Ο διάλογος του Αλεξανδρινού με τους «ελάσσονες» ποιητές της Παρακμής

Ο διάλογος του Αλεξανδρινού με τους «ελάσσονες» ποιητές της Παρακμής

Μάρθα Βασιλειάδη, «Ο Κ. Π. Καβάφης και η λογοτεχνία της Παρακμής. Μορφές, θέματα, μοτίβα», Gutenberg 2018



Στην πε­ρί­ο­δο δια­μόρ­φω­σης του ποι­η­τή Κ. Π. Κα­βά­φη, οριο­θε­τη­μέ­νη από την Diana Haas στα χρό­νια 1882-1905,[1] με­τα­ξύ των ποι­κί­λων ευ­ρω­παϊ­κών ανα­γνω­σμά­των που άσκη­σαν επιρ­ροή στο ποι­η­τι­κό έρ­γο του συ­γκα­τα­λέ­γο­νται λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να των τε­λευ­ταί­ων ρο­μα­ντι­κών δε­κα­ε­τιών του 19ου αι. τα οποία θε­ω­ρού­νται αντι­προ­σω­πευ­τι­κά του κι­νή­μα­τος της Décadence ή της Πα­ρακ­μής στη Γαλ­λία. Πρό­κει­ται για ένα κί­νη­μα σύγ­χρο­νο με το κί­νη­μα του βρε­τα­νι­κού Αι­σθη­τι­σμού,[2] που συν­δέ­θη­κε με την έμ­φα­ση στην έν­νοια του νο­ση­ρού, την εμ­μο­νή στην ωραιο­λα­τρία και στην εκ­ζή­τη­ση, στο πα­ρά­δο­ξο και στο απο­κλί­νον, την επι­στρο­φή στο ιστο­ρι­κό πα­ρελ­θόν, κα­θώς και με κυ­ρί­αρ­χες τά­σεις φθο­ράς και απο­σύν­θε­σης.[3]
Τον αντί­κτυ­πο του κι­νή­μα­τος αυ­τού στο κα­βα­φι­κό έρ­γο διε­ρευ­νά με κρι­τι­κή οξύ­νοια η Μάρ­θα Βα­σι­λειά­δη[4] στο βι­βλίο της, βα­σι­σμέ­νο στη δι­δα­κτο­ρι­κή της δια­τρι­βή στα γαλ­λι­κά, που υπο­στή­ρι­ξε στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Γε­νεύ­ης το 2004. Ανα­δει­κνύ­ει μέ­σα από μια καί­ρια συ­γκρι­τι­κή θε­ώ­ρη­ση βα­σι­κών γνω­ρι­σμά­των της λο­γο­τε­χνί­ας της Πα­ρακ­μής τις επι­δρά­σεις τους στην κα­βα­φι­κή ποί­η­ση, συ­νε­κτι­μώ­ντας πα­ράλ­λη­λα τη σύν­δε­σή τους με έκ­δη­λα μο­ντερ­νι­στι­κούς τρό­πους εκ­φο­ράς. Η ανα­λυ­τι­κή εξέ­τα­ση που επι­χει­ρεί επι­τρέ­πει την εξοι­κεί­ω­ση του ανα­γνώ­στη με μια εν­δια­φέ­ρου­σα στα­χυο­λό­γη­ση καί­ριων θε­μά­των και μορ­φών της πα­ρακ­μια­κής λο­γο­τε­χνί­ας που εντο­πί­ζο­νται με έναν εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό και συ­χνά ανα­τρε­πτι­κό τρό­πο σε επι­λεγ­μέ­να κα­βα­φι­κά ποι­ή­μα­τα (ανα­γνω­ρι­σμέ­να, απο­κη­ρυγ­μέ­να και ανέκ­δο­τα) ή και σε άλ­λα κα­βα­φι­κά κεί­με­να.
Το βι­βλίο εί­ναι διαρ­θρω­μέ­νο σε δύο μέ­ρη με τρία κε­φά­λαια το κα­θέ­να: ένα πρώ­το στο οποίο πα­ρε­λαύ­νουν «εγ­γε­νείς στο φα­ντα­σια­κό της Πα­ρακ­μής μορ­φές» (μοι­ραί­ες γυ­ναί­κες, ρω­μαί­οι αυ­το­κρά­το­ρες και ο βυ­ζα­ντι­νός αυ­το­κρά­το­ρας Ιου­λια­νός ο Πα­ρα­βά­της) και ένα δεύ­τε­ρο όπου προ­σεγ­γί­ζο­νται συ­γκε­κρι­μέ­να θέ­μα­τα και μο­τί­βα της Πα­ρακ­μής (ο θά­να­τος των θε­ών, η ανα­μο­νή των βαρ­βά­ρων, οι γρα­φές του θα­νά­του).
Στο πρώ­το κε­φά­λαιο με τον τί­τλο «Μοι­ραί­ες γυ­ναί­κες. Μορ­φές και πα­ρα­μορ­φώ­σεις» γί­νε­ται αντι­λη­πτή η εστί­α­ση στις μοι­ραί­ες μορ­φές της Λά­μιας, της Σφίγ­γας και της Σα­λώ­μης, που εμ­φα­νί­ζο­νται απο­κλει­στι­κά σε πρώ­ι­μα κα­βα­φι­κά κεί­με­να, δε­δο­μέ­νου ότι στη συ­νέ­χεια δια­πι­στώ­νε­ται η «χει­ρα­φέ­τη­ση […] του ποι­η­τή από την εμ­μο­νι­κή θε­μα­τι­κή της "ανε­λέ­η­της ωραί­ας κυ­ρί­ας", που το­πο­θε­τεί­ται στα τέ­λη του 1890».[5] Η Λά­μια πα­ρα­γκω­νί­ζε­ται στο δο­κι­μια­κό κεί­με­νο του Κα­βά­φη (1892) για το ποί­η­μα του John Κeats «Λά­μια», όπως συμ­βαί­νει επί­σης με τη Σφίγ­γα στο κα­βα­φι­κό ποί­η­μα «Ο Οι­δί­πους» (1895) ή με τη Σα­λώ­μη στο κα­βα­φι­κό ποί­η­μα «Σα­λώ­μη» (1896). Ο Αλε­ξαν­δρι­νός ποι­η­τής, γοη­τευ­μέ­νος πε­ρισ­σό­τε­ρο από το μο­τί­βο της άνι­σης αντι­πα­ρά­θε­σης στο οποίο εμπλέ­κε­ται μια μοι­ραία γυ­ναί­κα, προ­χω­ρεί τε­λι­κά σε μια με­θο­δευ­μέ­νη ανα­τρο­πή των μυ­θι­κών δε­δο­μέ­νων. Όπως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά δια­πι­στώ­νει η Βα­σι­λειά­δη, «η Λά­μια περ­νά απα­ρα­τή­ρη­τη στα μά­τια του σο­φι­στή της», η «Σφίγ­γα δεν τρο­μά­ζει τον σο­φό Οι­δί­πο­δα» και «η Σα­λώ­μη δεν θε­ω­ρεί­ται άξια προ­σο­χής».[6]
Στα δύο επό­με­να κε­φά­λαια του Α΄ μέ­ρους, που τι­τλο­φο­ρού­νται αντί­στοι­χα «Ρω­μαί­οι αυ­το­κρά­το­ρες. Το χρο­νι­κό της πτώ­σης» και «Ο μύ­θος του Ιου­λια­νού. Οι με­τα­μορ­φώ­σεις της γρα­φής» εξε­τά­ζο­νται εμ­βλη­μα­τι­κές μορ­φές σκο­τει­νών πε­ριό­δων της Ιστο­ρί­ας που πρω­τα­γω­νι­στούν στη λο­γο­τε­χνία της Πα­ρακ­μής. Στα ποι­ή­μα­τα του Κα­βά­φη, ωστό­σο, οι αυ­το­κρά­το­ρες της Ρω­μαϊ­κής αυ­το­κρα­το­ρί­ας που εν­σαρ­κώ­νουν το κα­κό (Τά­κι­τος, Αντώ­νιος, Νέ­ρων) μοιά­ζουν να απο­κα­θί­στα­νται, κα­θώς εκτί­θε­νται σε μια έσχα­τη και μοι­ραία ήτ­τα, που αυ­το­μά­τως τους αθω­ώ­νει. Σε ποι­ή­μα­τα που πραγ­μα­τεύ­ο­νται τον θά­να­τό τους («Ο θά­να­τος του αυ­το­κρά­το­ρος Τα­κί­του», 1897, «Το τέ­λος του Αντω­νί­ου», 1907, «Τα βή­μα­τα», 1909, «Η διο­ρία του Νέ­ρω­νος», 1919), ο ποι­η­τής απο­μα­κρύ­νε­ται από τη γε­νε­α­λο­γία της Πα­ρακ­μής, κα­θώς απο­στρέ­φε­ται τον πα­ρακ­μια­κό διά­κο­σμο και πα­ρου­σιά­ζει ένα τέ­λος ει­ρη­νι­κό, συν­δε­δε­μέ­νο με την επί­τευ­ξη της αυ­το­συ­νει­δη­σί­ας ή ακό­μη ως τυ­χαίο συμ­βάν ενός τρα­γι­κού πε­πρω­μέ­νου.
Από την άλ­λη πλευ­ρά, ο αμ­φι­λε­γό­με­νος αυ­το­κρά­το­ρας του Βυ­ζα­ντί­ου, Ιου­λια­νός, ο οποί­ος προ­βάλ­λε­ται σε κεί­με­να της πα­ρακ­μια­κής λο­γο­τε­χνί­ας χά­ρη στο τέ­λος του, συ­νι­στά τον πιο τρα­γε­λα­φι­κό ήρωα του Κα­βά­φη. Ο Αλε­ξαν­δρι­νός επε­ξερ­γά­ζε­ται τον μύ­θο του Ιου­λια­νού εστιά­ζο­ντας σε δια­φο­ρε­τι­κές φά­σεις της ζω­ής του σε μια σει­ρά ποι­η­μά­των του που μαρ­τυ­ρούν την πολ­λα­πλό­τη­τα των πη­γών τους και χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται από μια προ­κα­τα­σκευα­σμέ­νη ιστο­ρι­κό­τη­τα. Σ’ αυ­τά δεν πα­ρου­σιά­ζει τον Απο­στά­τη ως τον ύστα­το υπε­ρα­σπι­στή της αρ­χαί­ας λα­τρεί­ας, αλ­λά ως την πε­ρί­πτω­ση του προ­βλη­μα­τι­κού ατό­μου που βρί­σκε­ται στο με­ταίχ­μιο με δι­χα­σμέ­νη ταυ­τό­τη­τα ή την εν­σάρ­κω­ση της μορ­φής του Άλ­λου που βιώ­νει την εσω­τε­ρι­κή σύ­γκρου­ση και στην οποία αντι­τάσ­σε­ται η βλά­σφη­μη και υπο­κρι­τι­κή στά­ση των πολ­λών.[7]
Στο Β΄ μέ­ρος του βι­βλί­ου αρ­χι­κά υπο­γραμ­μί­ζε­ται η απο­στρο­φή του Κα­βά­φη, πα­ρά τις κα­τα­βο­λές του στο ρεύ­μα του Παρ­νασ­σι­σμού, για τους θε­ούς της ελ­λη­νι­κής και αι­γυ­πτια­κής μυ­θο­λο­γί­ας και το θε­μα­τι­κό μο­τί­βο του ηρω­ποι­η­μέ­νου θα­νά­του τους, που απα­ντά­ται στην λο­γο­τε­χνία της Πα­ρακ­μής. Ο Κα­βά­φης πρω­το­τυ­πεί πα­ρου­σιά­ζο­ντας τους θε­ούς ως συ­νερ­γούς των θνη­τών, εξαν­θρω­πί­ζο­ντάς τους, και συν­δέ­ο­ντάς τους με ανα­πα­ρα­στά­σεις ιδε­ώ­δους ομορ­φιάς. Όπως πα­ρα­τη­ρεί ο E. Κeeley, η κα­βα­φι­κή εκ­δο­χή της «επι­φά­νειας» των θε­ών «δεν αντι­προ­σω­πεύ­ει ένα "ρο­μα­ντι­κό" το­πίο, αλ­λά ένα αι­σθη­σια­κό το­πίο […] επει­δή αυ­τό που εμ­φα­νί­ζε­ται δεν εί­ναι η ομορ­φιά της φύ­σης, αλ­λά ένας θε­ός με το εξω­χρι­στια­νι­κό σχή­μα της "αι­θέ­ριας εφη­βι­κής μορ­φής».[8]
Ένα άλ­λο θε­μα­τι­κό μο­τί­βο της λο­γο­τε­χνί­ας της Πα­ρακ­μής που εντο­πί­ζε­ται σε γνω­στό κα­βα­φι­κό ποί­η­μα («Πε­ρι­μέ­νο­ντας του βαρ­βά­ρους», 1898/1904) εί­ναι αυ­τό των βαρ­βά­ρων, που συν­δέ­ο­νται με τον ανα­στο­χα­σμό για την πτώ­ση του ρω­μαϊ­κού κό­σμου και απο­τε­λούν «τον συν­δε­τι­κό κρί­κο ανά­με­σα στο πα­ρελ­θόν και το πα­ρόν, στο άκρον άω­τον του πο­λι­τι­σμού και το άκρον άω­τον της βαρ­βα­ρό­τη­τας».[9] Επι­ση­μαί­νο­ντας με τον όρο «βάρ­βα­ρος» τη λε­κτι­κή βία που επι­τε­λεί­ται στη γλώσ­σα, ο Κα­βά­φης επι­μέ­νει στη σύ­γκρου­ση των πο­λι­τι­σμών επι­λέ­γο­ντας μια μορ­φή βαρ­βα­ρό­τη­τας η οποία δια­βρώ­νει σι­γά σι­γά τη συ­νε­κτι­κό­τη­τα που διέ­πει τη μνή­μη της κα­τα­γω­γής. Έχο­ντας δια­βά­σει το βι­βλίο του E. Renan Το μέλ­λον της επι­στή­μης. Σκέ­ψεις του 1848,[10] όπου το βαρ­βα­ρι­κό φαι­νό­με­νο εξη­γεί­ται βα­σι­σμέ­νο στην επι­στη­μο­νι­κή ανα­θε­ώ­ρη­ση της Ιστο­ρί­ας, ο Κα­βά­φης από τη μια συ­γκα­τα­νεύ­ει στην πρό­ο­δο με την απο­δο­χή της νο­μι­μό­τη­τας των βαρ­βά­ρων και από την άλ­λη υπαι­νίσ­σε­ται μια ατέρ­μο­νη κα­τά­στα­ση αγω­νί­ας με την υπο­νό­μευ­ση της άφι­ξής τους.
Στο τρί­το και τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο του Β΄ μέ­ρους, που φέ­ρει τον τί­τλο «Γρα­φές του θα­νά­του», ανι­χνεύ­ε­ται η πα­ρακ­μια­κή προ­σφυ­γή στο ιστο­ρι­κό πα­ρελ­θόν στα δώ­δε­κα επι­τύμ­βια ποι­ή­μα­τα του Κα­βά­φη,[11] γραμ­μέ­να κα­τά τον τρό­πο της Πα­λα­τι­νής Αν­θο­λο­γί­ας, και επι­χει­ρεί­ται η συ­νε­ξέ­τα­σή τους με τη θα­να­το­γρα­φία Γάλ­λων ποι­η­τών της επο­χής, από την οποία συ­νά­γε­ται ένας κοι­νός πα­ρο­νο­μα­στής: «ένα σύ­στη­μα λα­τρεί­ας του σώ­μα­τος που με­τα­σχη­μα­τί­ζει το σκάν­δα­λο του θα­νά­του σε σύμ­πτω­μα ερω­τι­κής επι­θυ­μί­ας και το πέν­θος σε ερω­τι­κή νο­σταλ­γία».[12] Πα­ράλ­λη­λα, απο­κα­λύ­πτο­νται ου­σιώ­δη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των ποι­η­μά­των αυ­τών: η προ­βο­λή της σιω­πής ως δη­μιουρ­γι­κής πρά­ξης και του τά­φου ως πρω­ταρ­χι­κού αι­σθη­τι­κού αντι­κει­μέ­νου, η ηρω­ο­ποί­η­ση του νε­κρού σώ­μα­τος και της επι­θυ­μί­ας.
Στις επι­λο­γι­κές σε­λί­δες του βι­βλί­ου της η Βα­σι­λειά­δη κα­τα­λή­γει πως ο Κα­βά­φης δεν εί­ναι ποι­η­τής της Πα­ρακ­μής. Ωστό­σο, η σύ­γκρι­ση της κα­βα­φι­κής ποί­η­σης με τους «ελάσ­σο­νες» ποι­η­τές της Πα­ρακ­μής, εκτός από την εντρύ­φη­ση σε μια λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρά­δο­ση λι­γό­τε­ρο γνω­στή, οδη­γεί στη δια­πί­στω­ση μιας κοι­νής αι­σθη­τι­κής που υπα­γο­ρεύ­ε­ται από την εμ­μο­νή στο με­γα­λείο της Ιστο­ρί­ας και την προ­σή­λω­ση σε μια πα­ρηκ­μα­σμέ­νη αρ­χαιό­τη­τα, αλ­λά και από την πί­στη στην πρό­ο­δο, υπα­γο­ρευ­μέ­νη από τη θέ­α­ση του επερ­χό­με­νου τέ­λους.
Ένα από τα βα­σι­κά προ­τε­ρή­μα­τα της με­λέ­της αυ­τής εί­ναι ότι ανα­λύ­ο­νται εκ του σύ­νεγ­γυς όχι μό­νο μια σει­ρά από γνω­στά και λι­γό­τε­ρο γνω­στά ποι­ή­μα­τα ή άλ­λα κεί­με­να του Κα­βά­φη, αλ­λά και άφθο­να κεί­με­να της ευ­ρω­παϊ­κής λο­γο­τε­χνί­ας της Πα­ρακ­μής, τα οποία θη­σαυ­ρί­ζο­νται χά­ρη στην ευ­ρυ­μά­θεια και την επί­πο­νη έρευ­να της με­λε­τή­τριας και πα­ρου­σιά­ζο­νται με ακέ­ραιη φι­λο­λο­γι­κή συ­νεί­δη­ση, δε­δο­μέ­νου ότι πλαι­σιώ­νο­νται από πλού­σιες βι­βλιο­γρα­φι­κές πα­ρα­πο­μπές. Η συ­νε­ξέ­τα­ση των κα­βα­φι­κών ποι­η­μά­των με προ­γε­νέ­στε­ρα ή σύγ­χρο­να ευ­ρω­παϊ­κά λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να, εκτός από τη γνω­ρι­μία με βα­σι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της λο­γο­τε­χνί­ας της Πα­ρακ­μής, επι­τρέ­πει να δια­φα­νεί κυ­ρί­ως η από­στα­ση του Κα­βά­φη από αυ­τήν, επι­βε­βαιώ­νο­ντας τη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τά του. Ο διά­λο­γός του με τα κεί­με­να αυ­τά της επο­χής του κα­θί­στα­ται εν τέ­λει ανα­τρο­φο­δο­τι­κός για το ποι­η­τι­κό του έρ­γο μέ­σα από ανα­θε­ω­ρή­σεις και ανα­τρε­πτι­κά εγ­χει­ρή­μα­τα που έχουν ως επα­κό­λου­θο την πρό­δρο­μη νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα της ποι­η­τι­κής του. Εν τέ­λει, η πρό­σλη­ψη της Πα­ρακ­μής, όπως συ­ντε­λεί­ται κα­τά την επα­φή του με την ευ­ρω­παϊ­κή λο­γο­τε­χνία της επο­χής του, συμ­βάλ­λει στον ανα­προσ­διο­ρι­σμό των στοι­χεί­ων που αντλεί και αξιο­ποιεί από τις ιστο­ρι­κές πη­γές στα ποι­ή­μα­τά του και στη σμί­λευ­ση της ιδιαί­τε­ρης ποι­η­τι­κής του φυ­σιο­γνω­μί­ας.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: