Ο Μυστικός Έρως της Μαρίας Κυρτζάκη

Η Μ.Κ. Στο γραφείο της, στο ραδιομέγαρο της ΕΡΤ, τη δεκαετία του '80 (φωτ. © Αρχείο Βιργινίας Πισιμίση)
Η Μ.Κ. Στο γραφείο της, στο ραδιομέγαρο της ΕΡΤ, τη δεκαετία του '80 (φωτ. © Αρχείο Βιργινίας Πισιμίση)

που όταν αυτή η εποχή τελειώσει
θα ᾽χουν εξηγηθεί.

Λύντια Στεφάνου «Έξη επεισόδια από τον κύκλο των τεράτων»

Από την ποιητική συλλογή Η γυναίκα με το κοπάδι [1982] μέχρι και το σχετικά πρόσφατο βιβλίο της Λιγοστό και να χάνεται [2002], έργα που μελετώ χρόνια, η διαδρομή της πρόωρα χαμένης Μαρίας Κυρτζάκη χαρακτηρίζεται από την συνέπεια και την βαθιά πίστη σ’ ένα λόγο πυκνό, κρυπτικό, που απαιτεί από τον αναγνώστη εξερεύνηση της κάθε μίας λέξης. Γιατί εδώ ο λόγος αποκτά το κυριολεκτικό νόημά του ως λόγος ανθρώπου που δίνει όνομα στα πράγματα.
Το πλάσιμο των εικόνων και ό,τι υποκρύπτεται σ’ αυτές, είναι το χαρακτηριστικό των ποιημάτων της συλλογής Η γυναίκα με το κοπάδι· συχνά με μια σκληρή γλωσσική εκφορά και ασύνδετες εκ πρώτης όψεως αναφορές- ζωγραφιές ενός περιβάλλοντος «βουκολικού»- καταλήγει πάντα στη δική της ενεργή παρουσία: η Μαρία συμμετέχει και αποτελεί μέρος της πράξης που συντελείται σε δύο επίπεδα: το ορατό και το μη ορατό, το κρυφό.

Τραβώντας ανατολικά/συναντώ τη γυναίκα με το κοπάδι/ Το αριστερό βυζί να ογκώνεται και/ να ψευδίζει το ηχείο ανατολίτικους σκοπούς…Ζυγώνει λάγνα το ποτήρι [..] Μα εγώ τι σου χρωστούσα Που ούτε να κρατώ ήξερα το ποτήρι …

Στην ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη ο μύθος, η συνέχεια και εξέλιξη της ιστορίας, φτάνει σ’ ένα διφορούμενο τέλος, όπου ο θεατής ως δημιουργός συχνά γίνεται και πρωταγωνιστής· επεμβαίνει και παρεμβαίνει σ’ ένα παιχνίδι λέξεων και ξεγυμνώματος ψυχής δίχως ν’ αφήνει καμία αμφιβολία για τον στόχο του έργου που έχει μπρος στα μάτια του. Στο αριστουργηματικό ποίημα που ακολουθεί το πρώτο της συλλογής Η γυναίκα με το κοπάδι, η αμεσότητα του λόγου καταπλήσσει αν λάβουμε υπόψη την κρυπτικότητα των υπόλοιπων ποιημάτων στο σύνολό τους :

Η αντικειμενικότητά σου δεν με αφορά/ Δεν πρόκειται για ένα κουτί σπίρτα/ Για ένα φλυτζάνι (αν κι αυτό είναι διφορούμενο)/[…] Είναι για το δικό μου σκουλήκι/ (που τριβελίζει αργά το πνευμόνι)/ Για τη δικιά μου θάλασσα/ ( όπου δεν βούτηξα το δικό μου σώμα)/ Για το δικό μου ταξίδι/(που δεν έκανα)…. Ιδιοκτησία

Είναι πραγματική η ανάγκη της ομολογίας μιας στέρησης, ενός αποκλεισμού που εκπλήσσει ακόμη και την ίδια την Ποιήτρια, σ’ ένα κόσμο όπου όλα παρερμηνεύονται και είναι εύκολη λύση τα συμπεράσματα όσο αντικειμενικοί κι αν είμαστε. Ψυχογράφημα λοιπόν μιας ύπαρξης που παλεύει ενάντια στην ίδια ώστε να ξεσχιστεί το ένδυμα που κρύβει την αλήθεια της; Παιχνίδι των λέξεων που παλεύουν με την σιωπή και την επιθυμία να ακουστούν;

Όταν δεν μιλάς μπορεί και να είναι χειρότερα/ Σιγά σιγά δεν ακούς/ Τραυλίζεις κιόλας…

«Όλη η φύση, εφόσον ανακοινώνεται, ανακοινώνεται μέσα στη γλώσσα, δηλαδή μέσα στον άνθρωπο. Γι’ αυτό, αυτός είναι ο κύριος της φύσης και μπορεί να ονομάζει τα πράγματα. Μόνο διά μέσου της γλωσσικής ουσίας των πραγμάτων φτάνει μέσα από τον εαυτό του στην κατανόησή τους –στο όνομα.» γράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν.[1] Στην περίπτωση της Μαρίας νομιμοποιούμεθα να μιλήσουμε για την μεταφυσική της γλώσσας έτσι όπως ορίζεται από τον Γερμανό στοχαστή.[2] Οι ποιητικές συλλογές της Κυρτζάκη είναι αφιερωμένες στον Αίφνίδιο λόγο· αν λάβουμε υπόψη κυριολεκτικά την λέξη λόγος, οδηγούμαστε στην άποψη του ευαγγελισμού της έμπνευσης ή/και της Επιφάνιας του λόγου –οδηγού που κυριαρχεί στην ποίησή της. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι Η γλώσσα η ίδια δεν εκφράζεται πλήρως μέσα στα πράγματα[3] και την θέση ότι «..στην ιστορία της δημιουργίας ..δεν έγινε η δημιουργία του ανθρώπου διά του λόγου: ο Θεός είπε – και εγένετο- αλλά αυτού του ανθρώπου [που έγινε από χώμα] και δεν δημιουργήθηκε από τον λόγο, τού χαρίζεται η γλώσσα, και αυτός ανυψώνεται πάνω από την φύση.»[4]

Στην ημέρια νύχτα (1989), εκτός από την αφιέρωση στον Αιφνίδιο λόγο - με μία άνω τελεία, και πρέπει να εκτιμήσουμε αυτό το σημείο στίξης εφόσον πρόκειται για την Κυρτζάκη- υπάρχει ως μότο, με κεφαλαία, η ρήση του Ιωάννη Συκουτρή Διότι το μέλλον είναι σκοτεινόν και ειν’ ολίγοι που δεν φοβούνται το σκοτάδι[5]. Η αναφορά στον μεγάλο φιλόλογο έστω και ως μότο που παραπέμπει στο έργο του Φιλοσοφία της ζωής, σε μια συλλογή με κατεξοχήν ερωτικά ποιήματα, προσδίδει μια διαφορετική διάσταση στην ποίηση της Μαρίας. Δίνει στον αναγνώστη την αφορμή να κοιτάξει προσεκτικά μια γραφή ελλειπτική, προέκταση μιας ύπαρξης εξίσου «κρυφής», ολιγόλογης , δωρικής από την άποψη της στέρεης, δίχως στολίδια έκφρασης του συναισθήματος.

Εδώ η λέξη σώμα, κρυμμένη αλλά πάντα παρούσα είναι γυμνή, (στην πραγματικότητα ξεγυμνωμένη) από υπαινιγμούς.

[Β’] Εσύριξε στο σώμα μου τον φόνο/ Μού έκλεψε την ενοχή

[Γ’] Με περιμένει απών./ Σαν κίνηση μελετημένη/σαν βήμα που ηδονίζεται αργόσυρτα/ σαν χέρι/ που όλο τείνει να μ’ αγγίξει

[Ι’] Το σάλιο του ρουφώ   Το αίμα του/ Τον λόγο του σαν έρωτα στοιχειώνω/ […]

Ρυτίδα λυγμική   Με σφράγισε.

Ο Ιωάννης Συκουτρής στο τελευταίο ολοκληρωμένο έργο του, την πολυδιάστατη μελέτη Η Φιλοσοφία της Ζωής, 1937, στο μέρος που αναφέρεται στον «Ηρωικό άνθρωπο», λίγες σειρές παρακάτω από την φράση Διότι το μέλλον είναι σκοτεινόν και είν’ ολίγοι που δεν φοβούνται το σκοτάδι· […] συνεχίζει: « Έτσι και ο ηρωικός άνθρωπος: διδάσκει, παρασυρόμενος από την πίστιν του, ομιλεί περί αυτής, υποκύπτων εις την εσωτερικήν ορμήν ν’ ανακοινώση- όχι ν’ ανακοινώση· να τραγουδήση μάλλον, την χαράν του και τους θησαυρούς του- να έτσι, όπως ο ερωτευμένος που θα ήθελεν εις όλον τον κόσμον να φωνάξη την αγάπην του, και διαβεβαιώνη κάθε φοράν το αγαπημένον του πρόσωπον πόσο τ’ αγαπά, όχι δια να το πείση, ούτε διότι φανταζεται πως αμφιβάλλει, αλλά μόνον διότι ευχαριστείται ο ίδιος κάθε φορά να τ’ ακούη. Έτσι και ο ηρωικός άνθρωπος: είτε προφορικώς αναπτύσσει προς ένα κοινόν, είτε είτε γράφει, κατά βάθος είν’ ο ίδιος ακροατής και αναγνώστης του εαυτού του. […]

Δεν είναι εδώ ο χώρος να μιλήσω για τον Συκουτρή, αλλά αισθάνομαι την ανάγκη να προσεγγίσω αν όχι την επίδραση, τουλάχιστον την σχέση του λόγου της ποιήτριας και φιλολόγου Κυρτζάκη με αυτόν.Η Αθηνά Βογιατζόγλου[6] μελετήτρια του έργου της Ποιήτριας, επισημαίνει ότι η φράση, «Το μέλλον είναι σκοτεινό εμφανίζεται ανώνυμη και εκτός εισαγωγικών στο Λιγοστό και να χάνεται, ενταγμένη στην ανάπτυξη μιας εφιαλτικής κοσμογονίας.»                                                                                          
Στην Ομιλία του Ιωάννη Συκουτρή, όπως ορίζει ο ίδιος τον Πλατωνικό Ευαγγελισμό οι αναφορές στον Πλάτωνα, τον ΄Ερωτα, την Γνώση, την Ιδέα, είναι «Όπως της νύκτας τα σκοτάδια, όταν φωτόχαρος προβάλλει ο ήλιος το πρωί, [ και] χάνονται και σβήνουν μέσα μας κάθε μικρότης και ασχημία.[…]» Ενώ λίγες σειρές πριν, σε μία σημαντική υποσημείωση- οδηγό, όπως όλες οι Υποσημειώσεις του μεγάλου Δάσκαλου, γράφει «…διά την μεγάλην μάζαν των κουρασμένων και πονεμένων της ζωής..που έχουν την επιθυμίαν του λυτρωμού και την καρτερίαν της προσδοκίας, ο Χριστιανισμός έφερεν το Ευαγγέλιον της χαράς, τους έμαθε να πιστεύουν και να ελπίζουν. Και ο Λόγος σαρξ εγένετο δι’ όλους, όσοι με κοντόφωτα τα μάτια της ψυχής των δεν έχουν την δύναμιν ν’ ανακαλύυψουν μεσα των και ν’ αντικρύσουν εις την άσπιλον, την αγνήν πνευματικότητά του τον λόγον.»

Και πάλι ο Λόγος. Με όλες τις έννοιες και αναγνώσεις του όρου, με την συμπαντική ουσία του που προπορεύεται κάθε ερμηνείας. Πέρα και μέσα από την γλώσσα «που δίνει σε κάθε πράγμα το όνομά του». Δίχως την ανάγκη του ηρωισμού αφού ο σημερινός «ηρωικός άνθρωπος» μακράν του νιτσεïκού προτύπου, επανέρχεται στην αρχή που θα τον βοηθήσει να υπάρξει όπως εκείνος επιθυμεί. Διαβάζοντας μέσα από τις γραμμές, δίχως τις προκαταλήψεις της συντήρησης και απορρίπτοντας την προβολή μιας κάποιας αριστοκρατικότητας, η οποία τάχα διακρίνεται στον πάντα παρεξηγημένο Συκουτρή, κατανοούμε στην Ωδή Θανάτου [ ΛΕ΄], το τελευταίο ποίημα της συλλογής, τα λόγια- λόγο της ποιήτριας: Στη σελήνη φεγγαρίσιες κουβέντες και πληγές που σκορπίζουν/Σαν ζωή τεθνεώσα το σώμα/ και στο θάνατο το κορμί ανατέλλει [..] Κι από σένα το χρόνο μετρώ/ Βουητό με σκορπίζεις και στη νύχτα/ το έρεβος σβήνω.

Φόβος για το σκοτάδι; Δέος μπροστά στο άγνωστο; Πορεία προς τα εμπρός δίχως την –συνειδητή- επιθυμία επιστροφής; Η εκ πρώτης όψεως απουσία θρησκευτικού συναισθήματος στις πρώτες συλλογές της Κυρτζάκη δίνει αργότερα, σε αρκετά ποιήματα, τη θέση της σε μια βαθιά πάντα προσωπική θρησκευτικότητα. Στην Σχιστή Οδό, 1992 το μότο που ακολουθεί την αφιέρωση στον Αιφνίδιο λόγο, είναι από τον Ιωάννη της Κλίμακος, [λόγος έκτος ]: Παντός λόγου προηγείται έννοια· Ο δικός της λόγος εδώ είναι σχεδόν ευαγγελικός, κοφτός, ελλειπτικός έως δυσερμήνευτος, στίχοι που σκόρπιοι και ασύνδετοι τάχα ο ένας από τον άλλο, απαιτούν εκ μέρους του αναγνώστη προσήλωση, επεξεργασία και πλησίασμα της δικής του μνήμης.

Σάλπιγγα της Ιεριχούς ηχεί από τα τείχη των γραφών/ Κύκλος πως τελειούται
Τότε που λένε «Αναπόφευκτο ήταν»/ ή πως «Έφτασε ο καιρός»/πως πάντα φτάνει εκείνος ο καιρός/…

Στο τέλος του παραπάνω βιβλίου υπάρχουν δύο διευκρινιστικές αναφορές σχετικά με τον τίτλο της συλλογής, την Σχιστήν οδό: η πρώτη του Παυσανία (10 V 3-4) Προïών δε [ Οιδίπους] αυτόθεν επί οδόν αφίξη καλουμένην Σχιστήν, η δεύτερη με στίχους του Σοφοκλή από την ομώνυμη τραγωδία. Δίνεται λοιπόν ο κώδικας για την ανάγνωση των ποιημάτων: η επιλογή του δρόμου που ακολουθώντας τον προσδι- ορίζεται η ζωή μας.

Και τι θα πει δεν πέθανα και πώς/ τον θάνατο θάνατο ονομάζεις/ πώς να υπάρξει όνομα στον θάνατο πώς/ να φθογγούται ο θάνατος και πώς/ ο θάνατος να καρπωθεί το «ξέρω του θανάτου»./ Ειδέναι Οίδα Οιδίποδας./ Μόνο με ψεύδη βεβαιώνεται η ζωή.    (Σχιστή Οδός)

Με στόχο την αντιμετώπιση της ολικής φθοράς, τον διαρκή πόλεμο και τον πόνο μιας πατρίδας για την οποία αξιώνεται ξίφος που ακόνισε η δόξα … τα ποιήματα της παραπάνω συλλογής θα είχαν συζητηθεί (αποφεύγω να γράψω «προβληθεί») ως η εικόνα μιας χώρας που πορεύεται φέροντας ένα δυσβάσταχτο βάρος: της ιστορίας, των αιώνων, του παρόντος.

σαν συλλέκτης βασάνων-σωμάτων που η ψυχή τους παράλυσε εχάθη το σχήμα για το έθνος εκείνο των λυγμών των δακρύων.

Αν είχε επιβληθεί μια επανάγνωση της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, με τον πόθο της επιβεβαίωση των αξιών, με την ευρεία έννοια της λέξης, ποίηση όπως εκείνη της Μαρία Κυρτζάκη θα μπορούσε να αναλυθεί –όσο παρωχημένο κι αν ακούγεται- ερμηνεύοντας την κάθε λέξη και φτάνοντας τόσο απλά, στην ουσία της, εφόσον, όπως υπογραμμίζει η Αθηνά Βογιατζόγλου[7] «Δεν βιώνει ευφορικά την άσκηση της τέχνης της ούτε αντιλαμβάνεται την ποίηση ως λυτρωτική αυτοέκφραση ή ευγενή ανύψωση από την καθημερινότητα, αλλά κυρίως ως «το πλέον υπαινικτικό μεταξύ έπους και μύθου είδος του λόγου», με ό,τι αυτό συνεπάγεται από την πλευρά του δημιουργού»

ότι πρώτη αυτή των ερώτων η χώρα/ αυτή πρώτη του κόσμου στεριά/ του ανθρώπου γλωσσάρι και πατρίδας το τίμημα/ του ανθρώπου η γλώσσα

                                                                        *

Στις επόμενες συλλογές της, Μαύρη Θάλασσα, 2000 και Λιγοστό και να χάνεται, 2002 υπάρχει πάντα η οικεία πλέον αφιέρωση στον Αιφνίδιο Λόγο. Εδώ η ποιήτρια προσθέτει στον τόπο της Διαφοράς. Διαφορετική λοιπόν είναι η ατμόσφαιρα στην Μαύρη Θάλασσα· έντονες εικόνες, προβληματισμός για ένα άθλιο παρόν που επαναφέρει τον Τρόμο.

Γιατί λοιπόν αυτός ο θόρυβος/Προς τι

Είναι απλός ο τρόπος:/ Βομβαρδισμοί και πάλι βομβαρδισμοί./Βοσνία ή Ερζεγοβίνη/Πρέστινα ή και ολόκληρο το Κόσοβο…

Η άμεσα εκφρασμένη κοινωνική ευαισθησία της πηγάζει από την βαθιά λύπη. Τα λόγια περισσεύουν σ’ αυτή την συλλογή όπου Το βασιλόπουλο το Εύμορφο. Μύθος που σπάει.Τσακίζεται επιστρέφει και ως νότα αισιοδοξίας, αντίσταση στην καταστροφή …επρόλαβε το σώμα του/ Μ’ αγάπησε./ Κι ως ήταν νύχτα η σελήνη/ τα σκοτεινά δωμάτια εφώτισε…( Το Βασιλόπουλο το Εύμορφο)

Στην Μαύρη Θάλασσα επιπλέουν σπαράγματα από την ελληνική γη, το στοιχείο το υγρό , την μνήμη, την στεριά σαν τόπος σωτηρίας ενός έρωτα που, αν και όχι οριστικά χαμένος, προσπέρασε.

Σαν ίδια όψη που αντανακλά/το βάθος της ψυχής και/ το απύθμενο μάτι των σωμάτων-/ εκείνο που σαν πέρασμα σε βγάζει στην στεριά…(Ικαρία)

Η ολιγογράφος Μαρία στό τελευταίο βιβλίο της Λιγοστό και να χάνεται, επανέρχεται στον αγαπημένο της Παυσανία. Σ’ αυτή την συλλογή τα ποιήματά της εγγίζουν με τον δικό της τρόπο ένα μυστικισμό ιδιαίτερο, καρπό της ανάγκης για επιστροφή στη γενέθλια γη.

τούτου του Ενδυμίωνος Σελήνην φασίν ερασθήναι· ες Λάτμον το όρος αποχωρήσαι φασίν αυτόν [Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις (V.1.15) ] διαβάζουμε στο μικρό κείμενο που προηγείται της συλλογής. Κι αυτή η αναφορά για τον μύθο του βοσκού με την «απαράμιλλη ομορφιά» κατά τον Οβίδιο, συνδέεται με απαράμιλλη επίσης τέχνη από την ποιήτρια, με το όρος Λάτμος στην Ηράκλεια, την μυθολογία, την Σελήνη που ικέτευσε τον Δία να αφήσει τον Ενδυμίωνα να κοιμάται για πάντα ώστε να μη γεράσει και χάσει την ομορφιά του.

Το στίγμα δίνει η Μαρία· όποιος επιθυμεί βρίσκει τον δρόμο και το νόημα. Όπως γράφει ο Κώστας Βούλγαρης[8] «Η Κυρτζάκη δεν επικαλείται ως άλλοθι, μια εξεζητημένη πόζα αφαιρετικότητας, και μάλιστα ως απόδειξη κάποιας αμφισβητησιακής διάθεσης, ή και πρωτοποριακής ερμητικότητας…»

Με ένα ύφος προσωπικό και με την τάση να αφήνει στον αναγνώστη το έδαφος για διείσδυση στον δικό του ψυχισμό, τα ποιήματα αυτού του βιβλίου, κάποια ολιγόστιχα, με αφαιρετική διάθεση και στοιχεία μιας εξ Ανατολών μυστικότητας, δεν απευθύνονται σε ένα αναγνωστικό κοινό που έχει μάθει να εντυπωσιάζεται από την τρέχουσα ποιητική που δεν είναι άλλο, δυστυχώς, παρά εικονικότητα με πεποιημένες μεταφορές ή/και αλληγορίες. Η ποίηση της Μαρίας καλεί όχι μόνο σε μια εμβάθυνση στην ουσία της τέχνης του λόγου αλλά και σε μία Γνώση –επιτέλους!– της μικρής μεγάλης ιστορίας καταρχήν της δικής της δημιουργίας και στην συνέχεια της Άλλης που προπορευόμενη, ενέπνευσε.

Εκεί, εκεί βαθιά στο σκοτεινό το
φως όπου ερίζωσε ο κόσμος

« σημειώνει» η Ποιήτρια –προσθέτω συνειδητά τα εισαγωγικά–, σ’αυτό το δίστιχο του Λιγοστού…
Άραγε επανέρχεται στη ρήση του Ιωάννη Συκουτρή για τον οποίο το σκοτεινό μέλλον είναι για τους λίγους που δεν φοβούνται το σκοτάδι;
Ή επιθυμεί να θέσει ως αντίλογο, λάμψη της δικής της Δημιουργίας, ότι ο κόσμος αφού ερίζωσε στο σκοτεινό το φως από εκεί θα αναστηθεί.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: