Η φιλελεύθερη διάσταση του Κωστή Παλαμά

Η φιλελεύθερη διάσταση του Κωστή Παλαμά


Γιώρ­γος Αν­δρειω­μέ­νος, Ο Πα­λα­μάς και ο Πο­λι­τι­κός Φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός, εκδ. Ι. Σι­δέ­ρης, 2022

——————

Με την εμ­φά­νι­ση της ελευ­θε­ρί­ας, η λο­γο­τε­χνία ανυ­ψώ­νε­ται, με την έκλει­ψη της ελευ­θε­ρί­ας, η λο­γο­τε­χνία σβή­νει.
Μπεν­ζα­μέν Κον­στάν, Διά­φο­ρα πε­ρί Λο­γο­τε­χνί­ας και Πο­λι­τι­κής

Κωστής Πα­λα­μάς: Λο­γο­τε­χνία, Φι­λο­σο­φία, Πο­λι­τι­κή, θα μπο­ρού­σε να επι­γρά­φε­ται το και­νούρ­γιο πό­νη­μα τού κα­θη­γη­τή Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Φι­λο­λο­γί­ας και Αντι­πρύ­τα­νη του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Πε­λο­πον­νή­σου Γιώρ­γου Αν­δρειω­μέ­νου, Ο Πα­λα­μάς και ο Πο­λι­τι­κός Φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός· για­τί η λο­γο­τε­χνία, ιδω­μέ­νη ως έκ­φρα­ση του γνω­σια­κού και αξια­κού υπο­βά­θρου των δη­μιουρ­γών, η φι­λο­σο­φία, νο­ού­με­νη ως σπου­δή του πνεύ­μα­τος στον βαθ­μό που αυ­τό χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από αξιο­λό­γη­ση αξιών[1] και η πο­λι­τι­κή, θε­ω­ρού­με­νη ως σύ­νο­λο αντι­λή­ψε­ων, με­θό­δων και δια­δι­κα­σιών συ­νυ­φα­σμέ­νων με κά­θε το­μέα του συλ­λο­γι­κού βί­ου,[2] αντα­να­κλούν από κοι­νού το πο­λυ­πρι­σμα­τι­κό και πο­λυ­ε­πί­πε­δο εν­δια­φέ­ρον του βι­βλί­ου.
Το εύ­γλωτ­το εξώ­φυλ­λο της πά­ντα επι­με­λη­μέ­νης ερ­γα­σί­ας των εκ­δό­σε­ων Σι­δέ­ρη κα­το­πτρί­ζει τη φυ­σιο­γνω­μία της με­λέ­της. Η φι­γού­ρα του ανυ­πέρ­βλη­του θε­ρά­πο­ντα της ποι­η­τι­κής τέ­χνης Κω­στή Πα­λα­μά, σαν άλ­λου Penseur,[3] προ­σελ­κύ­ει το βλέμ­μα του ανα­γνώ­στη, το οποίο κα­τευ­θύ­νε­ται προς τα κά­τω στα πρό­σω­πα τριών μει­ζό­νων φι­λε­λεύ­θε­ρων της δυ­τι­κής σκέ­ψης, των Τζον Μίλ­τον, Τζον Στιού­αρτ Μιλ και Ουί­λιαμ Γκλάν­τστο­ουν, για να κα­τα­λή­ξει τε­λι­κά στις μορ­φές τριών με­γά­λων φι­λε­λεύ­θε­ρων της ελ­λη­νι­κής πο­λι­τι­κής, των Επα­μει­νών­δα Δε­λη­γε­ώρ­γη, Χα­ρί­λα­ου Τρι­κού­πη και Ελευ­θέ­ριου Βε­νι­ζέ­λου.
Όπως κα­τα­φαί­νε­ται από το ση­μαί­νον εξώ­φυλ­λο μέ­χρι το πλή­ρες ευ­ρε­τή­ριο ελ­λη­νι­κών και ξέ­νων ονο­μά­των, τις εμπε­ρι­στα­τω­μέ­νες ση­μειώ­σεις που αντι­στοι­χούν σε μια γραμ­μα­το­λο­γι­κού, φι­λο­σο­φι­κού και πο­λι­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα ελ­λη­νι­κή και ξε­νό­γλωσ­ση βι­βλιο­γρα­φία/δι­κτυο­γρα­φία και φυ­σι­κά το σώ­μα του κει­μέ­νου με τα προ­λε­γό­με­να, τα συ­μπε­ρά­σμα­τα και τις βα­σι­κές ενό­τη­τες, η λο­γο­τε­χνία, ο στο­χα­σμός και ο δη­μό­σιος βί­ος πε­ρι­στρέ­φο­νται γύ­ρω από τον Πα­λα­μά (και αντί­στρο­φα) και πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται σε μια μι­κρή (;) με­λέ­τη 124 σε­λί­δων.
Στα «Ει­σα­γω­γι­κά», σε πρώ­το επί­πε­δο ο Γιώρ­γος Αν­δρειω­μέ­νος αι­τιο­λο­γεί το ερευ­νη­τι­κό του έρει­σμα, το­νί­ζο­ντας τη συ­νά­φεια του Πα­λα­μά με τον φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό και την έλ­λει­ψη με­λε­τών για τη σχέ­ση του μ’ αυ­τόν ως πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή ιδε­ο­λο­γία, και σε δεύ­τε­ρο επί­πε­δο το­πο­θε­τεί την και­νο­τό­μο στό­χευ­σή του αφε­νός στην πε­ριε­κτι­κή συ­ζή­τη­ση των εκ­δο­χών του κι­νή­μα­τος στην Ευ­ρώ­πη και στην Ελ­λά­δα και αφε­τέ­ρου στη διε­ξο­δι­κή συ­νο­μι­λία του δη­μιουρ­γού με εκ­φρα­στές και πτυ­χές του φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού.
Στη συ­νέ­χεια, πέ­ντε ενό­τη­τες προ­σεγ­γί­ζουν την έν­νοια του φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, τις φι­λε­λεύ­θε­ρες θε­ω­ρή­σεις μέ­χρι την επο­χή του Πα­λα­μά, την πνευ­μα­τι­κή επα­φή του με εκ­προ­σώ­πους της διε­θνούς δια­νό­η­σης του φι­λε­λεύ­θε­ρου χώ­ρου, την πα­ρου­σία προ­σω­πι­κο­τή­των του εγ­χώ­ριου πο­λι­τι­κού γί­γνε­σθαι στα γρα­πτά του και τις πε­ποι­θή­σεις του για τη γυ­ναι­κεία συν­θή­κη, συ­νι­στώ­ντας το κύ­ριο μέ­ρος του βι­βλί­ου και αρ­θρώ­νο­ντας τον λό­γο του συγ­γρα­φέα του εν εί­δει άρ­ρη­των κε­φα­λαί­ων.
Στην πρώ­τη ενό­τη­τα, «Για την έν­νοια του φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού έως το 1930», ο Αν­δρειω­μέ­νος πα­ρου­σιά­ζει εύ­στο­χα και συ­μπυ­κνω­μέ­να τις απαρ­χές, τους εκ­προ­σώ­πους και τις αξί­ες του φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, δη­λα­δή «της προ­σέγ­γι­σης που ξε­χω­ρί­ζει επει­δή δί­νει προ­τε­ραιό­τη­τα στην ελεύ­θε­ρη επι­λο­γή».[4] Η κα­τα­γω­γή της έν­νοιας –από τον αγ­γλι­κό Δια­φω­τι­σμό και τις ρι­ζο­σπα­στι­κές θέ­σεις του Μίλ­τον ή τις φι­λε­λεύ­θε­ρες του Λοκ που έθε­σαν τις βά­σεις για τη βρε­τα­νι­κή συμ­βο­λή του 18ου και του 19ου αιώ­να, με απο­κο­ρύ­φω­μα την κά­θε μορ­φής ατο­μι­κή και πο­λι­τι­κή ελευ­θε­ρία του Μιλ και με αι­τού­με­να όπως η λαϊ­κή κυ­ριαρ­χία, η ενερ­γό­τε­ρη συμ­με­το­χή της με­σαί­ας τά­ξης στην εξου­σία και η ενί­σχυ­ση του ρό­λου της γυ­ναί­κας στην κοι­νω­νία– αλ­λά και η θε­με­λί­ω­σή της –από τον γαλ­λι­κό αιώ­να των Φώ­των και τη συ­νει­σφο­ρά των Μο­ντε­σκιέ και Βολ­τέ­ρου, με summum τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση και με ζη­τού­με­να την αντί­θε­ση προς την απο­λυ­ταρ­χι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση και την κά­θε εί­δους κα­τα­πί­ε­ση του πο­λί­τη, την προ­ώ­θη­ση της αυ­το­διά­θε­σης του ατό­μου και την πί­στη στην πρό­ο­δο της συλ­λο­γι­κό­τη­τας– προσ­δί­δουν στον φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό τη φι­λο­σο­φι­κή και την πο­λι­τι­κή του διά­στα­ση, ενώ η έμ­φα­ση στην ατο­μι­κή ιδιο­τέ­λεια και την αν­θρώ­πι­νη φι­λαυ­τία από τον πρό­δρο­μο του ελεύ­θε­ρου εμπο­ρί­ου και του κα­πι­τα­λι­σμού Σμιθ προ­σθέ­τει και την οι­κο­νο­μι­κή του πα­ρά­με­τρο.[5] Αν και τα ιδα­νι­κά του φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού εξα­σθέ­νη­σαν κα­τά τον 20ό αιώ­να, λό­γω των ιδε­ο­λη­ψιών του σο­βιε­τι­κού κο­μου­νι­σμού και των δυ­τι­κών φα­σι­σμών, ολο­έ­να και ισχυ­ρο­ποιεί­ται ιστο­ρι­κά η ανα­γκαιό­τη­τα ύπαρ­ξης μιας στοι­χειώ­δους προ­ϋ­πό­θε­σης για την εφαρ­μο­γή των ιδε­ών του κι­νή­μα­τος στην πρά­ξη, η οποία επι­ση­μαί­νε­ται από τον συγ­γρα­φέα και συ­νί­στα­ται στις κα­λύ­τε­ρες δυ­να­τές κοι­νω­νι­κές και οι­κο­νο­μι­κές συν­θή­κες που πρέ­πει να υφί­στα­νται, προ­κει­μέ­νου να αν­θί­σει η ατο­μι­κή ελευ­θε­ρία.[6]
Η πρό­σλη­ψη των ιδε­ών αυ­τών στην Ελ­λά­δα κα­τά τον 19ο αιώ­να εί­ναι το θέ­μα πραγ­μά­τευ­σης της δεύ­τε­ρης ενό­τη­τας του βι­βλί­ου. Αφη­γού­με­νος την ιστο­ρία του φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού στη χώ­ρα μας, η οποία εύ­λο­γα έχει τις ρί­ζες της στον Νε­ο­ελ­λη­νι­κό Δια­φω­τι­σμό και τη σκέ­ψη του Κο­ραή, ο Αν­δρειω­μέ­νος ανα­δει­κνύ­ει τις αντίρ­ρο­πες θε­ω­ρη­τι­κές από­ψεις που ση­μά­δε­ψαν τα χρό­νια του Αγώ­να για την εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία και τις πρώ­τες δε­κα­ε­τί­ες ζω­ής του νε­ο­σύ­στα­του ελ­λη­νι­κού κρά­τους.[7] Με­τά την αυ­ταρ­χι­κή άσκη­ση της εξου­σί­ας από τον Κα­πο­δί­στρια και την απο­λυ­ταρ­χι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση από την Αντι­βα­σι­λεία και τον Όθω­να, τα πρώ­τα Συ­ντάγ­μα­τα του ελ­λη­νι­κού βα­σι­λεί­ου ερεί­δο­νται, λοι­πόν, στις θέ­σεις των Μο­ντε­σκιέ, Βολ­τέ­ρου, Μιλ και Σμιθ και δια­μορ­φώ­νο­νται υπό την επί­δρα­ση του Βρε­τα­νού στο­χα­στή Μπέν­θαμ και του Ελ­βε­τού δια­νοη­τή και λο­γο­τέ­χνη Κον­στάν, ει­σά­γο­ντας έτσι μια βα­σι­σμέ­νη στις φι­λε­λεύ­θε­ρες αρ­χές συ­νταγ­μα­τι­κή μο­ναρ­χία· ωστό­σο, στην πο­ρεία αυ­τού του γε­μά­του αντι­θέ­σεις αιώ­να, τα φι­λε­λεύ­θε­ρα πι­στεύω ενί­ο­τε προ­σκρού­ουν σε «άλ­λα ιδε­ο­λο­γι­κά ρεύ­μα­τα και συ­στή­μα­τα, εχθρι­κά προς τις φι­λε­λεύ­θε­ρες αρ­χές, όπως ο με­γα­λοϊ­δε­α­τι­κός εθνι­κι­σμός, η έξαρ­ση της Ορ­θό­δο­ξης θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας και ο απο­κα­λυ­πτι­κός λαϊ­κι­σμός».[8] Πα­ρ’ όλα αυ­τά, όπως υπο­γραμ­μί­ζει ο κα­θη­γη­τής, τα φι­λε­λεύ­θε­ρα εγ­χει­ρή­μα­τα συ­νε­χί­ζο­νται, τό­σο με την ίδρυ­ση του Νε­ω­τε­ρι­κού Κόμ­μα­τος του Τρι­κού­πη, που απο­σκο­πού­σε στον εκ­συγ­χρο­νι­σμό του κρά­τους και τον εξευ­ρω­παϊ­σμό του πο­λι­τι­κού, κοι­νω­νι­κού και οι­κο­νο­μι­κού βί­ου της επο­χής, όσο και κυ­ρί­ως με την ίδρυ­ση του Κόμ­μα­τος των Φι­λε­λευ­θέ­ρων του Βε­νι­ζέ­λου, που επε­δί­ω­κε, με ρι­ζι­κές το­μές σε νευ­ραλ­γι­κούς το­μείς της ζω­ής, την εμπνευ­σμέ­νη από δυ­τι­κά πρό­τυ­πα ανα­νέ­ω­ση του κρά­τους και επι­χει­ρού­σε, με ορί­ζο­ντα την Με­γά­λη Ιδέα, την αξιο­ποί­η­ση του άρ­ρη­κτου δε­σμού «ανά­με­σα στη φι­λε­λεύ­θε­ρη πρα­κτι­κή και […] το εθνι­κό συμ­φέ­ρον».[9] Στην έμπρα­κτη αυ­τή διά­θε­ση οφεί­λε­ται, τε­λι­κά, και η σφυ­ρη­λά­τη­ση ενός πα­τριω­τι­κού, όπως τον προσ­διο­ρί­ζει ο συγ­γρα­φέ­ας, φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού,[10] ο οποί­ος ση­μα­το­δο­τεί την συ­ζη­τού­με­νη πε­ρί­ο­δο. Έτσι, αν η πρώ­τη ενό­τη­τα πραγ­μα­τώ­νει μια, τη­ρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών, ιστο­ρία του στο­χα­σμού, στη δεύ­τε­ρη, μέ­σα από τις «Φι­λε­λεύ­θε­ρες ιδέ­ες στην ελ­λη­νι­κή πο­λι­τι­κή σκη­νή ίσα­με τα χρό­νια του Πα­λα­μά», λαμ­βά­νει χώ­ρα ένας ανα­στο­χα­σμός της ιστο­ρί­ας, που με φυ­σι­κό­τη­τα οδη­γεί στην πα­λα­μι­κή σκέ­ψη πε­ρί φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού.
Εφό­σον ο ποι­η­τής «πί­στε­ψε στις δυ­να­τό­τη­τες του ατό­μου και στην προ­στα­σία των δι­καιω­μά­των του, συμ­με­τεί­χε, με τον τρό­πο του, στην κοι­νή προ­σπά­θεια για την επί­τευ­ξη ενός κα­λύ­τε­ρου μέλ­λο­ντος, λά­τρε­ψε το δί­καιο και την ελευ­θε­ρία σκέ­ψης και έκ­φρα­σης»,[11] αναμ­φί­λε­κτα εντάσ­σε­ται στην πα­ρά­δο­ση του πο­λι­τι­κού φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού. Μη όντας πο­τέ θια­σώ­της του λαϊ­κι­σμού ή του κρα­τι­σμού και πα­ρα­μέ­νο­ντας πά­ντα υπέρ­μα­χος της διαλ­λα­κτι­κό­τη­τας, ο Πα­λα­μάς εμ­φο­ρεί­το από φι­λε­λεύ­θε­ρα ιδα­νι­κά και ενα­πό­θε­τε ελ­πί­δες σε πο­λι­τι­κούς που ορα­μα­τί­ζο­νταν με­ταρ­ρυθ­μί­σεις. O έμπει­ρος Νε­ο­ελ­λη­νι­στής και εμ­βρι­θής γνώ­στης του πα­λα­μι­κού έρ­γου[12] στην τρί­τη ενό­τη­τα του βι­βλί­ου, «Ο Πα­λα­μάς και οι εκ­πρό­σω­ποι του φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού», διε­ρευ­νά, λοι­πόν, την πνευ­μα­τι­κή επα­φή του δη­μιουρ­γού μας με σπου­δαί­ους φι­λε­λεύ­θε­ρους δια­νο­ού­με­νους και πο­λι­τι­κούς. Στο πλαί­σιο αυ­τό, δεν μου φαί­νε­ται κα­θό­λου πα­ρά­δο­ξο ότι ο Πα­λα­μάς, που με­τα­κέ­νω­σε ιδε­ώ­δη του Δια­φω­τι­σμού και στοι­χεία ιδε­ο­λο­γι­κών και λο­γο­τε­χνι­κών ρευ­μά­των στην ελ­λη­νι­κή πα­ρά­δο­ση και στη γρα­φή του και­ρού του, μο­λο­νό­τι τους ανα­φέ­ρει ακρο­θι­γώς, γνω­ρί­ζει σε βά­θος τον Λοκ και τον Μο­ντε­σκιέ·[13] δεν με εκ­πλήσ­σει, επί­σης, η έντο­νη πα­ρου­σία του Μίλ­τον στο έρ­γο του, τον οποίο σέ­βε­ται πρω­τί­στως ως ποι­η­τή του Χα­μέ­νου Πα­ρα­δεί­σου και έπει­τα ως δια­νοη­τή, θε­ω­ρώ­ντας τον «αξε­χώ­ρι­στα τρα­γου­διστ[ή] και προ­φήτ[η]»,[14] ού­τε και το ισχυ­ρό απο­τύ­πω­μα του Βολ­ταί­ρου, τον οποίο εξαί­ρει με το Φι­λο­σο­φι­κό Λε­ξι­κό ανά χεί­ρας, απο­κα­λώ­ντας τον «λα­μπά­δα του ορ­θού λό­γου»·[15] δεν διε­ρω­τώ­μαι, ιδιαί­τε­ρα, για τους λό­γους που οδή­γη­σαν τον Πα­λα­μά στο να μνη­μο­νεύ­σει τους ση­μα­ντι­κούς στο­χα­στές Μπεν­ζα­μέν Κον­στάν, Τό­μας Μπά­μπινγ­κτον Μα­κό­λεϊ και Τζον Στιού­αρτ Μιλ, ού­τε τους φι­λέλ­λη­νες Βρε­τα­νούς πρω­θυ­πουρ­γούς Ουί­λιαμ Γκλάν­τστο­ουν και Ντέι­βιντ Λόιντ Τζορτζ· μου προ­ξε­νεί εντύ­πω­ση, όμως, η μυω­πία της κρι­τι­κής, που ενώ έβλε­πε μα­κρο­χρό­νια τις πο­λι­τι­κές κα­τα­βο­λές και επι­λο­γές του ποι­η­τή, δεν διέ­βλε­ψε τό­σα χρό­νια πό­σο θα συ­νέ­δρα­με την προ­σέγ­γι­ση της μορ­φής του η ανά­λυ­ση και ανά­δει­ξη αυ­τής της οιο­νεί αφα­νούς πνευ­μα­τι­κής συγ­γέ­νειάς του με προ­σω­πι­κό­τη­τες του φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού.

Δη­μη­́τριος Μπι­σκι­́νης, πορ­τρέ­το του Κ.Π. (λα­́δι σε που­σα­μά 1928). Ίδρ­υμα Πα­λα­μά

Η επα­φή του Κω­στή Πα­λα­μά με τον φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό ει­σέρ­χε­ται στην ελ­λη­νι­κή πο­λι­τι­κή συ­γκυ­ρία της επο­χής με την τέ­ταρ­τη ενό­τη­τα του βι­βλί­ου, «“Φι­λε­λεύ­θε­ροι” Έλ­λη­νες πο­λι­τι­κοί στο πα­λα­μι­κό έρ­γο», στην οποία ο Γιώρ­γος Αν­δρειω­μέ­νος, συγ­γρα­φέ­ας και της μο­νο­γρα­φί­ας Ο Πα­λα­μάς και η Πο­λι­τι­κή, συ­σχε­τί­ζει τη σκέ­ψη του ποι­η­τή με την οντό­τη­τα και την προ­σφο­ρά πε­ριώ­νυ­μων πο­λι­τι­κών αν­δρών. Πρό­κει­ται για τον λα­ο­πρό­βλη­το Κρη­τι­κό Ελευ­θέ­ριο Βε­νι­ζέ­λο και τους επι­φα­νείς Με­σο­λογ­γί­τες πο­λι­τι­κούς, συ­ντο­πί­τες του Πα­λα­μά, Επα­μει­νών­δα Δε­λη­γε­ώρ­γη και Χα­ρί­λαο Τρι­κού­πη. Στο πρό­σω­πο του νε­ό­τε­ρου μέ­χρι τώ­ρα στην ιστο­ρία μας πρω­θυ­πουρ­γού Δε­λη­γε­ώρ­γη,[16] πα­ρά την πτώ­ση της δη­μο­φι­λί­ας του λό­γω της στά­σης του στο ζή­τη­μα της Με­γά­λης Ιδέ­ας, ο Πα­λα­μάς θαυ­μά­ζει τη ρη­το­ρι­κή δει­νό­τη­τα και την ευ­γε­νι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά· έτσι, στο δι­ή­γη­μα «Ένας ψη­φο­φό­ρος» σκια­γρα­φεί εναρ­γώς την προι­κι­σμέ­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα του πο­λι­τι­κού, ενώ με ανα­φο­ρές στο προ­σκεί­με­νο σ’ αυ­τόν αθη­ναϊ­κό έντυ­πο Εφη­με­ρί­δα των συ­ζη­τή­σε­ων προ­βάλ­λει εμ­μέ­σως το έρ­γο του· όταν ο Δε­λη­γε­ώρ­γης φεύ­γει, λοι­πόν, από τη ζωή, «Χει­μώ­να έχει η Ελ­λάς και Μάιον οι τά­φοι»,[17] όπως γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ο ποι­η­τής στο επί­γραμ­μα που του αφιε­ρώ­νει. Σε θρή­νο κα­λεί τη φύ­ση ο Πα­λα­μάς και για την απώ­λεια του Τρι­κού­πη,[18] με τα εξής λό­για: «Βογ­γή­στε βόγ­γο απελ­πι­σιάς, κορ­φές και πε­ρι­γιά­λια»·[19] από νε­α­ρή ηλι­κία, ο οξύ­νους ποι­η­τής και κρι­τι­κός διέ­κρι­νε ήδη στον πο­λι­τι­κό άν­δρα τη γνώ­ση και την ισχυ­ρή προ­σω­πι­κό­τη­τα,[20] απο­δί­δο­ντας πά­ντα βα­ρύ­νου­σα ση­μα­σία στη βα­θιά παι­δεία και την ηγε­τι­κή φυ­σιο­γνω­μία του. Ωστό­σο, ο Πα­λα­μάς πρω­τί­στως ταυ­τί­ζε­ται, ψυ­χι­κά και ιδε­ο­λο­γι­κά, με την πο­λι­τι­κο-φι­λο­σο­φι­κή προ­σέγ­γι­ση και τη φι­λε­λεύ­θε­ρη πνοή του Βε­νι­ζέ­λου,[21] του «με­γά­λο[υ] (κυ­βερ­νή­τη)»·[22] σχο­λιά­ζο­ντας την πα­ρου­σία του στο πα­λα­μι­κό έρ­γο, ο συγ­γρα­φέ­ας δια­πι­στώ­νει ότι ο Πα­λα­μάς επαι­νεί «τη με­στό­τη­τα του λό­γου»,[23] εξυ­μνεί «την ου­σιώ­δη (όσο και λε­λο­γι­σμέ­νη) συμ­βο­λή του [Βε­νι­ζέ­λου] στην προ­ώ­θη­ση του Δη­μο­τι­κι­σμού και των γραμ­μά­των»,[24] γοη­τεύ­ε­ται από τη διε­θνή ακτι­νο­βο­λία του και εν­στερ­νί­ζε­ται τη θερ­μή πα­ρό­τρυν­σή του στους πο­λι­τι­κούς να πα­λεύ­ουν, και να θυ­σιά­ζο­νται ακό­μη, για τις ιδέ­ες τους. «Έσβη­σε ο Μέ­γας»,[25] θα γρά­ψει ο ποι­η­τής για τον τρα­γι­κό ορα­μα­τι­στή της Με­γά­λης Ιδέ­ας. Επο­μέ­νως, αυ­τές οι πο­λι­τι­κές προ­σω­πο­γρα­φί­ες στο έρ­γο του Πα­λα­μά, όπως δια­γρά­φο­νται από τον ερευ­νη­τή, από τη μια πλευ­ρά τεκ­μη­ριώ­νουν δη­μιουρ­γι­κά το πα­λα­μι­κό πο­λι­τι­κό credo και από την άλ­λη συ­μπλη­ρώ­νουν ου­σια­στι­κά το πορ­τρέ­το του ποι­η­τή του Δω­δε­κά­λο­γου.
Κα­τά τη σπου­δή της σχέ­σης του Πα­λα­μά με τον φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό, αξιο­ση­μεί­ω­τη εί­ναι και η θέ­α­ση της γυ­ναι­κεί­ας κα­τά­στα­σης από τον ποι­η­τή, ζή­τη­μα που ο Αν­δρειω­μέ­νος ανα­πτύσ­σει στην τε­λευ­ταία ενό­τη­τα της ερ­γα­σί­ας του, «Ο Πα­λα­μάς και ο φε­μι­νι­σμός».[26] Ο όρος φε­μι­νι­σμός, ο οποί­ος επι­νο­ή­θη­κε από τον Γάλ­λο σο­σια­λι­στή Charles Fourier τον 18ο αιώ­να για να πε­ρι­γρά­ψει τη «θη­λυ­κο­ποί­η­ση» κά­ποιων αν­δρι­κών σω­μά­των[27] ή το εν­δια­φέ­ρον ορι­σμέ­νων προ­ο­δευ­τι­κών αν­δρών για τη βελ­τί­ω­ση της θέ­σης των γυ­ναι­κών,[28] προσ­διο­ρί­ζει «ένα ευ­ρύ­τα­το σύ­νο­λο ιδε­ο­λο­γι­κών και θε­ω­ρη­τι­κών το­πο­θε­τή­σε­ων, κα­θώς και ακτι­βι­στι­κών πρα­κτι­κών ή κι­νη­μά­των που αφο­ρούν αφε­νός μεν στη διεκ­δί­κη­ση και κα­θιέ­ρω­ση της ισό­τη­τας με­τα­ξύ των φύ­λων και στην προ­ά­σπι­ση των αν­θρω­πί­νων (βιο­λο­γι­κών και πο­λι­τι­κο-κοι­νω­νι­κών) δι­καιω­μά­των των γυ­ναι­κών, αφε­τέ­ρου δε στην συ­νει­δη­το­ποι­η­μέ­νη κρι­τι­κή (ανα)ψη­λά­φη­ση επι­στη­μο­νι­κών και φι­λο­σο­φι­κών θε­ω­ριών σχε­τι­κών με την υπό­στα­ση του φύ­λου και την έμ­φυ­λη ταυ­τό­τη­τα των αν­θρώ­πι­νων υπο­κει­μέ­νων»[29] Φυ­σι­κά, στην πο­ρεία του από τον Δια­φω­τι­σμό μέ­χρι τις μέ­ρες μας και στο τα­ξί­δι του ανά τον κό­σμο, ο φε­μι­νι­σμός προ­σέ­λα­βε ποι­κί­λες μορ­φές[30] και έλα­βε διά­φο­ρες τρο­πές[31]: έτσι, ο 18ος και ο 19ος αιώ­νας, με τις πρώ­ι­μες διεκ­δι­κή­σεις του κι­νή­μα­τος, πε­ριο­ρί­ζο­νται στις ελά­χι­στες προ­ϋ­πο­θέ­σεις πο­λι­τι­κής και νο­μι­κής ισό­τη­τας των δύο φύ­λων (το λε­γό­με­νο πρώ­το κύ­μα), ο 20ός αιώ­νας κο­μί­ζει ύστε­ρα μιαν άλ­λη στό­χευ­ση που έγκει­ται στην ανά­λυ­ση των εκ­φάν­σε­ων της «δια­φο­ράς» ανά­με­σα στα δύο φύ­λα στην ιδιω­τι­κή και στη δη­μό­σια σφαί­ρα (το δεύ­τε­ρο κύ­μα), από τη δε­κα­ε­τία του ’60 και με­τά τα θέ­μα­τά του άπτο­νται γε­νι­κά της έμ­φυ­λης βί­ας, της σε­ξουα­λι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης, των δι­καιω­μά­των ανα­πα­ρα­γω­γής κ.α. (το τρί­το κύ­μα), ενώ στην πλέ­ον πρό­σφα­τη –με­τα­δο­μι­στι­κή– εκ­δο­χή του ο φε­μι­νι­σμός πρε­σβεύ­ει την απα­λοι­φή της δι­χα­στι­κής έμ­φυ­λης πρό­σλη­ψης και την απο­δο­χή κά­θε πι­θα­νής εκ­δή­λω­σης της υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας του ατό­μου. Ανε­ξάρ­τη­τα, όμως, από τις όποιες δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις και εξε­λί­ξεις στον χω­ρό­χρο­νο, η ου­σία εί­ναι ότι το φε­μι­νι­στι­κό κί­νη­μα γεν­νιέ­ται από τη συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ότι ο έμ­φυ­λος εαυ­τός γί­νε­ται αντι­λη­πτός ως κρι­τή­ριο ιε­ραρ­χι­κής κα­τά­τα­ξης, ωρι­μά­ζει από την επί­γνω­ση ότι σε όλες τις επο­χές και σε όλους τους τό­πους οι άν­δρες και οι γυ­ναί­κες δεν έχουν την ίδια ισχύ τό­σο στην κοι­νω­νία, όσο και στην ίδια τους τη ζωή, και εντέ­λει λει­τουρ­γεί ως κύ­ριος ιδε­ο­λο­γι­κός μο­χλός συ­σπεί­ρω­σης του γυ­ναι­κεί­ου πλη­θυ­σμού στον αγώ­να διεκ­δί­κη­σης των δι­καιω­μά­των του. Από τα θε­ω­ρού­με­να ως «κλα­σι­κά» έρ­γα εντο­πι­σμού της έμ­φυ­λης ανι­σό­τη­τας και δια­τύ­πω­σης προ­τά­σε­ων αντι­με­τώ­πι­σής της, τη Διεκ­δί­κη­ση των δι­καιω­μά­των της γυ­ναι­κός (1792) της Μαί­ρης Βολ­στό­νε­κραφτ,[32] το Γυ­ναί­κα και ερ­γα­σία (1911) της Όλιβ Σράι­νερ, το Ένα δι­κό σου δω­μά­τιο (1929) της Βιρ­τζί­νιας Γουλφ και Το δεύ­τε­ρο φύ­λο (1949) της Σι­μόν ντε Μπω­βουάρ, έως τη σύγ­χρο­νή μας δη­μιουρ­γία, ο φε­μι­νι­σμός συν­δέ­θη­κε στε­νά με τη λο­γο­τε­χνία, οδη­γώ­ντας στην επα­νε­ξέ­τα­ση του τρό­που ανα­πα­ρά­στα­σης των γυ­ναι­κών σε πλη­θώ­ρα λο­γο­τε­χνι­κών πε­δί­ων, αλ­λά και με τη φι­λο­σο­φία και την πο­λι­τι­κή, προ­σα­να­το­λί­ζο­ντας προς την ανα­θε­ώ­ρη­ση πολ­λών ση­μα­ντι­κών εν­νοιών του ιδιω­τι­κού και του δη­μό­σιου. Συ­νε­πώς, με επί­κε­ντρο τη διεκ­δί­κη­ση της ατο­μι­κό­τη­τας και της ατο­μι­κής ελευ­θε­ρί­ας των γυ­ναι­κών και με εστί­α­ση στην αφο­σί­ω­ση αμ­φο­τέ­ρων στις έν­νοιες της ατο­μι­κής αξί­ας και της αυ­το­νο­μί­ας, κα­θώς και στην εξα­σφά­λι­ση των συν­θη­κών πραγ­μά­τω­σής τους, κα­θί­στα­ται εμ­φα­νής η σχέ­ση του φε­μι­νι­σμού με τον φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό.

Στην προ­ο­πτι­κή της ελευ­θε­ρί­ας του ατό­μου, του λό­γου και της δια­κί­νη­σης ιδε­ών, αλ­λά και στον αστε­ρι­σμό της αντί­στι­ξης της υπο­ταγ­μέ­νης γυ­ναί­κας και του σκλα­βω­μέ­νου δού­λου από τον Μιλ, αντι­με­τω­πί­ζει, λοι­πόν, τον φε­μι­νι­σμό ο Πα­λα­μάς. Ο Αν­δρειω­μέ­νος κα­τα­δει­κνύ­ει ότι ο ποι­η­τής γνώ­ρι­ζε την ιστο­ρία της διε­θνούς φε­μι­νι­στι­κής κί­νη­σης, γε­γο­νός που επι­βε­βαιώ­νει η ανα­φο­ρά του στο έρ­γο της Μαί­ρης Βολ­στό­νε­κραφτ, κα­θώς και την ελ­λη­νι­κή συ­γκαι­ρι­νή του δια­δρο­μή, πράγ­μα που πι­στο­ποιεί η σχέ­ση του με την Καλ­λι­ρόη Παρ­ρέν.[33] Πα­ρά την κα­τα­νοη­τή για τα δε­δο­μέ­να της επο­χής με­τριο­πα­θή στά­ση του Πα­λα­μά, που κά­νει λό­γο για μια «κα­λά νο­ού­με­νη χει­ρα­φε­σία»,[34] ο ποι­η­τής όχι μό­νο επι­κρο­τεί τον αγώ­να της δη­μιουρ­γού της Χει­ρα­φε­τη­μέ­νης, αλ­λά πα­ρα­χω­ρεί και συ­νέ­ντευ­ξη στην Παρ­ρέν, στην οποία, όπως δια­πι­στώ­νει ο συγ­γρα­φέ­ας, δια­τρα­νώ­νει «την ισό­τη­τα αν­δρών και γυ­ναι­κών», υπο­γραμ­μί­ζει «τις επι­δό­σεις των δευ­τέ­ρων στη λο­γο­τε­χνία» και υπερ­θε­μα­τί­ζει «το δι­καί­ω­μά τους στην ερ­γα­σία»·[35] έτσι, ο Πα­λα­μάς εκ­φρά­ζει την πε­ποί­θη­ση ότι «και εις τας δη­μο­σί­ας θέ­σεις και όπου δή­πο­τε αλ­λού και αν λά­βη μέ­ρος [η γυ­νή] θα ωφε­λή­σει μάλ­λον πα­ρά θα βλά­ψη»,[36] προ­σκα­λώ­ντας υπόρ­ρη­τα τις γυ­ναί­κες να εξέλ­θουν στο προ­σκή­νιο και τους άν­δρες να κα­λω­σο­ρί­σουν αυ­τήν τη με­τά­βα­ση μέ­σα στο φι­λε­λεύ­θε­ρο πνεύ­μα προ­ό­δου του ατό­μου και του συ­νό­λου. Ιδιαί­τε­ρης μνεί­ας χρή­ζει, μά­λι­στα, η ρη­τή δή­λω­σή του σε επι­στο­λή προς τον πιο­νιέ­ρο του Φου­του­ρι­σμού Μα­ρι­νέ­τι, εν έτει 1911: «πρό­θυ­μα θα πο­λε­μή­σω για το  φ ε μ ι ν ι σ μ ό,[37] δη­λα­δή για κά­θε τι που γυ­ρεύ­ει να γλι­τώ­σει από μια σκλα­βιά τη γυ­ναί­κα».[38] Η το­πο­θέ­τη­ση αυ­τή, χά­ριν της οποί­ας επέ­λε­ξα να σταθ­μεύ­σω πε­ρισ­σό­τε­ρο στην τε­λευ­ταία ενό­τη­τα, και η οποία απο­κα­λύ­πτει γε­νι­κά τη διό­λου αυ­το­νό­η­τη εν­συ­ναί­σθη­ση και την πρω­το­πο­ρια­κή δυ­να­μι­κή του ποι­η­τή, συ­γκι­νεί έτι πε­ρισ­σό­τε­ρο, αν συν­δε­θεί ει­δι­κό­τε­ρα με την πα­ρού­σα κα­τά­στα­ση της γυ­ναί­κας στην Ελ­λά­δα και στον κό­σμο. Δυ­στυ­χώς, ζού­με ακό­μη σε μια επο­χή που κα­τ’ ου­σί­αν δεν απέ­χει πο­λύ από το 1980, οπό­τε και δια­βά­ζου­με σε μιαν έκ­θε­ση του ΟΗΕ ότι «οι γυ­ναί­κες απαρ­τί­ζουν το μι­σό του πλη­θυ­σμού της γης, εκτε­λούν σχε­δόν τα δύο τρί­τα των ερ­γα­το­ω­ρών, [αλ­λά] λαμ­βά­νουν το ένα δέ­κα­το του πα­γκό­σμιου ει­σο­δή­μα­τος και κα­τέ­χουν λι­γό­τε­ρο από το ένα εκα­το­στό της πα­γκό­σμιας πε­ριου­σί­ας»·[39] ζού­με ακό­μη σε έναν κό­σμο, στις ανα­πτυγ­μέ­νες χώ­ρες του οποί­ου οι γυ­ναί­κες απο­τε­λούν μειο­ψη­φία σε επαγ­γέλ­μα­τα υψη­λού πο­λι­τι­σμι­κού κύ­ρους και σε θέ­σεις εξου­σί­ας, ενώ στις μη ανα­πτυγ­μέ­νες σχε­δόν δεν δια­θέ­τουν πρό­σβα­ση στη στοι­χειώ­δη εκ­παί­δευ­ση ού­τε δι­καί­ω­μα σε επι­λο­γές για τη ζωή τους· ζού­με σε μια χώ­ρα που τα­λα­νί­ζε­ται συ­χνά –όπως και οι πε­ρισ­σό­τε­ρες, άλ­λω­στε– από πε­ρι­στα­τι­κά σε­ξουα­λι­κής κα­κο­ποί­η­σης, άσκη­σης λε­κτι­κής ή/και σω­μα­τι­κής βί­ας και αφαί­ρε­σης του αγα­θού της ζω­ής γυ­ναι­κών από άν­δρες. Κα­τά συ­νέ­πεια, οι θέ­σεις του Πα­λα­μά απο­κτούν ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία, hic et nunc, ανα­δει­κνύ­ο­ντας τον βα­θιά επί­και­ρο χα­ρα­κτή­ρα της σκέ­ψης του ποι­η­τή, αλ­λά και της προ­σέγ­γι­σης του με­λε­τη­τή.
Ασφα­λώς, τα πι­στεύω του δη­μιουρ­γού της Τρι­σεύ­γε­νης για τα δι­καιώ­μα­τα της γυ­ναί­κας εγ­γρά­φο­νται στο φι­λε­λεύ­θε­ρο κο­σμο­εί­δω­λό του εν γέ­νει και αντι­μά­χο­νται οτι­δή­πο­τε στρέ­φε­ται ενά­ντια στις ατο­μι­κές ελευ­θε­ρί­ες του αν­θρώ­που εν συ­νό­λω· αναμ­φί­βο­λα, λοι­πόν, η θλι­βε­ρή πα­ρα­δο­χή ότι οι ελευ­θε­ρί­ες αυ­τές βάλ­λο­νται ποι­κι­λο­τρό­πως ακό­μη και σή­με­ρα υπο­δη­λώ­νει την υπερ­βαί­νου­σα τον χρό­νο αν­θρω­πι­στι­κή διά­στα­ση του στο­χα­σμού του.
Στα «Επι­λο­γι­κά» του βι­βλί­ου, συ­νο­ψί­ζο­ντας τις φι­λε­λεύ­θε­ρες από­ψεις του ποι­η­τή, ο Γιώρ­γος Αν­δρειω­μέ­νος συ­νε­νώ­νει τις τρεις κύ­ριες συ­νι­στώ­σες της αγά­πης στον άν­θρω­πο, του αμεί­ω­του εν­δια­φέ­ρο­ντος για τον ελ­λη­νι­σμό και την οι­κου­μέ­νη ευ­ρύ­τε­ρα και της εξέ­χου­σας θέ­σης της πο­λι­τι­κής στο έρ­γο του με τους τρεις λυ­ρι­σμούς του εγώ, του πρώ­του τη τά­ξει εμείς και των όλων, συν­δέ­ο­ντας τον ευαί­σθη­το δη­μιουρ­γό με τον ευαι­σθη­το­ποι­η­μέ­νο πο­λί­τη και δια­τυ­πώ­νο­ντας, εν κα­τα­κλεί­δι, μια γεν­ναιό­δω­ρη πρό­τα­ση: να εκ­πο­νη­θεί μια συ­στη­μα­τι­κή με­λέ­τη του πα­λα­μι­κού έρ­γου σε σχέ­ση με την πο­λι­τι­κή και σε συ­νάρ­τη­ση με τα φι­λε­λεύ­θε­ρα συ­νυ­φαι­νό­με­να της επο­χής.
Διαι­σθά­νο­μαι δε ότι τό­τε θα κα­τα­δει­χθεί πως ο Κω­στής Πα­λα­μάς δια­πνέ­ε­ται από έναν προ­σω­πι­κά ιδω­μέ­νο και βιω­μέ­νο φι­λε­λεύ­θε­ρο αν­θρω­πι­σμό,[40] δια­χρο­νι­κό και ταυ­τό­χρο­να επί­και­ρο, ο οποί­ος εδρά­ζε­ται στην πί­στη του στην ατο­μι­κό­τη­τα ως μο­να­δι­κή ου­σία του κα­θε­νός, στη στά­ση του ένα­ντι μιας λο­γο­τε­χνί­ας που ταυ­τί­ζει το κοι­νω­νι­κό αί­τη­μα με το ποί­η­μα[41] και τε­λι­κά στην πε­ποί­θη­σή του ότι σκο­πός της τέ­χνης του λό­γου εί­ναι η εν­δυ­νά­μω­ση της ζω­ής και η προ­α­γω­γή των αν­θρω­πι­στι­κών αξιών σε μιαν ανοι­κτή κοι­νω­νία.

 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: