Για το ποιητικό αίτιο της ποίησης στο καταφύγιο του Αιφνίδιου λόγου

Με τον ποιητή Μιχαήλ Μήτρα και τον συθέτη Δημήτρη Παπαδημητρίου, την περίοδο που διετέλεσε διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος της ΕΡΑ. (Φωτ. © Αρχείο Βιργινίας Πισιμίση)
Με τον ποιητή Μιχαήλ Μήτρα και τον συθέτη Δημήτρη Παπαδημητρίου, την περίοδο που διετέλεσε διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος της ΕΡΑ. (Φωτ. © Αρχείο Βιργινίας Πισιμίση)


Το ποιητικό μου αίτιο: Εγώ.
Η γυναίκα με το κοπάδι, 1982    

Σε ένα διαφορετικό προσκλητήριο της γενιάς του, της γενιάς του ΄70, ο Γ. Μαρκόπουλος μετρώντας απουσίες παρόντων αναρωτιέται με λιτό, δραματικής υφής, ποιητικό λόγο :  

«Ο Τάκης Παυλοστάθης πού να κοιμάται; Ο Λεωνίδας Παπαδάκης, ο Σπύρος Βέργος, ο Ζάχος Σιαφλέκης, ο Αλέξης Τραϊανός, ο Καλλίνικος Διονύσης, ο Χρήστος Μπράβος, πού να κοιμούνται; Ο Ιωάννης Λεοντακιανάκος, ο Λαδάς, ο Ανδρέας Τζουράκης, ο Στέφανος Μπεκατώρος, ο Δημήτρης Ποταμίτης πού, πού να κοιμούνται; Ο Βασίλης Στεριάδης, ο Γιάννης Κοντός, η Μπίλη Βέμη, ο Γιώργος Κ. Καραβασίλης, η Μαρία Κυρτζάκη[1], ο Γιάννης Κακουλίδης, ο Χιόνης Ἀργύρης, ο Βαρβέρης, πού να κοιμούνται; Ἡ Νατάσα Χατζιδάκι, ο Κώστας Ριτσώνης, ο Στέλιος Λύτρας, ο Σουλιώτης Μίμης και άλλοι, άλλοι, που ξέχασα, πού, πού να κοιμούνται;»

καταλήγοντας σχεδόν αποφθεγματικά, με τη φωνή όλων των ποιητών –ποιητριών, για τη λυτρωτική σχέση τους με το φθονερό καταφύγιο:

«Ω στίχοι ασημένιοι που σφάζετε και / Ω ποίηση, σφραγίδα σε ένταλμα συλλήψεως αθώου».[2]

Ανάμεσά σε όλους αυτούς τους αθώους της ποίησης και η Μαρία Κυρτζάκη, «ένοικος τώρα του παντοτεινού, κεκυρωμένη»,[3] παραδομένη στην αιώνια ποιητική της νεότητα[4] φρόντισε αρκετά νωρίς να καταθέσει με τους στίχους της το αίτημα της ποιητικής της γραφής, την ανάγκη της ουσιαστικής επικοινωνίας με τη δύναμη του αιφνίδιου λόγου της ποίησης: «Τα παραμύθια μου γυρεύουν συνένοχο/και η φωνή μου αποδέκτη./Αν μαρτυρήσεις για μένα /Αν μου προσφέρεις το άλλοθι/ σ΄αυτή την ταινία του θρίλερ/Ενδέχεται να αναπνεύσω το φθόγγο/Και να μιλήσω».[5] Σχεδόν προγραμματικά οι στίχοι της συμπυκνώνουν τις κυρίαρχες ορίζουσες της ποιητικής της φωνής. Η ποιητική γραφή ως παραμύθι και παραμυθία, πράξη κατεξοχήν επικοινωνιακής ανάγκης και λυτρωτικής προοπτικής μέσω της οποίας η πραγματικότητα ως κοινωνικοπολιτική εμπειρία που θυμίζει θρίλερ με ρίζες γερές στην ιστορία και απειλεί τη ζωή υπάρχει μόνο χάρη στην ουσιαστική επαφή των ανθρώπων.

Ισχυρός o ποιητικός λόγος της Μαρία Κυρτζάκη, έκφραση ώριμου κριτικού στοχασμού εμποτισμένου στο ψυχικό τραύμα της πραγματικότητας, σιωπηλή κραυγή μιας σωματικά βιωμένης ευαισθησίας που αγκαλιάζει την ανθρώπινη ύπαρξη στην ολότητά της, δίνοντας έμφαση στην πολιτική της παρουσία και τις υπαρξιακές διερωτήσεις που καθορίζει ο χρόνος, η γνώση και η εμπειρία. Μακριά από στερεοτυπικές, μονοδιάστατες και προγραμματικά περιοριστικές αντιλήψεις περί γυναικείας ποίησης,[6] όχι όμως και ιδιαίτερης ποιητικής γραφής, η ποίηση της σηματοδοτεί καίρια και αντιπροσωπευτικά την ιδιαίτερη ταυτότητα του ποιητικού λόγου των ποιητριών της ποιητικής γενιάς του ΄70, τα έμφυλα χαρακτηριστικά της γραφής των οποίων όταν επισημαίνονται δεν λειτουργούν ούτε αξιολογικά ούτε διαχωριστικά, αλλά αποτυπώνουν την ιδιοπροσωπία του ανθρώπου. Και το έργο της επιβεβαιώνει τη δυναμική παρουσία τους λόγω γραφής κι όχι λόγω φύλου στη διαμόρφωση του ποιητικού προσώπου της γενιάς τους, συμβολή καθοριστική στη σύνθεση της ποιητικής τοιχογραφίας μιας εποχής, ενός ψηφιδωτού που η ταυτότητα δεν αναιρεί το συλλογικό αίτημα, αλλά έχει τη δύναμη να αναδεικνύει κοινές αγωνίες και ανάγκες φωτίζοντας πολύπλευρα την ανθρώπινη συνθήκη.

Οι Σιωπηλές Κραυγές, η πρώτη της συλλογή μόλις το 1966, εποχή που αρκετοί και αρκετές από τους πλέον αντιπροσωπευτικούς ποιητές και ποιήτριες αυτής της γενιάς δημοσιεύουν την πρώτη τους συλλογή –που συνήθως αποσύρουν διακριτικά στη συνέχεια– αν και όπως η ίδια έγραψε περιέχει ποιήματα που «αντιστάθηκαν σθεναρά στον συγχρωτισμό με ό,τι ακολούθησε, επιμένοντας αυστηρά στην ιδιωτική μας σχέση»,[7] έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ποιητικού λόγου αυτής της νεότητας που ξεκινά στον ίσκιο προσωπικών αρχικά, και συλλογικών στην πορεία, καρυωτακικών επιγνώσεων και διαψεύσεων. Τρυφερός, επώδυνος λυρισμός, πρώιμες απολογιστικές καταθέσεις στον απόηχο της θλίψης εφηβείας σημαδεμένης από ανεκπλήρωτα και ματαιώσεις, κλειστούς ορίζοντες και προδιαγεγραμμένες χαμηλές προσδοκίες. Το ποιητικό Εγώ «Ένα σκοτεινό αυλάκι που κραυγάζει σιωπηλά»[8] στις Σιωπηλές κραυγές της, με τον ήχο από τα Μαλαισιακά τραγούδια του Ιβάν Γκoλ, στην μετάφραση του Ε.Χ. Γονατά, διακριτικό στις καταβολές τους. «Το σώμα μου/σκιά που ρίχνει ο τοίχος/ Το βλέμμα /πουλιού που σκοτώνουν» αποκαλύπτει εξομολογητικά, γέρνοντας από την βίωση εξαιρετικών αισθημάτων και το τραύμα του έρωτα που ως άπιαστο όνειρο σηματοδοτεί την επώδυνη είσοδό της στη ζωή και την ποίηση μέσα από τη σχέση με τον πολύτιμο Άλλο, σχέση η οποία λειτουργεί ταυτόχρονα και ως οδός αυτογνωσίας. Η διαλεκτική των δυο ενοτήτων της συλλογής Της αγάπης και Ερήμωση, που θα μπορούσαν λόγω της εσωτερικής αιτιακής διαλεκτικής των ποιημάτων να διαβαστούν και ως μια φράση, ιδωμένη σε μια εκ των υστέρων ανάγνωση του σύνολου έργου της λειτουργεί ως άτυπη προσήμανση της καθοριστικής θέσης που θα κρατήσει ο Έρωτας στην ποίησή της, βασική προσδιοριστική συνιστώσα του ποιητικού Εγώ, ανάγκη γήινη και υπαρξιακή ταυτόχρονα, με διευρυμένο το εννοιολογικό του βάθος στην πορεία της ποιητικής της ωρίμανσης με οντολογικές πλέον διαστάσεις. Η σχεδόν σπαρακτική διερώτηση που εκτοξεύει το παρόν διαξιφιστικά μέσα στο χρόνο, διαβάζοντας προφητικά το μέλλον που έρχεται σε στίχους όπως «Τι γύρευα/Σε κόσμους που ποτέ δε θα μου δίνουνταν/ Σε κυπαρισσένιους ήσκιους/Σε πράσινους πίνακες που φάνταζαν λειβάδια/ Φορτωμένη «αντικείμενα» που οι άλλοι βαρέθηκαν κιόλας/Τι γύρευα /Φορτωμένη αγάπη»[9] υπαινίσσεται, με την υπερβολή και το πάθος της νεότητας, όσα θα ακολουθήσουν, διαψεύσεις και ανεκπλήρωτα μιας ουτοπίας που παρέμεινε τραγικό ζητούμενο. Οι στίχοι είναι χαρακτηριστικοί : «Ακίνητη/Θα εκλιπαρείς το χρόνο/τη ζωή/Τα βλέμματα/Τα βήματα στο πεζοδρόμιο /Κάποιος θα μοιράζει προκηρύξεις/Άλλος θα γράφει συνθήματα/Εσύ/Θα μετράς τα βόλια/τις πληγές/Εσύ /Δίχως θάνατο».[10]

Αν όμως στην εκκίνηση της ποιητικής ζωής της Μ. Κυρτζάκη το ποιητικό Εγώ προβάλλεται μέσα από τη σχέση του με τον Άλλο και τον έρωτα, στην πορεία, από την επόμενη συλλογή, τότε που οι Σιωπηλές Κραυγές θα γίνουν Οι Λέξεις, σταδιακά οικοδομείται εμφανέστερα η σχέση του με τους Άλλους, με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες, για να ακολουθήσει στη συνέχεια η σχέση του πλέον με το Άλλο,[11] που από τη συλλογή Περίληψη για τη Νύχτα προβάλλει εντονότερα και κλείνει μέσα του επαγωγικά, σε μιαν πλατύτερη υπαρξιακή πάντα όμως βαθιά ερωτική προοπτική, όλες τις προηγούμενες αναζητήσεις που συναντιούνται στην ανάγκη προσπέλασης της αλήθειας η οποία νοηματοδοτεί τη ζωή του ανθρώπου στην προσπάθειά του να απαντήσει στο αίνιγμα της Σχιστής Οδού που βιώνει σωματικά και πνευματικά αφού η πραγματικότητα δείχνει πως «Ειδέναι Οίδα Οιδίποδας./Μόνο με ψεύδη βεβαιώνεται η ζωή».[12] Η ποιητική της διαδρομή, μοναχική περιπέτεια που αντικατοπτρίζει επί της ουσίας τους αναβαθμούς της βαθιάς συνειδησιακής εγρήγορσης του ποιητικού Εγώ, της διαμόρφωσης και της αναγνώρισής του ως έκφρασης προσωπικής και ποιητικής ταυτότητας στην άρρηκτη, αυθεντική συνύπαρξή τους, αποκαλύπτεται στους στίχους της: «Τη μοναξιά μου ακουμπάω στην καρέκλα/-στοργικά/ Χαμηλώνομαι και ακούγομαι/Το ποιητικό μου αίτιο: Εγώ./Εις εαυτός./Και κανείς να μην τολμήσει να τραβήξει τις κουρτίνες/-θα καεί/Το τηλέφωνο ασ΄ το να χτυπάει».[13] Συνομιλώντας με τον Τ. Σινόπουλο από την Ποίηση της Ποίησης και τους στίχους του «Μονάχος με τη μοναξιά μου και τις λέξεις μου αγωνίζομαι να συναρμολογηθώ νάβρω ένα πρόσωπο που να ταιριάζει με το πρόσωπό μου»[14] επιβεβαιώνει το ζητούμενο της ποιητικής δημιουργίας ως προσωπικής εσωτερικής περιπέτειας αυτοπροσδιορισμού, αλλά και ως συλλογικού αιτήματος αυτοκαθορισμού, ειδικά για τη γενιά της στα δίσεχτα χρόνια της δικτατορίας, τότε που, όπως θα γράψει, « Όνομα ουσιαστικό Όνομα Ανύπαρχτο τ΄ όνομά μας».[15] Ήδη στις Λέξεις, μέσα από απολογιστικές θεωρήσεις του δυστοπικού παρόντος των χρόνων της επταετίας, σ΄ ένα διαρκές αλληλεπιδραστικό πέρασμα από το ιδιωτικό στο συλλογικό, η απώλεια του προσώπου και η ανάγκη ανίχνευσής του στο «τσίρκο»[16] της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης, το σύγχρονο «μαυσωλείο»[17] αδρανοποίησης και ανελευθερίας, προτάσσεται ως ζητούμενο των νέων. Το α΄ πληθυντικό πρόσωπο, ο στακάτος ρηματικός λόγος, σύμφωνος προς την προτροπή του Μ. Αναγνωστάκη (η ανάσα του οποίου ακούγεται διακριτικά σ΄αυτή τη συλλογή ως κρυμμένο φυλαχτό[18]της) «σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις», αποκαλύπτει την τραγική συνθήκη εγκλεισμού που βιώνουν και αναγνωρίζουν οι νέοι: «Άσκημα σε ξεγέλασαν/Τα σύρματα που σε σφίγγουν να σου τα πούνε /δίχτυα σωτηρίας».[19] Τα αναπάντητα ερωτήματα πολλαπλών απωλειών της ζωής όπως των ονείρων της νεότητας, χαρταετών που «έπαψαν –τρυπημένοι στο μέρος της καρδιάς– το παιχνίδι», της απόστασης των αισθημάτων,[20] της κυριαρχίας του καταναλωτισμού ως υποκατάστατου της ευτυχίας, αλλά και οι καιροί του φόβου, του θανάτου και της ντροπής, τώρα που «ο καιρός σαν φθινόπωρο/…/Που πέφτουν τα στόρια στα παράθυρα/Που πέφτουν οι άνθρωποι από τα παράθυρα/Που πέφτουν τα ανδραγαθήματα/…/Που κρύβεις το πρόσωπο/Που αλλάζεις το δρόμο σου/Που υποπτεύεσαι και σε υποπτεύονται»,[21] η ύπουλη διαβρωτική επενέργεια του συστήματος και το αίσθημα της διάψευσης, όλα αυτά αποκαλύπτουν πως «Τα σύννεφα κατάλυσαν στα σπίτια μας»,[22] «δεν έζησαν όλοι καλά/Και μεις δεν ζήσαμε καλύτερα»[23] αφού «Σαπίζουν στα βαθιά πηγάδια τα σώματα/Παιδιά/Είκοσι χρονών».[24] Η ποίησή της, έντονα σωματική, είναι η φωνή όλων αυτών των νέων και το ποιητικό Εγώ, το ποιητικό αίτιο της γραφής της, θα αποκαλυφθεί εικονοπλαστικά, μέσω της δευτεροπρόσωπης αποστροφής στην οποία λανθάνει η αυτοαναφορικότητα, με τα μάτια, τα μάτια «που απόφυγαν την πλάνη/Που ήθελαν να αποφύγουν την πλάνη/Τα μάτια σου που βούλιαξαν/Κι έμεινες τώρα σαν τη γάτα/Στη μέση της ασφάλτου»,[25] τα μάτια του ανήσυχου, γεμάτου πάθους και ένταση, ανθρώπου που παραμένει εντέλει μόνος, ανυπεράσπιστος και εκτεθειμένος γι΄αυτό και όχι τυχαία ο τελευταίος στίχος, Στη μέση της ασφάλτου, θα αξιοποιηθεί αρκετά χρόνια αργότερα ως τίτλος της συγκεντρωτικής έκδοσης όλων των ποιημάτων της.[26]

Στις συλλογές που θα ακολουθήσουν τις Λέξεις, στον Κύκλο (1976) και την Εταζέρα (1978) μέχρι τη Γυναίκα με το Κοπάδι(1982) που οριοθετεί σαφέστερα μια νέα εποχή αναζητήσεων που προχωρούν διαλεκτικά αλλά όλο και περισσότερο βαθαίνοντας το στοχασμό σε πνευματικότερα πεδία, διαγράφεται ο κύκλος της πραγματικότητας εμπλουτισμένος με αναστοχαστικές αποτιμήσεις της. Ερμηνευτικά αυτής της πορείας λειτουργεί το ποίημα σε πεζό- ειδολογική πρόταση που θα αξιοποιήσει όλο και συχνότερα στην πλέον ώριμη φάση της η Μ. Κυρτζάκη με όρους προσωπικής ποιητικής που διαφυλάσσουν τη ρυθμική ενότητα του ποιητικού λόγου-«Κύκλος», αποκαλυπτικό της σπειροειδούς περιδίνησης στην αδιεξοδικά επαναλαμβανόμενη προβληματική καθημερινότητα, εμβαθύνοντας σ΄αυτή και επαναφέροντας τα αναπάντητα ερωτήματα: «Η τελευταία στιγμή δεν είναι η πρώτη Είναι ο κύκλος που στενεύει Το σκοινί που σφίγγει και δεν το νιώθεις/…/Ποια η πρώτη και ποια η τελευταία στιγμή».[27] Στο καταπληκτικά ποιήματα «Η προσευχή του Ιωνά» και «Επιστολή στον Ιωνά» το ποιητικό Εγώ μοιράζεται την ταυτότητα του Ιωνά είτε βρίσκει καταφυγή στο κοινό τους βίωμα της απόλυτης δοκιμασίας και θλίψης. Εκφράζοντας τον σύγχρονο, εγκλωβισμένο άνθρωπο, συντριμμένο από πολλαπλές πιέσεις, βοών «εν θλίψει προς Κύριον»[28] είτε επικοινωνώντας μαζί του για να μοιραστεί την εσωτερική αγωνία της απώλειας του προσώπου του από τους σύγχρονους αφομοιωτικούς όρους του πολιτικοκοινωνικού συστήματος, η μορφή του Ιωνά ως σύμβολο υπογραμμίζει την καθοριστική λειτουργία του μύθου ως μέσου και μηνύματος στη συνείδηση της ποιητικής γλώσσας της Μ. Κυρτζάκη, επιβεβαιώνοντας την ιδεολογική του εμβέλεια στο χρόνο. Δεν είναι τυχαίο που τη μορφή του Ιωνά θα πλαισιώσει στην ποιητική γλώσσα χαρακτήρων που η ποίησή της ως αιφνίδιος, αυθεντικός λόγος συνείδησης μιλά, η μορφή του Οδυσσέα στο Υστερόγραφο του ποιήματος «Επιστολή στον Ιωνά». Ένα ακόμα μυθικό διακείμενο, από αυτά της αρχαίας ελληνική γραμματείας που συχνά συναντούμε στον ποιητικό της λόγο ενεργά, εγκιβωτισμένα στο παρόν, θα κληθεί να καθορίσει χαρακτηρολογικά προσδιοριστικά του ποιητικού Εγώ που θα συμβάλουν στη λυτρωτική διαφυγή του: «Τώρα είναι που πρέπει να ψάξεις τον Οδυσσέα/ όχι για να σου φτιάξει κάποιο δούρειο ίππο/Που θα σε κάνει θριαμβευτή στο Ίλιον/Μα να σε φέρει στην αίθουσα με τους παραμορφωτικούς καθρέφτες/Να δεις πόσο εύκολα χάνεται το πρόσωπο/Να σου μάθει όλα τα τερτίπια της φάρας του./Πώς κρατήθηκε ανέπαφος στο ραβδί της Κίρκης/Όταν το ραδιόφωνο ούρλιαζε: /Ουδέν έγκλημα διεπράχθη./Η χώρα τελεί εν ασφαλεία».[29] Η εσωτερίκευση της κοινωνικοπολιτικής πίεσης εξωτερικεύεται στην ποίησή της που ως συνειδησιακή υπόθεση απηχεί τους κραδασμούς της αντιστεκόμενης ψυχής. Στην Εταζέρα το ποιητικό Εγώ μέσα από το ποιητικό πρόσωπο και προσωπείο του συγγραφέα Χριστόφορου, με γλώσσα αιχμηρότατη ως αισθητικό ισοδύναμο της οργής και της αμφισβητησιακής κριτικής, ενίοτε αρχαιοπρεπή, προσωποποιημένη, με γνωρίσματα χαρακτήρων, λειτουργώντας και ως υφολογικός τρόπος σχολιασμού, αναγνωρίζει στη ζωή του καλλιτέχνη τη μοίρα του ευαισθητοποιημένη πολίτη. Σε μια τολμηρή σύνθεση όπου η πραγματικότητα της δικτατορίας και της μεταπολίτευσης λανθάνουν στην ποιητική αλληγορία, συχνά σαν ένας άλλος Καιόμενος[30] ο Χριστόφορος ταπεινώνεται, δοκιμάζεται, αντιστέκεται, πάσχει. Στα Δέκα μικρά ποιήματα, μικρά τετράστιχα, η κυριαρχούσα δευτεροπρόσωπη απεύθυνση παράλληλα με την πρωτοπρόσωπη, ως εκφράσεις αυτοαναφορικότητας μέσα από ένα προσωπείο του Εγώ, ατομικό και συλλογικό πρόσωπο μιας εποχής που θυμίζει το «εγώ είναι ένας άλλος» του Ρεμπώ, εμβαθύνουν στους όρους της πραγματικότητας αναγνωρίζοντας πως «Λαβύρινθος έγινε ο κόσμος»[31] γεμάτος λερναίες ύδρες που «Σαν κληρωτοί κάποιοι από μας/Τις κουβαλάμε κάθε βράδυ στα σπίτια μας».[32]

Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, η συλλογή H Γυναίκα με το κοπάδι ορίζει τη μετάβαση στη νέα περίοδο της γραφής της, αναζητώντας πλέον και το Άλλο που κρύβεται πίσω από κάθε επιφαινόμενο, αναζητώντας την αληθινότητα της πραγματικότητας που όπως πιστεύει πάντα προηγείται.[33] Η πολιτική θέση της ποίη

σής της ως άμεσης ανταπόκρισης στο ιστορικό παρόν παραμένει και καταθέτει το τέλος των ιδεολογιών και τη διαφθορά που κυριαρχεί. Με σκληρή γλώσσα, αντίθετα προς κάθε υποκριτική πατριδολατρεία συγκρούεται και αποκαλύπτει: «Εσύ πατρίδα μου είσαι μια πόρνη/…/Καθόλου αθώα-θύμα των ισχυρών ή κάτι τέτοιο/την κλίση σου τη διάλεξες προσεχτικά/Όπως προσεχτικά την πόρτα μου χτυπάς/Και μεταμφιεσμένη σε ταλαίπωρο λαό/Μου απαιτείς να παραδώσω την ψυχή μου».[34] Σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, στον «ιδιότροπο βυθό»[35] της Μαύρης Θάλασσας, την οξύτητα αυτής της καταγγελίας υπογραμμίζει, ως ρεαλιστική αποδοχή του αναπόφευγου αιτιατού, η απώλεια της Πατρίδας που δεν νοσταλγούν πια αυτοί που ονομάζονται Έλληνες κατά συνθήκη αφού είναι «Σαν Έλληνες που ξέμειναν/σε άλλη γης πατρίδα./Χάθηκε αυτή στα βάθη της Ασίας/σε παραλίες φιλοσόφων βούλιαξε/και στα νησιά των ποιητών έγινε κύμα/ και αεράκι ήμαρ νοσταλγίας» για να καταλήξει: « Πατρίδα είναι ό,τι νοσταλγείς».[36]

Ωστόσο, αυτό που αποκαλύπτει τα καινούργια μονοπάτια των στοχαστικών αναζητήσεών της πλέον είναι η βαθύτερη διερεύνηση της σχέσης αυτοπροσδιορισμού του προσώπου και του ποιητικού Εγώ από τον λόγο, τη γλώσσα της γραφής, το σώμα της ομιλίας αλλά και τη σιωπή. Ζητώντας να περιγράψει την «άγρια θύελλα που λυσσομανάει στα σπλάχνα/.../(το) μουγγό θηρίο που χοροπηδάει»[37] εντός του αναζητά τη φωνή του στον Αιφνίδιο λόγο, στον οποίο αφιερώνονται πλέον όλες οι συλλογές της που θα ακολουθήσουν. Η γλώσσα δεν λογίζεται ως συμβατικό μέσο έκφρασης αλλά μέσα από τη φιλοσοφική, στοχαστική προσέγγισή της αναδεικνύεται ως πολυδύναμο σύστημα κατανόησης και ερμηνείας του κόσμου και του ανθρώπου, άρρηκτα συνδεδεμένο με τη σκέψη, πέρα από την πολυσυζητημένη και αμφισβητούμενη πλέον άποψη του Βιτγκενστάιν για την ταύτισή τους. Είναι ένα ιστορικό παλίμψηστο που μέσα στην ποίηση διευρύνει διαρκώς τις γενετικές του ρίζες. Για την Μ. Κυρτζάκη είναι οντότητα που καθορίζει το ποιητικό αίτιο της γραφής της. Ο γρίφος της ποιητικής τέχνης ανασυντίθεται στην πυκνή αλληγορία της συνάντησης της με τη γυναίκα με το κοπάδι. Πρόκειται για μια σιβυλλική μορφή, μια Κλεοπάτρα,[38] της έμπνευσης και της δημιουργίας, της μαγικής δύναμης του Λόγου και της ερωτικής αναζήτησης των περίφημων λέξεων, αυτών που «πεταλούδες πολύχρωμες, χρώματα σακατεμένα από πολέμους/γυναίκες με κουρελιασμένα ρούχα/πόδια σαν λάσπη στόμα ξερασμένο, χλωριούχες»[39] ζητά να κρατήσει, όπως ομολογεί, « κύτταρα στο χρόνο της σαρκός μου»[40] αφού εκφράζουν απόλυτα την προσωπικότητα αυτού που γράφει, είναι το Εγώ του, κι οι στίχοι της εδώ είναι απόλυτοι: «Για την δικιά μου πρόκειται υποκειμενικότητα/Για του υποκειμένου μου/Την αναμφισβήτητη ιδιοκτησία».[41] Με λόγο αποκαλυπτικό και πυκνό στην Περίληψη για τη Νύχτα φιλοσοφώντας πάνω στην έννοια του φωτός και του ερέβους, θεματικό δίπολο που επανέρχεται στην ποίησή της για να θυμίσει το μέσα και το έξω, τη μέρα και τη νύχτα που θέτουν τα όρια του κόσμου και καθορίζουν το πεδίο του πνευματικού αγώνα των ανθρώπων, θα δει τον λόγο ως τη δύναμη που μπορεί να διαλύσει το σκοτάδι κάθε μορφής και να κατευθύνει στο φως, τη γνώση και την αλήθεια, βασικά αιτήματα ποίησης και ζωής. Στο δικό της παραμύθι για τη Νύχτα, «παιδική εκδοχή για την Νύχτα»[42] το ονομάζει, το φώς του λυχναριού που θα σκορπίσει το σκοτάδι είναι ο λόγος του ανθρώπου, αυτός που βγαίνει μέσα από την ψυχή του, «την σάρκα του αισθήματος»,[43] απόλυτα σωματικός μέσα στην πνευματικότητά του. Η ποιητική αλληγορία, με τη δύναμη της εικόνας που συνθέτει εξαιρετικά, είναι καθοδηγητική. Το λυχνάρι γίνεται μαγικό και αρχίζει ν΄ ακούγεται το τραγούδι της Νύχτας όταν βάλουμε μέσα σ΄αυτό την ψυχή ενός ανθρώπου, μόνο έτσι θα λάμψει το φως εκ φωτός, αλλά και το πολύτιμο φως εξ ερέβους, και θα αναδυθεί ο λόγος ο εξημερωμένος της ημέρας, αλλά και ο αθέατος της ψυχής, ο αιφνίδιος και αληθινός. Στη Σχιστή Οδό της, καθοριστικό σταυροδρόμι των δικών της αποκαλύψεων, μια ειδολογικά ιδιόμορφη σύνθεση όσον αφορά τη δομή της, υψηλής ιδεολογικής και εκφραστικής πυκνότητας, με την πίστη ότι οι λέξεις είναι   δεσμώτες που πρέπει να απελευθερωθούν για να ξαναβρούν το νόημά τους στους παλιούς τους καθρέφτες,[44] συνθέτει έναν ύμνο στη γλώσσα που ως Αριάδνη, Φεγγαροντυμένη, αριδάκρυα κόρη, οδηγός και δύναμη του ανθρώπου θα κατευνάσει το υπαρξιακό άλγος και θα οδηγήσει στην ανάσταση της επικοινωνίας: «ότι πρώτη αυτή των ερώτων η χώρα/αυτή πρώτη του κόσμου στεριά/του ανθρώπου γλωσσάρι και πατρίδας το τίμημα/του ανθρώπου η γλώσσα».[45]

Το ποιητικό αίτιο της ποίησης της Μ. Κυρτζάκη, το Εγώ που ορίζει τη γραφή της, συνθετότερο και σαφέστερα διαμορφωμένο πλέον στις δυο τελευταίες συλλογές της, Μαύρη Θάλασσα και Λιγοστό και να χάνεται, έκφραση στοχαστικής εμβάθυνσης στην τέχνη της ποίησης και στη ζωή ταυτόχρονα, προσδιορίζεται καταλυτικά πλέον από τον Έρωτα και τη Γλώσσα στην αμοιβαία σχέση τους, με όλες τους τις μορφές και σ΄όλο τους το βάθος. Ήδη στην Ημέρια Νύχτα, οντολογική εκτίναξη των Σιωπηλών κραυγών, κατατίθεται η βαθιά εμπειρία του Έρωτα στοχαστικά και συνειδησιακά βιωμένη καθοδηγώντας στην απόλυτη γνώση του, σωματική και πνευματική. Στην Μαύρη Θάλασσα και στο ποίημα «Η Γλώσσα η Αμίλητη» ο έρωτας ανοίγει το δρόμο για την αυθεντική γλώσσα, είναι γλώσσα, αυτή που ξέχασαν οι σύγχρονοι άνθρωποι της λήθης του: «Η μοναξιά τον κατοικεί τον έρωτα, μη/ την τρομάζεις, χαμογέλασες,/και εφευρίσκει γλώσσα αμίλητη/και γλώσσα τιμημένη./Τη σέβονται όλοι και υποκλίνονται/και προσπερνούν/Να μη θυμούνται/τον έρωτα που κάποτε/τους άνοιξε πανιά/-κι αυτήν την μόνη και μοναδική/γλώσσα για να μιλήσουν /Που ελησμόνησαν»[46]. Στο Λιγοστό και να χάνεται θα διευρύνει την ποιητική προσέγγιση της γλώσσας αναζητώντας τα όρια αυτής με την οποία διαβάζεται ο έρωτας του κόσμου. Μέσα από μυθικές μορφές που ξαναζούν σε μια θεατρικής υπόστασης σύλληψη, όπως η Τυφώ, η βασίλισσα αίσθηση[47] που έχει τη δύναμη να οδηγεί «στο άλλο φως που δεν ορά ο οφθαλμός/…/το μέσα που κυβερνάει /τις ζωές του κόσμου»[48] διδάσκοντας τις αισθήσεις πως «Ό,τι φαίνεται δεν είναι»[49] θα αποκαλύψει πως «Νυκτώον του Θεού η ψυχή/του ανθρώπου./ Εκεί μαζεύονται και κατοικούν γυμνές οι σημασίες. Ρίζες που φύτρω/σαν βαθιά στα χώματα της όρασης./Το μάτι δεν τις βλέπει/ Στα σκοτεινά παλάτια των αισθή/σεων οι σημασίες κατοικούν κι απ΄/το απρόβλεπτο φωτίζονται νυκτούρο φως που πλημμυρίζει τις παραλίες των σωμάτων»[50]

Στον Αιφνίδιο Λόγο, στον τόπο της Διαφοράς που οδηγούν στο βάθος των εννοιών και στην ερωτική προσπέλαση της αλήθειας με τη δύναμη λόγου σωματικού αφιερωμένη η ποίηση της Μ. Κυρτζάκη. Της δόθηκε «το Οίδα να γνωρί/ζει, άσβεστους να φυλάττει τους θη/σαυρούς του Ορώ τους άβλεπτους/ των οφθαλμών»[51] για να φωτίζει μέσα από την αναστοχαστική, οντολογική, σωματικής υφής και αίσθησης, γραφή της τις νύχτες των ανθρώπων.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: