Οι λέξεις της Μαρίας Κυρτζάκη: εις εαυτός

Η Μ.Κ. (αριστερά) σε νηπιακή ηλικία στην Καβάλα  (φωτ. © Αρχείο Βιργινίας Πισιμίση)
Η Μ.Κ. (αριστερά) σε νηπιακή ηλικία στην Καβάλα (φωτ. © Αρχείο Βιργινίας Πισιμίση)


Ασπροκεντάει το φως τους τοίχους μου
Τη μοναξιά μου ακουμπάω στην καρέκλα
στοργικά
Χαμηλώνομαι και ακούγομαι
Το ποιητικό μου αίτιο: Εγώ.
Εις εαυτός.
Και κανείς μην τολμήσει να τραβήξει τις κουρτίνες
                                
θα καεί
Το τηλέφωνο άσ’ το να χτυπάει[1]

γρά­φει η Μα­ρία Κυρ­τζά­κη στη συλ­λο­γή Η γυ­ναί­κα με το κο­πά­δι απο­δί­δο­ντας με τους λι­τούς αυ­τούς στί­χους την κα­τα­γω­γή της ποί­η­σής της: «Εγώ. Εις εαυ­τός». Με τό­νο εξο­μο­λο­γη­τι­κό και πε­ρισ­σή ει­λι­κρί­νεια η ποι­ή­τρια ανα­ζη­τά την ταυ­τό­τη­τά της έγκλει­στη στη μο­να­ξιά και τη σιω­πή του εσω­τε­ρι­κού χώ­ρου, από όπου το μό­νο που μπο­ρεί να τη σώ­σει εί­ναι η γλώσ­σα, η οποία συ­νι­στά «οπτι­κή ζω­ής, […] θέ­ση πά­νω στα πράγ­μα­τα του κό­σμου»,[2] και εί­ναι ακρι­βώς «αυ­τή η σχέ­ση της με τη γλώσ­σα που την κά­νει να αι­σθά­νε­ται τη βα­ρύ­τη­τα της γρα­φής, κά­τι σαν δυ­σκαμ­ψία που κά­νει δυ­σπρό­σι­τα και απρο­σπέ­λα­στα την πέ­να και το χαρ­τί, όταν, πε­ρι­γρά­φο­ντας τις εσώ­τε­ρες διερ­γα­σί­ες της σιω­πής, επι­θυ­μεί δια­κα­ώς να τη με­τα­τρέ­ψει σε ποί­η­ση».[3]

Στη συλ­λο­γή Η γυ­ναί­κα με το κο­πά­δι «η ποι­ή­τρια ανα­δει­κνύ­ε­ται απο­φα­σι­στι­κά στην από­λυ­τη πρω­τα­γω­νί­στρια του βι­βλί­ου», όπως ορ­θά επι­ση­μαί­νει η Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου, έχο­ντας «πολ­λά μέ­τω­πα ανοι­χτά […]: πρώ­τα απ’ όλα τις λέ­ξεις, που ως ποι­ή­τρια αγω­νί­ζε­ται να απαλ­λά­ξει από την αγο­ραία χρή­ση τους και να τις κα­τα­στή­σει προ­έ­κτα­ση της ύπαρ­ξής της».[4] Η γλώσ­σα και το δια­κύ­βευ­μά της απο­τε­λεί για την Κυρ­τζά­κη το κύ­ριο και κε­ντρι­κό θέ­μα της Ποί­η­σης, κα­θώς η γλώσ­σα «έχει νο­μο­τέ­λεια ζω­ής».[5]

Η Κυρ­τζά­κη κά­νο­ντας τον ποι­η­τι­κό απο­λο­γι­σμό της μας βοη­θά μέ­σα από αυ­το­σχό­λια να φω­τί­σου­με τη θέ­ση που λαμ­βά­νει απέ­να­ντι στην τέ­χνη που υπη­ρε­τεί και στον τρό­πο με τον οποίο χει­ρί­ζε­ται τη γλώσ­σα και τα μέ­σα της. Έτσι, ομο­λο­γεί τον κα­τα­λυ­τι­κό ρό­λο των λέ­ξε­ων στη ίδια τη δια­δι­κα­σία της γρα­φής, ενώ οι λέ­ξεις διεκ­δι­κούν ένα εί­δος αυ­το­νο­μί­ας τό­σο απέ­να­ντι στο ποί­η­μα, όσο και στη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή αφορ­μή τους, η οποία άλ­λο­τε εί­ναι ο έρω­τας, η μο­να­ξιά, ο θά­να­τος, η γλώσ­σα, το σώ­μα και τα πά­θη του, άλ­λο­τε οι μνή­μες της δει­νής πο­λι­τι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, όπως η πε­ρί­ο­δος της δι­κτα­το­ρί­ας, όταν «πε­ρι­κυ­κλώ­νει ο φό­βος».[6] Ο πο­λύ­πλευ­ρος προ­βλη­μα­τι­σμός της ποι­ή­τριας την ωθεί στην άρ­θρω­ση ενός λό­γου με­λαγ­χο­λι­κού, όπου αμ­φι­σβη­τεί­ται η ίδια η πο­λι­τι­στι­κή αξία της ποί­η­σης, η δυ­να­τό­τη­τά της να δώ­σει απα­ντή­σεις σε όσα βα­σα­νί­ζουν το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο.

Γρά­φει η ποι­ή­τρια:

Σαν πε­τα­λού­δες γύ­ρω μου πο­λύ­χρω­μες οι λέ­ξεις
χρώ­μα­τα σα­κα­τε­μέ­να από πο­λέ­μους
                                γυ­ναί­κες με κου­ρε­λια­σμέ­να ρού­χα
                                 πό­δια σαν λά­σπη στό­μα ξε­ρα­μέ­νο
Με πνί­γουν κά­θε βρά­δυ οι χλω­ριού­χες λέ­ξεις
Σαν να τις ξέ­βα­ψαν πο­λύ να μαρ­τυ­ρή­σουν
                                κι αυ­τές αρ­νή­θη­καν
Και σέρ­νο­νται τώ­ρα δή­θεν πε­τα­λού­δες
Σε λά­μπες μό­νο ανα­ζη­τώ­ντας τη φω­τιά των ερα­στών
Μάρ­κο, των χα­μέ­νων ερα­στών –
Πόρ­νες οι λέ­ξεις αδη­φά­γες
Που στέρ­γουν σ’ όποιο βί­τσιο και πα­ρα­ξε­νιά
[7]

Οι λέ­ξεις πόρ­νες, αδη­φά­γες προ­δί­δουν κά­πο­τε το υπο­κεί­με­νο της αφή­γη­σης και τη θέ­λη­σή του να απο­δώ­σει μέ­σω του λό­γου την πε­ριρ­ρέ­ου­σα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Η αντί­θε­ση ανά­με­σα στο υπερ­ρε­α­λι­στι­κής σύλ­λη­ψης πέ­ταγ­μά τους σαν πο­λύ­χρω­μες πε­τα­λού­δες και το σύρ­σι­μό τους σαν δή­θεν πε­τα­λού­δες απο­δί­δει γλα­φυ­ρά τη δυ­σκο­λία σύλ­λη­ψης ενός στα­θε­ρού ρό­λου αυ­τών στο έρ­γο της ποι­ή­τριας, την ενα­γώ­νια προ­σπά­θειά της να εκ­φρά­σει μέ­σω αυ­τών τις με­τα­μορ­φώ­σεις των πραγ­μά­των, κα­θώς οι ση­μα­σί­ες τους πη­γαί­νουν πέ­ρα από τα συμ­φρα­ζό­με­να.
Ανα­ρω­τιέ­ται, λοι­πόν, η ποι­ή­τρια:

«Αν τις τραβήξω απ’ τα πηγάδια τους
(σαν σάπια δόντια γέροντα σοφού)
Αν βρω για να τις καλλωπίσω
                                (σαν μάγουλα Αμερικάνας θείας)
Αν τις παρακαλέσω
                                 (γονατιστή στους φθόγγους)

Ή
να τις εκβιάσω
                                 (σα να ’ταν χαμερπείς και πληρωμένες)
Σαν ήρωας ταινίας «κρατώ μαχαίρι»
και σιωπηλά τον έρωτά μου
μα οπωσδήποτε ένα τρόπο
να τις κρατήσω κύτταρα στο χρόνο της σαρκός μου[8]

Η σχέ­ση της ποι­ή­τριας με τις λέ­ξεις εί­ναι σχέ­ση έλ­ξης–απώ­θη­σης, αλ­λά και εξάρ­τη­σης, κα­θώς τις ανα­ζη­τά αδιά­κο­πα, ενώ η πα­ρου­σία τους λαν­θά­νει, το­νί­ζο­ντας έτσι την αγω­νία της γέν­νας της γρα­φής και την πα­ντο­δυ­να­μία της γλώσ­σας, αλ­λά και «το πεί­σμα της ίδιας της Κυρ­τζά­κη, ως ποι­ή­τριας, να κα­τα­κτή­σει τις λέ­ξεις, πεί­σμα εξί­σου απελ­πι­σμέ­νο με εκεί­νο των δύο ηρώ­ων του Κα­κο­γιάν­νη»,[9] της Στέλ­λας και του Μίλ­του. Άλ­λω­στε, η λέ­ξη «πολ­λα­πλα­σιά­ζει την ει­κό­να της σαν τον γά­μο της Κα­νά: εκ­πέ­μπει»,[10] σύμ­φω­να με την Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, και αυ­τή την εκ­πο­μπή δεν μπο­ρεί να τη φα­ντα­στεί «πα­ρά σαν ένα σή­μα κιν­δύ­νου του ατό­μου»,[11] του ποι­η­τή, που ως άλ­λος ναυα­γός εκ­πέ­μπει σή­μα­τα κιν­δύ­νου προς τα έξω και προς τα έσω αξιο­ποιώ­ντας τις λέ­ξεις και τη δυ­να­μι­κή τους.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: