Τα Μπούνκερ της Φιλίας

Λέγαμε: Όποιος δεν δημιουργεί, δεν δακρύζει. Η αμοιβαιότητα των δακρύων. Και των γελώτων. Όποιος δεν βουρκώνει, δεν γελάει. Όποιος δεν σκάει στα γέλια, δεν ξέρει να πενθήσει. Όποιος δεν γυρίζει δεν μυρίζει. Όποιος δεν μελετάει Έγελο πώς θα νιώσει Άκη Πάνου; Όποιος αγαπάει, δεν πονάει. Όποιος δεν αντιλαμβανεται ότι la vie est belle, πώς θα αντιληφθεί ότι είναι et facile; Όποιος δεν δημιουργήσει, πώς θα τη βγάλει καθαρή in dürftiger Zeit; Όποιος δεν καπνίσει, πώς θα βήξει; Όποιος τις νύχτες περπατεί, τις νύχτες περπατεί, τις νύχτες περπατεί, τις νύχτες περπατεί, τις νύχτες περπατεί — κόλλησ᾽ η βελόνα, πάμε πάλι: Όποιος τις νύχτες περπατεί, ντέφια και ταμ-ταμ κρατεί. Όποιος δεν είναι σκακιστής της πρόζας, είναι ανήμπορος να γράψει πειστικό παραλήρημα. Όποιος δεν ξέρει τι κάμανε στην Τέχνη οι ντανταϊστές, δεν θα καταφέρει να γράψει ούτε πειστικό νατουραλισμό. Που λέει ο λόγος. Λέγαμε.

Λέγαμε: Τα μικρά μας ονόματα είναι ήδη συνθήματα. Νικόλας. Νικήτας. Μαρίνα. Μαρίλη. Ίκαρος. Ευγένιος. Φίλιππος. Αλίκη. Αλλάζαμε πουκάμισα και πένες. Λες κι αλλάζαμε γυναίκες. Ξέραμε. Όπως είπε ο άλλος: «Η κλωστή μας κρέμεται από μια ζωή» (Αρανίτσης). Ξέραμε. Όπως αποφάνθηκε ο άλλος: «Nous rions, mais jamais en même temps que vous» (Debord). Ξέραμε. Όπως διακήρυξε ο άλλος: «Every love story is a ghost story» (Wallace). Ξέραμε. Όπως το έθεσε, μια για πάντα, ο άλλος: «Das Selbstbewußtsein erreicht seine Befriedigung nur in einem anderen Selbstbewußtsein» (Hegel). Ξέραμε. Συνοψίσαμε. Τον βίο και την πολιτεία μας. Σε πέντε, έξι τσιτάτα. Άλλων. Κι όταν γελούσαμε, γελούσαμε με την καρδιά μας. Και με τους άλλους.

Λέγαμε: Χτίζουμε τα Μπούνκερ της Φιλίας. Τρέχαμε στου Τρίδη το τσαρδί. Ακούγαμε εκεί Kinks. Με τις ώρες. Συζητούσαμε εκεί. Για τον Άκι Καουρισμάκι. Με τις μέρες. Πίναμε εκεί. Ουίσκι. Βότκα. Τεκίλα. Με τις βδομάδες. Παθιαζόμασταν εκεί. Με τα νουάρ. Με τον Γκοντάρ. Με τους μήνες. Σκαλίζαμε εκεί. Το παρελθόν. Κάναμε εκεί. Σχέδια για το Παρελθόν. Ο καθείς και τα κόλπα του. Ο Φιλόσοφος Φλανέρ: το κόλπο του ήταν ο ζύθος. Και η περιπλάνηση. Η φλανερί. Σε κακόφημους δρόμους. Σε κακόφημους βίους κακόφημων σαλών, αγίων, λογίων. Ο Τρίδης. Ο Νικόλας Τριανταφυλλίδης. Το κόλπο του ήταν το σέικερ. Ιδιοφυώς. Ανακάτωνε χαρμάνια. Έμπλεκε γεύσεις. Έσμιγε αντιφάσεις. Κι αυτός περιπλανιόταν. Στα άδυτα μιας κουλτούρας που την είχε σκοτεινιάσει η καταλαλιά. Ο ψόγος. Η μορφή. Η περιφρόνηση. Μοιάζανε πολύ. Ο Τρίδης και ο Φιλόσοφος Φλανέρ. Κι ας μην είχαν συναναστραφεί. Ήταν βίοι παράλληλοι. Ψάχνανε από που κρατάει η σκούφια μας. «Από τι μακελειό κατάγομαι», λέγαμε. Όλοι μαζί. Κι αντάμα.

Λέγαμε: Δαπανηθήκαμε στις λόχμες. Οκέι, αλλά έχουμε την καβάτζα της δημιουργικότητας. Ο Φιλόσοφος Φλανέρ γράφει/μεταφράζει/περιπλανιέται. Θηρεύει περιπτώσεις σαλών, αποσυνάγωγων, ημίτρελων, σοφών με λοξή ματιά. Θητεύει σε κείμενα λησμονημένα μα ανοξείδωτα. Φλανάρει. Στο Αχανές Ορυχείο του Χρόνου. Ο Τρίδης ανοίγει το χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Βρίσκει τον Γιώργη Ζάρκο. Τα λένε. Νοερώς, εννοείται. Βρίσκει τον Λευτέρη Μυτιληναίο. Τον ενθέτει στους Αισθηματίες. Η απόλυτη post-punk ταινία της Λαϊκής Ελίτ: Αισθηματίες. Ο άλλος αρνείται να βγει από το Λαγούμι της Εφηβείας. Πητερπανάρει. Αμέριμνος. Αιωνίως Νεανίας. Κι ας λένε. Τον χαβά του, αυτός. Όλοι μας, τον χαβά μας. Το βιολί μας. Η Αλίκη. Με τη Leica. Φωτογραφίζει συγκινήσεις. Φωτογραφίζει μύχια βλέμματα. Φωτογραφίζει μνήμες. Φωτογραφίζει απόκοσμους/αλλόκοσμους ήχους. Φωτογραφίζει όπως κάνει μουσική ο James Leyland Kirby, άλλως The Caretaker. Βλέμματα και ήχοι στοιχειώνουν στον αισθητήρα. Ο Φίλιππος. Αφήνει τελάρο και καμβά. Πιάνει ήχο και κίνηση. Πιάνει Σαίξπηρ. Πιάνει Μπέκετ. Πιάνει Χάντκε. «The queen, my lord, is dead… To-morrow, and to-morrow, and to-morrow… To the last syllable of recorded time… Life’s but a walking shadow… it is a tale… told by an idiot, full of sound and fury… it is a tale… it is a tale… it is a tale… Signifying nothing».

Λέγαμε: Από δω παν κι άλλοι. Τζάσε. Χάσου/χώσου/εξαφανίσου. Τράβα στη γωνία να δεις αν έρχομαι. Σκάσε και κολύμπα. Λέγαμε. Φύγε. Φεύγα. Φούβγε. Πούλο. Άντε γεια. Λέγαμε. Γειαχαραντάν και τα κουκιά μπαγλάν. Γκαγκάν γκαγκάν. Σύρε και πες το του βουνού. Λέγαμε. Φίλε Φέρε Φίλους Φάγε Φύγε. Φεύγετε να φεύγουμε. Λέγαμε. Υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι. Εμείς. Δεν αποπέμπαμε κανέναν αν δεν είχε ήδη αποπέμψει τον καλύτερό του εαυτό. Δεν διασύραμε κανέναν αν δεν είχε ήδη διασύρει τον καλύτερό του εαυτό. Δεν εγκαταλείπαμε κανέναν αν δεν είχε εγκαταλείψει τον καλύτερό του εαυτό. Λέγαμε. Ποντάρουμε τα άλογά μας στον χρόνο. Στην αδυσώπητη ροή των κλασμάτων του δευτερολέπτου. Στο βουητό του καταρράκτη του χρόνου. Λέγαμε. Να ανακατέψουμε ξανά την τράπουλα. Να στήσουμε πάλι τους πεσσούς. Αλλάζουμε σκακιέρα. Λέγαμε. Όταν θα έρθουν να μας πάρουν, δεν θα μας βρουν εκεί.

Λέγαμε: μμες δ γσόμεθα πολλ κάρρονες. Αλλά είχαμε στην τσέπη Άσσο σκέτο. Και στο μανίκι τον μπεκροφιλοσοφικό άσσο τού «Πάλι τὸν καῦκον ἔπιες, πάλιν τὸν νοῦν ἀπώλεσας». Γι᾽ αυτό βαλθήκαμε να τσαλακωθούμε. Να βήχουμε. Να βουρκώνουμε. Να πίνουμε. Να πέφτουμε. Ελεύθερη Πτήση. Ελεύθερη Πτώση. Η φλανερί του Σινιόσογλου ως υγραντήρας της σκέψης. Βάλαμε την αριστεία στο σεντούκι με τα τιμαλφή και πήραμε τους δρόμους. Ο Νικήτας, δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει. Χιλιάδες χιλιόμετρα το μήνα. Με τα πόδια. Με το σημειωματάριο. Με τις ημικατεστραμμένες πένες. Με μάσκα μειλίχιας μισανθρωπίας. Σεργιανίζει και φλανάρει. Ελίσσεται σε ναρκοθετημένες ζώνες της πόλης και της σκέψης. Σκάβει το λάκκο της Ποίησης. Και της Φιλοσοφίας. Κι ο Νικόλας, ανακαλύπτει θησαυρούς στον απόπατο. Ατλαντίδες σε αραχνιασμένες καταπακτές. Αρώματα μες στα μουχλιασμένα κάτεργα. «I Put a Spell on You». Διότι για να γίνουμε κάρρονες, χρειαζόμασταν τον καύκον. Αυτό αποφασίσαμε ήδη από την απασφαλισμένη εφηβεία μας. Για να έχουμε τσάκιση στο παντελόνι, τσαλακώσαμε το βλέμμα μας. Κι ας μας την έκαναν οι ρυτίδες και δεν ήρθανε ποτέ.

[Συνεχίζεται εις το Eπόμενο]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: