Factory / Ατελιέ / Οχυρό

Factory / Ατελιέ / Οχυρό

Και σε κα­τα­κλύ­ζει πά­λι, Οδυσ­σέα, ναι, σε κυ­ριεύ­ει και σε ελέγ­χει λυ­τρω­τι­κά, Γε­ωρ­γί­ου, η των απο­λο­γι­σμών πρω­το­χρο­νιά­τι­κη μα­νία, «ποιος αλή­θεια εί­μ᾽ εγώ και πού πάω», και τα λοι­πά, «με χί­λιες δυο ει­κό­νες στο μυα­λό», Οδυσ­σέα Γε­ωρ­γί­ου, και τα λοι­πά, και τα λοι­πα, αχ αυ­τά τα λι­πό­σαρ­κα, λό­γω απο­στά­σε­ων, λοι­πά, αχ ναι, τα λι­πό­σαρ­κα λοι­πά, τα λοι­πά που λεί­πει η σάρ­κα τους, ένε­κα οι σκλη­ρές, οι σφο­δρές, οι αδυ­σώ­πη­τες συν­θή­κες, αυ­τά τα λοι­πά, λοι­πόν, που σε ωθούν, στα κα­τά­στι­χα των κα­τα­λό­γων, και στους κα­τα­λό­γους των κα­τά­στι­χων, στο τι έκα­μες και κά­μεις και σου έκα­μαν και θα σου κά­μουν, και πιά­νεις στυ­λο­γρά­φο και ση­μειω­μα­τά­ριο και κα­τα­γρά­φεις τα κα­μω­μέ­να και τα δρώ­με­να και τα ει­πω­μέ­να και τα πε­πραγ­μέ­να και τα, ενί­ο­τε, ανεί­πω­τα, τα όσα οι λέ­ξεις κα­μιά φο­ρά δεν δύ­να­νται να τσα­κώ­σουν, να απο­τυ­πώ­σουν, κα­θό­τι εί­ναι δια­βα­τά­ρι­κα που­λιά, όχι, όχι οι λέ­ξεις, δεν εί­ναι οι λέ­ξεις δια­βα­τά­ρι­κα που­λιά αλ­λά τα λι­πό­σαρ­κα λοι­πά που, μο­λαυ­ταύ­τα, εσύ θέ­λεις και οφεί­λεις και πο­θείς να κα­τα­γρά­ψεις, να προ­βείς στον απο­λο­γι­σμό τους, να αρ­χειο­θε­τή­σεις.

Πες ημε­ρο­μη­νί­ες, κα­τά­γρα­ψε ημε­ρο­μη­νί­ες, Γε­ωρ­γί­ου, εί­ναι οδο­δεί­κτες οι ημε­ρο­μη­νί­ες, εί­ναι τα βο­τσα­λά­κια που αφή­νεις για να βρεις ξα­νά το δρό­μο στο δρι­μύ δά­σος, για να κό­βεις διαρ­κώς αζι­μού­θιο, γι᾽ αυ­τό εί­ναι πο­λύ­τι­μες οι ημε­ρο­μη­νί­ες, γι᾽ αυ­τό, ρέ­μπε­λε ρε­μπε­σκέ ρε­τρό­νιε Γε­ωρ­γί­ου, ορ­θώς πράτ­τεις και τις κα­τα­γρά­φεις: Δε­κα­έ­ξι Ια­νουα­ρί­ου, Δέ­κα Απρι­λί­ου, Εί­κο­σι Μία Μα­ΐ­ου, Δε­κα­ο­χτώ Σε­πτεμ­βρί­ου, και τα λοι­πά, αλ­λά και Εί­κο­σι Εφτά Μα­ΐ­ου, Πρώ­τη Ιου­νί­ου, Δε­κα­εν­νέα Ιου­νί­ου, Τρεις Ιου­λί­ου, Οχτώ Ιου­λί­ου, Εί­κο­σι Έξι Ιου­λί­ου, Πρώ­τη Αυ­γού­στου, Εί­κο­σι Οχτώ Αυ­γού­στου, Οχτώ Σε­πτεμ­βρί­ου, Δε­κα­εν­νέα Σε­πτεμ­βρί­ου, Τριά­ντα Σε­πτεμ­βρί­ου, Δώ­δε­κα Οκτω­βρί­ου, Τρεις Νο­εμ­βρί­ου, Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση, Κα­τά­λη­ψη Χει­με­ρι­νών Ανα­κτό­ρων, Γέν­νη­ση του Guy Debord, Ίδρυ­ση της Κα­τα­στα­σια­κής Διε­θνούς, Έκ­δο­ση του Πρώ­του Βι­βλί­ου Σου, Παν­ζουρ­λι­σμός Κα­τα­γλωτ­τι­σμά­των, Πρώ­τη Συ­ντά­ρα­ξη, Πρώ­τη Προ­βο­λή του Citizen Kane, Ημε­ρο­μη­νία Γε­νή­σε­ως του Captain Beefheart, και τα λοι­πά, και τα λοι­πά, διό­τι, ως γνω­στόν, με­τά το πέ­ρα­σμα του Beckett από τη ναρ­κο­θε­τη­μέ­νη ζώ­νη του υπερ­με­τα­μο­ντερ­νι­σμού τα πά­ντα εί­ναι fast and bulbous, τρις, ήτοι fast and bulbous / fast and bulbous / fast and bulbous.

Βρες όπλα, κά­νε κόλ­πα, τζα­να­μπέ­τη Γε­ωρ­γί­ου, μπα­γα­πό­ντη και βρι­κό­λα­κα, αι­μα­το­ρου­φή­χτρα των ανα­μνή­σε­ων, εσύ, κά­νε παι­χνί­δι, επι­δώ­σου σε ντρί­πλες Τε­τάρ­του Βαθ­μού, γί­νε αρι­στε­ρό εξ­τρέμ και γκολ­κή­περ και εξω­φυ­λα­ρού­χας συ­νά­μα, και ρέ­φε­ρι άμα λά­χει, και παί­ξε ῾῾μπα­κό­τερ­μα στα λά­χα­να­᾽᾽, όπως έλε­γες με τον Ρα­σκόλ­νι­κοφ της Κυ­ψέ­λης Νού­με­ρο Δύο, τον Ρά­σκυ ΙΙ, τό­τες που, αχ! τό­τες που ανα­στα­τώ­να­τε, αυ­τός κι εσύ, το σύ­μπαν με τα άγαρ­μπα γρα­πτά σας, που ήταν ωστό­σο πά­ντα επι­με­λώς επι­με­λη­μέ­να και πά­τσι­ζαν το άκρα­το άλα­λο με την αυ­στη­ρή παρ­τι­τού­ρα, που συν­δύ­α­ζαν το ακα­τά­σχε­το με το κα­λώς συ­γκε­ρα­σμέ­νο, ναι, τό­τες που με­ρι­μνού­σα­τε, όπως και τώ­ρα ακό­μη με­ρι­μνεί­τε, ώστε να μη χα­θεί η πα­ρα­μι­κρή πο­λύ­ση­μη στιγ­μού­λα μες στη χλα­πα­τα­γή της καλ­πά­ζου­σας, μη χέ­σω!, με­τριό­τη­τας.

Θυ­μή­σου και ση­μεί­ω­σε και γρά­ψε και φύ­λα­ξε, Οδυσ­σέα Γε­ωρ­γί­ου, εκεί­νες τις μνη­μειώ­δεις αμνη­μό­νευ­τες νύ­χτες που μο­χθού­σα­τε, καί­τοι ρά­θυ­μοι εκ πε­ποι­θή­σε­ως, να μά­θε­τε να ελίσ­σε­στε στου Go το τα­μπλό, να αμύ­νε­στε σθε­να­ρά κι ύστε­ρα ξε­γυ­ρι­σμέ­νες να τρα­βά­τε επι­θέ­σεις, πα­λεύ­ο­ντας, τρο­μά­ρα σας!, να γί­νε­τε εκλε­κτοί υπή­κο­οι της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας των Αι­σθή­σε­ων και επί­λε­κτοι διά­κο­νοι της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας του Πά­θους, και λέ­γα­τε ῾῾Να­γκί­σα Όσι­μα­᾽᾽ και σας έτρε­χαν τα σά­λια, λες και δεν υπήρ­χε ο Ταρ­κόφ­σκι να σας συ­νε­τί­σει εκ­στα­σια­σμέ­να, θαρ­ρείς και ο Μπέρ­γκαν ήταν παι­δα­ρέ­λι, κι έμε­νε στις δε­κα­ε­τί­ες μει­ρά­κιο αμού­στα­κο ο Βέ­ντερς, χλε­χλές ου­τι­δα­νός ο Ράι­νερ ο Βέρ­νερ ο Φα­σμπί­ντερ, και μο­νά­χα ο Όσι­μα να δε­σπό­ζει, και πά­λι: τρο­μά­ρα σας!, μο­νά­χα ο Να­γκί­σα, Οδυσ­σέα Γε­ωρ­γί­ου, να σου παίρ­νει τα μυα­λά, σ᾽ αυ­τήν την με­ταϊ­α­πω­νι­κή σου πα­ρά­κρου­ση, ω Γε­ωρ­γί­ου!, αιφ­νί­διε προ­σκυ­νη­τή του κι­μο­νό, του Sublime-F αγόγ­γυ­στε τώ­ρα ντε­λι­κα­νή, στρα­πα­τσι­σμέ­νε μά­γει­ρα της στρα­πα­τσά­δας, που σ᾽ άλ­λη γη σ᾽ άλ­λα μέ­ρη κα­για­νά τη λέ­νε.

Λες, Γε­ωρ­γί­ου, «χτυ­πά­με τα­τουάζ», και γί­νε­στε ευ­θύς διά­κο­νοι της δερ­μα­το­στι­ξί­ας (τρις), επι­δι­δό­με­νοι στα φλο­γο­παί­γνια (άλα της!), κα­τα­πια­νό­με­νοι με της Πα­γκό­σμιας Τη­λο­ψί­ας τα αρ­ρω­στουρ­γή­μα­τα (ώπα της!), παί­ζο­ντας, ατα­λά­ντευ­τα ζο­βο­λια­ραί­οι πά­ντα, με τους κα­νό­νες τό­σων και τό­σων επι­τρα­πέ­ζιων wargames (γκα­γκάν! γκα­γκάν!). Ακό­μα και το Go πας να πει­ρά­ξεις, πει­ραγ­μέ­νε, Γε­ωρ­γί­ου, θα σου πει ο Ρά­σκυ ΙΙ, και θα στεί­λει διά­βη­μα στο ΚΚΚ, δη­λα­δή στο Κάπ­πα Κάπ­πα Κάπ­πα, ήτοι στο Κόκ­κι­νο Κε­ρα­σέ­νιο Κο­ρί­τσι, που εί­ναι η μο­να­δι­κή αρ­μό­διος αρ­χή για να υψώ­σει ένα STOP! στις πα­ρα­λοϊ­σμέ­νες παι­γνιώ­δεις πα­ρα­κρού­σεις σου, ού­τως ώστε να δο­θεί­τε, ως οφεί­λε­τε, ο ένας στον άλ­λον και οι δυο μα­ζί στη συγ­γρα­φή δέ­κα κει­μέ­νων για τη σύγ­χρο­νη τέ­χνη, στο στή­σι­μο τεσ­σά­ρων ομα­δι­κών εκ­θέ­σε­ων σε δη­μό­σιους χώ­ρους, στη σύν­θε­ση ενός μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ερω­τι­κής αυ­το­βιο­λο­γί­ας, στην κα­τα­σκευή ενός μπούν­κερ με­τα­ντυ­σα­νι­κής με­τα­τέ­χνης, στον συ­ντο­νι­σμό μιας περ­φόρ­μανς με θέ­μα το Άυ­λο και τη δια­λε­κτι­κή Φά­ος/Αφαία, και στον σχε­δια­σμό ενός πα­νο­ρά­μα­τος των δύο πρώ­των δε­κα­ε­τι­κών του 21ου αιώ­να μέ­σα από κρί­σι­μες ει­κό­νες και ιμπρε­σιο­νι­στι­κά σχό­λια.

Στο με­τα­ξύ, τού­τη τη με­τα­ξέ­νια (my eye!) Πα­ρα­μο­νή Πρω­το­χρο­νιάς του Ολέ­θριου/Σω­τή­ριου Έτους 2020, εσύ, Γε­ωρ­γί­ου, γλωσ­σο­κε­ντρι­κέ και punk ποι­η­τή, επι­μέ­νεις στους κα­τα­λό­γους, στα κα­τά­στι­χα, στους απο­λο­γι­σμούς, στα εν­θυ­μή­μα­τα, μια ζωή λευ­κώ­μα­τα και άλ­μπουμ να σκα­ρώ­νεις και να ενη­με­ρώ­νεις, παί­ζο­ντας το υλι­κό της μνη­μο­σύ­νης στα δά­χτυ­λα, αφη­νια­σμέ­νες του χτες στιγ­μές, λω­λα­μέ­νοι ήχοι, θραύ­σμα­τα από κα­τα­τε­μα­χι­σμέ­νες σε­κάνς, τα πά­ντα όλα, να τα τα­ξι­νο­μείς, να τα με­τα­γρά­φεις, να τα διευ­θε­τείς, όλα να εί­ναι και πά­λι για σέ­να ρε­πε­ράζ, ντε­κου­πάζ, μο­ντάζ, ένα παλ­λό­με­νο Factory, σαν και του Warhol, αλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο pop κα­μιά φο­ρά, άλ­λω­στε μπαί­νεις στο 2021 ύστε­ρα από το ελεύ­θε­ρο πο­λιορ­κη­μέ­νο 2020, ύστε­ρα από τις τό­σες και τό­σες κα­τα­στρο­φές που σε ωθούν να εμ­μεί­νεις σε μια pop διά­στα­ση για να μην κα­ταρ­ρεύ­σεις, να γαν­τζω­θείς όχι από κά­να με­γά­λο αν­θε­κτι­κό κλα­ρί αλ­λά από ένα το­σο­δού­λι­κο λε­πταί­σθη­το άν­θος εντελ­βάις (Leontopodium alpinum, για να μην ξε­χνιό­μα­στε εμείς που τα πά­ντα θέ­λου­με να θυ­μό­μα­στε), και να μην τσα­κι­στείς στον γκρε­μό του Τί­πο­τα. Εσπευ­σμέ­νες, κα­τα­γρά­φεις, ηδύ­τα­τες με­τα­βά­σεις στου Κο­έν το βρα­χο­νή­σι, στου Κα­ρού­ζου τη γε­νέ­θλια γη, στο λι­μά­νι της εφη­βεί­ας σου, στο πευ­κό­φυ­το προ­ά­στιο της Κυ­ψέ­λης, στην ίδια την Κυ­ψέ­λη, στους δαι­μό­νιους δαι­δά­λους της, ναι, με­τα­βά­σεις που κα­τα­λύ­ουν το Κα­κό, που θα γί­νουν τα τρο­χιο­δει­κτι­κά του Έρω­τος και της Φι­λί­ας για σέ­να και για το entourage της Νέ­ας Συμ­μο­ρί­ας των Σι­κε­λών Σαιξ­πη­ρι­στών, για σας τους happy few που όταν λέ­γε Δέλ­τα Σίγ­μα δεν εν­νο­εί­τε, οφ­κόρς!, Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο, αλ­λά Δια­μα­ντέ­νιο Σκου­λα­ρί­κι. Και τα λοι­πά, και τα λοι­πά.


[ Συνεχίζεται εις το Επόμενον ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: