Σ Τ Η Ν   Ι Κ Α Ρ Ι Α

...Ικά­ρια εχά­θη­καν τα σώ­μα­τα... (Μ. ΚΥΡ­ΤΖΑ­ΚΗ, «Ση­μεία»)

Σε έναν βρά­χο, στον φά­ρο του Κά­βο Πά­πα –του με­γα­λύ­τε­ρου φά­ρου στην Ελ­λά­δα και του πα­λαιό­τε­ρου των Βαλ­κα­νί­ων, που βρί­σκε­ται στο νο­τιο­δυ­τι­κό άκρο του νη­σιού– εί­ναι χα­ραγ­μέ­νοι στί­χοι από το ποί­η­μα της Κυρ­τζά­κη «Έλ­λη­νες», από τη συλ­λο­γή Μαύ­ρη θά­λασ­σα. Από το ύψος εκεί­νου του βρά­χου ελευ­θε­ρώ­θη­κε η τέ­φρα της ποι­ή­τριας στο Ικά­ριο Πέ­λα­γος. Η Μα­ρία δεν πή­γε πο­τέ στην Ικα­ρία. Συλ­λο­γί­στη­κε όμως πο­λύ το νη­σί όπου έπε­σε ο γιος του Δαί­δα­λου όταν τα φτε­ρά του έλιω­σαν από τον ήλιο· το ορα­μα­τί­στη­κε ως τον τό­πο της ιδε­α­τής ένω­σης των σω­μά­των και των ψυ­χών, κα­θώς γι’ αυ­τήν ο έρω­τας εί­ναι το ικά­ριο κυ­νή­γι του από­λυ­του, μια φευ­γα­λέα ευ­τυ­χία που με την έντα­σή της λιώ­νει τον άν­θρω­πο σαν ήλιος, και με τη δύ­να­μη της ποί­η­σης μπο­ρεί να με­τα­τρα­πεί σε πα­ρη­γο­ρη­τι­κή ανά­μνη­ση. Δύ­σκο­λα φτά­νει κα­νείς στο ση­μείο όπου βρί­σκε­ται ο βρά­χος με το ποί­η­μά της. Μο­να­χι­κός τό­πος, άγριος, έκ­θε­τος αλ­λά και αν­θε­κτι­κός στους ανέ­μους, όπως και η ίδια. Δεν θα μπο­ρού­σε να φα­ντα­στεί κα­νείς πιο ται­ρια­στή επι­τύμ­βια στή­λη για την ασυμ­βί­βα­στη αυ­τή γυ­ναί­κα και δη­μιουρ­γό:

Σαν Έλ­λη­νες που ξέ­μει­ναν
σε άλ­λης γης πα­τρί­δα.

Χά­θη­κε αυ­τή στα βά­θη της Ασί­ας
σε πα­ρα­λί­ες φι­λο­σό­φων βού­λια­ξε
και στα νη­σιά των ποι­η­τών έγι­νε κύ­μα
και αε­ρά­κι ήμαρ νο­σταλ­γί­ας.

Πα­τρί­δα εί­ναι ό,τι νο­σταλ­γείς.

———— ≈ ————

Επι­μέ­λεια αφιε­ρώ­μα­τος: Γιώρ­γος Βέ­ης/Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου

———— ≈ ————
Ευ­χα­ρι­στί­ες στη Βιρ­γι­νία και τον Κων­στα­ντί­νο Πι­σι­μί­ση
———— ≈ ————

Η Μα­ρία Κυρ­τζά­κη εί­ναι μία από τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες φω­νές της ποι­η­τι­κής Γε­νιάς του 1970. Εξέ­δω­σε εν­νέα ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, δύο ποι­η­τι­κές συν­θέ­σεις και έναν συ­γκε­ντρω­τι­κό τό­μο ποι­η­μά­των (Στη μέ­ση της ασφάλ­του, Κα­στα­νιώ­της 2005). Λυ­ρι­κο­δρα­μα­τι­κό αλ­λά και αφη­γη­μα­τι­κό, υπαρ­ξια­κό αλ­λά και τραυ­μα­τι­κά δε­μέ­νο με την ιστο­ρία, το βα­θιά εσω­τε­ρι­κό έρ­γο της Κυρ­τζά­κη ζη­τά­ει πά­ντα τη συμ­με­το­χή του ανα­γνώ­στη, επι­διώ­κει τη συ­νο­μι­λία μα­ζί του. Στό­χος της εί­ναι η κα­τά­θε­ση μιας αλή­θειας που να ξε­περ­νά την ατο­μι­κή της πε­ρί­πτω­ση, να αφο­ρά τον άν­θρω­πο και τις αγω­νί­ες του. Με τα χρό­νια η ποί­η­σή της κέρ­δι­σε σε δρα­μα­τι­κό βά­θος, φτά­νο­ντας κά­πο­τε να ηχεί σαν χρη­σμός μιας σύγ­χρο­νης ιέ­ρειας. Στα ποι­ή­μα­τα που εξέ­δω­σε με­τά την έκ­δο­ση των απά­ντων της, την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία της ζω­ής της (2005-2015), η έντα­ση της τραυ­μα­τι­κής συ­νύ­παρ­ξης του πο­λι­τι­κού και του υπαρ­ξια­κού λει­τουρ­γεί πα­ρα­δειγ­μα­τι­κά, απει­κο­νί­ζο­ντας την επώ­δυ­νη συν­θή­κη των αν­θρώ­πων της Δύ­σης –και πρω­τί­στως των Ελ­λή­νων– στις αρ­χές του 21ου αιώ­να.
Ο Βα­σί­λης Κα­λα­μα­ράς πα­ρα­στα­τι­κά πε­ρι­γρά­φει την ποι­ή­τρια: «Νευ­ρώ­δης, μαυ­ρο­τσού­κα­λο, μι­κρού ανα­στή­μα­τος, με βλέμ­μα πλα­νη­τι­κό, και ατε­λεί­ω­τα τσι­γά­ρα πα­ντού, αναμ­μέ­να, σβη­σμέ­να, κα­πνι­σμέ­να, ακά­πνι­στα. Αυ­τή ήταν προς τα έξω η Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, αγα­πη­τή φί­λη, συ­ναι­σθη­μα­τι­κή, η οποία εν­δια­φε­ρό­ταν ν’ ακού­σει για σέ­να, κα­θό­λου κλει­σμέ­νη σε εγω­πα­θή ποι­η­τι­κό βίο. Η ποί­η­σή της νε­κρι­κή, όχι νε­κρο­λο­γού­σα, επι­τύμ­βια, σι­νι­κή με­λά­νη που χά­ρα­ζε σχι­στές οδούς πά­νω στο χαρ­τί και ξάφ­νου: βρι­σκό­ταν κα­τα­με­σής της ασφάλ­του, ανή­μπο­ρη να δια­λέ­ξει αν πρέ­πει να πε­ρά­σει απέ­να­ντι ή αν θα πα­ρα­μεί­νει εκεί, απ’ όπου ξε­κί­νη­σε» (Enetpress, 17 Απρι­λί­ου 2019).
H Κα­τε­ρί­να Σχι­νά κο­μί­ζει τη δι­κή της πάλ­λου­σα μαρ­τυ­ρία: «Φέρ­νω στο νου μου το πρό­σω­πο της Μα­ρί­ας, αλ­λά κυ­ρί­ως το βλέμ­μα της, βα­θύ, πυ­ρε­τώ­δες. Την δια­κρι­τι­κή, στο­χα­στι­κή της πα­ρου­σία, την γλυ­κύ­τη­τά της. Την φω­νή της, σ’ εκεί­νη την πο­λύ­χρο­νη εβδο­μα­διαία ρα­διο­φω­νι­κή της εκ­πο­μπή και πά­νω απ’ όλα τις σε­λί­δες της, σε­λί­δες δο­νού­με­νες από έναν ανε­σταλ­μέ­νο, δα­μα­σμέ­νο λυ­ρι­σμό, τον οποίο η Μα­ρία με­τα­μορ­φώ­νει σε υπό­κω­φο λυγ­μό μπρο­στά στην απώ­λεια∙ την σπά­νια οι­κο­νο­μία των στί­χων της, τον μου­σι­κό ρυθ­μό τους, τη γλώσ­σα της, γλώσ­σα που αντλού­σε από όλα τα κοι­τά­σμα­τα της ελ­λη­νι­κής, αυ­τά που ανέ­σκα­πτε αδιά­κο­πα η Μα­ρία, πά­ντα για ν’ ανα­σύ­ρει την πιο καρ­πο­φό­ρα λέ­ξη∙ την ακά­μα­τη τε­λειο­θη­ρία της» (ηλε­κτρο­νι­κό πε­ριο­δι­κό Ο Ανα­γνώ­στης, Ια­νουά­ριος 2016).
Ο Aλέ­ξης Ζή­ρας γρά­φει για το ποι­η­τι­κό στίγ­μα της Κυρ­τζά­κη: «Ο λό­γος της δεν ανα­λαμ­βά­νει μό­νο τη δια­πό­ρευ­ση κρί­σι­μων για τον άν­θρω­πο θε­μά­των, αλ­λά και ανα­ζη­τεί αστα­μά­τη­τα τα όριά του, τις δυ­να­τό­τη­τες της πλεύ­σης του μέ­σα στη δια­χρο­νία της γλώσ­σας μας. Από αυ­τή την πλευ­ρά νο­μί­ζω ότι η ποί­η­σή της συν­δυά­ζει δύο πο­λύ γο­νι­μο­ποιά στοι­χεία, το κλα­σι­κό και το ρο­μα­ντι­κό. Το κλα­σι­κό, ως προς την αδρό­τη­τα του τε­λε­τουρ­γι­κού ρυθ­μού της και ως προς την αδρό­τη­τα της πε­ρι­γρα­φής της· το ρο­μα­ντι­κό, ως προς το μό­νι­μο πά­θος της να βρει το ση­μείο ενό­τη­τας των αντι­θέ­των, αλ­λά και ως προς την υπέρ­βα­σή τους» (περ. Ποί­η­ση, τχ. 27, άνοι­ξη-κα­λο­καί­ρι 2006).


Η Μα­ρία Κυρ­τζά­κη γεν­νή­θη­κε στην Κα­βά­λα το 1948. Ο πα­τέ­ρας της, ανά­πη­ρος του αλ­βα­νι­κού πο­λέ­μου, εί­χε πε­ρί­πτε­ρο στην Αγο­ρά και η μη­τέ­ρα της δού­λευε όλη σχε­δόν την ημέ­ρα στα κα­πνο­μά­γα­ζα. Η Κα­βά­λα εμ­φα­νί­ζε­ται σε αρ­κε­τά ποι­ή­μα­τά της, αλ­λά και σε πε­ζές αυ­το­βιο­γρα­φι­κές κα­τα­θέ­σεις της, με όλο το άρω­μα και το χρώ­μα των δε­κα­ε­τιών του ’50 και του ’60. Εκεί τύ­πω­σε, έφη­βη ακό­μη, την πρώ­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της, Σιω­πη­λές κραυ­γές (1966).Από το 1966 ως το 1973 φοί­τη­σε στη Φι­λο­σο­φι­κή Σχο­λή του ΑΠΘ και αμέ­σως με­τά εγκα­τα­στά­θη­κε μό­νι­μα στην Αθή­να. Ο κα­θη­γη­τής της Γ.Π. Σαβ­βί­δης, που την εν­θάρ­ρυ­νε να εκ­δώ­σει τη δεύ­τε­ρη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της, τις Λέ­ξεις (Ίκα­ρος 1973), της πρό­τει­νε να ασχο­λη­θεί με την επι­μέ­λεια κει­μέ­νων, στην οποία αφο­σιώ­θη­κε για δε­κα­ε­τί­ες. Πα­ράλ­λη­λα ερ­γά­στη­κε στην Ελ­λη­νι­κή Ρα­διο­φω­νία, όπου με­τα­ξύ άλ­λων συ­νερ­γά­στη­κε με τον Μά­νο Χα­τζι­δά­κι στο Τρί­το Πρό­γραμ­μα - ως πα­ρα­γω­γός εκ­πο­μπών λό­γου, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ήταν και και η εκ­πο­μπή της για τα όνει­ρα και­τους συμ­βο­λι­σμούς τους με τον μα­κρο­σκε­λή τί­τλο «Επί την άπει­ρον θά­λασ­σαν των ονεί­ρων, τα ανοι­χτά εγκαύ­μα­τα και σκάμ­μα­τα του προ­σώ­που όπου μα­ζεύ­ε­ται ο έλε­ος των ει­κο­νι­σμά­των», αντλη­μέ­νο από έναν στί­χο του Αν­δρέα Κάλ­βου και μια δια­τύ­πω­ση του Γιώρ­γου Χει­μω­νά. Δί­δα­ξε, επί­σης, για αρ­κε­τά χρό­νια τη λει­τουρ­γία της γλώσ­σας και τις ση­μα­σί­ες που αυ­τή φέ­ρει ως ενέρ­γεια της σκη­νι­κής πρά­ξης στη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Θε­ά­τρου «Εμπρός», όπου ανέ­βη­κε, σε δι­κή της με­τά­φρα­ση, το έρ­γο του Στή­βεν Μπέρ­κοφ Σαν Έλ­λη­νας το 1993. Βα­σι­σμέ­νη στο μο­νο­λο­γι­κό κεί­με­νό της «Τυ­φώ», η Βου­βού­λα Σκού­ρα εμπνεύ­στη­κε την ομώ­νυ­μη πα­ρά­στα­ση, που ανέ­βη­κε στο «Απλό Θέ­α­τρο» το 1997.

Από το 1976 έως το 2002 η Κυρ­τζά­κη δη­μο­σί­ευ­σε επτά ακό­μη ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, κα­θώς και σύ­ντο­μα δο­κι­μια­κά κεί­με­να και ποι­η­τι­κές με­τα­φρά­σεις στον ημε­ρή­σιο και τον πε­ριο­δι­κό Τύ­πο. Το 2003 τι­μή­θη­κε για την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της Λι­γο­στό και να χά­νε­ται (2002) με το βρα­βείο Σω­τη­ρί­ου Μα­τα­ρά­γκα της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών. Το 2005 συ­γκέ­ντρω­σε τις οκτώ ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές της (με την εξαί­ρε­ση των πρώ­ι­μων Σιω­πη­λών κραυ­γών και με την προ­σθή­κη δυο ποι­η­τι­κών συν­θέ­σε­ων που εί­χε δη­μο­σιεύ­σει στον τό­μο Ποί­η­ση ’78 των Νιάρ­χου-Φω­στιέ­ρη και στη Λέ­ξη το 1981) σε έναν τό­μο που εξέ­δω­σαν οι εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­τη με τί­τλο Στη μέ­ση της ασφάλ­του. Έκτο­τε δη­μο­σί­ευ­σε ορι­σμέ­να ποι­ή­μα­τα ακό­μη, αρ­κε­τά από τα οποία εξε­τά­ζο­νται από τους συμ­με­τέ­χο­ντες αυ­τού του αφιε­ρώ­μα­τος. Πέ­θα­νε στην Αθή­να τον Ια­νουά­ριο του 2016. Ποι­ή­μα­τά της έχουν με­τα­φρα­στεί στα αγ­γλι­κά, τα γαλ­λι­κά, τα γερ­μα­νι­κά και τα σου­η­δι­κά. Τέ­λος, ποι­ή­μα­τά της έχουν με­λο­ποι­ή­σει ο Γιώρ­γος Κου­ρου­πός και ο Βα­σί­λης Ρι­ζιώ­της.

———— ≈ ————

Η Μα­ρία Κυρ­τζά­κη εί­χε την τυ­πο­γρα­φι­κή επι­μέ­λεια όλως των τευ­χών και αφιε­ρω­μά­των του έντυ­που Χάρ­τη (1982-1988).

———— ≈ ————

«Aπ´την καρ­διά»
Δια­βά­ζει η Μα­ρία Κυρ­τζά­κη
Τρα­γου­δά η Ελέ­νη Πο­ζα­τζί­δου
Μου­σι­κή: Bebe
Στί­χοι: Origin K

———— ≈ ————


ΕΡ­ΓΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ MΑ­ΡΙΑΣ ΚΥΡ­ΤΖΑ­ΚΗ

Σιω­πη­λές κραυ­γές, Κα­βά­λα 1966.
Οι λέ­ξεις, Ίκα­ρος 1973
Ο κύ­κλος, Αθή­να 1976 (εκτός εμπο­ρί­ου)
«Η ετα­ζέ­ρα», Ποί­η­ση ’78, επι­μέ­λεια Θα­νά­σης Νιάρ­χος-Αντώ­νης Φω­στιέ­ρης, Κέ­δρος 1978
«Δέ­κα μι­κρά ποι­ή­μα­τα», Η Λέ­ξη, τεύ­χος 7, 1981
Η γυ­ναί­κα με το κο­πά­δι, Ύψι­λον 1982
Πε­ρί­λη­ψη για τη νύ­χτα, Αθή­να 1986 (εκτός εμπο­ρί­ου)
Ημέ­ρια νύ­χτα, Ύψι­λον 1989
Σχι­στή οδός, Ύψι­λον 1992
Μαύ­ρη θά­λασ­σα, Κα­στα­νιώ­της 2000
Λι­γο­στό και να χά­νε­ται, Κα­στα­νιώ­της 2002
Στη μέ­ση της ασφάλ­του. Ποι­ή­μα­τα 1973-2002, Κα­στα­νιώ­της 2005

ΕΝ­ΔΕΙ­ΚΤΙ­ΚΗ ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ

Δη­μή­τρης Αθη­νά­κης, «Ζωή, που στο με­τα­ξύ έγι­νε ποί­η­ση», Η Κα­θη­με­ρι­νή, 30 Ια­νουα­ρί­ου 2016.
— Γιώρ­γος Βέ­ης, «Έρω­τας: προ­νό­μιο της γλώσ­σας» (για την Ημέ­ρια νύ­χτα), Δια­βά­ζω, τεύ­χος 236, 4 Απρι­λί­ου 1990
— Γιώρ­γος Βέ­ης, «Ασκώ­ντας με επι­τυ­χία το προ­νό­μιο της γλώσ­σας» (για τη Μαύ­ρη θά­λασ­σα), Δια­βά­ζω, τχ. 415, Φε­βρουά­ριος 2001.
Γιώρ­γος Βέ­ης, «Έρω­τας, κό­σμος: προ­νό­μια της γλώσ­σας» (για τη μέ­ση της ασφάλ­του), Η Αυ­γή της Κυ­ριακής, 25 Ιου­νί­ου 2006.
Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου, «...και πού μας έσπει­ρες και δεν μας ελυ­πή­θης. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη: οι πε­ρι­πέ­τειες του ποι­η­τι­κού “εγώ”», Νέα Εστία, τόμ. 160, τχ. 1791, Ιού­λιος-Αύ­γου­στος 2006.
—- Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου, «"...χω­ρίς μου­σι­κή /να χο­ρέ­ψω προ­στά­ζεις": ο ανα­τρε­πτι­κός διά­λο­γος της Μα­ρί­ας Κυρ­τζά­κη με την πα­ρα­δο­σια­κή με­τρι­κή». Λό­γος γυ­ναι­κών. Πρα­κτι­κά Διε­θνούς Συ­νε­δρί­ου, Κο­μο­τη­νή 26-28 Μαϊ­ου 2006, ΕΛΙΑ, Αθή­να 2008.
Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου, «Σα­λώ­μη, Σόλ­βεϊγ, Κα­ρέ­νι­να: το ανυ­πό­τα­κτο ρω­τι­κό πά­θος στην ποί­η­ση της Κυρ­τζά­κη», Νέα Ευ­θύ­νη, τχ. 34-35, Ιού­λιος-Δε­κέμ­βριος 2016.
Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου, «Πο­λι­τι­κό και υπαρ­ξια­κό τραύ­μα (η όψι­μη ποί­η­σης της Μα­ρί­ας Κυρ­τζά­κη)», Η Αυ­γή της Κυ­ρια­κής, 21 Απρι­λί­ου 2013.
Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου, Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, με­λέ­τη-αν­θο­λο­γία, Γκο­βό­στης 2020.
Κώ­στας Βούλ­γα­ρης, «Η ποι­ή­τρια Μα­ρία Κυρ­τζά­κη», Η Αυ­γή της Κυ­ρια­κής, 5 Μα­ΐ­ου 2019.
— Ελέ­νη Γα­λά­νη, «Ποί­η­ση όπως φως μαύ­ρο του Έρω­τος -Τα τι και τα πώς στην γρα­φή της Μ. Κυρ­τζά­κη», Εμ­βό­λι­μον, τχ. 87-88, χει­μώ­νας-άνοι­ξη 2019.
— Ευ­ρι­πί­δης Γα­ρα­ντού­δης, «Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, Ημέ­ρια νύ­χτα», Η Λέ­ξη, τχ. 91, Ια­νουά­ριος 1990.
Ευ­ρι­πί­δης Γα­ρα­ντού­δης, «Μα­ρία Κυρ­τζά­κη: Όπως ο Εν­δυ­μί­ων», Ο Ανα­γνώ­στης, 25 Ια­νουα­ρί­ου 2016

— Κι­κή Δη­μου­λά, «Σκέ­ψεις για τη Μα­ρία Κυρ­τζά­κη», Εντευ­κτή­ριο, τχ. 72, 2006.
— Αλέ­ξης Ζή­ρας, «Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, Πε­ρί­λη­ψη για τη νύ­χτα», Γε­νε­α­λο­γι­κά. Για την ποί­η­ση και τους ποι­η­τές του ΄70, Ρό­πτρον 1989.
— Αλέ­ξης Ζή­ρας, «Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, Μαύ­ρη θά­λασ­σα», Δια­βά­ζω, τχ. 423, Νο­εμ­βριος 2001.
— Αλέ­ξης Ζή­ρας, «Το βλέμ­μα-αφή στο σκο­τά­δι. Μια ανά­γνω­ση των ποι­η­μά­των της Μα­ρί­ας Κυρ­τζά­κη», Ποί­η­ση, τχ. 27, άνοι­ξη-κα­λο­καί­ρι 2006.
— Αλέ­ξης Ζή­ρας, «Κυρ­τζά­κη Μα­ρία», Λε­ξι­κό Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας, Πα­τά­κης 2007.
Αλέ­ξης Ζή­ρας, «Μα­ρία Κυρ­τζά­κη: το πά­θος της για το καί­ριο», Ανα­γνώ­σεις της Αυ­γής της Κυ­ρια­κής, 31 Ια­νουα­ρί­ου 2016.
— Βα­σί­λης Κα­λα­μα­ράς, «Η ποί­η­ση εί­ναι εδώ!», Βι­βλιο­θή­κη Ελευ­θε­ρο­τυ­πί­ας, 7 Ιου­λί­ου 2000.
Βα­σί­λης Κα­λα­μα­ράς, «Μα­ρία Κυρ­τζά­κη: Τι κι αν έχε­τε την εξου­σία/Εμείς έχου­με τη γλώσ­σα», Enetpress, 17 Απρι­λί­ου 2019.
— Δη­μή­τρης Κόκ­κο­ρης, «Ποι­η­τι­κή απο­τύ­πω­ση της υπαρ­ξια­κής ανα­ζή­τη­σης. Μια συ­νο­μι­λία της Μα­ρί­ας Κυρ­τζά­κη με τον Ερ­ρί­κο Ίψεν και τον Γιάν­νη Ρί­τσο», Αντί, τχ. 860, 2006.
— Αγ­γε­λι­κή Λά­λου, «Μα­ρία Κυρ­τζά­κη», Εμ­βό­λι­μον, τχ. 87-88, χει­μώ­νας-άνοι­ξη 2019.
— Γιώρ­γος Μαρ­κό­που­λος, «Μα­ρία Κυρ­τζά­κη. Από τις "Σιω­πη­λές κραυ­γές" μέ­χρι την "Ημέ­ρια νύ­χτα"», Εκ­δρο­μή στην άλ­λη γλώσ­σα, Νε­φέ­λη 1994.
— Γιώρ­γος Πα­να­γιώ­του, «Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, Σιω­πη­λές κραυ­γές», εφ. Θεσ­σα­λο­νί­κη, 19 Δε­κεμ­βρί­ου 1966.
— Κώ­στας Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου, «Η Ημέ­ρια νύ­χτα

και η Σχι­στή οδός της Μα­ρί­ας Κυρ­τζά­κη», Τα άδεια γή­πε­δα, Αθή­να 1994 [=Η Γε­νιά του­’70, Κέ­δρος, Αθή­να 1981].
— Κώ­στας Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου, «Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, Πε­ρί­λη­ψη για τη νύ­χτα», Γράμ­μα­τα και Τέ­χνες, τχ. 47, Σε­πτέμ­βριος-Οκτώ­βριος 1986.
— Κώ­στας Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου, «Η ιστο­ρι­κό­τη­τα του προ­σώ­που και η ατο­μι­κό­τη­τα της ιστο­ρί­ας. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, Μαύ­ρη θά­λασ­σα», Εντευ­κτή­ριο, τχ. 54, Απρί­λιος-Ιού­νιος 2001.
— Κώ­στας Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου, «Ευοί­ω­να ποι­η­τι­κά και πά­λι» (για το Λι­γο­στό και να χά­νε­ται), «Κ», τχ. 4, Μάρ­τιος 2004.
— Γιάν­νης Πα­πα­κώ­στας, «Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, στη μέ­ση της ασφάλ­του», Η κρή­νη της οδύ­νης. Το πέν­θος, ο πό­νος, η θλί­ψη ως πη­γή λο­γο­τε­χνι­κής δη­μιουρ­γί­ας, Σύλ­λο­γος προς διά­δο­σιν ωφε­λί­μων βι­βλί­ων, Αθή­να 2020.
— Αρι­στέα Πα­πα­λε­ξάν­δρου, «Αιφ­νί­διος λό­γος προς Τό­πον της Δια­φο­ράς (Στο γράμ­μα –Κ[άπ­πα])» [Νε­κρο­λο­γία Μα­ρί­ας Κυρ­τζά­κη], Poetix, τχ. 15 (άνοι­ξη – κα­λο­καί­ρι 2016).
Αρι­στέα Πα­πα­λε­ξάν­δρου, «Μες στο μαύ­ρο τυ­λί­χθη­κε τ’ όνει­ρο. Για την ποι­ή­τρια Μα­ρία Κυρ­τζά­κη», Η Αυ­γή της Κυ­ρια­κής, 21 Αυ­γού­στου 2016.
— Αρι­στέα Πα­πα­λε­ξάν­δρου, «Απο­χαι­ρε­τώ­ντας την ποι­ή­τρια που συ­νά­ντη­σε την Γυ­ναί­κα με το κο­πά­δι», Νέα Ευ­θύ­νη, τχ. 34-35 (Ιού­λιος – Δε­κέμ­βριος 2016).
— Αρι­στέα Πα­πα­λε­ξάν­δρου, «Σχε­δόν ξε­χα­σμέ­νες Μα­ρί­ες», Εμ­βό­λι­μον, τχ. 87-88, χει­μώ­νας-άνοι­ξη 2019.
— Δή­μη­τρα Παυ­λά­κου, «Πολ­λή Κυ­ρια­κή για έναν άν­θρω­πο» (για τη Μαύ­ρη θά­λασ­σα), Η Αυ­γή της Κυ­ρια­κής, 24 Σε­πτεμ­βρί­ου 2000.
— Poetix, τχ. 15, άνοι­ξη κα­λο­καί­ρι 2016: η Κι­κή Δη­μου­λά, η Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου, ο Δη­μή­τρης Κα­λο­κύ­ρης, ο Γιάν­νης Πα­πα­κώ­στας και η Αρι­στέα Πα­πα­λε­ξάν­δρου απο­χαι­ρε­τούν τη Μα­ρία Κυρ­τζά­κη.
— Στέ­φα­νος Ρο­ζά­νης, «Η ανα­στρο­φή του ερω­τι­κού» (για τη Μαύ­ρη θά­λασ­σα), Ποί­η­ση, τχ. 16, φθι­νό­πω­ρο-χει­μώ­νας 2000.
— Γ.Π. Σαβ­βί­δης, «Η πά­λη με τις λέ­ξεις», Το Βή­μα, 15 Ιου­λί­ου 1973 [= Εφή­με­ρον σπέρ­μα, Ερ­μής 1978].
— Εύα Σπα­θά­ρα, «Για την Μα­ρία Κυρ­τζά­κη - Εν­σώ­μα­τη ανί­χνευ­ση του κό­σμου», Εμ­βό­λι­μον, τχ. 87-88, χει­μώ­νας-άνοι­ξη 2019.
Κα­τε­ρί­να Σχι­νά, «Το “σκο­τει­νό μέλ­λον” της Μα­ρί­ας Κυρ­τζά­κη», Ο Ανα­γνώ­στης, 23 Ια­νουα­ρί­ου 2016.
— Γιώρ­γος Κ. Ψάλ­της, «[Η Μα­ρία Κυρ­τζά­κη μ' ένα μα­χαί­ρι στη μέ­ση της ασφάλ­του]», Εμ­βό­λι­μον, τχ. 87-88, χει­μώ­νας-άνοι­ξη 2019.

ΧΡΗ­ΣΙ­ΜΟΙ ΣΥΝ­ΔΕ­ΣΜΟΙ

www.​mar​iaky​rtza​ki.​gr

Η Μα­ρία Κυρ­τζά­κη δια­βά­ζει Κυρ­τζά­κη

Μα­ρία Κυρ­τζά­κη: Εκ­πο­μπές Λό­γου στην Ελ­λη­νι­κή Ρα­διο­φω­νία

Μα­ρία Κυρ­τζά­κη (Youtube)

«Στὴ μέ­ση τῆς ἀσφάλ­του»: η ποι­η­τι­κή δια­δρο­μή της Μα­ρί­ας Κυρ­τζά­κη

Μα­ρία Κυρ­τζά­κη (Biblionet)

Μί­λη­σαν για την Μα­ρία Κυρ­τζά­κη

Στο Ξε­νο­δο­χείο Βαλ­κά­νια φτά­νει η Μα­ρία Κυρ­τζά­κη