Σκίτσα που απέκτησαν ζωή

Σκίτσα που απέκτησαν ζωή

«Γράφε Ανεργίτσα, καλό μου κοριτσάκη
Να σου υπαγορέφσο ένα παραμιθάκη.
Θα σου τα λέγω, αργά ομιλών,
Μπας κε πάρουμε τίποτα ψιλών:
“Κράτος, χώρα μπερδεμένη,
και στο Νάτο τυλιγμένη.
Δόστου κλώτσο ν’ αρχινήση
δυτικούς να προσκυνήση”».

Με αυτούς τους στίχους, αυτή τη σύνταξη και αυτή την (αν)ορθογραφία, σατίριζε ο Χρύσανθος Μποσταντζόγλου, γνωστός σε όλους ως Μποστ, τα στραβά και ανάποδα μιας απόμακρα κοντινής εποχής. Το έκανε χρησιμοποιώντας ως όχημα μια «αιρετική» οικογένεια: τη μαμά Ελλάδα και τα δύο ορφανά της, Ανεργίτσα και Πειναλέοντα, αμφότερα με προφανείς σημάνσεις στα βαφτιστικά τους ονόματα.

Η διάσημη τριάδα πρωτοεμφανίστηκε το 1958 από την τακτική στήλη με τίτλο «Το μποστάνι του Μποστ», που κρατούσε ο διαχρονικός γελοιογράφος στον Ταχυδρόμο. Η ρακένδυτη μαμά με την ασπίδα και το κράνος ενός προ πολλού απολεσθέντος κλέους, η Ανεργίτσα με τον φιόγκο στα μαλλιά και το «βιβλιάριο προικοδοτήσεως απόρων κορασίδων» στο χέρι και ο Πειναλέων (γνωστός και ως «πρίγκηψ της Αμασείας») με το ναυτικό πηλήκιο και την σφεντόνα, έγιναν οι τρεις πλέον γνωστοί ήρωες στο γελοιογραφικό σύμπαν του Μποστ. Τόσο γνωστοί και δημοφιλείς, ώστε τρία χρόνια μετά το ντεμπούτο τους στις σελίδες απέκτησαν σάρκα και οστά και ανέβηκαν στο θεατρικό σανίδι, παίζοντας (κυριολεκτικά και μεταφορικά) σε μια θρυλική παράσταση.

Ήταν 9 Ιουνίου του 1962, όταν εγκαινιάστηκε το θέατρο Παρκ στο ελληνικό Μπροντγουέι, τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Εναρκτήρια, πανηγυρική παράσταση, η Όμορφη πόλη. Μία φιλόδοξη και πολυπρόσωπη παραγωγή, με δημιουργό τον Μίκη Θεοδωράκη. Η παράσταση αυτή, μάλιστα, αποτέλεσε το αντίπαλο δέος σε μία άλλη παράσταση που δινόταν λίγο πιο κάτω, στο θέατρο Μετροπόλιταν. Ήταν η Οδός Ονείρων του Μάνου Χατζιδάκι που μαζί με την παράσταση του Θεοδωράκη έγιναν το καλοκαίρι εκείνο οι δύο κυρίαρχοι πόλοι έλξης του κοινού και θέμα συζήτησης για πολλά χρόνια.

Οι συντελεστές πολλοί και εκλεκτοί. Τα κείμενα υπέγραφαν ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μέντης Μποσταντζόγλου (Μποστ). Ο Μιχάλης Κακογιάννης ανέλαβε την σκηνοθεσία. Τα τραγούδια της παράστασης ήταν σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου, Ερρίκου Θαλασσινού, Άκου Δασκαλόπουλου (με ψευδώνυμο Χριστοφέλης) και Μέντη Μποσταντζόγλου. Τα απέδιδαν επί σκηνής οι Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Γιάννης Βογιατζής και Ντόρα Γιαννακοπούλου (σε πρώτη εμφάνιση ως τραγουδίστρια), ενώ συμμετείχαν εκτάκτως οι Στέλιος Καζαντζίδης – Μαρινέλλα, Μανώλης Χιώτης – Μαίρη Λίντα και η Γιοβάννα. Τραγουδούσαν επίσης οι ηθοποιοί Άννα και Μαρία Καλουτά και Ανδρέας Ντούζος. Τους συνόδευε η λαϊκή ορχήστρα του Μίκη Θεοδωράκη και εικοσαμελής χορωδία του Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής (με ένα από τα μέλη της χορωδίας την Μαρία Φαραντούρη), υπό τη διεύθυνση του Μάνου Λοΐζου.

Στο θίασο συμμετείχαν, μεταξύ πολλών άλλων, οι Άννα και Μαρία Καλουτά, Κώστα Ρηγόπουλος, Μάρθα Καραγιάννη, Κατερίνα Γώγου, Ανδρέας Ντούζος και Ταϋγέτη, χόρευε το ζευγάρι Βαγγέλης Σειληνός – Ελένη Προκοπίου και συμμετείχε το μπαλέτο της Ηρούς Σισμάνη. Τα σκηνικά και τα κοστούμια ήταν του Βασίλη Φωτόπουλου και του Μποστ, με τον τελευταίο να υπογράφει επίσης το πρώτο μέρος της παράστασης, απογειώνοντας την σκηνή με την σπαρταριστή παρουσία των τριών ηρώων του.

Ιούνιος 1961, καμαρίνια θεάτρου Παρκ: η Σμάρω Στεφανίδου (μαμά Ελλάς), η Μαρία Κωνσταντάρου (Ανεργίτσα) και ο Γιάννης Μαλούχος (Πειναλέων) δίνουν σάρκα και οστά στα διάσημα σκίτσα.
Ιούνιος 1961, καμαρίνια θεάτρου Παρκ: η Σμάρω Στεφανίδου (μαμά Ελλάς), η Μαρία Κωνσταντάρου (Ανεργίτσα) και ο Γιάννης Μαλούχος (Πειναλέων) δίνουν σάρκα και οστά στα διάσημα σκίτσα.

Τους ομώνυμους ρόλους ενσάρκωσαν η Σμάρω Στεφανίδου (μαμά Ελλάς), η Μαρία Κωνσταντάρου (Ανεργίτσα) και ο Γιάννης Μαλούχος (Πειναλέων). Φορώντας τα ίδια ρούχα και κουβαλώντας τα ίδια αξεσουάρ που χαρακτήριζαν τα σκίτσα, μετέφεραν (δια ζώσης, πλέον) τα καυστικά σχόλια του σκιτσογράφου-θεατρικού συγγραφέα. Το πολιτικό σκηνικό, η οικονομία, τα υπό διωγμό δημοκρατικά δικαιώματα, οι απόηχοι των φοιτητικών συλλαλητηρίων της εποχής πέρασαν στις ατάκες των τριών ηθοποιών. Μπορεί να αποδόθηκαν χωρίς τις (εμφανείς στους –έντυπους– διαλόγους) ανορθογραφίες, αλλά με κυρίαρχη την ιδιόμορφη γλώσσα και το ασύντακτο συντακτικό που έβαζε στο στόμα των ηρώων του ο Μποστ.

Σκίτσα που απέκτησαν ζωή

Η μαμά Ελλάς, η Ανεργίτσα και ο Πειναλέων δεν ήταν οι πρώτοι, ούτε οι μόνοι, που δραπέτευσαν από το χαρτί, αποκτώντας τη φωνή που τους έλειπε. Πριν από αυτούς, το ζευγάρι «Χοντρή και Ζαχαρίας» του σκιτσογράφου Μιχάλη Γάλλια, που έγραψε ιστορία στο γελοιογραφικό οπισθόφυλλο του περ. Θησαυρός, είχε δώσει τα θεατρικά του διαπιστευτήρια. Η μετάβαση από το χαρτί στο θεατρικό σανίδι συνέβη το 1948, στο θέατρο Θέτις του Βόλου. Εκεί, ο θίασος του Παρασκευά Οικονόμου (Κώστας Χατζηχρήστος, Ζωζώ Σαπουντζάκη, Φωφώ Χαρμπή, Μητσάρας κ.ά.) παρουσίασε τη μουσική κωμωδία του Στέλιου Δόξα «Η Χοντρή και ο Ζαχαρίας».

Σκίτσα που απέκτησαν ζωή

Είναι άγνωστο (στον γράφοντα, τουλάχιστον) ποιοι υποδύθηκαν τους δυσανάλογους σωματικά ήρωες, της πελώριας Χοντρής και του λιλιπούτειου Ζαχαρία (σατιρική αυτοπροσωπογραφία του ίδιου του σκιτσογράφου). Είναι γνωστοί, ωστόσο, οι δύο επίγονοί τους στο σινεμά: το 1963, το αμίμητο ζευγάρι έκανε ένα πέρασμα και από τη μεγάλη οθόνη. Τη χρονιά εκείνη προβλήθηκε η κωμωδία του Ηλία Μαχαίρα «Η Χοντρή και ο Ζαχαρίας», με την Κατερίνα Δεληγιαννίδου και τον Νίκο Χρηματόπουλο να ενσαρκώνουν (αρκετά... πειστικά ως προς τον σωματότυπο), τα δύο σκίτσα.

 (Εικονογράφηση: αρχείο Α. Μαλανδράκη)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: