Into the Box / Πρώτη Ώρα

Into the Box / Πρώτη Ώρα
Cabinet of Curiosities 2

Συγκρίνανε μυθολογίες, έτρωγαν ρύζι, χαμογελούσαν στο φεγγαρόφωτο, τιμούσαν τις Φίλες και τους Φίλους, φιλιόντουσαν στα κατώφλια, έβλεπαν ταινίες, αγγίζονταν όπως ποτέ δεν είχαν διανοηθεί ότι μπορεί να αγγιχτούν, συμφωνούσαν στ᾽ ότι ο σεβασμός είναι σέξι, και λάτρευαν τα πυρωμένα δευτερόλεπτα, τους κάκτους, τα σημειωματάρια, τα τραγούδια του Vincent Gallo, τον ιαπωνικό σινεμά, την Patti Smith, και τα καλοξυσμένα μολύβια.

——————


Η πρώτη ώρα δεν είναι πάντα η πρώτη στιγμή. Η πρώτη στιγμή κρύβεται ενίοτε, λουφάζει, μένει για καιρό αθέατη, τη βρίσκεις πολύ αργότερα, σχεδόν μια δεκαετία μετά, στο Cabinet of Curiosities, στο σεντούκι με τα τιμαλφή, στη μυχιοθήκη σου· και τη βρίσκεις αναπάντεχα, εκεί που δεν το περιμένεις, ξαφνικά, απρόσμενα, καθώς, ας πούμε, όχι, όχι ας πούμε, καθώς τωόντι ξυρίζεσαι ένα ζεστό ηλιόλουστο φθινοπωρινό πρωί, έξω, στο μπαλκόνι σου, στον πιο δεντροκοσμημένο δρόμο της Αθήνας, στην οδό Σπετσών, στην Κυψέλη, όπου έχεις τοποθετήσει στο ξύλινο τραπέζι το βάζο με τα τριαντάφυλλα, το μπολ με τον αφρό, τον επιτραπέζιο καθρέφτη, και χειρίζεσαι με συγκινημένη ευελιξία το παλιό ξυράφι του πατέρα σου, πάνω από τις πασχαλιές, τις ακακίες, τις νεραντζιές, ενώ δίπλα στον καθρέφτη καίει ένα τσιγάρο αναμμένο πριν από ένα λεπτό με τον Zippo, και από τα ηχεία ακούγεται η Τετάρτη, η Ιταλική, του Μέντελσον, υπό την διεύθυνση του Κουρτ Μαζούρ παρακαλώ, μιας και είναι η αγαπημένη σου συμφωνία, ω ναι, είναι η αγαπημένη σου συμφωνία εδώ και τέσσερις δεκαετίες, αυτή άλλωστε σε οδήγησε στο έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ, τότε που είχες μάθει από τον αιώνιο φίλο σου, τον Μάνο Γιαννόπουλο, ότι ο Τόμας Μπέρνχαρντ είχε γράψει —μάλλον ας πούμε: είχε συνθέσει— το μυθιστόρημα Μπετόν όπου ο κεντρικός ήρωας, ονόματι Ρούντολφ, πασχίζει επί δέκα χρόνια να εκπονήσει μιαν επιστημονική πραγματεία για το έργο του Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντι αλλά αποτυγχάνει αισθανόμενος ότι βρίσκεται εγκλωβισμένος, καθηλωμένος, ακινητοποιητιμένος πνευματικά σε ένα αντιπνευματικό περιβάλλον, καταπίνοντας μεγάλες ποσότητες πρεδνιζολόνης καθώς υφίσταται τρεις απανωτές κρίσεις σαρκοείδωσης, κάνοντας σκέψεις όπως, «Δεν επιτρέπεται να ζούμε πια με ψευδαισθήσεις: υπάρχει η πιθανότητα ν᾽ ανατραπούμε ανά πάσα στιγμή. Γι᾽ αυτό χρειαζόμαστε όνειρα, όλο και περισσότερα όνειρα, όπου οι άνθρωποι πετάνε από τα παράθυρα κι ύστερα ξαναμπαίνουν, όμορφοι άνθρωποι, φυτά που δεν έχουμε ξαναδεί, με τεράστια φύλλα σαν ομπρέλες» (πάει να πει όνειρα σαν πίνακες του Μαρκ Σαγκάλ και σαν άνθη του Θάνου Τσίγκου), και σκέψεις όπως, «Οι φράσεις μάς φοβίζουν, στην αρχή μάς φοβίζει η σκέψη, μετά η φράση, μετά το ότι πιθανόν να μην έχουμε πια αυτή τη φράση στο μυαλό μας, όταν θα θελήσουμε να την διατυπώσουμε. Πολύ συχνά γράφουμε μια φράση πάρα πολύ νωρίς, ενώ μια άλλη όταν είναι πάρα πολύ αργά. Η φράση που δεν γράφεται τη σωστή στιγμή χάνεται για πάντα», κάτι που ισχύει και με τις εικόνες, και με τις στιγμές, ακόμα και με τις εικόνες των στιγμών, ακόμα και με τις στιγμές των εικόνων, γι᾽ αυτό, σκέφτεσαι ενόσω ξυρίζεσαι με απόλυτη επιμέλεια, η πρώτη ώρα δεν είναι πάντα η πρώτη στιγμή, ναι, είχε κρυφτεί η πρώτη στιγμή, και η εικόνα της πρώτης στιγμής είχε επίσης κρυφτεί, και επανήλθε η πρώτη στιγμή, και ξαναβρήκες την εικόνα της πρώτης στιγμής, όταν συνειδητοποίησες ότι τώρα ήταν η πρώτη ώρα, τώρα δηλαδή τότε που αίφνης πιάσατε να συγκρίνετε μυθολογίες, τότε που ανεπαισθήτως, αλλά και σιγά σιγά στην αρχή και μετά απότομα, εμπλακήκατε σε μια τόσο γόνιμη αντιπαράθεση σχετικά με τη σημασία των εικόνων και τη σημασία των λέξεων, και ήταν ακόμη ψηλά ο ήλιος πάνω από την ωραιότατη βεράντα εκείνης της ωραιοτάτης γκαλερί στην οδό Αριστοφάνους, στου Ψυρρή, όπου είχες κληθεί να μιλήσεις στην εκδήλωση που έγινε εκεί για το βιβλίο του φίλου σου Αλέξανδρου Ψυλλάκη, ο οποίος ναι μεν είναι στιβαρός και ευφάνταστος και καταξιωμένος εικαστικός αλλά είχε γράψει το εν λόγω βιβλίο, ένα πόνημα για τα φημισμένα κρασιά της Ηπείρου και τα εξίσου φημισμένα φαγάδικα στη Ζίτσα, και είχες πάει καλά προετοιμασμένος να τιμήσεις με τις λέξεις σου τις λέξεις του εικαστικού φίλου σου, που πρώτη φορά εξέδιδε βιβλίο με λέξεις, έως τότε μόνο βιβλία με πίνακές του και με σχέδιά του και με κατασκευές του είχε εκδώσει, και είχες μάλιστα ξυριστεί επιμελώς, όπως ξυρίζεσαι τώρα στο μπαλκόνι της οδού Σπετσών, κοιτάζοντας πού και πού το πράσινο ποτάμι των φύλλων που εκτείνεται από το Πεδίον του Άρεως έως την οδό Κασταλίας και, με μια μικρή προέκταση, την οδό Φιλοτίμου, σκεφτόμενος την τόσο σημαίνουσα υπέροχη φράση «Στην Σπετσών δεν χωράνε τανκς» που είχε γράψει κάποιος συγγραφέας, του οποίου σου διαφεύγει τώρα το όνομα, μιας και η προσοχή σου όλη είναι εστιασμένη στην επιμέλεια του ξυρίσματος, στην ακρόαση, μάλιστα στην επανειλημμένη ακρόαση της Τετάρτης του Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντι, η οποία διαρκεί 31 λεπτά και 15 δευτερόλεπτα, που σημαίνει ότι είναι κατά τρία λεπτά διαρκέστερη από την αντίστοιχη Τετάρτη υπό τη διεύθυνση του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, ο οποίος Κάραγιαν τη διευθύνει με μπαγκέτα ενώ ο Κουρτ Μαζούρ με χέρια και δάχτυλα, και στην επισήμανση ότι η πρώτη ώρα δεν είναι πάντα η πρώτη στιγμή, όχι, τωόντι, η πρώτη στιγμή συντελέστηκε, ναι, συντελέστηκε, μία δεκαετία πριν από την πρώτη ώρα, η οποία πρώτη ώρα έμελλε να αρχίσει να συντελείται, και συντελέστηκε, στην ωραιότατη βεράντα της ωραιοτάτης γκαλερί, στην οδό Αριστοφάνους, στου Ψυρρή, όπου είχες κληθεί να μιλήσεις στην εκδήλωση που έγινε εκεί για το βιβλίο του φίλου σου Αλέξανδρου Ψυλλάκη, εκείνο το μνημειώδες Σάββατο, στις 2 Νοεμβρίου του 2019, στις 12:30 μμ, ακριβώς τρία χρόνια και τέσσερα εικοσιτετράωρα πριν από την ώρα που ξυρίζεσαι επιμελώς στο μπαλκόνι της οδού Σπετσών, όλβιος και ευδαίμων για το ότι τελικά η πρώτη στιγμή μπόρεσε να μετουσιωθεί σε πρώτη ώρα, πάει να πει στο εφαλτήριο που σας οδήγησε στο να συγκρίνετε μυθολογίες, να τρώτε ρύζι, να χαμογελάτε στο φεγγαρόφωτο, να τιμάτε τις Φίλες και τους Φίλους, να φιλιέστε στα κατώφλια, να βλέπετε ταινίες, ν᾽ αγγίζεστε όπως ποτέ δεν είχατε διανοηθεί ότι μπορείτε να αγγιχτείτε, να συμφωνείτε στ᾽ ότι ο σεβασμός είναι σέξι, και να λατρεύετε τα πυρωμένα δευτερόλεπτα, τους κάκτους, τα σημειωματάρια, τα τραγούδια του Vincent Gallo, τον ιαπωνικό σινεμά, την Patti Smith, και τα καλοξυσμένα μολύβια, κι ας σας χώριζαν πολλές φορές εκατοντάδες, ενίοτε και χιλιάδες, χιλιόμετρα, κι ας ήταν σύντομες οι συναντήσεις σας, κι ας μπήκαν τόσα και τόσα ανάμεσά σας αυτά τα τρία χρόνια που μεσολάβησαν από το αλησμόνητο εκείνο Σάββατο, στις 2 Νοεμβρίου του 2019, κι ας μπήκαν ανάμεσά σας η πανδημία και ο ζόφος και ο εγκλεισμός και τα λοκντάουν και η αγωνία και η ανησυχία και η ανασφάλεια και η ακατανοησία και κάποιες οδυνηρές παρεξηγήσεις και ορισμένα ξεστρατήματα του χιούμορ (δικά σου ξεστρατήματα του δικού σου χιούμορ) και τα ενίοτε θλιβερά εαυτοκεντρικά ξεσπάσματά σου και η επίσης ενίοτε θλιβερή αδυνατότητά σου να κάνεις, αφού έκανες ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω και να δεις τη μεγάλη, έστω την πιο μεγάλη εικόνα, κι έτσι να κατανοήσεις ακόμα περισσότερο ό,τι ήδη είχες κατανοήσει, ναι, να το κατανοήσεις βαθύτερα, να προχωρήσεις σε μια πιο ουσιαστική και ουσιώδη αλληλοπεριχώρηση, σε ένα πιο ουσιαστικό και ουσιώδες πλησίασμα, σε μια πιο ουσιαστική και ουσιώδη συνύπαρξη δύο κόσμων, οντοτήτων, απόψεων, κοσμοθεωριών χωρίς να χάνουν τα χαρακτηριστικά και την ιδιαιτερότητά τους, χωρίς να αφομοιώνονται, και με το να διέπει το πλησίασμα ο προσήκων σεβασμός στα χαρακτηριστικά της άλλης πλευράς· ω ναι, είχαν μπει πολλά, και φαινομενικά ανυπέρβλητα, στο δρόμο σας, τόσο προσωπικά παρελθόντα βιώματα όσο και οικουμενικά παρόντα και τρέχοντα γεγονότα, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα οριστικό φρακάρισμα, σε ένα οριστικό κόλλημα, σε ένα οριστικό σκάλωμα, εάν, μολαταύτα, δεν κατορθώνατε, ιδίως εσύ, ο κατά γενική ομολογία ενίοτε συναισθηματικώς αναλφάβητος, να υπερβείτε τόσα και τόσα αντίξοα πράγματα και να φτάσετε τρία χρόνια μετά, χίλια ενενήντα εννέα εικοσιτετράωρα μετά το αλησμόνητο εκείνο Σάββατο, στο σημείο να κοιτάζεστε στα μάτια όπως ποτέ άνθρωπος δεν κοίταξε άνθρωπο στα μάτια και να αφήνετε στην άκρη, να κλείνετε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, τον εαυτοκεντρισμό, ιδίως εσύ τον δικό σου, και να πίνετε καφέ χαμογελώντας στο φεγγαρόφωτο, κι όταν γίνεται η εφίδρωση οχληρή να φοράτε την μπαντάνα του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας και να ακούτε πάλι και ξανά στο παλιό πανέμορφο μαύρο πικάπ εκείνον τον δίσκο που ακούγατε λίγο μετά την πρώτη ώρα όλη εκείνη την πρώτη νύχτα, ίσως τον πιο σπαρακτικά αισιόδοξο και τον πιο αισιόδοξα σπαρακτικό δίσκο που πρόσφερε ποτέ η Γιόκο Όνο, ναι, τον δίσκο Season Of Glass, καθώς αρχίσατε, και έμελλε παρ᾽ όλες τις αντιξοότητες, και παρ᾽ όλη τη δική σου οχληρότατη ισχυρογνωμοσύνη, τον δικό σου, ας επαναληφθεί, προς γνώση και συμμόρφωση, συναισθηματικό αναλφαβητισμό, να συνεχίσετε να συγκρίνετε μυθολογίες, να τρώτε ρύζι, να χαμογελάτε στο φεγγαρόφωτο, να τιμάτε τις Φίλες και τους Φίλους, να φιλιέστε στα κατώφλια, να βλέπετε ταινίες, ν᾽ αγγίζεστε όπως ποτέ δεν είχατε διανοηθεί ότι μπορείτε να αγγιχτείτε, να συμφωνείτε στ᾽ ότι ο σεβασμός είναι σέξι, και να λατρεύετε τα πυρωμένα δευτερόλεπτα, τους κάκτους, τα σημειωματάρια, τα τραγούδια του Vincent Gallo, τον ιαπωνικό σινεμά, την Patti Smith, και τα καλοξυσμένα μολύβια.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: