Ευχές με αυγά, τσολιάδες και ποντοπόρα πλοία

«Η σκόνη του χρόνου» «Η σκόνη του χρόνου» «Η σκόνη του χρόνου» «Η σκόνη του χρόνου» Malandr 52 05 «Η σκόνη του χρόνου» «Η σκόνη του χρόνου» «Η σκόνη του χρόνου» «Η σκόνη του χρόνου» «Η σκόνη του χρόνου» «Η σκόνη του χρόνου» «Η σκόνη του χρόνου» «Η σκόνη του χρόνου»

 

 


[ Η   Σ K O N H   T O Y   X Ρ O N O Y
]




Σε μια απόμακρα κοντινή εποχή, πριν την ανάπτυξη των μέσων επικοινωνίας, οι ευχές ανταλλάσσονταν με καρτ ποστάλ μετά γραμματοσήμου. Το ταχυδρομείο αναλάμβανε τα υπόλοιπα. Οι ευχές, πασχαλινές και μη, δεν ήταν έτοιμες επιλογές από το διαδίκτυο. με ένα απλό copy paste των εορταστικών εικόνων. Ούτε η αποστολή - παραλαβή γινόταν αστραπιαία, με ένα πάτημα του πλήκτρου στον υπολογιστή. Η σχεδόν λησμονημένη συνήθεια αποστολής ευχών έχει, εντούτοις, πλούσιο παρελθόν. Η χρήση τους επικράτησε όταν, παράλληλα με την ανάπτυξη της τεχνολογίας στην τυπογραφία, εισήχθη το γραμματόσημο το 1840. Το φτηνό κόστος αποστολής μιας καρτ ποστάλ στη μισή χρέωση ενός κλειστού φακέλου, τις κατέστησε δημοφιλείς εκτοξεύοντας την παραγωγή τους.

Την εποχή της ακμής τους, γύρω στο 1898-1918, βάση των καρτ ποστάλ ήταν η χρωμολιθογραφία. Από εκείνη την περίοδο σώζονται (και αποτελούν συλλεκτικά αποκτήματα) εντυπωσιακές κάρτες με ασημί ή χρυσά γράμματα και ανάγλυφες στάμπες. Οι περισσότερες καρτ ποστάλ πριν τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο τυπώνονταν στη Γερμανία και ειδικότερα στη Σαξονία, αλλά κόστιζαν πολύ επειδή τα μελάνια ήταν ακριβά. Κατά τη διάρκεια του πολέμου και αργότερα, άρχισαν να τυπώνονται μαζικά στις ΗΠΑ, που διέθεταν λιγότερο εξελιγμένη τεχνολογία, αλλά και λιγότερο ακριβά μελάνια. Οι ταπεινές και λησμονημένες καρτ ποστάλ αποτελούν σήμερα σημαντικές αρχειακές πηγές, προσφέροντας χρήσιμες πληροφορίες στους ερευνητές των εφήμερων και της λαϊκής εικονογραφίας. Λιθόγραφες, ανάγλυφες, με τεχνικές χειροτεχνίας, «πασπαλισμένες» με χρυσόσκονη ή ασημόσκονη, διασώζουν την αισθητική μιας εποχής και λένε, δια πλαγίας οδού, αρκετά για την ιστορία της.

Οι ευχετήριες κάρτες άρχισαν να δημιουργούνται για πολλές περιστάσεις όπως οι ονομαστικές εορτές, τα γενέθλια, οι γάμοι, καθώς και μεγάλες θρησκευτικές εορτές όπως η Πρωτοχρονιά, η Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου και τα Χριστούγεννα. Το Πάσχα, αντίθετα, άργησε να μπει στην εξίσωση και η χρήση καρτών με αυτή τη θεματολογία δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Η κατάσταση αυτή άλλαξε άρδην λίγα χρόνια αργότερα, με αποκορύφωμα τη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων πολέμων, τότε που οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν καταστάσεις ζωής και θανάτου και ένα αβέβαιο μέλλον. Η ανταλλαγή ευχών με εικόνες που πρόβαλλαν την Ανάσταση και την ελπίδα της νέας ζωής, θεμελιώθηκε εκείνα τα χρόνια για να επικρατήσει στις δεκαετίες που ακολούθησαν.

Οι πασχαλινές κάρτες γεννήθηκαν στην Ευρώπη, όταν ένας Άγγλος χαρτοπώλης πρόσθεσε στις έντυπες ευχές το σχέδιο ενός κουνελιού, Έτσι, εμφανίστηκε μια καινούρια ευχετήρια κάρτα, διακοσμημένη με σύμβολα που σχετίζονταν με την περίσταση. Εκτός της θρησκευτικής εικονογραφίας (η Ανάσταση, άγγελοι, περιστέρια, σταυροί, θρησκευτικοί στίχοι κ.λπ.), υπήρχε και η αντίστοιχη κοσμική. Εδώ επικρατούσαν αυγά, κοτοπουλάκια, αλλά και νεαρά κορίτσια που αποτελούσαν σύμβολα τύχης και ελπίδας. Επειδή το Πάσχα φέρει το μήνυμα της νέας ζωής, προστέθηκαν και ανοιξιάτικες εικόνες της φύσης, ιδιαίτερα στο βόρειο ημισφαίριο όπου το Πάσχα και η άνοιξη συμπίπτουν.

Είναι γενικά αποδεκτό ότι το λαγουδάκι του Πάσχα κατέχει τα πρωτεία στην εικονογράφηση αυτών των ευχών. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία και αρχικά ήταν ένας λαγός που γεννούσε αυγά — προσωποποιημένο σύμβολο της καρποφορίας και της καλής τύχης γενικότερα. Οι Λουθηρανοί της Γερμανίας πήραν την παράδοση μαζί τους όταν μετανάστευσαν στην Αμερική. Και από εκεί, όπως με τόσα άλλα πράγματα, επιβλήθηκε εικονογραφικά στον υπόλοιπο κόσμο.

Στην Ελλάδα οι καρτ ποστάλ (επιστολικά δελτάρια στα καθ’ ημάς) κυκλοφορούσαν στην αγορά από το 1880. Τα πρώτα τυπογραφεία που εμπορεύονταν το είδος ανήκαν σε οικογενειακές και συνεταιρικές επιχειρήσεις, με κυριότερες εκείνες των Κ. Βλαστού (1837-1900), Κ. Αντωνιάδη (1839-1893), Χ. Νικολαΐδη-Φιλαδελφέως (1842-1886) και Ν. Γ. Πάσσαρη (1862-1897). Στην παραγωγή τους περιλαμβάνονταν και πασχαλινές κάρτες με εικονογράφηση κυρίως θρησκευτικού περιεχομένου. Σε αυτές προστέθηκαν λίγο αργότερα κάρτες κοσμικού περιεχομένου με στοιχεία εντοπιότητας, όπως το ψήσιμο του οβελία και οι δημοτικοί χοροί με φόντο αρχαία μνημεία, ως υπόμνηση της διαχρονικότητας του Έθνους.

Από το Μεσοπόλεμο και με κορύφωση τις δεκαετίες ’50 και ’ 60, οι πασχαλινές κάρτες εμπλουτίστηκαν με εικόνες ναυτικών (κυρίως τιμονιέρηδων) και πλοίων που σχίζουν τα κύματα. Αυτές στέλνονταν σε αγαπημένα πρόσωπα που δούλευαν σε ποντοπόρα πλοία και οι έντυπες ευχές είχαν σε αυτές τις περιπτώσεις διαφορετική χροιά: «Χριστός Ανέστη από τη γλυκιά μας πατρίδα», «Καλή αντάμωση» κ.λπ. Σε κάποιες κάρτες το σύμβολο της ναυτικής Ελλάδας συνδεόταν συμβολικά με τη στιγμή της Ανάστασης, όπως σε μία όπου ο άγγελος ανοίγει την είσοδο του τάφου για να προβάλλει ο Χριστός, ενώ οι φρουροί είναι σωριασμένοι καταγής τυφλωμένοι από τη θεϊκή λάμψη. Στο φόντο της εικόνας, καταργώντας την πραγματικότητα και τις Γραφές, ένα πλοίο σχίζει τα κύματα συνοδεία της ευχής «Χριστός Ανέστη». Σε κάποια άλλη κάρτα, η Σταύρωση, η Ανάσταση και το απαραίτητο πλοίο συμπαρατάσσονται στη σύνθεση, με την σχετική ευχή δίνεται σε ρίμα: «Στη θάλασσα που βρίσκεσαι / σου εύχομαι γαλήνη / και η Ανάστασις Χριστού / υγεία να σου δίνη».

Σκιτσογράφοι με δόκιμη θητεία στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, βρίσκονταν πίσω από αυτές τις (ανυπόγραφες κατά τα άλλα) καρτ ποστάλ: Νίκος Καστανάκης, Ευάγγελος Σπυρίδωνος, Μιχάλης Γάλλιας, Παύλος Παυλίδης και αρκετοί άλλοι δημιούργησαν μια σειρά «πασχαλινών» εικόνων που κυριάρχησαν στην ανταλλαγή ευχών μέσω ταχυδρομείου. Πέρα από το εικονογραφικό στοιχείο, οι κάρτες αυτές μαρτυρούν τη δεξιοτεχνία των ανθρώπων που τις έφτιαχναν. Πιο εντυπωσιακές είναι εκείνες που αναπτύσσονταν σε δίφυλλα και γίνονται τρισδιάστατες με τη χρήση ειδικών κοπτικών μηχανημάτων. Ανοίγοντας την κάρτα, μέρος της εικονογράφησης (τσούγκρισμα αυγών, ανθρώπινες φιγούρες, πλοία κ.λπ.) αποσπάτο από την υπόλοιπη σύνθεση, δίνοντας την ψευδαίσθηση του βάθους.

Πολλοί ήταν οι τυπογράφοι - εκδότες που τις εμπορεύονταν. Στο πίσω μέρος των καρτ ποστάλ, ήδη από τα τέλη του ’50, αναφέρονταν τα στοιχεία τους, προσφέροντας έτσι μια παράπλευρη μαρτυρία στους μελετητές της ελληνικής τυπογραφίας. Εκτός από εταιρείες που διατηρούσαν ελληνική ταυτότητα (Φωτο Offset Ι. Μακρής, «Δέλτα» Απελλού κ.ά), υπήρχαν και αρκετές με ξενικούς τίτλους, ενδεικτικό της διεύρυνσης του κύκλου εργασιών τους. Μεταξύ άλλων: Edition Theo, ΔΕΠ – Made in Greece, Edition Loucatos Co. Ο τελευταίος, μάλιστα, παρέθετε για διαφημιστικούς λόγους τη διεύθυνση της εταιρείας και το (εξαψήφιο) τηλέφωνό της.

Στις επιλογές του κοινού υπήρχε μια ευρεία γκάμα εικόνων και ευχών, για κάθε γούστο και για κάθε παραλήπτη. Στην πασχαλινή πινακοθήκη πρωταγωνιστούσε ένα μεγάλο και ετερόκλητο πλήθος - όλοι και όλες υπό την κοινή σκέπη του πασχαλινού εορτασμού: Φουστανελάδες του βουνού και τσολιάδες της ανακτορικής φρουράς. Θαλασσοδαρμένοι ναυτικοί και ταξιδιωτικά περιστέρια που μετέφεραν τις ευχές των στεριανών. Βοσκοπούλες του χωριού και νοικοκυρές της πόλης, που τηρούσαν τα έθιμα βάφοντας αυγά ή σχηματίζοντας με την κάπνα του κεριού ένα σταυρό στην είσοδο του σπιτιού τους. Αποκλίνοντας από τα συνήθη θρησκευτικά ή ανοιξιάτικα μοτίβα και υπερβαίνοντας τα… εσκαμμένα, κάποιες καρτ ποστάλ του ’60 απηχούσαν το ελευθεριάζον πνεύμα της εποχής, Σε κάποια από αυτές, μια ημίγυμνη καλλονή τεντώνεται νωχελικά μέσα από το σπασμένο τσόφλι ενός αυγού. Θα μπορούσε να είναι εικονογράφηση του Βάργκας για το Playboy, αλλά έγινε (πιθανότατα) από τον ισάξιο Μιχάλη Γάλλια, δημιουργό της γελοιογραφικής Χοντρής και του Ζαχαρία, καθώς δεκάδων εντυπωσιακών εξωφύλλων του Θησαυρού. Όσο για το πονηρό σημαινόμενο της συγκεκριμένης καρτ ποστάλ, αυτό ουδόλως ακυρώνεται από την ευχή Καλό Πάσχα στο κάτω μέρος της εικόνας.

(Εικονογράφηση: Αρχείο Άρη Μαλανδράκη)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: