«Το σώμα μου πώς διαθλάστηκε/ την όρασή μου πώς έμεινε κρυμμένη»

Η Μ.Κ. με συμμαθήτριές της από το Γυμνάσιο θηλέων Καβάλας, δεκαετία του '60  (φωτ. © Αρχείο Βιργινίας Πισιμίση)
Η Μ.Κ. με συμμαθήτριές της από το Γυμνάσιο θηλέων Καβάλας, δεκαετία του '60 (φωτ. © Αρχείο Βιργινίας Πισιμίση)

Φύλο και σωματικότητα στην ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη

Ο Αλέξης Ζήρας σχολιάζει για την Περίληψη για τη νύχτα (1986) την απουσία κάθε αναφοράς ή αναγωγής στο φύλο στη συλλογή και επισημαίνει ότι ο λόγος της Κυρτζάκη «ζητά τη στιγμή της εκφοράς του να γνωρίσει το ίδιο του το είναι», πράγμα εμφανές και από τη συλλογή Η Γυναίκα με το κοπάδι (1982).[1]

Η εύστοχη αυτή παρατήρηση αφήνει, κατά τη γνώμη μου, το περιθώριο για δυο συνακόλουθα σχόλια: αφενός ότι η αναγωγή στο φύλο συνοδεύεται από μια πληθωρική παρουσία της σωματικότητας, άμεσα αναγνωρίσιμη ως έμφυλη στη Γυναίκα με το κοπάδι αλλά παρούσα και σε όλο το έργο της Κυρτζάκη, που μέσω της γλώσσας επιχειρεί να βαθύνει και να διευρύνει την ενσώματη αντιληπτική εμπειρία˙ αφετέρου ότι η διάθλαση και ο κατακερματισμός του ενσώματου υποκειμένου επιχειρείται να ενοποιηθεί μέσω της προσέγγισης της οποίας η κορύφωση είναι ο έρωτας των έμφυλων σωμάτων.

Νομίζω λοιπόν ότι η ιδιαιτέρως προσωπική σχέση της Κυρτζάκη με τη γλώσσα (μπορούμε να πούμε ότι επιθυμεί να «µιλά το λόγο του πρώτου ανθρώπου που µίλησε πάνω στη γη»[2]), συνάπτεται με μια σημαίνουσα επίσης πλευρά της ποίησής της, αυτήν της σωματικότητας, εγκαθιδρύοντας μια συνθήκη θέασης του κόσμου με φιλοσοφική βάση.

Συχνά, με έμφαση στα χέρια αλλά και στην όραση (κι εδώ υπάρχει ένα άλλο θέμα σωματικότητας και αντίληψης -το βλέμμα και η όραση- τίθεται από την ποιήτρια ιδίως στο Λιγοστό και να χάνεται), ως σημείο διεπαφής με το γύρω κόσμο, και τον ερωτικό άλλο, η ποίηση της Κυρτζάκη προβάλλοντας το σωματικό επιδιώκει τη διέξοδο από το γνωσιοθεωρητικό σχήμα υποκείμενο-αντικείμενο. Το σώμα φέρει την ικανότητα/δυνατότητα να βλέπει, να αγγίζει, ενώ ταυτόχρονα είναι ορατό και μπορεί να αγγίζεται, είναι υποκείμενο και αντικείμενο καθώς το σκεπτόμενο ον ως ταυτόχρονα σωματικό εγώ, δεν είναι έξω από τον κόσμο˙ είναι σημείο αναφοράς του χώρου και χρόνου. Με την όραση το Εγώ επικοινωνεί αλλά και επιστρέφει στο ίδιο το σώμα του («και χάσει η όραση το μέσα βλέμμα»). «Μαθαίνουμε σωματικά» σημειώνει ο Bourdieu. «Σαν γνώση ολόκληρη ενδύεται η/ Τυφώ το σώμα της.», «Χάρη σ’ αυτήν τα σώματα αγγίζονται γνωρίζουνε και ξέρουν», «αρσενικό και θηλυκό η γνώση όλη υψώνεται στο σώμα εκεί στα χέρια και στα δάχτυλα της ακοής» γράφει η Κυρτζάκη στην ενότητα «Σκοτάδι σώμα» (Λιγοστό και να χάνεται 2002).

Επιπλέον, το σώμα-Εγώ σημαίνει αυτό καθαυτό, αλλά και εκφέροντας το λόγο, την προσωπική ομιλία, πραγματώνει το ύφος αναζητά τις λέξεις: «Και κάθε σώμα τις σημασίες του ανταλλάσσει».

Το έμφυλο σώμα τείνει να συναντήσει το άλλο έμφυλο σώμα ανάγοντας τον έρωτα σε συνθήκη αυτό- και ετερο-γνωσίας: «Στο σώμα του άλλου γυρεύοντας τη φωνή σου» («Ανίχνευση», Ανίχνευση 1968-1971). Στην Κυρτζάκη η σωματική βίωση του έρωτα, οδυνηρή, με συνήθως μη αίσια κατάληξη, έχει πάντως καθαρτική χροιά αλλά κυρίως επιδιώκεται να οδηγήσει σε μια εμπειρία ενότητας. Όμως φαίνεται εντέλει νομοτελειακή η επιστροφή στα όρια του ένσαρκου Εγώ: «Η μοναξιά τον κατοικεί τον έρωτα, μη/την τρομάζεις, χαμογέλασες,/και εφευρίσκει γλώσσα αμίλητη/και γλώσσα τιμημένη.» που εφευρίσκει γλώσσα. Δεν μιλώ εδώ για την υψηλή θερμοκρασία του ερωτικού πάθους που δονεί το έργο άλλων ποιητών αλλά για την ικανότητα της Κυρτζάκη να βιώνει διαρκώς ενσώματα και με απολυτότητα το πάθος και να θεάται ταυτόχρονα αυτή την κατάσταση με ψυχραιμία αποστασιοποίησης, οπότε υποκείμενο και αντικείμενο ενοποιούνται.  

Δημιουργείται, θα έλεγα, στην ποίηση της Κυρτζάκη μια τρόπον τινά γραμμικότητα βασισμένη στην ένσαρκη υποκειμενικότητα: από τη συνείδηση του έμφυλου σώματος, στο σωματικό εγώ που ορίζει τον εαυτό του στον κόσμο και κατόπιν συναντά τον (επίσης ενσώματο) άλλο για να επιστρέψει στο Εγώ.

Το σημείο τομής αυτών των φάσεων (ας τις ονομάσουμε φάσεις καταχρηστικά, χωρίς να θεωρώ ότι ορίζουν ακριβή χρονικά στεγανά· αντίθετα ως ένα βαθμό συμπλέκονται) είναι η Γυναίκα με το κοπάδι όπου «η ποιήτρια θα αναδειχθεί αποφασιστικά στην απόλυτη πρωταγωνίστρια» όπως επισημαίνει η Αθηνά Βογιατζόγλου.[3] Θα συμπλήρωνα ότι η πρωταγωνίστρια αυτή αποτελεί συμπύκνωση της φωνής της γυναίκας-γυναικείου σώματος. Ως παρελθοντικά αδύναμη, η γυναικεία φωνή βρίσκει την έκφρασή της στην ποίηση της Κυρτζάκη πλήρως απαγκιστρωμένη απ’ ό,τι είχε προσαφθεί σε ποιήτριες ως «δραστηριότητες οικιακής οικονομίας».[4]

Στο ποίημα «Σαλώμη» η σωματικότητα και το φύλο κορυφώνουν τη σύζευξή τους: η σιωπή ως επαναφορά στο βαθύτερο πυρήνα του σωματικού Εγώ ονομάζεται: «Βυθίζω τη φωνή μου στο στομάχι». Η ομιλία εγκλωβίζεται «Σαν εφιάλτης χώρεσα στο στόμα μου» όπως και το υποκείμενο το οποίο πάσχει οργανικά (πόνος στο στομάχι», «των εντέρων σπασμοί»). Η παρουσία της μήτρας «Σαν μήτρα σέρνεται» αντί να γονιμοποιείται οδηγεί στον αυτοαφανισμό: «Τραβάει απ’ την κοιλιά της σαν για να ξεριζωθεί» λειτουργώντας ως οδύνη του έμφυλου Εγώ. Το ποίημα κλείνει με το αίτημα που ταυτίζει τη σωματικότητα με την ανθρωπινότητα σε μια συνένωση φύλων: «Σαν άνθρωπος το σώμα της το σώμα του ζητάει».

Έχει ενδιαφέρον να εξεταστεί, και εδώ τίθεται αδρομερώς ως υπόθεση εργασίας, πώς κατασκευάζεται ένας γυναικείος εαυτός που μέσω της σωματικότητας επιχειρεί να αποσείσει τα επιβεβλημένα προτάγματα και να δηλώσει την ανυποταγή στην εξουσία, νοούμενη τόσο ως συγκεκριμένα σχήματα όσο και ως γενικότερη έννοια (και εδώ ιδίως τα πρώτα ποιήματα, αλλά και το μεταθανάτια δημοσιευμένο ποίημα «Καρένινα» ανοίγουν το πεδίο).

Επιστρέφοντας στη Γυναίκα με το κοπάδι μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το αμέσως επόμενο μετά τη «Σαλώμη» ποίημα από τη γυναικεία οδύνη μεταφέρεται στον άντρα και τον ιχνογραφεί με εμφανώς διαφορετικό ύφος: «Κάδρο που δείχνει άντρα καθιστό καπνίζοντα[…] Σίγουρος τόσο/ Που έστρεψε σ’ εμένα το κεφάλι/Και γύρεψε για τον καιρό να μου μιλήσει»». Η σύνδεση και με το ακόλουθο ποίημα είναι εμφανής και εγκαινιάζει το διάλογο γυναίκας-άντρα, που ξεκινάει τη συνάντηση των δύο. Στην Ημέρια νύχτα (εκδ. 1989) το πρώτο ποίημα επιστρέφει στη συνάντηση με τον άντρα-άλλο όπου η μεταφυσική ιδιότητα του θανάτου αίρεται με το αγκάλιασμα, το άγγιγμα δηλαδή του σώματος- ιδιότητα του ζώντος όντος: «Είδα τον άντρα σαν αρχάγγελο/ - με τη ρομφαία/Σαν θάνατος μ’ αγκάλιασε/» (ποίημα [Α΄]). Καθένα σχεδόν από τα ποιήματα της συλλογής κινείται στον κύκλο μιας έμφυλα ενσώματης διαπάλης, όχι για να διαχωριστούν αλλά σχεδόν για να ανταλλαγούν τα σώματα, ενώ ο θάνατος επιχειρεί να «εν-σωματωθεί» και ο άλλος να ξαναγεννηθεί μέσα στο ερωτικό σώμα: «Θέλει μαχαίρι να μου μπήξει στην κοιλιά/μέσα μου να χωθεί/ με πρόσωπο και σώμα» (ποίημα [Θ΄]). Η αντίληψη του Εγώ ως γυναίκα-υποκείμενο, η αντίληψη του άλλου ως άντρα-αντικείμενου και του κόσμου ως άλλου-αντικείμενο συνενώνονται εντέλει στο ένσαρκο Εγώ και η ουσία της ένωσης αυτής επιχειρείται αγωνιωδώς να αποδοθεί λεκτικά: «Γυρεύω λοιπόν αυτή τη λέξη που θα με ενώσει». (Η γυναίκα με το κοπάδι).





ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: