Η μετουσίωση του μύθου των Ατρειδών στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου

Η μετουσίωση του μύθου των Ατρειδών στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου

Δέσποινα Παπαστάθη, «Εκεί που σμίγουν η μέρα και η νύχτα…». Ο μύθος στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Gutenberg 2023

Κατά τον Pierre Brunel, ο μύθος «μπορεί να γίνει ένζυμο για μια λογοτεχνία που αψηφά τον χρόνο, ένας ζωντανός πυρήνας για το έργο που τον εμφανίζει μέσα στη διαφάνειά του».[1] Έτσι, κάθε αρχαιοελληνικός μύθος, εισχωρώντας σε ποικίλα λογοτεχνικά γένη και είδη, καθίσταται ένα πολύσημο σύστημα που αναπροσαρμόζεται σε νέα πολιτισμικά περιβάλλοντα και μετασχηματίζεται στο πλέγμα των αέναων διακειμενικών σχέσεων,[2] με αποτέλεσμα τη μετατροπή του σε προσωπικό μύθο στο έργο πολλών λογοτεχνών.[3]
Η Δέσποινα Παπαστάθη,[4] ύστερα από μακροχρόνια μελέτη της ποίησης του Γ. Ρίτσου, εξετάζει την ιδιαίτερη λειτουργία του μύθου στο ποιητικό του έργο. Με διεισδυτική ματιά παρακολουθεί την ανατρεπτική μετουσίωση του αρχαιοελληνικού μύθου των Ατρειδών στην Τέταρτη διάσταση και σε άλλα ποιήματα του Ρίτσου, χρησιμοποιώντας μια πλούσια θεωρητική σκευή και διασταυρώνοντας γόνιμα προηγούμενες κριτικές τοποθετήσεις.
Ύστερα από μια συνοπτική παρουσίαση βασικών εννοιολογικών προσεγγίσεων του μύθου στα «Προλεγόμενα», το βιβλίο διαρθρώνεται σε δύο κύρια μέρη: ένα μέρος στο οποίο επιχειρείται εν είδει εισαγωγής η ανασκόπηση κριτικών απόψεων γύρω από τη μυθοποιητική του Ρίτσου και η προσωπική θεώρησή τους από τη μελετήτρια και ένα δεύτερο μέρος, όπου περιέχονται αριθμημένα τα εξής τέσσερα κεφάλαια: «Ο κύκλος των Ατρειδών», «Αγαμέμνων: η ελεγεία ενός διόλου ήρωα», «Ορέστης: ατομική ελευθερία ή κοινωνική ευθύνη», «"Πές μου, λοιπόν, γιατί όλ’ αυτά;": Η Ιφιγένεια του Γιάννη Ρίτσου». Ακολουθεί αντί επιλόγου ένα τελευταίο κεφάλαιο, όπου συνοψίζονται συμπερασματικές διαπιστώσεις.
Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται προτάσεις περιοδολόγησης της ποιητικής παραγωγής του Ρίτσου βάσει των συνάψεων που διακρίνονται με τον αρχαιοελληνικό μύθο και επισημαίνεται η κατηγοριοποίηση των ποιημάτων του σε αρχαιόθεμα μυθολογικά, όπου η μυθολογία αξιοποιείται ως κύριο αφηγηματικό πλαίσιο και όχι ως απλή αναφορά, σε αρχαιόθεμα ιστοριογενή, στα οποία η ιστορία διαδραματίζει ρόλο ανάλογο του μύθου και σε αρχαιολογικά, δηλαδή ποιήματα «με άξονα τον ποιητικό στοχασμό πάνω σε ερείπια ή τεχνουργήματα».[5]
Επίσης, καταγράφονται καίριες απόψεις μελετητών της ποίησης του Ρίτσου για τη στροφή του στον αρχαίο μύθο, τον ρόλο των αναχρονισμών στην ποίησή του και τη σύνδεσή της με τα προσωπικά του βιώματα ή τις σύγχρονες προς αυτόν περιπέτειες του έθνους, καθώς και για τις ιδιαιτερότητες της μυθικής μεθόδου του.[6]
Στο πρώτο από τα τέσσερα κεφάλαια του δεύτερου μέρους, που έχει τον τίτλο «Ο κύκλος των Ατρειδών», η συγγραφέας σκιαγραφεί τη μετάπλαση από τον Ρίτσο μυθικών προσώπων του οίκου των Ατρειδών σε εκτενείς συνθέσεις της Τέταρτης Διάστασης («Το νεκρό σπίτι», «Κάτω απ’ το ίσκιο του βουνού», «Αίας»), καθώς και σε άλλα ποιήματά του. Οι μυθικοί ήρωες, αποκαθηλωμένοι από το αρχετυπικό μυθικό πλαίσιο, ζωντανεύουν στο ιστορικό παρόν αποξενωμένοι από τον εαυτό τους. Παρουσιάζονται να ακολουθούν την ανεξήγητη μοίρα τους στα σκοτεινά και να επιδίδονται σε μια οδυνηρή ενδοσκόπηση, αναδιηγούμενοι ανθρώπινες συμπεριφορές «εκεί που σμίγουν η μέρα και η νύχτα» και επιζητώντας εναγωνίως την αυτογνωσία που επιφέρει το φως. Διακρίνονται έμμεσες αναφορές σε ιστορικά γεγονότα των δεκαετιών του 1940 και 1950, αλλά δίνεται κυρίως βαρύτητα στα υπαρξιακά ζητήματα που ταλανίζουν τους τραγικούς ήρωες, όπως είναι η αδήριτη θνητότητα, η αναπόφευκτη φθορά, η τυραννική μοναξιά, η αντίθεση ανάμεσα στο ατομικό και στο κοινωνικό συμφέρον ή ανάμεσα στα θέλω και στα πρέπει, η ματαιοπονία κάθε απόπειρας αναγνώρισης από τους άλλους.
Στα επόμενα τρία κεφάλαια πραγματοποιείται η εστίαση σε τρία βασικά πρόσωπα του οίκου των Ατρειδών, στον Αγαμέμνονα, στον Ορέστη και στην Ιφιγένεια. Ο Αγαμέμνων στη σύνθεση «Αγαμέμνων» της Τέταρτης Διάστασης, που δικαιολογημένα έχει χαρακτηριστεί «ελεγεία της ματαιότητας»,[7] ψυχικά αποκαμωμένος και προτού εισέλθει στον μοιραίο λουτρώνα ανατρέχει στα περασμένα και προβαίνει σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, εκφράζοντας τον προβληματισμό του για τη διάψευση των στόχων, το βάρος της εξουσίας και των λανθασμένων επιλογών του παρελθόντος, την ανούσια αιματοχυσία, την κατασπατάληση του χρόνου για την αναγνώριση από τους άλλους και το μυστήριο του θανάτου. Ο μυθικός ήρωας εμφανίζεται απομυθοποιημένος και σε άλλα καταγεγραμμένα από τη συγγραφέα ποιήματα του Ρίτσου, στα οποία το μυθικό παρελθόν συνυφαίνεται με το ιστορικό παρόν.
Όπως διαπιστώνουν ορισμένοι κριτικοί,[8] στον «Ορέστη» της Τέταρτης διάστασης, ο αρχαιοελληνικός μύθος χρησιμοποιείται από τον Ρίτσο για να προβάλει το δίλημμα ανάμεσα στην ανεξαρτησία ή τη στράτευση. Ο δίβουλος μυθικός ήρωας, μολονότι αντιτείνεται ιδεολογικά σε κάθε έκφραση άλογης βίας και ταλαντεύεται ανάμεσα στη σκέψη και στην πράξη, προχωρεί στη δολοφονία της μητέρας του, Κλυταιμνήστρας και του εραστή της, Αίγισθου, έχοντας επίγνωση του εσώτερου διχασμού του,[9] αλλά και του χρέους του, που προβάλλει ως κοινωνική επιταγή, ως αναγκαιότητα για την κάθαρση και την αποκατάσταση της ισορροπίας. Σύμφωνα με την Παπαστάθη, η αντιστροφή του μύθου πραγματοποιείται με την ιδιότυπη αναβίωση τόσο της μορφής του Ορέστη όσο και των μορφών της Ηλέκτρας και της Κλυταιμνήστρας στον «Ορέστη» της Τέταρτης διάστασης και σε άλλα κατοπινά ποιήματα του Ρίτσου, τα οποία αναλύονται στη μελέτη της.
Στο τέταρτο κεφάλαιο της μονογραφίας η συγγραφέας επικεντρώνεται στη μυθική Ιφιγένεια, που πρωταγωνιστεί στη σύνθεση «Η επιστροφή της Ιφιγένειας» της Τέταρτης διάστασης και σε ορισμένα άλλα ποιήματα του Ρίτσου και παρουσιάζεται, όπως και τα άλλα μυθικά πρόσωπα, «απομακρυσμένη από τα πράγματα γύρω της, από τις επιλογές της, από τον ίδιο τον εαυτό της».[10] Η ηρωίδα, υποταγμένη στη μοίρα της και στις ανάγκες των άλλων, έρχεται αντιμέτωπη με τον «νόμο της απώλειας» και διερωτάται για τη σκοπιμότητα των αγώνων και των θυσιών.
Η Παπαστάθη, πραγματοποιώντας στη μονογραφία της αναλυτικές διακειμενικές αναγνώσεις επιλεγμένων συνθέσεων της Τέταρτης διάστασης και άλλων ποιημάτων του Ρίτσου, συνεισφέρει ουσιαστικά στην ερμηνεία βασικών αξόνων της ποιητικής του, που έχουν σχολιαστεί από τους μελετητές του έργου του. Συνδέοντας τα ερευνητικά της πορίσματα με τον κριτικό λόγο που έχει προηγηθεί, προσεγγίζει βασικά ερμηνευτικά ζητήματα της ποίησής του και συμβάλλει στην εξέταση της «μετεξέλιξης» του αρχαιοελληνικού μύθου στο έργο του. Όπως εύλογα παρατηρεί η ίδια, «τα μυθικά πρόσωπα και προσωπεία που αξιοποίησε ο Γιάννης Ρίτσος στην ποίησή του μαρτυρούν την ανάγκη […] του ποιητή να αποδώσει το πολύπλοκο και αντιφατικό πανόραμα του έσω και έξω κόσμου, να κατανοήσει τον αέναο κύκλο της ζωής και του θανάτου».[11] Ο μύθος γίνεται συνεπώς το μέσο για να ανταποκριθεί στην ανάγκη του αυτή, καθώς, σύμφωνα με τον Paul Ricoeur, ο «ορίζοντας» του μύθου μας δίνει τη δυνατότητα πρόσβασης σε «πιθανούς κόσμους που υπερβαίνουν τα θεσμοθετημένα όρια του δικού μας πραγματικού κόσμου».[12]


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: