Αθήνα/Γραμματική Φωτός

1

Δεν είναι γεροπαράξενος, στραβόξυλο, αγύριστο κεφάλι, στριμμένος, ξινός, αδιάλλακτος ο Οδυσσέας Γεωργίου. Μάλλον πολύπλαγκτο τον λες, μάλλον πολύτροπο, κι αν τον συνέχει ένα σύνδρομο, αυτό είναι το Σύνδρομο του Πίτερ Παν. Πείσμων, πάντως, παραμένει προσηλωμένος στα όσα αγάπησε μες στα ερείπια μιας εποχής. Που ακόμη τα αγαπάει αυτά τα όσα. Όπως αγαπάει και τα ερείπια. Τα ζωντανά ερείπια. Τα λεγόμενα ερείπια. Που ο ίδιος τα θεωρεί, τα θωρεί και τα θαρρεί φάτνες, κονάκια, τσαρδιά, γιατάκια, ενδιαιτήματα. «Όπου κι αν έστησα το γιατάκι μου», τραγουδάει ο Χένρι Μίλερ στον Τροπικό του Καρκίνου. «Εκεί που σταματάς μια νύχτα, εκεί περνάς ολόκληρη ζωή», στιβαρά δηλώνει ο Γιάννης Τζώρτζης στον Ύπνο του κυνηγού. Λέει, ξανά και ξανά, στο καπηλειό, ότι είναι πάντα ΚΚΕ, και μετά, μ᾽ ένα μειλίχιο μειδίαμα, προσθέτει/εξηγεί: «Κάτοικος Κυψέλης Επιμόνως». Η Κυψέλη είναι, ήδη από τα μέσα της Δεκαετίας του Εβδομήντα, το ορμητήριο, είναι το ΕΠΑΡ του, το Εναέριο Παρατηρητήριό του, είναι το εφαλτήριο και η αφετηρία των περιλάλητων περιπλανήσεών του. Από εκεί εκκινεί για να πάει να βρει μικροσκοπικούς λειμώνες του άστεως, μάντρες, φράχτες πρόχειρους, πλαστικούς και μεταλλικούς, μπαλκόνια μπουγάδας και μικροβεράντες ταβλαδόρων και σκακιστών. Λατρεύει, πεισματικά, την πραγματική πραγματικότητα, που γι᾽ αυτόν είναι η σκιά όπου απλώνει «η ονειρική υφή της πραγματικότητας», όπως την έψαλλε μες στα χρόνια ο Χρήστος Βακαλόπουλος.

2

Σοβάδες γαλάζιοι λεηλατημένοι από τον χρόνο, του θυμίζουν τους τοίχους στο Μπάγκειον και τις ρυτίδες του Μπέκετ. Τριγύρω, άγρια χόρτα, ζιζάνια, ανθάκια. Στον τοίχο, η μεγαλειώδης ασυναρτησία, η χλαπαταγή, ο ακατάσχετος βόμβος της μεγάλης πόλης, που δεν είναι μεγαλούπολη, δεν είναι μητρόπολη, όχι, είναι ένα χαοτικά συναρμολογημένο σύνολο χωριών, συνοικισμών, κωμοπόλεων, καταυλισμών, είναι ο καμβάς και η παρτιτούρα για ένα έργο εν προόδω μες στο μυαλό του Οδυσσέα Γεωργίου, για ένα μυθιστόρημα που γράφεται νοερώς στο διαυγές διηνεκές της Διαλεκτικής του Δόλου. Στον τοίχο, όπως και σ᾽ εκείνον τον πίνακα στο φιλμ Συνήθεις ύποπτοι, απλώνεται ένα σκληρό μυθιστόρημα, σαν αυτά του λεγόμενου «βρόμικου ρεαλισμού» (δες Κάρβερ, δες Κόρμακ, δες Κάρσον), απλώνονται κρυπτογραφημένα κελεύσματα σε ακολασία επί χρήμασι, μνήμες από εύπορες εποχές, ακατανόητα σχέδια της μεταμοντέρνας άναρθρης παράνοιας, επαγγελίες για Αγορά Κελεπούρι. Η γραφή των ερειπίων. Τα ερείπια είναι η αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής, και μαζί η σκόρπια δύναμη της αρχιτεκτονικής, και μαζί η δύναμη της σκόρπιας αρχιτεκτονικής, και μαζί η ζωή η ίδια, και η σκιά της σκιάς, και ο Πεντζίκης και η Μήτσορα και ο Πάκο. Εντωμεταξύ, ο Μαρκ Ρόθκο χαμογελάει από το υπερπέραν.

3

Δεινός διαβάτης, παράφορος περιπατητής, σκαλωμένος με τις σκάλες, ο Οδυσσέας Γεωργίου βλέπει τη σκουριασμένη σκάλα υπηρεσίας, μάλλον βλέπει τη γυναίκα του, την Αλίκη Δέτση, ακαταπόνητη χαρτογράφο του χάους της μεγάλης πόλης, να εστιάζει στη σκουριασμένη σκάλα υπηρεσίας, να «σουτάρει» τη σχεδόν κρυμμένη σκάλα μες στα ερείπια μιας εποχής. Σκέφτεται, ο Γεωργίου, μεμιάς τα τελευταία λόγια του τελευταίου λόγιου κλασικού ζωγράφου, του Μαρκ Σαγκάλ: «Φέρτε μου μια σκάλα, γρήγορα μια σκάλα!» Τη σκάλα η πόλις σε την φέρνει. Σκάλα υπηρεσίας, υπαίθρια σκάλα, μια σκάλα που ποιος ξέρει ποιους και ποιες σε τι περιπέτειες άλλοτε οδήγησε. Μια σκάλα σκουριασμένη, μια σκάλα ασθμαίνουσα, μια σκάλα ημιθανής, μια σκάλα ρημαγμένη σε μια κατοικία ερειπωμένη. Για μνημόνευσε Καρούζο, λέει μέσα του ο Γεωργίου, με πάντα πρόχειρο, διαθέσιμο κάθε στιγμή, το μαύρο δερμάτινο σημειωματάριό του: Τούτος ο κόσμος μοιάζει με σκάλα./ Κάθε σκαλί της όταν τ’ ανέβεις χαλιέται πέφτει./ Στο τελευταίο το σκαλί η σκάλα δεν υπάρχει. Για μνημόνευσε και Βίτγκενσταϊν: Οι προτάσεις μου χρησιμεύουν ως διασαφήσεις με τον ακόλουθο τρόπο: όποιος με κατανοεί τις αναγνωρίζει τελικά ως ανόητες, όταν τις έχει χρησιμοποιήσει —σαν σκαλοπάτια—για να αναρριχηθεί πέρα απ᾽ αυτές. Πρέπει, θα λέγαμε, να πετάξει τη σκάλα, αφού πρώτα την ανέβει. Πρέπει να ξεπεράσει αυτές τις προτάσεις και τότε θα δει τον κόσμο σωστά. Ναι, ωραία, αλλά η συγκεκριμένη σκουριασμένη σκάλα είναι σπείρα, και η σπείρα είναι διαλεκτική, και με τη διαλεκτική διευθετούνται τα πάντα.

4

Ψυχωμένος ψυχογεωγράφος, φαεννός φλανέρ, ρακοσυλλέκτης στιγμών και εθνογράφος των δρόμων, ο Οδυσσέας Γεωργίου περιπλανιέται, εκκινώντας από την Κυψέλη, το Απόλυτο Κέντρο του Γνωστού Κόσμου, την Πρωτεύουσα της Ονειρικής Υφής της Πραγματικότητας. Θυμάται την κάρτα του Χεγκελιανού Χαλυβουργού Ρομπέρτο Μπολάνιο (ROBERTO BOLAÑO / POETA Y VAGO), θυμάται εκείνους που ταξίδεψαν στα πέρατα της οικουμένης (τον Μπάροουζ, τον Καββαδία) κι εκείνους που ταξίδεψαν μες στο δωμάτιό τους (Ξαβιέ ντε Μαιστρ), που δεν έφυγαν ποτέ από την πόλη τους, από τη γειτονιά τους (Σκαρίμπας). Θυμάται τους συσχετισμούς που είχε κάνει ανάμεσα στον Όμηρο (πολλν δ νθρώπων δεν στεα κα νόον γνω) και στον Ντεμπόρ (Jai donc assez bien connu le monde; son histoire et sa géographie, ses décors et ceux qui les peuplaient). Διακρίνει τώρα στο τοπίο που «σουτάρει» η Αλίκη Δέτση μιαν άλλη φράση/τίτλο της Μήτσορα (Η περίληψη του Κόσμου). Ναι, εδώ έχουμε και την αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής, και τη σκόρπια δύναμη, και την περίληψη του κόσμου. Έχουμε και τον ηλεκτρισμό και τα χορταριασμένα χάσματα, έχουμε τον ασυνάρτητο μεταμοντερνισμό του γκράφιτι και το προμεταμοντέρνο ημιαρχαϊκό ελενίτ και τις πανάρχαιες λειχήνες στον μαντρότοιχο και τα υστερονεωτερικά αλουμινένια κουφώματα, όλα, όλα, όλα, τα έχουμε, όλα, όλα, όλα, υπάρχουν για να καταλήξουν σε μια ψυχογεωγραφική φωτογραφία, σε έναν ψυχογεωγραφικό χάρτη, σε ένα ψυχογεωγραφικό βιβλίο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: