Dave Brown: Η επικαιρότητα σε παρωδίες της κλασικής ζωγραφικής

Ο Ντέιβ Μπράουν στο ατελιέ του (φωτο: Kasia Kowalska)
Ο Ντέιβ Μπράουν στο ατελιέ του (φωτο: Kasia Kowalska)

 

Η Γκαλερί των Απατεώνων (Rogues’ Gallery στη διεθνή ορολογία) αναφέρεται στις φωτογραφίες καταζητούμενων κακοποιών ή υπόπτων, που δημοσιεύονται από την αστυνομία για τον εντοπισμό τους. Κατ’ επέκταση, χρησιμοποιείται χιουμοριστικά ή ειρωνικά για δυσάρεστα ή ανεπιθύμητα πρόσωπα. Αυτός ακριβώς ο όρος αποτελεί τον τίτλο μιας –διάσημης, πλέον– σειράς γελοιογραφιών που δημοσιεύονται στο βρετανικό τύπο. Δημιουργός της είναι ο Ντέιβ Μπράουν (Dave Brown), ο οποίος δίνει κάθε Σάββατο ραντεβού με τους αναγνώστες της εφημερίδας The Independent, για να τους ξεναγήσει σε αυτή τη μοναδική στο είδος της γκαλερί. Οι δικοί του «απατεώνες» δεν έχουν σχέση με τους κοινούς κακοποιούς των αστυνομικών δελτίων. Ενίοτε, αποδεικνύονται χειρότεροι. Πρόκειται για πρόσωπα της βρετανικής και της διεθνούς πολιτικής σκηνής που δεν παρελαύνουν στις γελοιογραφίες της σειράς ως φωτογραφικά πορτρέτα, όπως οι καταζητούμενοι «ομόλογοί» τους, αλλά εντάσσονται –κυριολεκτικά- σε συνθέσεις κλασικών πινάκων ζωγραφικής.

Ο Ντέιβ Μπράουν εμπνέεται από τους μεγάλους δασκάλους του χρωστήρα για να σχολιάσει τους ταραγμένους καιρούς μας. Το πνεύμα των διάσημων ζωγράφων μοιάζει να καθοδηγεί τα πινέλα του στον ευρύ καμβά της σύγχρονης πολιτικής σκηνής. Διόλου τυχαίο, αφού, εκτός της γελοιογραφίας, διατηρεί στενή σχέση με τη ζωγραφική και τα εικαστικά γενικότερα. Σπούδασε Καλές Τέχνες, ασκήθηκε ως ζωγράφος, αλλά η κρίσιμη στροφή στην καριέρα του έγινε το 1989, όταν κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό πολιτικής γελοιογραφίας των Sunday Times και έκτοτε αφοσιώθηκε σε αυτό. Εκτός των Sunday Times, δούλεψε ως γελοιογράφος στις εφημερίδες Guardian, Financial Times, Daily Express, Economist κ.ά., πριν εγκαινιάσει την «γκαλερί» του, το Νοέμβριο του 1996, στις σελίδες της εφημερίδας The Indepedent, Έχοντας κερδίσει αρκετά σημαντικά βραβεία και διεθνείς διακρίσεις (μεταξύ άλλων, το 2002 ανακηρύχθηκε Γελοιογράφος της Χρονιάς από το Cartoon Art Trust και το 2004 κέρδισε το ανάλογο βραβείο από το Political Cartoon Society), ο Ντέιβ Μπράουν ορίζει τον εαυτό του ως «οπτικό δημοσιογράφο» και μας συστήνεται στη συνέντευξη που ακολουθεί. Ο ίδιος έστειλε για την εικονογράφηση του παρόντος κάποιες ενδεικτικές γελοιογραφίες της σειράς, δημοσιευμένες τα τρία τελευταία χρόνια, μαζί με τους κλασικούς πίνακες που τις «στέγασαν», ενώ επιμελήθηκε και τις λεζάντες για να υπενθυμίσει τα γεγονότα που αποτέλεσαν την πηγή έμπνευσης.

 

«Ο Εκλεκτός» (24/8/2019). Ο Ντόναλντ Τραμπ ζητά να γίνει εκ νέου δεκτή στους G7 η Ρωσία. Η CIA πιστεύει ότι η Ρωσία ανακατεύτηκε στις προεδρικές εκλογές του 2016 υπέρ του Τραμπ, που ήταν ο εκλεκτός του Πούτιν και για τις εκλογές του 2020. Μιχαήλ Άγγελος: «Η Δημιουργία του Αδάμ» (περ. 1508-1512) «Νέα Αυγή..;» (4/1/2020). Κερδίζοντας τις εκλογές του 2019, ο Μπόρις Τζόνσον υπόσχεται μια νέα αυγή για τη Βρετανία εκτός της Ε.Ε. Όμως, μια σειρά ανελεύθερων μέτρων στο πρόγραμμά του υποδηλώνουν ότι μπορεί να  είναι η δύση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Κλοντ Μονέ: «Λονδίνο, το Κοινοβούλιο. Ήλιος μέσα από την ομίχλη» (1904) «Ο Ξανθός οδηγεί τους Πειθήνιους» (16/5/2020). «Ακολουθείστε με… Ακολουθώ την επιστήμη». Ο Μπόρις Τζόνσον υποστηρίζει ότι ακολουθεί πιστά την επιστήμη για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι αποφάσεις του, εντούτοις, οδηγούν τη χώρα στον υψηλότερο δείκτη θανάτων στην Ευρώπη. (Εδώ οδηγεί τους «yes men» υπουργούς του, Τζένρικ, Ράαμπ και Χάνκοκ) Πίτερ Μπρίγκελ ο πρεσβύτερος: «Τυφλός που οδηγεί τυφλούς» (1568) «Ο Ουάσινγκτον ξεπερνά τα όρια» (6/6/2020). «Επίθεση!» Ο Τραμπ απειλεί να χρησιμοποιήσει στρατεύματα εναντίον των διαδηλωτών του κινήματος Black Lives Matter. Αρκετοί από τους στρατιωτικούς διοικητές του, πάντως, είναι αντίθετοι με αυτή την ιδέα. Εμάνουελ Λόιτσε: «Ο Ουάσινγκτον διασχίζει τον ποταμό Ντελαγουέρ» (1851) «Παίρνοντας μια ελευθερία» (13/6/2020). Η δρακόντεια στάση του Τραμπ αποτελεί επίθεση στο βασικό δικαίωμα διαμαρτυρίας, κάτι που μπορεί να αποδειχθεί επιζήμιο για τον ίδιο. Νόρμαν Ρόκγουελ: «Το Άγαλμα της Ελευθερίας» (1946). Στη θητεία του Ομπάμα ο πίνακας κρεμόταν στο Οβάλ Γραφείο. Αφαιρέθηκε όταν ανέλαβε ο Τραμπ. «Βενζινάδικο» (8/10/2021). Ο Μπόρις Τζόνσον αρνείται ότι οι ελλείψεις βενζίνης και οι αυξανόμενες τιμές του φυσικού αερίου είναι αποτέλεσμα του Brexit. Ωστόσο, οι υποσχέσεις του για οικονομική άνθηση μετά την αποχώρηση από την ΕΕ φαίνεται ότι καταρρέουν. Έντουαρντ Χόπερ: «Βενζινάδικο» (1940) «Ο ανόητος γιος» (15/1/2022). «Όπως το βλέπω Άντριου, υπάρχει ακόμα μια θέση για σένα στο βασιλικό πυροβολικό». Υπό το φως της αγωγής για σεξουαλική κακοποίηση της Βιρτζίνια Τζιουφρέ από τον πρίγκιπα Άντριου, η βασίλισσα τού αφαιρεί τον στρατιωτικό τίτλο. (One Son Galoot, λογοπαίγνιο του one gun salute, κανονιοβολισμός για εορταστικό χαιρετισμό και galoot, το ανόητο ή αδέξιο άτομο). Τόμας Γκέινσμπορο: «Ο λόρδος Τζον Χέρβεϊ» (περ. 1783) «Ο Θεριστής» (12/3/2022). «Όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, Όου!» Ο ζοφερός θεριστής Πούτιν προσπαθεί να καταστρέψει την Ουκρανία, αλλά προκαλεί ζημιά στον ίδιο τον εαυτό του. Βίνσεντ βαν Γκογκ: «Ο Θεριστής» (1889) «La Chasse / Το Κυνήγι» (10/4/2022). Γαλλικές εκλογές: Ο Μακρόν γαντζωμένος στον κόκορα – εθνικό σύμβολο της χώρας, με την Μαρί Λε Πεν να τον ακολουθεί έχοντας αρπάξει την πλουμιστή ουρά. Ευγένιος Ντελακρουά: «Ο Tam O'Shanter καταδιώκεται από μάγισσες» (1849) «Πορτρέτο με μαυρισμένο μάτι» (7/5/2022). Οι ιστορίες που διέρρευσαν ότι ο Μπόρις Τζόνσον παραυρέθηκε σε πολλά πάρτι στην Ντάουνινγκ Στριτ, σε περιόδους που τέτοιες συγκεντρώσεις απαγορεύονταν λόγω καραντίνας, απειλούν την πρωθυπουργία του. Λούσιαν Φρόιντ: «Αυτοπροσωπογραφία με μαυρισμένο μάτι» (1978)

 

 

 

Συνέντευξη

 

Σπούδασες με σκοπό να γίνεις ζωγράφος. Πώς άλλαξες διαδρομή και έγινες τελικά γελοιογράφος;

«Σπούδασα Καλές Τέχνες στο Πανεπιστήμιο του Λιντς, στα τέλη της δεκαετίας του '70, με τη φιλοδοξία να γίνω επαγγελματίας ζωγράφος. Μετά την αποφοίτησή μου, δίδαξα τέχνη για τρία χρόνια, αλλά τα παράτησα για να αφοσιωθώ αποκλειστικά στη ζωγραφική. Έπρεπε όμως να συντηρήσω τον εαυτό μου κάνοντας διάφορες περιστασιακές δουλειές: από γραφιστική και σκηνογραφίες θεάτρου, μέχρι ταχυμεταφορές με τη μοτοσυκλέτα μου. Χρειάστηκε λίγος χρόνος για να συνειδητοποιήσω ότι κάτι που μέχρι τότε αποτελούσε μια παράπλευρη διασκεδαστική ασχολία, το σκιτσάρισμα εννοώ, θα μπορούσε να γίνει δουλειά πλήρους απασχόλησης. Η βράβευσή μου, το 1989, στο Διαγωνισμό Πολιτικής Γελοιογραφίας των Sunday Times αποδείχθηκε καταλυτική. Την ίδια εποχή έχασα το στούντιο μου -κατεδαφίστηκε για να κτιστεί ένα πολυώροφο κτήριο. Αυτό ήταν καθοριστικό για τη μετάβασή μου από τη ζωγραφική στη γελοιογραφία. Θα ακουστεί αστείο, αλλά ήταν κυρίως ζήτημα χωρητικότητας. Δεν μπορούσα να βρω αλλού προσιτό εμβαδόν για να δουλέψω τους πολύ μεγάλους καμβάδες μου. Καθώς η ζωγραφική μου είχε πάντα πολιτικά και κοινωνικά κίνητρα, ήταν λογικό να συνεχίσω ως πολιτικός σκιτσογράφος. Μια μορφή τέχνης που μπορούσε να εξασκηθεί στο μικροσκοπικό διαμέρισμά μου, στο Λονδίνο, αποδίδοντας ένα σταθερό και ικανοποιητικό εισόδημα.»

Τι σημαίνει για σένα η πολιτική σάτιρα και πώς βλέπεις τον εαυτό σου σε αυτό το πεδίο;

«Ο πολιτικός γελοιογράφος είναι σαν το γελοιογράφο των απλών “μονοσήμαντων” αστείων, με μια διαφορά: Πρέπει να σε κάνει να γελάσεις, αλλά με σκοπό. Δεν έχει νόημα ένας πολιτικός γελοιογράφος χωρίς ισχυρή πολιτική φιλοσοφία. Από την άλλη, υπάρχει πάντα η ανάγκη να προκαλούμε τους αναγνώστες και να μην αντικατοπτρίζουμε απλώς τις δικές τους απόψεις. Είναι ενδιαφέρον ότι η πλειοψηφία των πολιτικών γελοιογράφων (σίγουρα στο Ηνωμένο Βασίλειο) φαίνεται να προέρχεται από την αριστερά του πολιτικού φάσματος, επειδή το επάγγελμα αυτό είναι από τη φύση του αντικαθεστωτικό. Η γελοιογραφία είναι μια μορφή τέχνης με εκπληκτικά ευρεία γλώσσα, που συνδυάζει εικόνες και λέξεις. Παρόλο που είναι στατική και δισδιάστατη, μπορεί να μεταφέρει κίνηση, χρόνο και ακόμη και ήχο. Εικονιστική και σε ένα βαθμό ρεαλιστική, η γελοιογραφία μπορεί να δημιουργήσει μια εκπληκτική γκάμα φανταστικών χαρακτήρων και σουρεαλιστικών σκηνικών που θα κόστιζαν στο Χόλιγουντ εκατομμύρια, όλα φτιαγμένα με μαρκαδόρους, πενάκια, πινέλα και χρώματα. Ο πολιτικός γελοιογράφος μπορεί να βασιστεί σε ένα ευρύ φάσμα αναφορών από την καθημερινή ζωή, τη λαϊκή κουλτούρα και την υψηλή τέχνη για να ανατρέψει και να πει την άποψή του. Η γελοιογραφία μπορεί να είναι (παραπλανητικά) απλή και λιτή στη γραμμή της. Ωστόσο, ο χώρος που παραχωρήθηκε, ιστορικά, από τις βρετανικές εφημερίδες στην πολιτική γελοιογραφία, οδήγησε σε μια παράδοση συχνά εκλεκτού σχεδιασμού.»

Τι από τα δύο συμβαίνει συχνότερα στη δουλειά σου: Η γελοιογραφική ιδέα σε οδηγεί στην αναζήτηση του «συμβατού» πίνακα ζωγραφικής, ή ο πίνακας γίνεται ο γεννήτορας της ιδέας;

«Η διαδικασία δημιουργίας της ιδέας για μια γελοιογραφία στο Rogues’ Gallery είναι αναγκαστικά αρκετά ρευστή. Μπορεί να έχω μια αρχική ιδέα και μετά να προσπαθήσω να βρω έναν πίνακα που να είναι συμβατός με αυτή. Ωστόσο, παρά τη μεγάλη συλλογή βιβλίων τέχνης που έχω, τις πολλές ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες εικόνων και όλες τις πηγές του Διαδικτύου στις οποίες ανατρέχω, μερικές φορές απλώς δεν μπορώ να βρω ένα “ταίριασμα”. Άλλες φορές πάλι, μπορεί να μου έρθει στο μυαλό ένας συγκεκριμένος πίνακας, προτού έχω κάποια ιδέα για το πώς μπορώ να τον χρησιμοποιήσω. Απλώς νιώθω ότι μου κάνει. Σε κάποιες ευτυχείς, αλλά σπάνιες περιπτώσεις, η γελοιογραφική ιδέα και ο πίνακας ζωγραφικής έρχονται μαζί στο μυαλό μου. Πιο συχνά, όμως, η διαδικασία αυτή είναι ένας χορός στον οποίο η ιδέα και ο πίνακας δοκιμάζουν τα βήματά τους μέχρι να ταιριάξουν. Φυσικά, κάποιοι από τους πίνακες που “τροφοδότησαν” τη Rogues’ Gallery έχουν χρησιμοποιηθεί περισσότερες από μία φορές. Για παράδειγμα, ο Μακρόν, ο Ολάντ, ο Σαρκοζί και ο Σιράκ εμφανίστηκαν κατά καιρούς με την όψη του Ναπολέοντα, στον κλασικό πίνακα του Ζακ-Λουί Νταβίντ “Διασχίζοντας τις Άλπεις” (1801). Ωστόσο, όταν “επαναχρησιμοποιώ” έναν πίνακα, προσπαθώ πάντα να κάνω κάτι διαφορετικό. Στην προκειμένη περίπτωση, το άλογο του Ναπολέοντα έχει παρουσιαστεί και με άλλες μορφές ζώων, με άλλους πολιτικούς ως αναβάτες, ενώ κάποιες φορές ο Ναπολέων εμφανίστηκε γαντζωμένος από την κοιλιά του αλόγου, αντί να βρίσκεται καβάλα σε αυτό.»

Πώς προέκυψε η ιδέα της Rogues’ Gallery και πόσοι παραλλαγμένοι πίνακες έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα;

«Η σειρά εμφανίστηκε αρχικά στους Sunday Times, τη δεκαετία του 1990. Εκείνη την εποχή, παρόλο που είχα αρκετή δουλειά ως ελεύθερος επαγγελματίας σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, δεν είχα σταθερή θέση στη σύνταξη κάποιας εφημερίδας. Έτσι, η σειρά που βασίστηκε σε κλασικούς πίνακες ζωγραφικής, έγινε με σκοπό να είναι κάτι διαφορετικό από την κύρια πολιτική γελοιογραφία (εκείνη την εποχή τη σχεδίαζε ο Τζέραλντ Σκαρφ) και να μπορεί να δημοσιεύεται παράλληλα με αυτή. Δυστυχώς, λόγω εντολών των –αναπόφευκτων– διαφημιστικών εταιρειών, η σειρά δεν ήταν σειρά. Δημοσιευόταν ακανόνιστα και απογοητευμένος σταμάτησα να τη σχεδιάζω. Το 1996 μου πρότειναν τη θέση του επικεφαλής πολιτικού γελοιογράφου στην εφημερίδα The Independent, αρχικά δημοσιεύοντας από μια γελοιογραφία για πέντε ημέρες την εβδομάδα. Το 2004 μου ζήτησαν να κάνω μια ακόμα γελοιογραφία, για την έκδοση του Σαββάτου, και αυτό αποδείχθηκε η τέλεια ευκαιρία να αναβιώσω τη Rogues’ Gallery. Έκτοτε, δημοσιεύεται ανελλιπώς, εκτός φυσικά των θερινών διακοπών μου, αθροίζοντας μέχρι σήμερα περισσότερες από 800 γελοιογραφίες.»

Υπάρχουν καλλιτέχνες που θαυμάζεις και έχεις χρησιμοποιήσει πίνακές τους περισσότερες φορές απ’ ότι άλλων ζωγράφων;

«Μεταξύ των αγαπημένων μου είναι ο Καραβάτζο, ο Βελάσκεθ, ο Ρέμπραντ, ο Γκόγια, ο Τέρνερ και ο Μανέ, αλλά οι ζωγράφοι που αποδεικνύονται πιο κατάλληλοι για αντιγραφή δεν είναι απαραίτητα εκείνοι που θαυμάζει περισσότερο το κοινό. Οι Άγγλοι Προραφαηλίτες δεν είναι πολύ του γούστου μου, αλλά η αφηγηματική φύση της δουλειάς τους και η βικτοριανή ηθική που αποπνέουν, μπορεί να είναι κατάλληλα στοιχεία για μια γελοιογραφία. Ένας ζωγράφος που θαυμάζω ιδιαίτερα και μου αρέσει να μεταφέρω τους πίνακές του στη Rogues’ Gallery είναι ο Βαν Γκογκ. Ενώ οι περισσότερες γελοιογραφίες μου γίνονται με μαρκαδόρο, σινική μελάνη και στη συνέχεια χρωματίζονται με ακουαρέλες, ο Βαν Γκογκ με υποχρέωσε να εγκαταλείψω τη λεπτή γραμμή, να χρησιμοποιήσω πιο φαρδιά πινέλα και αδιαφανή γκουάς ή ακρυλικά, για να μπορέσω να αναπαράγω πειστικά τις πινελιές του. Παρά τη διαφορά στα υλικά και στην κλίμακα, παρά τις χιουμοριστικές “ελευθερίες” που παίρνω από τις πρωτότυπες συνθέσεις, οι παλιοί μάστορες (και περιστασιακά κάποιες παλιές μαστόρισσες) με έχουν διδάξει πολλά για τις συνθέσεις, τις χρωματικές παλέτες και το κιαροσκούρο τους.»

Στη μακρόχρονη πορεία αυτής της γκαλερί έχουν «ποζάρει» πολλοί πρωθυπουργοί και αρχηγοί κρατών. Ποιος είναι καλύτερος σε γελοιογραφική απόδοση και γιατί;

«Συχνά με ρωτούν ποιους πολιτικούς μου αρέσει να βάζω στις γελοιογραφίες μου. Νομίζω ότι κατά κάποιο τρόπο οι χαρακτήρες που έλκουν περισσότερο ένα γελοιογράφο είναι αυτοί ακριβώς που μισεί περισσότερο. Οι καλύτερες καρικατούρες δεν έχουν απλώς φυσικές ομοιότητες, σε υπερβολικό τόνο, με τους εικονιζόμενους. Αποτελούν, ας μου επιτραπεί η έκφραση, κομμάτια ψυχολογικής “δολοφονίας” χαρακτήρων. Σε κάποιο βαθμό, ο γελοιογράφος μπορεί να συμβάλλει στον καθορισμό του χαρακτήρα ενός πολιτικού στη συνείδηση του κοινού. Παρόλο που δεν θα ήθελα να ισχυριστώ ότι έχουμε μεγάλη επιρροή στα γεγονότα, νομίζω ότι μπορούμε να είμαστε μέρος του κινέζικου βασανιστηρίου της σταγόνας, που μπορεί τελικά να διαβρώσει τη θέση τους. Ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν πολύ εύκολος για καρικατούρα, καθώς η εμφάνισή του ήταν πολύ χαρακτηριστική, Από την άλλη, κάποιος σαν και αυτόν, που έκανε και κάνει τόσα πολλά για να δείχνει γελοίος, μπορεί να δώσει στον σκιτσογράφο πολύ λίγο χώρο για ελιγμούς. Ομοίως, ο Μπόρις Τζόνσον αποδείχθηκε πολύ εύκολος στη σχεδίαση, αλλά όχι απαραίτητα εύκολος στη γελοιογράφηση. Είναι απλό να πετύχεις μια ομοιότητα και είναι πολύ εύκολο να τον απεικονίσεις ως μια φιγούρα κλόουν. Αλλά αυτό ανταποκρίνεται μόνο με την καρικατούρα που ο ίδιος είχε δημιουργήσει για τον εαυτό του. Ο Τζόνσον δεν ήταν ένας ανίκανος ηλίθιος ή ένας αξιαγάπητος “μπούφος”. Είναι σημαντικό ο σκιτσογράφος να αφαιρέσει αυτή την εικόνα για να αποκαλύψει το αληθινά απατηλό, ηθικά χρεοκοπημένο άτομο που υπάρχει από κάτω.»

Πώς έχουν αντιδράσει Βρετανοί πολιτικοί βλέποντας τους εαυτούς τους πρωταγωνιστές σε αυτή την ανελέητα σατιρική σειρά;

«Κάποτε αρκετοί Βρετανοί πολιτικοί ήταν μανιώδεις συλλέκτες γελοιογραφιών που τους απεικόνιζαν. Δεν είναι ποτέ σοφό για έναν πολιτικό να παραπονιέται για μια γελοιογραφία που τον έχει ενοχλήσει. Τον κάνει να φαίνεται χωρίς χιούμορ και θυμίζει εκείνους τους αυταρχικούς ηγέτες που θέλουν να φυλακίζουν σκιτσογράφους και δημοσιογράφους. Όχι, ο έξυπνος πολιτικός ζητά να αγοράσει το πρωτότυπο. Κάτι τέτοιο τον κάνει να φαίνεται πιο ανθρώπινος, αλλά την ίδια στιγμή κάνει τον σκιτσογράφο να νιώθει ότι απέτυχε στην επίθεσή του. Όταν ένας πολιτικός αγοράζει μια γελοιογραφία μου που τον αφορά, αυτό με κάνει πάντα να αποφασίζω να είμαι πιο βάναυσος στη μεταχείρισή του την επόμενη φορά. Ωστόσο, έχω παρατηρήσει ότι πολύ λίγοι από τους σημερινούς πολιτικούς στη χώρα μου ενδιαφέρονται να αγοράσουν κάποια γελοιογραφία. Αν αυτό λέει περισσότερα για τους σημερινούς πολιτικούς ή για τη βαρβαρότητα των γελοιογραφιών, δεν το γνωρίζω.»

 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: