Κραυ­γά­ζει αυ­τό που βλέ­πει, αυ­τό που την απο­γοη­τεύ­ει, αυ­τό που δια­ψεύ­δει τις προσ­δο­κί­ες της ως πο­λι­τι­κού όντος και κοι­νω­νι­κά ενερ­γού μέ­λους ενός συ­νό­λου ηθι­κά απορ­ρι­πτέ­ου. Κα­τορ­θώ­νει να δια­τη­ρή­σει τους τρεις πυ­λώ­νες της ηθι­κής μέ­σα στην κα­ται­γί­δα κα­ταρ­ρά­κω­σης των αν­θρω­πι­στι­κών αξιών που μαί­νε­ται γύ­ρω της. Πρώ­τα απ’ όλα κρί­νε­ται ως προς το πο­λι­τι­κό ήθος, το ποι­κι­λο­τρό­πως τρω­θέν δια­χρο­νι­κά. Έπει­τα η κοι­νω­νι­κή ευαι­σθη­σία προς τον πά­σχο­ντα άν­θρω­πο όπου γης έρ­χε­ται να κα­θο­ρί­σει το ήθος πά­λι, δί­νο­ντας το μέ­τρο της σύ­μπλευ­σης, της συ­μπα­ρά­στα­σης, της αλ­λη­λεγ­γύ­ης. Μό­νο που για να ισχύ­ουν οι δύο πα­ρα­πά­νω πα­ρά­με­τροι του ήθους, πρέ­πει να προη­γη­θεί η γε­νε­σιουρ­γός συν­θή­κη, το προ­σω­πι­κό ήθος. Όταν αυ­τό δεν υπάρ­χει, τό­τε οι πο­λι­τι­κές ή κοι­νω­νι­κές ευαι­σθη­σί­ες κα­τα­λή­γουν κε­νά ρη­το­ρι­κά σχή­μα­τα. Εί­ναι αυ­τό που θα ανα­σύ­ρει από τη μνή­μη τα άξια λό­γου (κα­τ’ εξο­χήν υπό­θε­ση προ­σω­πι­κού ήθους η μνή­μη), εί­ναι αυ­τό που θα ανα­δεί­ξει την ωρι­μό­τη­τα των επι­λο­γών. Η ποί­η­ση, κα­θώς με­του­σιώ­νει τον ιδιώ­τη σε πο­λί­τη, εί­ναι βα­θύ­τα­τα αν­θρώ­πι­νη, όπως κά­θε τι που αγω­νιά σε μια κοι­νω­νία φθί­νου­σα, εί­ναι ποί­η­ση με ήθος προ­σω­πι­κό, όχι με την κοι­νά απο­δε­κτή (φθαρ­μέ­νη πλέ­ον) έν­νοια αλ­λά με την ου­σια­στι­κή. Κυ­ρί­ως όταν απαι­τεί αί­μα για να γρα­φεί.. Το χρώ­μα της εί­ναι το μαύ­ρο. Κι αν εί­ναι κόκ­κι­νο πα­ρα­πέ­μπει σε αι­μάσ­σο­ντα σώ­μα­τα που κα­θη­με­ρι­νά σπα­ράσ­σο­νται. Εί­ναι και η ωρι­μό­τη­τα που ανι­χνεύ­ε­ται πί­σω από λέ­ξεις δη­λω­τι­κές της από­λυ­της συ­νει­δη­το­ποί­η­σης του «ποιος εί­μαι», «πού πη­γαί­νω», κυ­ρί­ως «τι γί­νε­ται εδώ». Εί­ναι θέ­μα επι­λο­γής, λοι­πόν, το πε­ρι­βάλ­λον που θα δώ­σει στον ποι­η­τή την απα­ραί­τη­τη ανά­σα προ­κει­μέ­νου να μην πνι­γεί από τον ασφυ­κτι­κό κλοιό των προ­κα­θο­ρι­σμέ­νων δρό­μων. Η ποι­ή­τρια δεν ηθι­κο­λο­γεί, δεν ρη­το­ρεύ­ει ανο­ή­τως, δεν επα­να­παύ­ε­ται σε ευ­κο­λί­ες του λό­γου. Μι­λά, κραυ­γά­ζει αυ­τό που απο­θη­κεύ­ει από τον πά­σχο­ντα εν γέ­νει πο­λι­τι­σμό μας.

Η ποί­η­ση της Κυρ­τζά­κη απο­τε­λεί δείγ­μα δια­κρι­τό πο­λι­τι­κού και προ­σω­πι­κού ήθους. Με όπλο τη γλώσ­σα, τις λέ­ξεις κα­λά δου­λε­μέ­νες και προ­σεγ­μέ­νες ώστε να απο­δί­δουν με ακρί­βεια τον πυ­ρή­να του νο­ή­μα­τος για να κα­θί­στα­ται δυ­να­τή η λει­τουρ­γία τους στον απο­δέ­κτη. Και έχει ση­μα­σία η απο­δο­χή, έτσι όπως την αντι­λαμ­βά­νε­ται η ποι­ή­τρια, όταν απευ­θύ­νει τον λό­γο στον πι­θα­νό ανα­γνώ­στη της μέ­σα από το «εσύ» του δεύ­τε­ρου προ­σώ­που, στο ποί­η­μα που κα­τα­γρά­φει την αδυ­να­μία να λει­τουρ­γή­σουν οι λέ­ξεις μιας λε­η­λα­τη­μέ­νης γλώσ­σας ως φο­ρείς των μη­νυ­μά­των, ως αυ­θε­ντι­κές προ­σο­μοιώ­σεις τους.

Εί­ναι εύ­κο­λο να σου δεί­ξω/Το σώ­μα μου πώς δια­θλά­στη­κε/Την όρα­σή μου πώς έμει­νε κρυμ­μέ­νη/Να σου απα­ριθ­μή­σω τα γε­γο­νό­τα./Μό­νο τις λέ­ξεις μου/Τι να σου πω για τις λέ­ξεις/Αφού και γω δεν ξέ­ρω/Πώς βγαί­νουν έτσι/Στρα­πα­τσα­ρι­σμέ­νες κά­θε φο­ρά/Θαρ­ρείς λε­η­λα­τη­μέ­νες/Λει­ψές. (Οι λέ­ξεις)

Με τους πα­ρα­πά­νω στί­χους η Κυρ­τζά­κη δί­νει με εξαι­ρε­τι­κή ευ­στο­χία (και πο­λύ πρό­ω­ρα στο έρ­γο της) μία ση­μα­ντι­κή πα­ρά­με­τρο του ποι­η­τι­κού προ­βλή­μα­τος. Η μορ­φή που θα πά­ρει η ποι­η­τι­κή ιδέα, δεν εί­ναι μό­νον η επι­φά­νεια του έρ­γου· απο­τε­λεί την απο­κρυ­στάλ­λω­ση της σκέ­ψης, την πρώ­τη επα­φή του ποι­η­τή με το μορ­φο­ποι­η­μέ­νο σε λέ­ξεις θε­ω­ρη­τι­κό κομ­μά­τι του ποι­ή­μα­τος. Εί­ναι δι­κός του ο πρώ­τος αιφ­νι­δια­σμός, όταν αντι­λαμ­βά­νε­ται πό­σο ασφυ­κτιά συ­χνά μέ­σα στους λε­κτι­κούς κώ­δι­κες η αρ­χι­κή του σύλ­λη­ψη. Έτσι κι αλ­λιώς η αρ­χι­κή ιδέα πά­ει κι έρ­χε­ται, το έχει νιώ­σει ο Κα­βά­φης στον «Δα­ρείο» του. Κι όταν πλέ­ον σαρ­κω­θεί σε λέ­ξεις, δεν ξέ­ρει πια αν έχει ολό­κλη­ρη ει­σχω­ρή­σει ή αν έχει εγκα­τα­λεί­ψει κά­τι από την πρό­θε­σή της. Ωστό­σο, η γρα­φή δεν έχει άλ­λο τρό­πο. Πα­νί­σχυ­ρες οι λέ­ξεις ως ανα­γκαία συν­θή­κη υπο­χρε­ώ­νουν τον ποι­η­τή σε μια μορ­φή συν­θη­κο­λό­γη­σης. Ίσως αυ­τή η υπο­χώ­ρη­ση να απο­τε­λεί το έναυ­σμα κά­θε φο­ρά της νέ­ας γρα­φής, την ελ­πί­δα ότι η νέα ποι­η­τι­κή κα­τά­θε­ση θα κα­τορ­θώ­σει να ταυ­τι­στεί πε­ρισ­σό­τε­ρο με την αρ­χι­κή ιδέα. Ίσως γι’ αυ­τό διαρ­κώς γρά­φου­με το ίδιο ποί­η­μα στις πολ­λα­πλές του εκ­δο­χές. Στην «Επι­στο­λή στον Ιω­νά» (Ο κύ­κλος 1976) η Κυρ­τζά­κη θα επα­νέλ­θει στο πρό­βλη­μα της γλώσ­σας μέ­σα σε δύο στί­χους:

Η φω­νή που δεν θα φτά­σει στα χέ­ρια σου/Σω­στά ναρ­κω­μέ­νη στο αε­ρο­στε­γές της πε­ρί­βλη­μα.

Έτσι προσ­δί­δει μια νέα αδυ­να­μία στην εγ­γε­νή της γλώσ­σας: ακό­μη κι αν χτι­στεί με σο­φή επι­μέ­λεια το πε­ρί­βλη­μα, εί­ναι αυ­τό αρ­κε­τό για να φθά­σει στον απο­δέ­κτη το ποί­η­μα/επι­στο­λή; Εί­ναι μό­νον οι λέ­ξεις λει­ψές και λε­η­λα­τη­μέ­νες ή μή­πως και ο Ιω­νάς/κοι­νω­νός της ποί­η­σης αδυ­να­τεί να εν­νο­ή­σει πως σ’ αυ­τόν απευ­θύ­νε­ται το μή­νυ­μα; Γι’ αυ­τό η ποι­ή­τρια επι­μέ­νει πως εί­ναι ώρα να ψά­ξει τον Οδυσ­σέα, όχι για να επι­νο­ή­σει κά­ποια πα­νούρ­γα μη­χα­νή να λει­τουρ­γή­σει απε­λευ­θε­ρω­τι­κά, Μα να σε φέ­ρει στην αί­θου­σα με τους πα­ρα­μορ­φω­τι­κούς κα­θρέ­φτες/Να δεις πό­σο εύ­κο­λα χά­νε­ται το πρό­σω­πο. Με αυ­στη­ρή επι­λο­γή των λέ­ξε­ων μι­λά­ει, με τον πιο σα­φή τρό­πο που επι­τρέ­πει η ποί­η­ση, για την ευ­θύ­νη που ανα­λο­γεί σε όποιον βλέ­πει κα­θα­ρά να δεί­ξει στους άλ­λους τον κίν­δυ­νο της πα­ρα­μόρ­φω­σης του προ­σώ­που. Αδύ­να­μες οι λέ­ξεις ίσως, ωστό­σο όπλο στα χέ­ρια του ποι­η­τή. Κι έχουν τό­τε τη δύ­να­μη σαν πρό­κες να καρ­φώ­νο­νται, κα­τά τον άλ­λο ποι­η­τή, τον Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη που πο­λύ τον θυ­μί­ζει η γρα­φή της Κυρ­τζά­κη στις πρώ­τες συλ­λο­γές της. Ποι­ή­μα­τα που ηχούν με τον απο­κα­λυ­πτι­κό και συμ­βου­λευ­τι­κό τό­νο σαν εκ­μυ­στη­ρεύ­σεις σε φί­λο αγα­πη­τό, σε συ­νο­δοι­πό­ρο στην οδύ­νη. Με γλώσ­σα που δεν δι­στά­ζει στη σκλη­ρό­τη­τα που απαι­τούν οι πε­ρι­στά­σεις θα στρα­φεί στην πα­τρί­δα της για να δώ­σει το στίγ­μα της όπως η ίδια το προ­σλαμ­βά­νει ονο­μά­ζο­ντάς την πόρ­νη, χω­ρίς να συγ­χω­ρεί κα­μιά θυ­μα­το­ποί­η­ση, ίσα ίσα χρε­ώ­νο­ντάς της όλη την προ­στυ­χιά ως προ­σω­πι­κή επι­λο­γή:

Κα­θό­λου αθώα – θύ­μα των ισχυ­ρών ή κά­τι τέ­τοιο/Την κλί­ση σου τη διά­λε­ξες προ­σε­χτι­κά/Όπως προ­σε­χτι­κά την πόρ­τα μου χτυ­πάς/Και με­ταμ­φιε­σμέ­νη σε τα­λαί­πω­ρο λαό/Μου απαι­τείς να πα­ρα­δώ­σω την ψυ­χή μου (Η γυ­ναί­κα με το κο­πά­δι 1982).

Εί­ναι ο τρό­πος που μι­λά η ποί­η­ση τρα­χύς, ωστό­σο έχει μέ­σα του τη δυ­να­μι­κή να συ­νε­γεί­ρει συ­νει­δή­σεις.

Η ποι­ή­τρια εναλ­λάσ­σει το δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο της συ­νο­μι­λί­ας με το πρώ­το πρό­σω­πο του ιδιω­τι­κού άλ­γους· ακό­μη και οι πιο ακραιφ­νείς κοι­νω­νι­κοί ποι­η­τές επέ­στρε­φαν πά­ντο­τε στον προ­σω­πι­κό τους χώ­ρο για να μι­λή­σουν σε χα­μη­λό­τε­ρους τό­νους και να φέ­ρουν στην επι­φά­νεια (αλ­λά και σε κοι­νή θέα) τα βιώ­μα­τά τους – κά­ποιοι έμε­ναν έκτο­τε εκεί στο ιδιω­τι­κό το­πίο, άλ­λοι συν­δύ­α­ζαν τους δύο χώ­ρους. Η Κυρ­τζά­κη στο ποί­η­μα «Σα­λώ­μη» (Η γυ­ναί­κα με το κο­πά­δι 1982) θα επε­ξερ­γα­στεί τη δαι­μο­νι­κή μορ­φή της γυ­ναί­κας ανοί­γο­ντας το το­πίο των Γρα­φών για να χω­ρέ­σει η άλ­λη Σα­λώ­μη, του Ουάιλντ, ένας συμ­βο­λι­σμός του αρ­χέ­γο­νου φό­βου για τη θη­λυ­κή δύ­να­μη. Στην προ­σε­κτι­κή ανά­γνω­ση του ποι­ή­μα­τος δια­φαί­νε­ται πί­σω και από τα δύο πρό­σω­πα της Σα­λώ­μης το προ­σω­πι­κό βιω­μα­τι­κό υπό­στρω­μα που η ποι­ή­τρια προ­σε­κτι­κά εκ­θέ­τει, όχι για να πε­ριο­ρί­σει το ποι­η­τι­κό το­πίο στα απο­λύ­τως ιδιω­τι­κά πά­θη, αλ­λά για να προ­κα­λέ­σει μια αυ­θε­ντι­κή ανα­γω­γή του ατο­μι­κού στο κοι­νω­νι­κό.

Εγώ σιω­πώ./Δη­λα­δή: Βυ­θί­ζω τη φω­νή μου στο στο­μά­χι […] Μα όταν κου­ρά­ζε­ται απ’ το χο­ρό της/Όταν τε­λειώ­νει με τα πέ­πλα/κι έχει στα πό­δια της το μα­τω­μέ­νο του κε­φά­λι […] Βα­θαί­νουν οι ρυ­τί­δες κι από τα μά­τια της φω­τιές/Σαν άν­θρω­πος το σώ­μα της το σώ­μα του ζη­τά­ει.

Η γυ­ναι­κεία πα­ρου­σία, η θη­λυ­κή μα­τιά εί­ναι εδώ εξό­χως δια­κρι­τή. Μια γυ­ναι­κεία φω­νή, όμως, ως μέ­γε­θος ση­μα­ντι­κό δί­πλα στην αρ­σε­νι­κή. Η θη­λυ­κή προ­σέγ­γι­ση στο θέ­μα του έρω­τα συ­νι­στά και μια δια­φο­ρε­τι­κή μα­τιά απο­λύ­τως συ­μπλη­ρω­μα­τι­κή στην αρ­σε­νι­κή, επο­μέ­νως και απα­ραί­τη­τη στη συ­ναρ­μο­λό­γη­ση της συ­νο­λι­κής ει­κό­νας, ώστε αυ­τή να μη θε­ω­ρεί­ται δι­συ­πό­στα­τη. Μία εί­ναι, ενιαία και ευ­τυ­χώς πο­λυ­σή­μα­ντη, με τις πολ­λα­πλές εκ­δο­χές της να συ­νυ­πάρ­χουν ομοί­ως στα δύο συμ­βαλ­λό­με­να μέ­ρη της ερω­τι­κής συ­νεύ­ρε­σης θε­ω­ρού­με­νης και ως πρά­ξης και ως νοη­τι­κής πρό­σλη­ψης. Μέ­σα σ’ ένα σκη­νι­κό κα­θο­ρι­σμέ­νων ρό­λων, αρ­χε­τυ­πι­κών και στε­ρε­ό­τυ­πων προ­δια­γε­γραμ­μέ­νων συ­μπε­ρι­φο­ρών, η ποι­η­τι­κή φω­νή ερευ­νά τα όρια της αντο­χής της, τολ­μά να μι­λά με μια απο­λύ­τως σω­μα­τι­κή αί­σθη­ση της ποί­η­σης, και τε­λι­κά εν­σω­μα­τώ­νει μέ­σα της όλη την τρα­γι­κό­τη­τα του πά­σχο­ντος αν­θρώ­που. Με τη γνώ­ση πως αυ­τό το πά­θος βα­ραί­νει τον άν­θρω­πο νο­ού­με­νο ως άφυ­λο –ή εμπε­ριέ­χο­ντα και τα δύο φύ­λα ομοί­ως κα­τά μια πε­ρισ­σό­τε­ρο ευ­ρεία αντί­λη­ψη– ίσως θα ήταν άτο­πο να μι­λά­με για γυ­ναι­κεία γρα­φή ή έστω γυ­ναι­κεία οπτι­κή. Με την πα­ράλ­λη­λη γνώ­ση, ωστό­σο, της έμ­φυ­λης συ­νει­δη­τής βί­ω­σης του πά­θους αυ­τού μπο­ρού­με να πού­με πως υφί­στα­ται μια γρα­φή με πολ­λα­πλά στρώ­μα­τα χα­ραγ­μέ­να το ένα πά­νω στο άλ­λο, σαν μια ακο­λου­θία σκέ­ψε­ων, ένα πα­λίμ­ψη­στο που συ­νο­λι­κά μας δί­νει τη γυ­ναι­κεία πα­ρου­σία απέ­να­ντι στο πρό­βλη­μα της ζω­ής. Και όσο αυ­τή η γρα­φή θα προ­κα­λεί με την οξύ­νοια της μα­τιάς της και θα δη­μιουρ­γεί μι­κρά ρήγ­μα­τα στα θε­μέ­λια των στε­ρε­ο­τύ­πων αντι­λή­ψε­ων, τό­σο θα επα­νέρ­χε­ται στο προ­σκή­νιο το θέ­μα της δια­φο­ρε­τι­κής οπτι­κής ως μιας εν­δια­φέ­ρου­σας συ­νο­λι­κής ει­κό­νας, μιας τοι­χο­γρα­φί­ας που έχει λά­βει υπ’ όψη της όλες τις πο­λύ­τι­μες μι­κρές εξε­γέρ­σεις του εν γέ­νει πά­σχο­ντος υπο­κει­μέ­νου. Η Κυρ­τζά­κη μέ­σα από το ποί­η­μα αυ­τό μοιά­ζει να συ­νο­μι­λεί με άλ­λες εκ­δο­χές της γυ­ναι­κεί­ας μα­τιάς στην ποί­η­ση, όπως η πα­γκό­σμια γρα­φή δια­σώ­ζει εκλε­κτές συν­δέ­σεις. Ο συ­νειρ­μός εδώ με τη «Σα­λώ­μη» της Αμε­ρι­κα­νί­δας ποι­ή­τριας Ai Ogawa γραμ­μέ­νη την ίδια πε­ρί­που επο­χή, όπου απο­τυ­πώ­νε­ται ο κυ­νι­σμός μιας αι­ρε­τι­κής συ­νεύ­ρε­σης αλ­λά και η ευαι­σθη­σία μα­ζί με την απρό­σμε­νη σκλη­ρό­τη­τα της γυ­ναι­κεί­ας πα­ρου­σί­ας:

Ψα­λι­δί­ζω το κο­τσά­νι του κόκ­κι­νου γα­ρύ­φαλ­λου/και το το­πο­θε­τώ σε ένα μπολ με νε­ρό./Επι­πλέ­ει όπως θα επέ­πλεε το κε­φά­λι σου,/εάν στο εί­χα κό­ψει.[…] και ένιω­σα να γί­νο­μαι σκλη­ρή σαν ξύ­λο στο χρώ­μα του μπρά­ντι,/το δέρ­μα μου, χι­λιά­δες χορ­δές τό­σο τε­ντω­μέ­νες/που κα­θώς περ­πα­τού­σα προς το σπί­τι/μπο­ρού­σα να ακού­σω μου­σι­κή/να κα­τρα­κυ­λά σαν κα­ταρ­ρά­κτης από κι­νέ­ζι­κο με­τά­ξι/πί­σω μου. (Ai Ogawa, Σα­λώ­μη, Αμαρ­τία 1986, μετ. Βαγ­γέ­λης Αλε­ξό­που­λος και Διώ­νη Δη­μη­τριά­δου, Τα αι­ρε­τι­κά πα­ρα­μύ­θια, εκ­δό­σεις Βακ­χι­κόν 2020).

Η μορ­φή της γυ­ναί­κας, κα­τα­καιό­με­νης από το πά­θος, ανε­λέ­η­της όμως. Όπως στο ποί­η­μα «Ιστο­ρία» (Λι­γο­στό και να χά­νε­ται 2002):

Τον Εν­δυ­μί­ω­να/Να κά­νει πε­ρι­πά­τους στο βου­νό/ – απ’ την κορ­φή στο σπή­λαιο/και άντε πά­λι πί­σω/Μό­νο για να την δει/Ολό­γιο­μη/φα­ντα­χτε­ρή/δι­κή του […] Δεν τον λυ­πή­θη­κα

Πό­σο πιο μο­να­χι­κός φα­ντά­ζει εδώ αυ­τός ο δυ­να­τός, κα­τα­δι­κα­σμέ­νος από τη φύ­ση του να μέ­νει μό­νος και απρο­στά­τευ­τος. Πό­σο αδύ­να­μη πλέ­ον η φη­μι­σμέ­νη ομορ­φιά του Εν­δυ­μί­ω­να, έτσι όπως εκ­στα­τι­κός τη θαύ­μα­ζε ο άλ­λος ποι­η­τής:

        Εν εκ­στά­σει βλέ­πω νυν
                        
του Εν­δυ­μί­ω­νος την φη­μι­σμέ­νην καλ­λο­νήν.
                        (Κ.Π. Κα­βά­φης, «Ενώ­πιον του αγάλ­μα­τος του Εν­δυ­μί­ω­νος»)

Μα και πό­σο τρο­μα­κτι­κά δυ­να­τή φα­ντά­ζει η γυ­ναι­κεία πα­ρου­σία, κρα­τώ­ντας στο χέ­ρι της την ευ­τυ­χία ή τη δυ­στυ­χία του. Όσο για τη δι­κή της μο­να­ξιά, κα­νέ­νας πα­ρη­γο­ρη­τι­κός λό­γος.

Μιαν άλ­λη γυ­ναι­κεία πα­ρου­σία και μια δια­φο­ρε­τι­κή ερω­τι­κή εκ­δο­χή θα δώ­σει στο ποί­η­μά της «Το τρα­γού­δι της Σλό­βεϊγ» (Μαύ­ρη θά­λασ­σα 2000). Εδώ η ανά­γκη να συ­νο­μι­λή­σει με τη «Σο­νά­τα του σε­λη­νό­φω­τος» του Γιάν­νη Ρί­τσου θα οδη­γή­σει την αντι­συμ­βα­τι­κή ποι­ή­τρια σε μια ποι­η­τι­κή περ­σό­να που εγκα­τα­λεί­πει τον ποι­η­τή ενώ αυ­τός επα­να­λαμ­βά­νει την έκ­κλη­ση:

Άφη­σέ με να ’ρ­θω μα­ζί σου, μου εί­πες./Κι από πά­νω το φεγ­γά­ρι επέ­με­νε/παν­σέ­λη­να αδιά­φο­ρο/ότι όποιος θέ­λει να ’ρ­θει μα­ζί σου/Να δια­νύ­σει οφεί­λει το λευ­κό/μαύ­ρη κη­λί­δα στον ορί­ζο­ντα πρώ­τα αφού γί­νει.

Μια έκ­κλη­ση απε­γνω­σμέ­νη για αγά­πη. Ταυ­τό­χρο­να η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της άφευ­κτης μο­να­ξιάς ή της επι­λεγ­μέ­νης μο­να­χι­κό­τη­τας – και οι δύο εκ­δο­χές της ζω­ής συ­νο­δοι­πό­ροι της ποι­η­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας. Ίσως το πιο ση­μα­ντι­κό, ωστό­σο, στους στί­χους αυ­τούς να εντο­πί­ζε­ται σ’ εκεί­νο το αδιά­φο­ρο φεγ­γά­ρι που συλ­λή­βδην εδώ εκ­φρά­ζει όλο το σιω­πη­λό σύ­μπαν που απλώς πα­ρα­τη­ρεί το πά­θος των αν­θρώ­πων αμέ­το­χο. Πα­ρά­λο­γη συ­νύ­παρ­ξη της αν­θρώ­πι­νης επι­θυ­μί­ας και της σιω­πής του σύ­μπα­ντος. Αλ­λά και η από­γνω­ση της ποι­η­τι­κής ιδέ­ας που, αν θέ­λει να σαρ­κω­θεί στον λό­γο, πρέ­πει πρώ­τα να βιω­θεί στο μαύ­ρο του ορί­ζο­ντα – μια υπαι­νι­κτι­κά δια­τυ­πω­μέ­νη εδώ θέ­ση για τον πυ­ρή­να της ποί­η­σης που δεν μπο­ρεί πα­ρά να βά­φει σε χρώ­μα­τα σκο­τει­νά, αν θέ­λει να μι­λή­σει με ει­λι­κρί­νεια. Μια ποί­η­ση που δέ­νει στε­νά την αρ­χι­κή της ιδέα με τον βα­θύ­τε­ρο φι­λο­σο­φι­κό στο­χα­σμό.

Η Κυρ­τζά­κη όταν γρά­φει τη «Σχι­στή οδό», το ομώ­νυ­μο ποί­η­μα από τη συλ­λο­γή (Σχι­στή οδός 1992) έχει ήδη εν­σω­μα­τώ­σει μέ­σα στην ποί­η­σή της τη φι­λο­σο­φι­κή ανα­ζή­τη­ση, έχει φέ­ρει στο γή­ι­νο επί­πε­δο τα θε­με­λιώ­δη υπαρ­ξια­κά ερω­τή­μα­τα, έχει συν­δέ­σει την τέ­χνη της με το συ­μπα­ντι­κό άφα­το και αό­ρα­το. Και μι­λά για τον θά­να­το ως μό­νη έν­δει­ξη της μη-ζω­ής. Εκεί που η πε­πε­ρα­σμέ­νη λο­γι­κή ικα­νό­τη­τα αδυ­να­τεί να ει­σχω­ρή­σει, τολ­μά η ποί­η­ση να δώ­σει τη δι­κή της εκ­δο­χή:

Για θά­να­το δεν ξέ­ρει ο σκο­τω­μέ­νος./Όταν το μαύ­ρο φως σαν άσπρο τον κυ­ρί­ε­ψε/Στο ανε­ξί­τη­λο ει­σχω­ρεί αρ­γά Τρο­μά­ζει/Βλέ­φα­ρο και τα­ρά­ζε­ται ωσάν/με τις συ­σπά­σεις του να δύ­να­ται/ –πώς ναι πώς σώ­ζει τη φω­νή/Για θά­να­το δεν ξέ­ρει να μι­λά Άπο­λις πα­ρα­δί­δε­ται […] Για θά­να­το μι­λούν οι ζω­ντα­νοί. […]Και τι θα πει δεν πέ­θα­να και πώς/τον θά­να­το θά­να­το ονο­μά­ζεις/πώς να υπάρ­ξει όνο­μα στον θά­να­το πώς/να φθογ­γού­ται ο θά­να­τος και πώς/ο θά­να­τος να καρ­πω­θεί το «ξέ­ρω του θα­νά­του/Ει­δέ­ναι Οί­δα Οι­δί­πο­δας./Μό­νο με ψεύ­δη βε­βαιώ­νε­ται η ζωή.

Η απο­ρία, η αδυ­να­μία εύ­ρε­σης οδού, και η ψευ­δαί­σθη­ση του Ει­δέ­ναι, η τρα­γι­κή αυ­τα­πά­τη μιας προ­σπε­λά­σι­μης αλή­θειας. Ο άν­θρω­πος μπρο­στά στην κα­τα­χθό­νια μη­χα­νή, την κα­τα­σκευα­σμέ­νη από τον θεό ή, ακό­μη χει­ρό­τε­ρα, τη μοί­ρα. Μια μη­χα­νή ικα­νή να τον κα­τα­στρέ­ψει, να τον ισο­πε­δώ­σει, να τον συ­ντρί­ψει για να επι­βε­βαιώ­σει τη μία και μο­να­δι­κή αλή­θεια του κό­σμου τού­του: τί­πο­τε δεν εί­ναι απο­λύ­τως δυ­να­τό για τον άν­θρω­πο, το ικα­νό μυα­λό του δεν εί­ναι πα­ρά μια κου­κί­δα στο τε­ρά­στιο σύ­μπαν, μια ψευ­δαί­σθη­ση δύ­να­μης που εύ­κο­λα εξα­νε­μί­ζε­ται μό­λις η ανώ­τε­ρη συ­νεί­δη­ση κι­νή­σει τα νή­μα­τα κα­τά τη δι­κή της βού­λη­ση. Ο αέ­να­ος αγώ­νας για τη γνώ­ση, για το άνοιγ­μα του ορί­ζο­ντα, την κα­τά­κτη­ση ενός ευ­ρύ­τε­ρου χώ­ρου, μέ­σα στον οποίο θα κι­νη­θεί, όλα μοιά­ζουν τώ­ρα τρα­γι­κά ανώ­φε­λα. Αν δεν μπο­ρούν να οδη­γή­σουν στην ευ­τυ­χία του αν­θρώ­που, τό­τε ποιο το νό­η­μα; Πό­τε θα έλε­γε κά­ποιος τον άν­θρω­πο ευ­τυ­χή; Μέ­σα στην άγνοια ή μπρο­στά στην πραγ­μα­τι­κή αλή­θεια; Η αλή­θεια, βέ­βαια, εί­ναι αδυ­σώ­πη­τη, ανε­λέ­η­τη. Όμως εί­ναι η αλή­θεια που ανα­ζη­τά­ει. Η γνώ­ση έχει τε­λι­κά το βά­ρος της. Μπο­ρεί να την αγνο­ή­σει αλ­λά τό­τε εί­ναι ο απαί­δευ­τος, αδα­ής, «ευ­τυ­χής» μέ­σα στους κλει­στούς, ορια­κούς του κύ­κλους. Μπο­ρεί να την ανα­ζη­τή­σει αλ­λά τό­τε συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στους λί­γους εκλε­κτούς πε­παι­δευ­μέ­νους, και γι’ αυ­τόν ακρι­βώς τον λό­γο παι­δευό­με­νους αν­θρώ­πους. Αυ­τούς τους μο­να­χι­κούς, και τε­λι­κά μό­νους. Εί­ναι ο άν­θρω­πος προ­ο­ρι­σμέ­νος για την ευ­θεία γραμ­μή της επί­πλα­στης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας ή μή­πως εί­ναι το ον το δρο­μο­λο­γη­μέ­νο για το ανέ­φι­κτο; Και, αν ναι, με ποιο ισά­ξιο τί­μη­μα; Η Κυρ­τζά­κη συ­νο­μι­λεί με τον Οι­δί­πο­δα, όπως τον συ­νέ­λα­βε η σο­φό­κλεια διά­νοια. Και με όχη­μα τη γλώσ­σα συν­δέ­ει την άγνοια με την οί­η­ση της γνώ­σης και τε­λι­κά με τον απα­τη­μέ­νο άν­θρω­πο/Οι­δί­πο­δα, σαν να εί­ναι το οί­δη­μα που τον κα­τα­δί­κα­σε η μοί­ρα όλη η φύ­ση του ει­δέ­ναι. Ανά­λο­γης αξί­ας έμπνευ­ση αυ­τή του μέ­γι­στου των ποι­η­τών, του Όμη­ρου, στην Οδύσ­σεια, όταν απο­κα­λεί νή­πιους τους συ­ντρό­φους του ήρωα, για­τί χά­θη­καν από τη δι­κή τους απρο­νοη­σία και ανοη­σία, από τις δι­κές τους ατα­σθα­λί­ες. Πό­σο ωχριά εδώ ο ρό­λος της Μοί­ρας, που τά­χα ορί­ζει και κα­τευ­θύ­νει τα πά­ντα! Αλ­λά και ο πο­λύ με­τα­γε­νέ­στε­ρος Κα­βά­φης θα πα­λέ­ψει –κα­τά δι­κή του δή­λω­ση– μέ­ρες πολ­λές μέ­χρι να κα­τα­φέ­ρει να φω­τί­σει τη «Σα­τρα­πεία» του, και από βα­ρύ και απαι­σιό­δο­ξο ποί­η­μα να το κα­τα­στή­σει μή­νυ­μα ελ­πι­δο­φό­ρο για κά­θε δυ­να­τή και γεν­ναία συ­νεί­δη­ση (τι φο­βε­ρή η μέ­ρα που εν­δί­δεις, η μέ­ρα που αφέ­θη­κες και εν­δί­δεις). Υπο­χω­ρείς μεν αλ­λά με τη δι­κή σου θέ­λη­ση. Θα μπο­ρού­σες να πρά­ξεις δια­φο­ρε­τι­κά. Μη μέμ­φε­σαι τη μοί­ρα σου! Όλα αυ­τά συ­νι­στούν νί­κη του αν­θρώ­που. Μια νί­κη με ανυ­πο­λό­γι­στο, φυ­σι­κά, κό­στος που θα πρέ­πει να πλη­ρώ­σει η θαρ­ρα­λέα συ­νεί­δη­ση. Εί­ναι άρα­γε μια νί­κη απέ­να­ντι στις εξου­σί­ες αυ­τού του κό­σμου;
Η μο­να­ξιά επι­στρέ­φει, όπως στους στί­χους:

Τι μο­να­ξιά Θεέ μου και πού μας έσπει­ρες/και δεν μας ελυ­πή­θης 
(«Ιστο­ρία», Λι­γο­στό και να χά­νε­ται 2002)

Στην τε­λευ­ταία ποι­η­τι­κή της συλ­λο­γή η Κυρ­τζά­κη μοιά­ζει να θε­ά­ται εν συ­νό­λω και εν συ­νό­ψει την ει­κό­να του κό­σμου, εί­τε ως ιστο­ρία και συλ­λο­γι­κή συ­νεί­δη­ση, εί­τε ως προ­σω­πι­κό δρά­μα – με τα δύο αυ­τά να δέ­νουν άρ­ρη­κτα με­τα­ξύ τους απο­δει­κνύ­ο­ντας πως από την αρ­χή του έρ­γου της διαρ­κώς αυ­τές οι δύο συν­θή­κες αντι­λη­πτι­κής προ­διά­θε­σης την δια­κα­τεί­χαν· ο κό­σμος ως ένα ενιαίο όλον να δι­η­θεί­ται μέ­σα στο πρό­σω­πο αλ­λά και αυ­τό να εξα­πλού­ται για να κα­τα­νο­ή­σει όσο πε­ρισ­σό­τε­ρο από το νό­η­μά του, γνω­ρί­ζο­ντας πως: η αλή­θεια μό­νον ένα­ντι θα­νά­του δί­νε­ται, κα­τά το κρυ­πτι­κό νό­η­μα του Ελύ­τη («Ρή­μα το Σκο­τει­νόν», Τα ελε­γεία της Οξώ­πε­τρας). Ο ποι­η­τι­κός της λό­γος ακού­γε­ται ομοί­ως προ­φη­τι­κός, και τα τεί­ρα­τα/τέ­ρα­τα ομοί­ως θαυ­μα­στά και απο­τρό­παια:

Αν εί­ναι όλα του φω­τός ο κό­σμος/όλος θα κα­εί κι ο άν­θρω­πος εξω απ’/το σώ­μα του θα βγει τα τεί­ρεα της/νυ­κτός δεν θα γνω­ρί­σει και πώς θα/πο­ρευ­τεί. Το μέλ­λον εί­ναι σκο­τει­νό. («Σκο­τά­δι σώ­μα»)

Μνεία της γλώσ­σας στους προ­φη­τι­κούς της στί­χους, μνεία των λυ­τρω­τι­κών ονο­μά­των που κα­νο­ναρ­χούν τη ζωή μας, συλ­λο­γι­κή και προ­σω­πι­κή, και τη ση­μα­σιο­δο­τούν με τον λε­κτι­κό τους κώ­δι­κα – συμ­φω­νη­μέ­νο μεν αλ­λά με τη δύ­να­μη να δί­νει πλέ­ον νό­η­μα στα πράγ­μα­τα και όχι απλώς να τα ονο­μα­τί­ζει.:

Ας μου ήταν γνω­στό/Δεν εγνώ­ρι­ζα/Τα ονό­μα­τα σαν τα δέ­ντρα/πώς έχουν την ρί­ζα τους/Σκο­τει­νή και υπό­γεια. […] Τρα­γου­δώ­ντας σχε­δόν ακα­τά­λη­πτους/φθόγ­γους βαρ­βά­ρων που αλώ­σα­νε/ξέ­νη πα­τρί­δα/Κα­τε­βαί­νουν και το σώ­μα/κλα­δώ­νουν να βλα­σταί­νει, μπου­μπού­κια/να βγά­ζει λου­λου­δά­κια αμά­ρα­ντα τους άν­θούς/μη μου άπτου ν’ ανοί­γει/και με­τά τούς καρ­πούς του μα­ραί­νο­ντας/Σαν τούς σβό­λους ν’ αφή­νει […] Προ­χω­ρούν/κι από μέ­σα τυ­λί­γουν τον κό­σμο/Κό­μπο κό­μπο τον δέ­νουν/Την ψυ­χή κό­μπο κό­μπο του αν­θρώ­που./Τον θυ­μό του κυ­ρί­ε­ψαν και τον νου/Αφα­νώς τις ζω­ές κυ­βερ­νούν («Εν­δυ­μί­ων», Λι­γο­στό και να χά­νε­ται 2002)

Στα τε­λευ­ταία της ποι­ή­μα­τα η Κυρ­τζά­κη (με­τά το 2002 δεν εξέ­δω­σε άλ­λη συλ­λο­γή, δεν εσί­γη­σε όμως) δια­τη­ρώ­ντας τους βα­σι­κούς άξο­νες της ποί­η­σής της, τον έρω­τα, τη μο­να­ξιά, τη θε­ώ­ρη­ση της τρα­γι­κό­τη­τας του αν­θρώ­που, επα­νέρ­χε­ται στον πο­λι­τι­κό σχο­λια­σμό δεί­χνο­ντας ότι δεν εγκα­τέ­λει­ψε και την ταυ­τό­χρο­νη πο­λι­τι­κή θε­ώ­ρη­ση των πραγ­μά­των. Οι αφορ­μές από τη διε­θνή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αλ­λά και το ζο­φε­ρό ελ­λη­νι­κό σκη­νι­κό εν­σω­μα­τώ­θη­καν σε ποι­ή­μα­τα ση­μα­ντι­κά για την ευ­θύ­τη­τα της οπτι­κής και την κα­θα­ρό­τη­τα του πο­λι­τι­κού μη­νύ­μα­τος, χω­ρίς να απο­λέ­σουν την ευαι­σθη­σία της ποι­ή­τριας. Δεν εί­ναι απλώς κα­ταγ­γελ­τι­κός ο χα­ρα­κτή­ρας, για πα­ρά­δειγ­μα του ποι­ή­μα­τος «Έρω­τας» (δη­μο­σιευ­μέ­νο το 2010, Poetix), που γρά­φτη­κε με αφορ­μή τη δο­λο­φο­νία στα Εξάρ­χεια του δε­κα­πε­ντά­χρο­νου Αλέ­ξαν­δρου Γρη­γο­ρό­που­λου στις 6 Δε­κεμ­βρί­ου του 2008. Η ποι­ή­τρια θα δια­πι­στώ­σει την ομοιό­τη­τα στη βία του εξου­σια­στι­κού μη­χα­νι­σμού, τό­τε και πά­ντα ίδιες ει­κό­νες, τα νιά­τα τε­λειώ­νουν πρό­ω­ρα τη ζωή τους, χω­ρίς να νιώ­σουν τον έρω­τα, στους δρό­μους, από σφαί­ρες, με ήχους από δα­κρυ­γό­να που σκά­νε και από ερ­πύ­στριες των τανκς – ποια η δια­φο­ρά στα κα­θε­στώ­τα; Και θα κα­τα­λή­ξει:

[…]Απελ­πι­σμέ­νος ο έρω­τας στους δρό­μους/ – πά­λι στους δρό­μους πά­λι ψω­μί πά­λι/ελευ­θε­ρία δεν σε ανα­γνω­ρί­ζω/πρό­σω­πό μου. Τα χρό­νια δά­κρυα/κυ­λούν και η ιστο­ρία φάρ­σα/επα­να­λη­πτι­κή της σφαί­ρας./Ναι, «το μέλ­λον/ εί­ναι σκο­τει­νό» Ιω­άν­νη Συ­κου­τρή,/αλ­λά μό­νο για­τί «εί­ν’ ολί­γοι/που δεν φο­βού­νται το σκο­τά­δι».

Ο εγκι­βω­τι­σμός στο ποί­η­μα του Ιω­άν­νη Συ­κου­τρή, προσ­δί­δει στον τί­τλο «Έρω­τας» και μιαν ακό­μη ερ­μη­νεία. Για να κα­τα­νοη­θεί η σύν­δε­ση πρέ­πει να δού­με πώς εντάσ­σε­ται το από­σπα­σμα στο κεί­με­νο του Συ­κου­τρή. Ο λό­γος πε­ρί της φι­λο­σο­φί­ας της ζω­ής και μά­λι­στα, στο συ­γκε­κρι­μέ­νο τμή­μα η ανα­φο­ρά στον τύ­πο του ήρωα, για τον οποίο γρά­φει:

[ο ηρω­ι­κός άν­θρω­πος] ζη την συ­ντρι­βήν και τον πό­νο του, αλ­λά ζη μα­ζί και την ηθι­κήν ανα­γκαιό­τη­τα του πό­νου και του χα­μού του. Κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρον: Ερω­τεύ­ε­ται την συ­ντρι­βήν του, την χαί­ρε­τ’ εκ των προ­τέ­ρων, αντλεί την ιλα­ρω­τέ­ραν του ακρι­βώς πα­ρη­γο­ρί­αν από την συ­ντρι­βήν του. […] Η ύπαρ­ξίς του και μό­νη εξε­γεί­ρει το μί­σος· αρ­κεί να πε­ρι­γρά­φη απλώς πώς εί­ναι, και προ­κα­λεί αντι­πά­θειαν· – τό­σον με­γά­λον μέ­ρος από το μέλ­λον αντι­προ­σω­πεύ­ει! Διό­τι το μέλ­λον εί­ναι σκο­τει­νόν, και εί­ν’ ολί­γοι που δεν φο­βού­νται το σκο­τά­δι· οι πολ­λοί το φο­βού­νται, και ο φό­βος των παίρ­νει πολ­λά­κις την μορ­φήν αντι­πα­θεί­ας. (Ιω­άν­νης Συ­κου­τρής, «Η ηρω­ι­κή αντί­λη­ψις της ζω­ής, Φι­λο­σο­φία της ζω­ής», Ιω­άν­νου Συ­κου­τρή, Εκλο­γή έρ­γων, Οι Έλ­λη­νες, Κά­κτος 1997, σσ. 650, 655)

Πο­λύ πιο πέ­ρα ερ­μη­νευ­τι­κά από την κα­ταγ­γε­λία της βί­ας και την επι­σή­μαν­ση του αδιε­ξό­δου για τους τολ­μη­ρούς που πε­ρι­παί­ζουν με τη στά­ση τους το μέ­γε­θος του τέ­ρα­τος, η Κυρ­τζά­κη συ­νο­μι­λώ­ντας με τον δια­κρι­τό δια­νοη­τή ανι­χνεύ­ει την ποιό­τη­τα της νε­ό­τη­τας που με τη θρα­σύ­τη­τα (ευ­τυ­χώς) της άγνοιας του κιν­δύ­νου κα­τα­λή­γει ερω­τευ­μέ­νη με το ρί­σκο της ζω­ής, πριν προ­λά­βει να βιώ­σει την έν­νοια του ηρω­ι­σμού – αυ­τή την εν­νο­ού­με εμείς κα­τό­πιν. Η μοί­ρα του ήρωα εί­ναι έτσι κι αλ­λιώς να προ­πο­ρεύ­ε­ται χω­ρίς κα­νέ­να φως να του ανοί­γει δρό­μο· αυ­τός εί­ναι ο πυρ­σός στα σκο­τά­δια για να βλέ­πουν οι επό­με­νοι. Και αυ­τός πυρ­πο­λεί­ται, αν χρεια­στεί. Συ­νειρ­μι­κά εδώ ο στί­χος οι ήρω­ες προ­χω­ρούν στα σκο­τει­νά, όπως τον κα­τα­θέ­τει στον «Τε­λευ­ταίο σταθ­μό» ο Σε­φέ­ρης, προσ­δί­δο­ντας την ανα­γκαία σκο­τει­νή ει­κό­να γύ­ρω από τον λα­μπε­ρό, κα­τά τα άλ­λα ήρωα. Η Κυρ­τζά­κη με ευαι­σθη­σία και τρυ­φε­ρό­τη­τα θα συν­δέ­σει τη νε­ό­τη­τα με τον έρω­τα (αυ­τό δεν εί­ναι πρω­τό­τυ­πο φυ­σι­κά) αλ­λά θα προσ­δώ­σει μια δια­φο­ρε­τι­κή ποιό­τη­τα στη συ­νύ­παρ­ξη αυ­τή. Πο­λι­τι­κό το ποί­η­μα; Οπωσ­δή­πο­τε. Αλ­λά όχι μό­νον. Μια συ­νο­λι­κή θε­ώ­ρη­ση της ζω­ής με δια­κρι­τά τα όρια ανά­με­σα σ’ αυ­τούς που τολ­μούν να ερω­τευ­τούν τον κίν­δυ­νο (άρα την ίδια τη ζωή) και σ’ αυ­τούς που κυ­ριευ­μέ­νοι από τον φό­βο του ερέ­βους δι­στά­ζουν να προ­χω­ρή­σουν. Πώς, λοι­πόν, να μην εί­ναι σκο­τει­νό το μέλ­λον, όπως δη­λώ­νει και σ’ αυ­τό το προ­φη­τι­κό ποί­η­μα η ποι­ή­τρια; Αλ­λά και πώς να μη θε­ω­ρη­θεί η ποί­η­σή της μια δι­δα­χή όχι μό­νον για τη μορ­φή αλ­λά γι’ αυ­τή την ίδια την ποι­η­τι­κή ιδέα που εκτί­θε­ται σε κοι­νή θέα προ­βάλ­λο­ντας το ήθος μιας ξε­χω­ρι­στής ζω­ής;

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: