«Akmē: Το σημείο στο οποίο κάτι βρίσκεται στην καλύτερη ή στην πιο ανεπτυγμένη του φάση». Έτσι ορίζουν τα αγγλικά λεξικά μια ελληνική λέξη που διατήρησε τη γραφή της σε λατινικούς χαρακτήρες, αλλά και διέσωσε το «η» που έγινε «ē» για την ορθή εκφώνηση. Η ακμή εμφανίστηκε πρώτη φορά τυπωμένη τη δεκαετία του 1560 και γραφόταν με ελληνικά στοιχεία μέχρι περίπου το 1620. Αυτά σε λεξικογραφικό επίπεδο. Στο πεδίο της εμπορικής εφαρμογής, πρώτη υιοθέτησε αυτή τη λέξη ως τίτλο της επιχείρησής της μια αμερικανική αλυσίδα παντοπωλείων που ιδρύθηκε το 1891. Ακολούθησε μια πλημμυρίδα επιχειρήσεων με την ίδια ονομασία, αρκετές εκ των οποίων σώζονται ακόμα. Το Acme συνέφερε για δύο λόγους. Παρέπεμπε στην κορυφή, στο ζενίθ της ποιότητας των εμπορευμάτων, και παράλληλα, λόγω της αλφαβητικής ισχύος των δύο πρώτων γραμμάτων, έμπαινε στην αρχή όλων των εμπορικών και τηλεφωνικών καταλόγων.
Η ―ελληνικότατη― Ακμή στα καρτούν του Γουάιλ Ε. Κογιότ







Το ίδιο παλαιά είναι και η εμφάνιση της συγκεκριμένης φίρμας στην κινηματογραφική οθόνη, ήδη από τη βουβή κωμωδία του Μπάστερ Κίτον «Γείτονες» (1920) και την ταινία ενός άλλου μεγάλου κωμικού της εποχής, του Χάρολντ Λόιντ («Το παιδί της γιαγιάς», 1922). Και στις δύο ταινίες οι πρωταγωνιστές λαμβάνουν δέματα με διαφορετικό περιεχόμενο μεν, από την ίδια εταιρεία, δε. Η παντοδυναμία της Acme στα κινηματογραφικά δρώμενα έμελλε να γνωρίσει την πραγματική της ακμή στα κινούμενα σχέδια της Warner Bros. Σταρ όπως ο Μπαγκς Μπάνι και ο Ντάφι Ντακ έχουν προμηθευτεί φουτουριστικά προϊόντα της (ακτινοπίστολο, μηχανισμός τηλεμεταφοράς κ.ά.). Ένας, ωστόσο, είναι ο σταθερός πελάτης στη λίστα αποστολής των εμπορευμάτων της. Πρόκειται για ένα τσακάλι που το είδος του διαβιεί στην έρημο της νοτιοδυτικής Αμερικής, το οποίο κυνηγά ακατάπαυστα (λόγω πείνας, ή απλώς για τη χαρά του θηρευτή) ένα ταχύτερο στο τρέξιμο πουλί, μέλος της οικογένειας των κούκων. Ο λόγος για τον Γουάιλ Ε. Κογιότ και το μόνιμο στόχο του, Μπιπ-Μπιπ (από το θριαμβικό ήχο του κλάξον κάθε φορά που του ξεφεύγει). Στην προσπάθειά του να το πιάσει, ο επίμονος κυνηγός αποκτά διάφορα περίπλοκα, συχνά γελοία γκάτζετ, από τη φανταστική Acme. Η εταιρεία δεν ορίζεται ποτέ με σαφήνεια, αλλά φαίνεται πως είναι ένας όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων ο οποίος παράγει κάθε τύπου προϊόντα που μπορεί να φανταστεί κανείς, ανεξάρτητα από το πόσο υπερβολικά είναι. Σε κάθε καρτούν το κογιότ παραγγέλνει και δοκιμάζει τα πιο πολύπλοκα γκάτζετ. Και σε κάθε καρτούν αποτυγχάνει με τους πιο απίθανους και θεαματικούς τρόπους. Το αν αυτό είναι αποτέλεσμα λάθους του χρήστη ή ελαττωματικού εμπορεύματος είναι συζητήσιμο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η υπηρεσία παράδοσης της Acme δεν έχει αντίπαλο: Το κογιότ μπορεί να ρίξει την παραγγελία του σε ένα γραμματοκιβώτιο και να έχει στα χέρια του το προϊόν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
Ο δημιουργός της σειράς, Τσακ Τζόουνς, είχε πει ότι βάσισε τον αξιαγάπητα κακό ήρωά του στο βιβλίο του Σάμουελ Κλέμενς «Roughing It». Ο συγγραφέας περιγράφει το κογιότ ως ένα σκελετωμένο και αξιοθρήνητο ζώο που είναι συνεχώς πεινασμένο, σημειώνοντας ότι αποτελεί «ζωντανή αλληγορία της διαρκούς επιθυμίας να κατέχει». Ομοίως, το πνεύμα του Γουάλ Ε. Κογιότ χαρακτηρίζεται από την ανθεκτικότητα και την επιμονή: Όσες φορές και αν τραυματιστεί, συνθλιβεί, ή «εξαερωθεί» από τις συσκευές και τους μηχανισμούς της Acme που στρέφονται εναντίον του, εκείνος πάντα επιστρέφει χάρη στην εκπληκτική του ικανότητα να αντέχει τον πόνο και να συνέρχεται γρήγορα από τις δυσκολίες. Ουδέποτε έχει ακουστεί να διαμαρτύρεται ή να βαρυγκομά για όσα υποφέρει. Συνήθως σιωπά και ό,τι έχει να πει το κάνει δείχνοντας ταμπελάκια στους θεατές που συνοψίζουν τα λόγια του. Σε μια διαφήμιση του Cartoon Network που διαφήμιζε τη σειρά, ρώτησαν τον Γουάιλ Ε. Κογιότ γιατί επιμένει να αγοράζει προϊόντα από την Acme, όταν όλα τα προηγούμενα γκάτζετ που παρήγγειλε στράφηκαν εναντίον του. Η απάντησή του, στο γνωστό ταμπελάκι, έγραφε: «Λόγω καλής πίστωσης».
Με τα χρόνια, η Warner Brothers κυκλοφόρησε έναν κατάλογο της Acme, με μια ευρεία γκάμα προϊόντων που εμφανίζονται στα καρτούν της σειράς. Παράλληλα, η βραβευμένη με Όσκαρ ταινία του Ρόμπερτ Ζεμέκις «Ποιος παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ» (1988), με εξαιρετικό συνδυασμό ζωντανής δράσης και κινουμένων σχεδίων, εξηγεί λεπτομερώς τις εσωτερικές λειτουργίες της Acme. Πολλές σκηνές, με τη συμμετοχή διαφόρων χολιγουντιανών καρτούν (του Κογιότ συμπεριλαμβανομένου, εννοείται) επικεντρώνονται στα προϊόντα της εταιρείας, με κορυφαία σκηνή εκείνη της δολοφονίας του ιδρυτή της, Marvin Acme, που διαδραματίζεται στις κεντρικές αποθήκες των εμπορευμάτων (για πρώτη φορά σε κοινή θέα). Έξι χρόνια πριν την κυκλοφορία αυτής της ταινίας, δημοσιεύτηκε στις σελίδες ενός σατιρικού περιοδικού μια ανατρεπτική εξέλιξη της ολέθριας σχέσης του Κογιότ με την Acme και με τα επώδυνα γκάτζετ που του αποστέλλει. Πιο συγκεκριμένα, από τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβριο του 1982, το περιοδικό National Lampoon παρουσίασε σε συνέχειες την υποτιθέμενη αγωγή που είχε καταθέσει ο Γουάιλ Ε. Κογιότ («εφεξής “ενάγων”» όπως έγραφε το κείμενο) εναντίον της Acme («εφεξής “εναγόμενη”»), για τα ελαττωματικά αντικείμενα που του είχαν αποστείλει. Το περιοδικό «κάλυψε» τη δίκη σαν να ήταν πραγματικό γεγονός. Στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας το Κογιότ είχε δηλώσει ότι σε 85 τουλάχιστον περιπτώσεις αγόρασε, μέσω του τμήματος ταχυδρομικών παραγγελιών της εναγόμενης, διάφορα προϊόντα που του προκάλεσαν σωματικές βλάβες λόγω ελαττωματικής κατασκευής ή ακατάλληλης προειδοποιητικής σήμανσης. Παρότι στο τέλος εμφανίστηκε ο/η (απροσδιόριστου φύλου) Μπιπ Μπιπ για να καταθέσει μεγαλόψυχα υπέρ του Κογιότ αλλά έχασε τη δίκη.

Η δικαστική διαμάχη δεν έληξε εδώ και είχε συνέχεια στις σελίδες ενός άλλου περιοδικού. Την σκυτάλη πήρε αυτή τη φορά το New Yorker, που δημοσίευσε το 1990 ένα ανάλογα πνευματώδες κείμενο του δημοσιογράφου Ίαν Φρέιζερ, με τον εμβαπτισμένο νομικά τίτλο «Coyote vs. Acme». Αφορά μια αγωγή αστικής ευθύνης εναντίον της Acme, προμηθεύτρια ελαττωματικών προωθητικών πυραύλων και χαλασμένων παπουτσιών με ελατήρια, τα οποία είχε την ατυχία να παραγγείλει το Κογιότ σε πολύ περισσότερες της μιας ταινίες.
Από τις σελίδες του New Yorker μέχρι τη μεταφορά αυτής της σουρεαλιστικής ιδέας στον κινηματογράφο μεσολάβησαν σχεδόν 25 χρόνια, χωρίς να έχει καταλήξει η αγωγή στο αρχείο. Μόλις πριν δύο χρόνια ανακοινώθηκε η παραγωγή μιας νέας ταινίας βασισμένης στο άρθρο του Ίαν Φρέιζερ και με τον ίδιο τίτλο. Στο «Coyote vs. Acme», σε σκηνοθεσία Ντέιβ Γκριν και σενάριο Σάμι Μπουρτς, που πρόκειται να βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες το 2026, η γνωστή δικαστική διαμάχη ξεκινά για μια ακόμα φορά. Η έκβασή της, ωστόσο, παραμένει επτασφράγιστο μυστικό, για ευνόητους διαφημιστικούς λόγους.