Η φιλελεύθερη διάσταση του Κωστή Παλαμά

Η φιλελεύθερη διάσταση του Κωστή Παλαμά


Γιώργος Ανδρειωμένος, Ο Παλαμάς και ο Πολιτικός Φιλελευθερισμός, εκδ. Ι. Σιδέρης, 2022

——————

Με την εμφάνιση της ελευθερίας, η λογοτεχνία ανυψώνεται, με την έκλειψη της ελευθερίας, η λογοτεχνία σβήνει.
Μπενζαμέν Κονστάν, Διάφορα περί Λογοτεχνίας και Πολιτικής

Κωστής Παλαμάς: Λογοτεχνία, Φιλοσοφία, Πολιτική, θα μπορούσε να επιγράφεται το καινούργιο πόνημα τού καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας και Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Γιώργου Ανδρειωμένου, Ο Παλαμάς και ο Πολιτικός Φιλελευθερισμός· γιατί η λογοτεχνία, ιδωμένη ως έκφραση του γνωσιακού και αξιακού υποβάθρου των δημιουργών, η φιλοσοφία, νοούμενη ως σπουδή του πνεύματος στον βαθμό που αυτό χαρακτηρίζεται από αξιολόγηση αξιών[1] και η πολιτική, θεωρούμενη ως σύνολο αντιλήψεων, μεθόδων και διαδικασιών συνυφασμένων με κάθε τομέα του συλλογικού βίου,[2] αντανακλούν από κοινού το πολυπρισματικό και πολυεπίπεδο ενδιαφέρον του βιβλίου.
Το εύγλωττο εξώφυλλο της πάντα επιμελημένης εργασίας των εκδόσεων Σιδέρη κατοπτρίζει τη φυσιογνωμία της μελέτης. Η φιγούρα του ανυπέρβλητου θεράποντα της ποιητικής τέχνης Κωστή Παλαμά, σαν άλλου Penseur,[3] προσελκύει το βλέμμα του αναγνώστη, το οποίο κατευθύνεται προς τα κάτω στα πρόσωπα τριών μειζόνων φιλελεύθερων της δυτικής σκέψης, των Τζον Μίλτον, Τζον Στιούαρτ Μιλ και Ουίλιαμ Γκλάντστοουν, για να καταλήξει τελικά στις μορφές τριών μεγάλων φιλελεύθερων της ελληνικής πολιτικής, των Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, Χαρίλαου Τρικούπη και Ελευθέριου Βενιζέλου.
Όπως καταφαίνεται από το σημαίνον εξώφυλλο μέχρι το πλήρες ευρετήριο ελληνικών και ξένων ονομάτων, τις εμπεριστατωμένες σημειώσεις που αντιστοιχούν σε μια γραμματολογικού, φιλοσοφικού και πολιτικού χαρακτήρα ελληνική και ξενόγλωσση βιβλιογραφία/δικτυογραφία και φυσικά το σώμα του κειμένου με τα προλεγόμενα, τα συμπεράσματα και τις βασικές ενότητες, η λογοτεχνία, ο στοχασμός και ο δημόσιος βίος περιστρέφονται γύρω από τον Παλαμά (και αντίστροφα) και περιλαμβάνονται σε μια μικρή (;) μελέτη 124 σελίδων.
Στα «Εισαγωγικά», σε πρώτο επίπεδο ο Γιώργος Ανδρειωμένος αιτιολογεί το ερευνητικό του έρεισμα, τονίζοντας τη συνάφεια του Παλαμά με τον φιλελευθερισμό και την έλλειψη μελετών για τη σχέση του μ’ αυτόν ως πολιτική και κοινωνική ιδεολογία, και σε δεύτερο επίπεδο τοποθετεί την καινοτόμο στόχευσή του αφενός στην περιεκτική συζήτηση των εκδοχών του κινήματος στην Ευρώπη και στην Ελλάδα και αφετέρου στη διεξοδική συνομιλία του δημιουργού με εκφραστές και πτυχές του φιλελευθερισμού.
Στη συνέχεια, πέντε ενότητες προσεγγίζουν την έννοια του φιλελευθερισμού, τις φιλελεύθερες θεωρήσεις μέχρι την εποχή του Παλαμά, την πνευματική επαφή του με εκπροσώπους της διεθνούς διανόησης του φιλελεύθερου χώρου, την παρουσία προσωπικοτήτων του εγχώριου πολιτικού γίγνεσθαι στα γραπτά του και τις πεποιθήσεις του για τη γυναικεία συνθήκη, συνιστώντας το κύριο μέρος του βιβλίου και αρθρώνοντας τον λόγο του συγγραφέα του εν είδει άρρητων κεφαλαίων.
Στην πρώτη ενότητα, «Για την έννοια του φιλελευθερισμού έως το 1930», ο Ανδρειωμένος παρουσιάζει εύστοχα και συμπυκνωμένα τις απαρχές, τους εκπροσώπους και τις αξίες του φιλελευθερισμού, δηλαδή «της προσέγγισης που ξεχωρίζει επειδή δίνει προτεραιότητα στην ελεύθερη επιλογή».[4] Η καταγωγή της έννοιας –από τον αγγλικό Διαφωτισμό και τις ριζοσπαστικές θέσεις του Μίλτον ή τις φιλελεύθερες του Λοκ που έθεσαν τις βάσεις για τη βρετανική συμβολή του 18ου και του 19ου αιώνα, με αποκορύφωμα την κάθε μορφής ατομική και πολιτική ελευθερία του Μιλ και με αιτούμενα όπως η λαϊκή κυριαρχία, η ενεργότερη συμμετοχή της μεσαίας τάξης στην εξουσία και η ενίσχυση του ρόλου της γυναίκας στην κοινωνία– αλλά και η θεμελίωσή της –από τον γαλλικό αιώνα των Φώτων και τη συνεισφορά των Μοντεσκιέ και Βολτέρου, με summum τη Γαλλική Επανάσταση και με ζητούμενα την αντίθεση προς την απολυταρχική διακυβέρνηση και την κάθε είδους καταπίεση του πολίτη, την προώθηση της αυτοδιάθεσης του ατόμου και την πίστη στην πρόοδο της συλλογικότητας– προσδίδουν στον φιλελευθερισμό τη φιλοσοφική και την πολιτική του διάσταση, ενώ η έμφαση στην ατομική ιδιοτέλεια και την ανθρώπινη φιλαυτία από τον πρόδρομο του ελεύθερου εμπορίου και του καπιταλισμού Σμιθ προσθέτει και την οικονομική του παράμετρο.[5] Αν και τα ιδανικά του φιλελευθερισμού εξασθένησαν κατά τον 20ό αιώνα, λόγω των ιδεοληψιών του σοβιετικού κομουνισμού και των δυτικών φασισμών, ολοένα και ισχυροποιείται ιστορικά η αναγκαιότητα ύπαρξης μιας στοιχειώδους προϋπόθεσης για την εφαρμογή των ιδεών του κινήματος στην πράξη, η οποία επισημαίνεται από τον συγγραφέα και συνίσταται στις καλύτερες δυνατές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που πρέπει να υφίστανται, προκειμένου να ανθίσει η ατομική ελευθερία.[6]
Η πρόσληψη των ιδεών αυτών στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα είναι το θέμα πραγμάτευσης της δεύτερης ενότητας του βιβλίου. Αφηγούμενος την ιστορία του φιλελευθερισμού στη χώρα μας, η οποία εύλογα έχει τις ρίζες της στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό και τη σκέψη του Κοραή, ο Ανδρειωμένος αναδεικνύει τις αντίρροπες θεωρητικές απόψεις που σημάδεψαν τα χρόνια του Αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία και τις πρώτες δεκαετίες ζωής του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.[7] Μετά την αυταρχική άσκηση της εξουσίας από τον Καποδίστρια και την απολυταρχική διακυβέρνηση από την Αντιβασιλεία και τον Όθωνα, τα πρώτα Συντάγματα του ελληνικού βασιλείου ερείδονται, λοιπόν, στις θέσεις των Μοντεσκιέ, Βολτέρου, Μιλ και Σμιθ και διαμορφώνονται υπό την επίδραση του Βρετανού στοχαστή Μπένθαμ και του Ελβετού διανοητή και λογοτέχνη Κονστάν, εισάγοντας έτσι μια βασισμένη στις φιλελεύθερες αρχές συνταγματική μοναρχία· ωστόσο, στην πορεία αυτού του γεμάτου αντιθέσεις αιώνα, τα φιλελεύθερα πιστεύω ενίοτε προσκρούουν σε «άλλα ιδεολογικά ρεύματα και συστήματα, εχθρικά προς τις φιλελεύθερες αρχές, όπως ο μεγαλοϊδεατικός εθνικισμός, η έξαρση της Ορθόδοξης θρησκευτικότητας και ο αποκαλυπτικός λαϊκισμός».[8] Παρ’ όλα αυτά, όπως υπογραμμίζει ο καθηγητής, τα φιλελεύθερα εγχειρήματα συνεχίζονται, τόσο με την ίδρυση του Νεωτερικού Κόμματος του Τρικούπη, που αποσκοπούσε στον εκσυγχρονισμό του κράτους και τον εξευρωπαϊσμό του πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού βίου της εποχής, όσο και κυρίως με την ίδρυση του Κόμματος των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου, που επεδίωκε, με ριζικές τομές σε νευραλγικούς τομείς της ζωής, την εμπνευσμένη από δυτικά πρότυπα ανανέωση του κράτους και επιχειρούσε, με ορίζοντα την Μεγάλη Ιδέα, την αξιοποίηση του άρρηκτου δεσμού «ανάμεσα στη φιλελεύθερη πρακτική και […] το εθνικό συμφέρον».[9] Στην έμπρακτη αυτή διάθεση οφείλεται, τελικά, και η σφυρηλάτηση ενός πατριωτικού, όπως τον προσδιορίζει ο συγγραφέας, φιλελευθερισμού,[10] ο οποίος σηματοδοτεί την συζητούμενη περίοδο. Έτσι, αν η πρώτη ενότητα πραγματώνει μια, τηρουμένων των αναλογιών, ιστορία του στοχασμού, στη δεύτερη, μέσα από τις «Φιλελεύθερες ιδέες στην ελληνική πολιτική σκηνή ίσαμε τα χρόνια του Παλαμά», λαμβάνει χώρα ένας αναστοχασμός της ιστορίας, που με φυσικότητα οδηγεί στην παλαμική σκέψη περί φιλελευθερισμού.
Εφόσον ο ποιητής «πίστεψε στις δυνατότητες του ατόμου και στην προστασία των δικαιωμάτων του, συμμετείχε, με τον τρόπο του, στην κοινή προσπάθεια για την επίτευξη ενός καλύτερου μέλλοντος, λάτρεψε το δίκαιο και την ελευθερία σκέψης και έκφρασης»,[11] αναμφίλεκτα εντάσσεται στην παράδοση του πολιτικού φιλελευθερισμού. Μη όντας ποτέ θιασώτης του λαϊκισμού ή του κρατισμού και παραμένοντας πάντα υπέρμαχος της διαλλακτικότητας, ο Παλαμάς εμφορείτο από φιλελεύθερα ιδανικά και εναπόθετε ελπίδες σε πολιτικούς που οραματίζονταν μεταρρυθμίσεις. O έμπειρος Νεοελληνιστής και εμβριθής γνώστης του παλαμικού έργου[12] στην τρίτη ενότητα του βιβλίου, «Ο Παλαμάς και οι εκπρόσωποι του φιλελευθερισμού», διερευνά, λοιπόν, την πνευματική επαφή του δημιουργού μας με σπουδαίους φιλελεύθερους διανοούμενους και πολιτικούς. Στο πλαίσιο αυτό, δεν μου φαίνεται καθόλου παράδοξο ότι ο Παλαμάς, που μετακένωσε ιδεώδη του Διαφωτισμού και στοιχεία ιδεολογικών και λογοτεχνικών ρευμάτων στην ελληνική παράδοση και στη γραφή του καιρού του, μολονότι τους αναφέρει ακροθιγώς, γνωρίζει σε βάθος τον Λοκ και τον Μοντεσκιέ·[13] δεν με εκπλήσσει, επίσης, η έντονη παρουσία του Μίλτον στο έργο του, τον οποίο σέβεται πρωτίστως ως ποιητή του Χαμένου Παραδείσου και έπειτα ως διανοητή, θεωρώντας τον «αξεχώριστα τραγουδιστ[ή] και προφήτ[η]»,[14] ούτε και το ισχυρό αποτύπωμα του Βολταίρου, τον οποίο εξαίρει με το Φιλοσοφικό Λεξικό ανά χείρας, αποκαλώντας τον «λαμπάδα του ορθού λόγου»·[15] δεν διερωτώμαι, ιδιαίτερα, για τους λόγους που οδήγησαν τον Παλαμά στο να μνημονεύσει τους σημαντικούς στοχαστές Μπενζαμέν Κονστάν, Τόμας Μπάμπινγκτον Μακόλεϊ και Τζον Στιούαρτ Μιλ, ούτε τους φιλέλληνες Βρετανούς πρωθυπουργούς Ουίλιαμ Γκλάντστοουν και Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ· μου προξενεί εντύπωση, όμως, η μυωπία της κριτικής, που ενώ έβλεπε μακροχρόνια τις πολιτικές καταβολές και επιλογές του ποιητή, δεν διέβλεψε τόσα χρόνια πόσο θα συνέδραμε την προσέγγιση της μορφής του η ανάλυση και ανάδειξη αυτής της οιονεί αφανούς πνευματικής συγγένειάς του με προσωπικότητες του φιλελευθερισμού.

Δημήτριος Μπισκίνης, πορτρέτο του Κ.Π. (λάδι σε πουσαμά 1928). Ίδρυμα Παλαμά

Η επαφή του Κωστή Παλαμά με τον φιλελευθερισμό εισέρχεται στην ελληνική πολιτική συγκυρία της εποχής με την τέταρτη ενότητα του βιβλίου, «“Φιλελεύθεροι” Έλληνες πολιτικοί στο παλαμικό έργο», στην οποία ο Γιώργος Ανδρειωμένος, συγγραφέας και της μονογραφίας Ο Παλαμάς και η Πολιτική, συσχετίζει τη σκέψη του ποιητή με την οντότητα και την προσφορά περιώνυμων πολιτικών ανδρών. Πρόκειται για τον λαοπρόβλητο Κρητικό Ελευθέριο Βενιζέλο και τους επιφανείς Μεσολογγίτες πολιτικούς, συντοπίτες του Παλαμά, Επαμεινώνδα Δεληγεώργη και Χαρίλαο Τρικούπη. Στο πρόσωπο του νεότερου μέχρι τώρα στην ιστορία μας πρωθυπουργού Δεληγεώργη,[16] παρά την πτώση της δημοφιλίας του λόγω της στάσης του στο ζήτημα της Μεγάλης Ιδέας, ο Παλαμάς θαυμάζει τη ρητορική δεινότητα και την ευγενική συμπεριφορά· έτσι, στο διήγημα «Ένας ψηφοφόρος» σκιαγραφεί εναργώς την προικισμένη προσωπικότητα του πολιτικού, ενώ με αναφορές στο προσκείμενο σ’ αυτόν αθηναϊκό έντυπο Εφημερίδα των συζητήσεων προβάλλει εμμέσως το έργο του· όταν ο Δεληγεώργης φεύγει, λοιπόν, από τη ζωή, «Χειμώνα έχει η Ελλάς και Μάιον οι τάφοι»,[17] όπως γράφει χαρακτηριστικά ο ποιητής στο επίγραμμα που του αφιερώνει. Σε θρήνο καλεί τη φύση ο Παλαμάς και για την απώλεια του Τρικούπη,[18] με τα εξής λόγια: «Βογγήστε βόγγο απελπισιάς, κορφές και περιγιάλια»·[19] από νεαρή ηλικία, ο οξύνους ποιητής και κριτικός διέκρινε ήδη στον πολιτικό άνδρα τη γνώση και την ισχυρή προσωπικότητα,[20] αποδίδοντας πάντα βαρύνουσα σημασία στη βαθιά παιδεία και την ηγετική φυσιογνωμία του. Ωστόσο, ο Παλαμάς πρωτίστως ταυτίζεται, ψυχικά και ιδεολογικά, με την πολιτικο-φιλοσοφική προσέγγιση και τη φιλελεύθερη πνοή του Βενιζέλου,[21] του «μεγάλο[υ] (κυβερνήτη)»·[22] σχολιάζοντας την παρουσία του στο παλαμικό έργο, ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι ο Παλαμάς επαινεί «τη μεστότητα του λόγου»,[23] εξυμνεί «την ουσιώδη (όσο και λελογισμένη) συμβολή του [Βενιζέλου] στην προώθηση του Δημοτικισμού και των γραμμάτων»,[24] γοητεύεται από τη διεθνή ακτινοβολία του και ενστερνίζεται τη θερμή παρότρυνσή του στους πολιτικούς να παλεύουν, και να θυσιάζονται ακόμη, για τις ιδέες τους. «Έσβησε ο Μέγας»,[25] θα γράψει ο ποιητής για τον τραγικό οραματιστή της Μεγάλης Ιδέας. Επομένως, αυτές οι πολιτικές προσωπογραφίες στο έργο του Παλαμά, όπως διαγράφονται από τον ερευνητή, από τη μια πλευρά τεκμηριώνουν δημιουργικά το παλαμικό πολιτικό credo και από την άλλη συμπληρώνουν ουσιαστικά το πορτρέτο του ποιητή του Δωδεκάλογου.
Κατά τη σπουδή της σχέσης του Παλαμά με τον φιλελευθερισμό, αξιοσημείωτη είναι και η θέαση της γυναικείας κατάστασης από τον ποιητή, ζήτημα που ο Ανδρειωμένος αναπτύσσει στην τελευταία ενότητα της εργασίας του, «Ο Παλαμάς και ο φεμινισμός».[26] Ο όρος φεμινισμός, ο οποίος επινοήθηκε από τον Γάλλο σοσιαλιστή Charles Fourier τον 18ο αιώνα για να περιγράψει τη «θηλυκοποίηση» κάποιων ανδρικών σωμάτων[27] ή το ενδιαφέρον ορισμένων προοδευτικών ανδρών για τη βελτίωση της θέσης των γυναικών,[28] προσδιορίζει «ένα ευρύτατο σύνολο ιδεολογικών και θεωρητικών τοποθετήσεων, καθώς και ακτιβιστικών πρακτικών ή κινημάτων που αφορούν αφενός μεν στη διεκδίκηση και καθιέρωση της ισότητας μεταξύ των φύλων και στην προάσπιση των ανθρωπίνων (βιολογικών και πολιτικο-κοινωνικών) δικαιωμάτων των γυναικών, αφετέρου δε στην συνειδητοποιημένη κριτική (ανα)ψηλάφηση επιστημονικών και φιλοσοφικών θεωριών σχετικών με την υπόσταση του φύλου και την έμφυλη ταυτότητα των ανθρώπινων υποκειμένων»[29] Φυσικά, στην πορεία του από τον Διαφωτισμό μέχρι τις μέρες μας και στο ταξίδι του ανά τον κόσμο, ο φεμινισμός προσέλαβε ποικίλες μορφές[30] και έλαβε διάφορες τροπές[31]: έτσι, ο 18ος και ο 19ος αιώνας, με τις πρώιμες διεκδικήσεις του κινήματος, περιορίζονται στις ελάχιστες προϋποθέσεις πολιτικής και νομικής ισότητας των δύο φύλων (το λεγόμενο πρώτο κύμα), ο 20ός αιώνας κομίζει ύστερα μιαν άλλη στόχευση που έγκειται στην ανάλυση των εκφάνσεων της «διαφοράς» ανάμεσα στα δύο φύλα στην ιδιωτική και στη δημόσια σφαίρα (το δεύτερο κύμα), από τη δεκαετία του ’60 και μετά τα θέματά του άπτονται γενικά της έμφυλης βίας, της σεξουαλικής απελευθέρωσης, των δικαιωμάτων αναπαραγωγής κ.α. (το τρίτο κύμα), ενώ στην πλέον πρόσφατη –μεταδομιστική– εκδοχή του ο φεμινισμός πρεσβεύει την απαλοιφή της διχαστικής έμφυλης πρόσληψης και την αποδοχή κάθε πιθανής εκδήλωσης της υποκειμενικότητας του ατόμου. Ανεξάρτητα, όμως, από τις όποιες διαφοροποιήσεις και εξελίξεις στον χωρόχρονο, η ουσία είναι ότι το φεμινιστικό κίνημα γεννιέται από τη συνειδητοποίηση ότι ο έμφυλος εαυτός γίνεται αντιληπτός ως κριτήριο ιεραρχικής κατάταξης, ωριμάζει από την επίγνωση ότι σε όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους οι άνδρες και οι γυναίκες δεν έχουν την ίδια ισχύ τόσο στην κοινωνία, όσο και στην ίδια τους τη ζωή, και εντέλει λειτουργεί ως κύριος ιδεολογικός μοχλός συσπείρωσης του γυναικείου πληθυσμού στον αγώνα διεκδίκησης των δικαιωμάτων του. Από τα θεωρούμενα ως «κλασικά» έργα εντοπισμού της έμφυλης ανισότητας και διατύπωσης προτάσεων αντιμετώπισής της, τη Διεκδίκηση των δικαιωμάτων της γυναικός (1792) της Μαίρης Βολστόνεκραφτ,[32] το Γυναίκα και εργασία (1911) της Όλιβ Σράινερ, το Ένα δικό σου δωμάτιο (1929) της Βιρτζίνιας Γουλφ και Το δεύτερο φύλο (1949) της Σιμόν ντε Μπωβουάρ, έως τη σύγχρονή μας δημιουργία, ο φεμινισμός συνδέθηκε στενά με τη λογοτεχνία, οδηγώντας στην επανεξέταση του τρόπου αναπαράστασης των γυναικών σε πληθώρα λογοτεχνικών πεδίων, αλλά και με τη φιλοσοφία και την πολιτική, προσανατολίζοντας προς την αναθεώρηση πολλών σημαντικών εννοιών του ιδιωτικού και του δημόσιου. Συνεπώς, με επίκεντρο τη διεκδίκηση της ατομικότητας και της ατομικής ελευθερίας των γυναικών και με εστίαση στην αφοσίωση αμφοτέρων στις έννοιες της ατομικής αξίας και της αυτονομίας, καθώς και στην εξασφάλιση των συνθηκών πραγμάτωσής τους, καθίσταται εμφανής η σχέση του φεμινισμού με τον φιλελευθερισμό.

Στην προοπτική της ελευθερίας του ατόμου, του λόγου και της διακίνησης ιδεών, αλλά και στον αστερισμό της αντίστιξης της υποταγμένης γυναίκας και του σκλαβωμένου δούλου από τον Μιλ, αντιμετωπίζει, λοιπόν, τον φεμινισμό ο Παλαμάς. Ο Ανδρειωμένος καταδεικνύει ότι ο ποιητής γνώριζε την ιστορία της διεθνούς φεμινιστικής κίνησης, γεγονός που επιβεβαιώνει η αναφορά του στο έργο της Μαίρης Βολστόνεκραφτ, καθώς και την ελληνική συγκαιρινή του διαδρομή, πράγμα που πιστοποιεί η σχέση του με την Καλλιρόη Παρρέν.[33] Παρά την κατανοητή για τα δεδομένα της εποχής μετριοπαθή στάση του Παλαμά, που κάνει λόγο για μια «καλά νοούμενη χειραφεσία»,[34] ο ποιητής όχι μόνο επικροτεί τον αγώνα της δημιουργού της Χειραφετημένης, αλλά παραχωρεί και συνέντευξη στην Παρρέν, στην οποία, όπως διαπιστώνει ο συγγραφέας, διατρανώνει «την ισότητα ανδρών και γυναικών», υπογραμμίζει «τις επιδόσεις των δευτέρων στη λογοτεχνία» και υπερθεματίζει «το δικαίωμά τους στην εργασία»·[35] έτσι, ο Παλαμάς εκφράζει την πεποίθηση ότι «και εις τας δημοσίας θέσεις και όπου δήποτε αλλού και αν λάβη μέρος [η γυνή] θα ωφελήσει μάλλον παρά θα βλάψη»,[36] προσκαλώντας υπόρρητα τις γυναίκες να εξέλθουν στο προσκήνιο και τους άνδρες να καλωσορίσουν αυτήν τη μετάβαση μέσα στο φιλελεύθερο πνεύμα προόδου του ατόμου και του συνόλου. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει, μάλιστα, η ρητή δήλωσή του σε επιστολή προς τον πιονιέρο του Φουτουρισμού Μαρινέτι, εν έτει 1911: «πρόθυμα θα πολεμήσω για το  φ ε μ ι ν ι σ μ ό,[37] δηλαδή για κάθε τι που γυρεύει να γλιτώσει από μια σκλαβιά τη γυναίκα».[38] Η τοποθέτηση αυτή, χάριν της οποίας επέλεξα να σταθμεύσω περισσότερο στην τελευταία ενότητα, και η οποία αποκαλύπτει γενικά τη διόλου αυτονόητη ενσυναίσθηση και την πρωτοποριακή δυναμική του ποιητή, συγκινεί έτι περισσότερο, αν συνδεθεί ειδικότερα με την παρούσα κατάσταση της γυναίκας στην Ελλάδα και στον κόσμο. Δυστυχώς, ζούμε ακόμη σε μια εποχή που κατ’ ουσίαν δεν απέχει πολύ από το 1980, οπότε και διαβάζουμε σε μιαν έκθεση του ΟΗΕ ότι «οι γυναίκες απαρτίζουν το μισό του πληθυσμού της γης, εκτελούν σχεδόν τα δύο τρίτα των εργατοωρών, [αλλά] λαμβάνουν το ένα δέκατο του παγκόσμιου εισοδήματος και κατέχουν λιγότερο από το ένα εκατοστό της παγκόσμιας περιουσίας»·[39] ζούμε ακόμη σε έναν κόσμο, στις αναπτυγμένες χώρες του οποίου οι γυναίκες αποτελούν μειοψηφία σε επαγγέλματα υψηλού πολιτισμικού κύρους και σε θέσεις εξουσίας, ενώ στις μη αναπτυγμένες σχεδόν δεν διαθέτουν πρόσβαση στη στοιχειώδη εκπαίδευση ούτε δικαίωμα σε επιλογές για τη ζωή τους· ζούμε σε μια χώρα που ταλανίζεται συχνά –όπως και οι περισσότερες, άλλωστε– από περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης, άσκησης λεκτικής ή/και σωματικής βίας και αφαίρεσης του αγαθού της ζωής γυναικών από άνδρες. Κατά συνέπεια, οι θέσεις του Παλαμά αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, hic et nunc, αναδεικνύοντας τον βαθιά επίκαιρο χαρακτήρα της σκέψης του ποιητή, αλλά και της προσέγγισης του μελετητή.
Ασφαλώς, τα πιστεύω του δημιουργού της Τρισεύγενης για τα δικαιώματα της γυναίκας εγγράφονται στο φιλελεύθερο κοσμοείδωλό του εν γένει και αντιμάχονται οτιδήποτε στρέφεται ενάντια στις ατομικές ελευθερίες του ανθρώπου εν συνόλω· αναμφίβολα, λοιπόν, η θλιβερή παραδοχή ότι οι ελευθερίες αυτές βάλλονται ποικιλοτρόπως ακόμη και σήμερα υποδηλώνει την υπερβαίνουσα τον χρόνο ανθρωπιστική διάσταση του στοχασμού του.
Στα «Επιλογικά» του βιβλίου, συνοψίζοντας τις φιλελεύθερες απόψεις του ποιητή, ο Γιώργος Ανδρειωμένος συνενώνει τις τρεις κύριες συνιστώσες της αγάπης στον άνθρωπο, του αμείωτου ενδιαφέροντος για τον ελληνισμό και την οικουμένη ευρύτερα και της εξέχουσας θέσης της πολιτικής στο έργο του με τους τρεις λυρισμούς του εγώ, του πρώτου τη τάξει εμείς και των όλων, συνδέοντας τον ευαίσθητο δημιουργό με τον ευαισθητοποιημένο πολίτη και διατυπώνοντας, εν κατακλείδι, μια γενναιόδωρη πρόταση: να εκπονηθεί μια συστηματική μελέτη του παλαμικού έργου σε σχέση με την πολιτική και σε συνάρτηση με τα φιλελεύθερα συνυφαινόμενα της εποχής.
Διαισθάνομαι δε ότι τότε θα καταδειχθεί πως ο Κωστής Παλαμάς διαπνέεται από έναν προσωπικά ιδωμένο και βιωμένο φιλελεύθερο ανθρωπισμό,[40] διαχρονικό και ταυτόχρονα επίκαιρο, ο οποίος εδράζεται στην πίστη του στην ατομικότητα ως μοναδική ουσία του καθενός, στη στάση του έναντι μιας λογοτεχνίας που ταυτίζει το κοινωνικό αίτημα με το ποίημα[41] και τελικά στην πεποίθησή του ότι σκοπός της τέχνης του λόγου είναι η ενδυνάμωση της ζωής και η προαγωγή των ανθρωπιστικών αξιών σε μιαν ανοικτή κοινωνία.

 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: