Into the Box / 143 Εικοσιτετράωρα μετά την Πρώτη Ώρα (2)

Into the Box / 143 Εικοσιτετράωρα μετά την Πρώτη Ώρα (2)


Ακόμα και το να πάνε στη λαΐκή του Σαββάτου, στην οδό Καλλιδρομίου, ήταν μια μεγαλειώδης περιπέτεια. Αυτός το ήξερε. Το γνώριζε κι Εκείνη. Μετά, το βραδάκι, με την ευωδιά από τ᾽ αγιόκλημα ν᾽ απλώνεται, με το ιρλανδέζικο ουίσκι να ρέει, και με τους Joy Division στο αρχέγονο πικάπ, έτρωγαν μήλα στάρκιν, κάπνιζαν άφιλτρα Καρέλια (αυτός· αυτή χαμογελούσε), και, όπως ο Κύριος Κόινερ του Μπέρτολτ Μπρεχτ, ετοίμαζαν ιδιοφυώς, και με χείλη υγρά, το επόμενο λάθος τους.

Όταν δεσπόζει ο ζόφος καταφεύγεις στο όνειρο, και για να έχει ουσία η καταφυγή αυτή καλό είναι το όνειρο να αντλεί από ένα ευοίωνο παρελθόν, να ερείδεται στην ηλιοστάλαχτη Πρώτη Ώρα, να γνωρίζει, όπως γνώριζε καλά η Αν Κάρσον ότι η ερωτική εκκίνηση ομοιάζει με ηλέκτριση, με μιαν ηλέκτριση που ενεργοποιεί αθέατα κύτταρα, που επαναφέρει στο κέντρο της υπάρξεως το θετικό και το θελκτικό, που σε κάνει να σκέφτεσαι πάλι και ξανά ότι ο ήρως έρως ακαριαίος και αιώνιος είναι, ότι ακριβώς ο ήρως έρως είναι η κατάφαση στο κοσμοδρόμιο της ζωής, ότι πάνε πια, παρήλθαν —ξουτ! ξεκουμπίδια! στο καλό! φευγάτε!— οι σπαρακτικές άριες, και οι σπαραξικάρδιες ματαιώσεις και οι καπουλέτοι & μοντέγοι άφρονες μοβόροι εγωισμοί, και της ανεκπλήρωτης λαχτάρας οι ματωμένοι μεσημβρινοί, όχι, όχι, όχι άλλο κάρβουνο, μονάχα βερίκοκα πλέον, μονάχα δρόσος, μονάχα εκείνο το ποίημα του Ιβάν Γκολ (Δεν ήθελα να είμαι / παρά ο κέδρος μπροστά στο σπίτι σου / ένα κλαδί του κέδρου / ένα φύλλο του κλαδιού /μια σκιά του φύλλου / η δροσιά της σκιάς / που χαϊδεύει τον κρόταφό σου / για ένα δευτερόλεπτο), το σάουντρακ μονάχα (κι όχι το ίδιο το φιλμ) του Brown Bunny

και, ναι, ναι, ναι, δέσποζε ο ζόφος, και άρχιζαν οι καραντίνες και οι εεγκλεισμοί από εκείνη την Κυριακή της 22ας Μαρτίου προς την Δευτέρα της 23ης Μαρτίου του 2020, πάει να πει 143 εικοσιτετράωρα μετά την Πρώτη Ώρα, εικοσιτετράωρα που ήταν γεμάτα με εμπρηστικά χαρμόσυνα δευτερόλεπτα, με περιπλανήσεις (πες dérives! πες flâneries!) σε όλο το τιμημένο τρίγωνο της χαράς, σε όλο το τιμημένο τρίγωνο που στοίχειωσε παιδική & εφηβική & νεανική ηλικία, το τιμημένο ΚΚΕ —Κυψέλη, Κολωνάκι, Εξάρχεια—, ναι, αμέ, γεμάτα με χάδια & φιλιά, γεμάτα με γεμίσματα της μπανιέρας ἅμα τῇ ἕω, γεμάτα με διαβάσματα μες στην γεμάτη μπανιέρα, γεμάτα με περιπτύξεις μες στη γεμάτη μπανιέρα, γεμάτα με απορίες (άραγε πόσοι άνθρωποι αυτή τη στιγμή σε όλο τον πλανήτη αγκαλιάζονται ευφρόσυνα στπυς αφρούς μιας γεμάτης μπανιέρας; άραγε με τι χρώματα μπορείς να ζωγραφίσεις τα βεγγαλικά σμιξίματα δύο κορμιών που στέλνουν στο διάβολο τη ευήθεια;), γεμάτα με κάτι γέλια, μα κάαααααατι γέλια, ω Θεέ μου πώς γελούσαν βαδίζοντας στην Σκουφά εκείνο το απομεσήμερο της Παραμονής των Χριστουγέννων του εξαίσιου έτους 2019, ανυποψίαστοι για τον επερχόμενο ζόφο, μα πώωωως γελούσαν τα δυούλια τους καθώς επέστρεφαν ταχύπλοα στη γαλάζια λίμνη μιας μοιρασμένης εφηβείας, εκείνος, ο Ανθός, με το μαύρο τζιν & το βαθυκόκκινο πουκάμισο & το famous blue raincoat & το ημιμεθυσμένο από ρούμι και από ιρλανδέζικο ουίσκι βλέμμα, Εκείνη, η Γλαύκα, με το μπλουζάκι των Einstürzende Neubauten & τις μπορντό Doc Martens & το μαύρο δερμάντινο ημίπαλτο & το αδιανόητο μίνι με τις κεντημένες πεταλούδες, πώωωωως γελούσαν και πώς έλαμπαν, Θεέ μου —

— και πώς έλαμπε εκείνος, εκείνη την Κυριακή της 22ας Μαρτίου, καθώς επί τέσσερις, μετρημένες, ώρες μαγείρευε στην μπητνίκικη κουζινίτσα του, που την κοσμούσε ένα έργο Εκείνης, ένα έξοχο ζεν Ο με ένα δακτυλογραφημένο απόσπασμα του Μπατάιγ («το ποιητικό είναι το οικείο που τήκεται μέσα στο παράδοξο, κι εμείς οι ίδιοι μαζί του»), ναι, μαγείρευε λάμποντας, και έλαμπε μαγειρεύοντας, το πιο λατρεμένο (διότι προοριζόταν για Εκείνη) Saltimbocca alla Romana, ακούγοντας, ξανά και ξανά, το “New Dawn Fades’’ (It was me, waiting for me / Hoping for something more / Me, seeing me this time / Hoping for something else) και το “Sweet Nothing’’ τόσο με τους Velvet Underground όσο και με τον Ντέβιντ Γιόχανσεν, χαμογελώντας ως νεόγερος εκδοχή του Πίτερ Παν, ο όλβιος παιδαριογέρων, ενόσω ακολουθούσε με ακρίβεια (οκέι, ας είμαστε ειλικρινείς, αυτοσχεδίαζε και λίγο) τις οδηγίες της συνταγής για το Saltimbocca alla Romana, «1/ Απλώστε πάνω σε κάθε φέτα μπριζόλας από ένα κομμάτι προσούτο και βάλτε δύο φύλλα φασκόμηλου πάνω τους. Καρφιτσώστε με δυο οδοντογλυφίδες τα φύλλα φασκόμηλου, το προσούτο και το κρέας ώστε να συγκρατούνται μαζί και τα τρία υλικά. Στη συνέχεια αλευρώστε πλούσια και απ’ τις δύο πλευρές. 2/ Βάλτε το ελαιόλαδο και στη συνέχεια το βούτυρο να κάψουν σε ήπια ένταση (6-7) και όταν λιώσει το βούτυρο βάλτε μέσα τα σαλτιμπόκα με το προσούτο/φασκόμηλο από πάνω. Αφήστε τα περί τα 2’-3’ λεπτά να ψηθούν από κάτω και χωρίς να περιμένετε να κάνουν καφέ κρούστα, γυρίστε τα απ’ την άλλη για άλλο 1’ – 1’30” λεπτό. Ρίξτε μέσα στο τηγάνι και έξτρα φύλλα φασκόμηλου ώστε να εντείνουν τα αρώματα της σάλτσας. 3/ Ρίξτε λευκό κρασί με τα σαλτιμπόκα μέσα στο τηγάνι. Και λίγη παραπάνω ποσότητα να ρίξετε, δε πειράζει, θα εξατμιστεί πολύ γρήγορα. Αφήστε τα εκεί με το κρασί να εξατμίζεται και τη σάλτσα ν’ αρχίσει να δένει καθώς βούτυρο, αλεύρι και κρασί αρχίζουν να αντιδρούν παρέα ανακατεύοντάς τα ελαφρά με μια κουτάλα. Σε 1’ – 1’30” λεπτό, αφαιρείτε τα σαλτιμπόκα για να ολοκληρώσετε δένοντας ιδανικά τη σάλτσα», και πάει λέγοντας, μιας και δεν έμπαινε η ομίχλη από παντού στο σπίτι, όπως έγραφε εκείνος ο λεγόμενος ποιητής της ήττας, αλλά έμπαιναν από παντού ηλιαχτίδες νοερές και χόρευαν καζατσόκ όλοι οι τρελαμένοι από χαρά οιωνοί για ένα ερωτευμένο μέλλον εξίσου ηδύ και περιπετειώδες με το ήδη ερωτευμένο παρόν —

— αφού άλλωστε, τώρα που εκείνος μαγείρευε, μες στο μυαλό του έφερνε τις περιδιαβάσεις του στη Λαϊκή του Σαββάτου, στην Καμωματού Καλλιδρομίου, όπου, μόλις τον περασμένο Ιούνιο, ήτοι τον Ιούνιο του 2019, και για να είμαστε συγκεκριμένοι το Σάββατο της 1ης Ιουνίου του 2019, που σημαίνει ακριβώς πέντε μήνες και μία ημέρα από εκείνο το unbelievable Σάββατο της 2ας Νοεμβρίου του 2019, ήτοι, ladies & gents, το Σάββατο της Πρώτης Ώρας, τα πάντα στραφτάλιζαν στα καφάσια και στους πάγκους, τα βερίκοκα αποτελούσαν, μάλιστα, έναν εκθειασμό της εσωτερικής εμπειρίας, αποτελούσαν ήδη ένα σύμβολο της δεδηλωμένης και διακηρυγμένης αγάπης για σύνολο το σύμπαν, ένα σύμβολο της ευγένειας, ναι, της ευγένειας που είναι η κωμωδία μας, και της κωμωδίας μας που είναι η ευγένειά μας —γεια σου, και πάλι γειά σου, άχραντε Νίκο Καρούζο!—, της αγάπης που είναι, μέσω νόων & ψυχών & βλεμμάτων & και κορμιών, μια celebration (έχει ειπωθεί, κυρίες & κύριοι, έχει ειπωθεί, και καλόν είναι να μην είμεθα αμνήμονες), ναι, μια celebration του Υπέρτατου Ναι στην ύπαρξη και στη ζωή, κι ας λένε —

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: