Αχνή Σκιαγραφία τής Θλίψης και της Ακανόνιστης Προόδου της Λήθης

Αχνή Σκιαγραφία τής Θλίψης  και της  Ακανόνιστης Προόδου της Λήθης



[ Τέταρτο μέρος ]

Des êtres se rencontrent et une douce musique sélève dans leurs coeurs
―Jens August Schade

I found a body in a taxi and it was me. The body was made of marble. The taxi was made of smoke. The millennia got lost down an alley and returned, out of order
―Eva H. D.

They blur together into a mass, into a notion, into the moth-eaten coat of memory
― 
Charlie Kaufman

α. Μέμνησο! Και βάλε μπροστά τη ματσαράγκα των συνειρμών, κάθε μαραφέτι (σημειωματάρια, πολαρόιντ, μαγνητόφωνα, στυλογράφοι, σπαράγματα σκέψεων, θραύσματα θραυσμάτων) συμβάλλει, καθώς τρέχει, πιλαλάει, ο νους, ωκύπους & τροχιοδεικτικός, στους λειμώνες των αναμνήσεων, καθώς θεάσαι για δεύτερη φορά (και, το δίχως άλλο, θα ακολουθήσουν κι άλλες, πολλές, πάμπολλες άλλες) την είκοσι εφτά λεπτών φιλμική ποίηση του κυρίου Τσάρλι Κάουφμαν [Charlie Kaufman] και της δεσποινίδος Εύας Χ. Ντ. [Eva H. D.], ήτοι το προυστικό, μεταπρουστικό και διαπρουστικό επίτευγμα How to Shoot a Ghost —27 λεπτά επί δέκα επί τριάντα επί σαράντα, λογάριασε!— και σα μαγεμένο το μυαλό σου φτερουγίζει ελέω Τσάρλι και Εύας στις σελίδες όλες του Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο ( 448 συν 496 συν 576 συν 512 συν 420 συν 296 συν 404, λογάριασε!), κι αυτό όχι μόνον διότι συνέπεσε η τέταρτη (μία ανά δεκαετία) ανάγνωση/απόλαυση του έργου με την περιπέτεια, σχεδόν αδιανόητα μυθιστορηματική, και σίγουρα απολύτως ποιητική, του How to Shoot a Ghost, αλλά και διότι το ειρημένο How to Shoot a Ghost επιτελεί μια πύκνωση του χρόνου (σε 27 λεπτά, η Ιστορία/History και οι ιστορίες/stories της πόλης μας —από τον Θουκυδίδη και τον λοιμό στην Κατοχή και τον λιμό, από το σπαραγμένο ρεμπέτικο του Ανέστου Δελιά στην σουγιαδιασμένη ποίηση της Κατερίνας Γώγου, από τα ματωμένα Δεκεμβριανά στο εξεγερμένο Πολυτεχνείο— τα πάντα όλα σε μια χρονοκάψουλα από σελιλόζη).

β. «Κάποια στιγμή στη ζωή, η ομορφιά του κόσμου αρκεί. Δεν χρειάζεται να τη φωτογραφίζεις, να τη ζωγραφίζεις, ούτε καν να τη θυμάσαι. Αρκεί» (Τόνι Μόρισον) — έτσι αρχίζει το How to Shoot a Ghost, και ακολουθούν αλλεπάλληλες, θεσπέσιες και θελκτικές αναιρέσεις τούτης της φράσης μέσα από μερικά από τα πιο όμορφα πλάνα στην ιστορία της Έβδομης Τέχνης, άλλωστε δημιουργώ σημαίνει αναιρώ ακόμα και τον προϋπάρξαντα εαυτό μου και τις πεποιθήσεις του, δημιουργώ σημαίνει πλέω ελεύθερος στου κόσμου αυτού τα χάη, σημαίνει εκ νέου αναιρώ τις αναιρέσεις που ήδη έχω αναιρέσει, κι ακούγεται στα πλάνα αυτά η θαυμάσια μουσική της Ολλανδοελβετίδας Έλλα φαν ντερ Βάουντε [Ella van der Woude], μια μουσική που συνδυαζόμενη με τη λεπταίσθητη φωτογραφία του Πολωνού Μιχάλ Ντιμέκ [Michał Dymek], και το αριστοτεχνικό μοντάζ του Αμερικανού Ρομπ Φρέιζεν [Rob Frazen] και του Τζον Ντάνιελ [Jon Daniiel], σε αγαστή συνεργασία με τον Τσάρλι και την Εύα, δημιουργεί την αίσθηση ότι τωόντι δύο φαντάσματα αιωρούνται και μετεωρίζονται στα σοκάκια της Αθήνας διατρέχοντας αιώνες ιστορίας, χορογραφώντας τη Μνημοσύνη, ναι, το φάντασμα της Ελληνίδας Ανθής και το φάντασμα του Λιβανέζου Ρατέμπ που συναντήθηκαν τη μέρα μετά την τελευταία μέρα της ζωής τους όπως μας λέει η φωνή της Ελληνοκαναδής Εύας εκτός κάδρου, η Ανθή να φωτογραφίζει με πολαρόιντ, ο Ρατέμπ να μεταφράζει Θουκυδίδη, η Ανθή να βρίσκει τον θάνατο σε ένα λάθος πάρτι, ο Ρατέμπ ν᾽ ανταμώνει το χάρο στη Δραπετσώνα, η Ανθή από υπέρβολική δόση, ο Ρατέμπ από τραμπούκους.

γ. Σημαίνουσες και σημαντικές προσωπικότητες απλώνουν τη σκιά τους στα φασματικά πλάνα του How to Shoot a Ghost, καθιστώντας την ταινία μια γενεαλογία της ηθικής, μια αρχαιολογία της γνώσης, μια αισθητική της αντίστασης απέναντι στα τόσα και τόσα χαμερπή ταλανίζουν κόσμο και κοσμάκη σήμερα (Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια — Ανδρέας Εμπειρίκος, θυμάσαι;) και παύουν να είναι κορσέδες τα δευτερόλεπτα (Νίκος Καρούζος) και γίνονται μικροσκοπικά αερόστατα που ίπτανται χορευτικά πάνω από τα συμβάντα και τα γεγονότα, εναέρια παρατηρητήρια γίνονται, καθώς μια μπλε πόρτα άνοιξε σ᾽ έναν μπλε κόσμο, μπλε μπλε όπως, πάλι εκτός κάδρου η φωνή της Εύας λέγει, και συνεχίζει μια ράντα έπεσε από τον ώμο του ουρανού, καθότι ενώ εδώ κάτου μαίνεται η κακουργία και οδυνάται η ύπαρξη, εκεί πάνου στον ουρανό οι δυνατότητες είναι μονάχα συναρπαστικές (Καρούζος και πάλι) και η Ανθή, το φάντασμα, συναντιέται με τον Ρατέμπ, το φάντασμα, και διασταυρώνται οι διαδρομές τους με τον Θουκυδίδη, το φάντασμα, και με την Μπουμπουλίνα, το φάντασμα, και με το Ανεστάκι, το φάντασμα, και με τη Ρένα Βλαχοπούλου, το φάντασμα, και με την Κατερίνα Γώγου, το φάντασμα, πάει να πει, όπως λέγει και πάλι εκτός κάδρου η Εύα στην πόλη χύνονται φαντάσματα εκείνων που δεν δίνουν τόπο στην οργή.

δ. Πες ονόματα, πες ιδιότητες, λέω αμέσως ονόματα, λέω αμέσως ιδιότητες:

Σίμος Μαγγανής, ιδρυτής της Green Olive Films και συμπαραγωγός της ταινίας / Γιώργος Νουνέσης από την Green Olive Films, Line Producer στο γύρισμα / Kim Jennings, σχεδιασμός παραγωγής / Chloe Karmin, κοστούμια / Halsey & Avan Jogia, Ίδρυμα Ωνάση, Έλλη Παπαδιαμαντή, Φιλ Ιερόπουλος, Φοίβος Δούσος είναι κάποιοι από τους Executive Producers του How to Shoot a Ghost / Η Φελίς Τόπη είναι η Κατερίνα Γώγου, το φάντασμα / Ο Αργύρης Πανταζάρας είναι το Ανεστάκι, το φάντασμα / Ο Σωτήρης Κακάτσης & ο Βασίλης Χατζηιακώβου & ο ΓΙΜ, δεν είναι φαντάσματα, είναι αυτοί που είναι και συζητάνε στα Εξάρχεια ενώ τους επισκέπτεται η Ρένα Βλαχοπούλου, το φάντασμα [Μυρτώ Μακρίδου] / Η Λένα Μπαμπασάκη προσφέρει αρχειακό υλικό από Super 8 και κάνει κούνια στη δεκαετία του 1970 / ενώ η Καταλανή εικαστικός Ίτζιαρ Μπάριο [Itziar Barrio] εμφανίζεται ως μια γυναίκα-φάντασμα από το 430 π.Χ / Ο Νεκτάριος Σουλδάτος υποδύεται το φάντασμα του Θουκυδίδη / Η Ιρλανδή Τζέσε Μπάκλεϊ [Jessie Buckey] και ο Λιβανέζος Ζοζέφ Ακικί [Joseph Akiki] δίνουν ρεσιτάλ ως Ανθή και Ρατέμπ (και αξίζει να σημειώσω ότι η Τζέσι είναι φαβορί για Όσκαρ ενώ ο Ζοζέφ διακρίθηκε προσφάτως ως ένας από τους πέντε κορυφαίους καλλιτέχνες του αραβικού κόσμου).

ε. Και, το δίχως άλλο, είναι ανυπολόγιστη τιμή και χαρά απροσμέτρητη να δηλώνει ένας δημιουργός του βεληνεκούς του Τσάρλι Κάουφμαν καταευχαριστημένος από την ελληνική φιλοξενία, να εγκωμιάζει τις όντως απαράμιλλες ντομάτες και τα εδέσματα των αθηναϊκών μαγέρικων, να δηλώνει ότι η εταιρεία παραγωγής Green Olive Films πίστεψε σε ένα λίαν απαιτητικό εγχείρημα και οι άνθρωποί της συνεργάστηκαν μαζί του με θέρμη, ζέση και προσήλωση, υποστηρίζοντας το How to Shoot a Ghost, μια φιλόδοξη παραγωγή που είχε μάλιστα να κάνει με τριάντα εφτά (!) μετακινήσεις των συνεργείων και των συντελεστών μέσα σε μόνο έξι ημέρες (!) για τα γυρίσματα, από την Κυψέλη και τα Εξάρχεια μέχρι την Ομόνοια και τη Δραπετσώνα, καθιστώντας έτσι εφικτή την πραγματοποίηση ενός ποιητικού σχεδίου.

στ. Μια φιλμική ποίηση, ένα επίτευγμα, διεθνές και διεθνιστικό, αν σκεφτείς ότι ανάμεσα στους συντελεστές έχουμε Αμερικανούς και Έλληνες, έναν Πολωνό, μια Ελληνοκαναδή, έναν Λιβανέζο, μια Καταλανή, μια Ολλανδοελβετίδα, έναν Κύπριο, έναν Καναδό, έναν Ιρλανδοκυψελιώτη, ενώ προς το τέλος της ταινίας ακούγεται από την Εύα, τον Ζοζέφ και την Ανθή, η φράση Το να είσαι ανέστιος είναι πατρίδα. Το να είσαι ανέστιος είναι πατρίδα. Το να είσαι ανέστιος είναι πατρίδα, καθόσον οι γνήσιοι δημιουργοί ξέρουν να ξεπερνάνε σύνορα & εντοπιότητες & προλήψεις & προκαταλήψεις, οι γνήσιοι δημιουργοί είναι μια διευρυμένη οικογένεια ανέστιων, είναι οι αρχάγγελοι της αγνότητας, προσφέρουν έργα πύκνωσης και υπέρβασης του χρόνου, ταινίες όπως το How to Shoot a Ghost και το Jackals & Fireflies του Τσάρλι και της Εύας, ποιητικές συλλογές όπως το Rotten Perfect Mouth και το The Natural Hustle της Εύας, μυθιστορήματα όπως το Antkind του Τσάρλι όπου στη σελίδα 87 συναντάμε την μαρσελπρουστική φράση They blur together into a mass, into a notion, into the moth-eaten coat of memory, φράση που συνοψίζει την αλληλοπεριχώρηση ανάμεσα στον Τσάρλι και στην Εύα και σ᾽ εμέ, τον ταπεινό σας ανταποκριτή, που σας τα ιστορώ και τσουγκρίζω νοερώς το ποτήρι μου με τα ποτήρια σας, πανηγυρίζοντας γιατί φορτώθηκα τον υπέροχο μόχθο να γυρίσω στα ελληνικά το Jackals & Fireflies και το How to Shoot a Ghost και το Antkind, καθόσον όπως λέγει ο τίτλος ενός μυθιστορήματος, το οποίο μάλιστα ο Ιβάν Στσεγκλόφ εγκωμίασε στον Γκυ Ντεμπόρ ως το σπουδαιότερο του 20ού αιώνα, Des êtres se rencontrent et une douce musique s'élève dans leurs coeurs, ναι, πλάσματα συναντώνται και μια μουσική ηδύτατη απλώνεται μες στις καρδιές τους.


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: