Ο Μιχάλης

Ο Μιχάλης

Ο Μιχάλης πέθανε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, ο ήλιος είχε ανέβει. Την είδηση εκόμισε η κυρία Ιρίνα που είχε αναλάβει τη φροντίδα του εδώ και μερικούς μήνες: τον έπλενε, τον τάιζε, τον περπατούσε επί μερικά λεπτά το πρωί και το απόγευμα πάνω κάτω στο δωμάτιο και γύρω από το κρεβάτι του, με τα παράθυρα κλειστά για να μην τον φυσήξει ο αέρας και επιδεινώσει την υγεία του, η οποία δεν έλεγε να βελτιωθεί. Τις ζεστές μέρες, ο περίπατος έφτανε στο διπλανό δωμάτιο, στην κουζίνα και στο αποχωρητήριο, όπου, γυμνασμένος πια, διευκολυνόταν να κάνει την ανάγκη του. Η κυρία Ιρίνα δεν ήταν βέβαιη ότι ο Μιχάλης είχε πεθάνει. Φρεσκοπλυμένος στο χάραμα της μέρας, είχε ξαπλώσει δίχως να βγάλει λέξη, είχε κλείσει τα μάτια του και επικρατούσε ησυχία, η οποία διακόπηκε ξαφνικά, όταν το στομάχι του Μιχάλη άρχισε να γουργουρίζει δυνατά, θόρυβος που συνοδεύτηκε από ένα είδος έκρηξης συνοδευόμενης από ανυπόφορη βρώμα, παρόλο που είχε κάνει την ανάγκη του δίχως καθυστέρηση.
Η κυρία Ιρίνα στεκόταν στην πόρτα μου και με παρακαλούσε να τη συνοδεύσω στην κατοικία του Μιχάλη, φοβόταν πως ο Μιχάλης δεν είχε πεθάνει, ήταν περίεργο που το στομάχι του γουργούριζε, δεν ήταν περίεργο ότι το άντερό του είχε αδειάσει. Εξάλλου, η τελευταία επιθυμία του ήταν να παραλάβω την μασέλα του, γνώριζε τα ενδιαφέροντά μου και θεωρούσε πως ήταν άδικο να πάει χαμένη η μασέλα του, αφού το στόμα του δεν θα την είχε ανάγκη στο τάφο. Δεν την είχε ανάγκη εδώ και καιρό, αφού τρεφόταν με αραιή χορτόσουπα ή κοτόσουπα και έπινε νερό με το κουταλάκι. Η κυρία Ιρίνα είχε πλύνει προσεκτικά την μασέλα, την είχε τυλίξει σε ασημόχαρτο και την είχε φυλάξει στο ψυγείο για να μην παραπέσει, δεν της άρεσε να τη βλέπει.
Η μυρουδιά ήταν πράγματι ανυπόφορη και η Ιρίνα άνοιξε διάπλατο το παράθυρο του δωματίου. «Κελαηδούν σπουργίτες», είπε. «Περνάει το λεωφορείο από τον κάτω δρόμο», την ενημέρωσα. Ο Μιχάλης φορούσε την πιτζάμα του, τα χέρια του ήταν σταυρωμένα στην κοιλιά του, τα μάγουλα και τα χείλη ρουφηγμένα, έσκυψα στο αυτί του. «Τι κάνεις, Μιχάλη;» φώναξα και δεν πήρα απάντηση. Άπλωσα τον δείκτη της δεξιάς μου και πίεσα το μάγουλό του, ήταν κρύο. Ο Μιχάλης δεν αντέδρασε, δεν άνοιξε τα μάτια του. «Είναι νεκρός», αποφάνθηκα. «Ευτυχώς», αναστέναξε η κυρία Ιρίνα, «να περιμένουμε, όμως, μήπως έχει και άλλα να κάνει, να τον καθαρίσω μια και καλή». «Να περιμένουμε να φύγει η βρώμα», μουρμούρισα, «πριν καλέσουμε τον γιατρό του να ετοιμάσει το πιστοποιητικό θανάτου». «Τότε, να σας δώσω τη μασέλα», είπε η κυρία Ιρίνα, «την έχω βγάλει από το ψυγείο».
Ο Μιχάλης είχε διασχίσει το πέλαγος του βίου επαγγελλόμενος τον οδοντοτεχνίτη. Δεν έχω υπόψη μου λεπτομέρειες αυτής της ειδικότητας. Εκείνο που μπορώ να βεβαιώσω είναι η πεποίθηση του Μιχάλη πως επρόκειτο περί τέχνης στα χρόνια του, πριν δηλαδή υπάρξουν οι σύγχρονες εξελίξεις σε αυτόν τον τομέα, όπως και σε κάθε άλλον. Στα χρόνια του, λοιπόν, μία μασέλα ήταν μαστοριά των χεριών του. Επιφανείς οδοντογιατροί τού παρέδιδαν καλούπια, σπουδαίοι πελάτες οδοντογιατρών αναλώνονταν σε επαίνους και ευχαριστίες, η εφαρμογή ήταν πάντα τέλεια, η λευκότητα των δοντιών αστραφτερή. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αποχωρίστηκαν ευχαρίστως τα δόντια τους για να αποκτήσουν μια μασέλα, που έδινε λάμψη στο χαμόγελό τους, καθιστούσε τη μάσηση απόλαυση και επανέφερε στο φως μια νεότητα που είχε παρέλθει. Η απόκτηση ενός έργου τέχνης έχει τέτοιες συνέπειες. Και άλλες που φέρνει η ζωή: ο Μιχάλης δεν παντρεύτηκε, δεν απόκτησε οικογένεια, δεν είχε απογόνους. Ανταποκρίθηκε, όμως, στις θηλυκές προσμονές που ελευθέρωναν τη γλώσσα τους από τα δεσμά της μασέλας και την άφηναν να εξερευνεί το εύρος των ανθοφορούντων χειλιών του. Ποτέ δεν αρνήθηκε την πρόσκληση να ανακουφίσει ιδιωτικώς τον κατά δήλωση πόνο που προκαλούσε μια μασέλα κατασκευής του, κανείς δεν μένει ασυγκίνητος στην ανάγκη απαλλαγής από έναν πόνο που δεν είναι άλλο από βασανιστική διόγκωση αναμενόμενης ηδονής. Ούτε είναι τυχαίο το γεγονός ότι είχε μελετήσει σχέδια και πίνακες ζωγράφων, όπου μορφές αγίων, θρησκευτικών και κοσμικών αρχόντων, ανώνυμων και αλλοπρόσαλλων ατόμων, είχαν παραδώσει στην αιωνιότητα και στον πολιτισμό τις γραμμές των δοντιών τους ως λείψανα, δείγματα μεγαλείου και ταπεινότητας, δόντια αμνών, σκύλων και άγριων θηρίων. Κάθε μασέλα που έφευγε από τα χέρια του Μιχάλη έφερε εντός της τον πλούτο του παρελθόντος, την υπόμνηση ενός Παραδείσου, όπου τα αμαρτήματα πλήθαιναν, επειδή οι απαγορευμένοι καρποί αφθονούσαν.
Κρατούσα στη δεξιά παλάμη μου την παγωμένη μασέλα του Μιχάλη, βγαλμένη μόλις από το ψυγείο και αναρωτιόμουν τι είχαν δει τα μάτια της, επειδή το ερώτημα «να έζησε, άραγε, κανείς ή να μην έζησε;» δεν έχει πάψει να προβάλει όταν η κάθοδος στον τάφο δεν αναβάλλεται. Παρόντες στην εξόδιο ακολουθία μερικοί συγγενείς και φίλοι, η κυρία Ιρίνα με είχε παρακαλέσει να τη συνοδεύσω, ήταν πολύ στενοχωρημένη, φοβόταν μήπως λιποθυμούσε, επειδή η κηδεία είχε οριστεί το καταμεσήμερο και η ζέστη ήταν αφόρητη. Είχε στην τσάντα της ένα μικρό μπουκάλι νερό.
Παρήλθαν τρία έτη. Η κυρία Ιρίνα με επισκέφθηκε πριν το μεσημέρι, φοβόταν πως η ζέστη θα ήταν αφόρητη αργότερα, μου ζήτησε ένα ποτήρι κρύο νερό. Σκοπός της παρουσίας της ήταν να μου υπενθυμίσει πως μετά παρέλευση τριετίας η εκταφή του Μιχάλη ήταν απαραίτητη. «Πιστεύω ότι θα έχει λιώσει», σχολίασε. Κάποιος συγγενής του συχωρεμένου την είχε ειδοποιήσει πως δική της υποχρέωση ήταν να προβεί στις δέουσες ενέργειες, επειδή εκείνη είχε συνεννοηθεί με το γραφείο τελετών τότε και είχε υπογράψει τα διάφορα έντυπα. Τη ρώτησα σε τι μπορούσα να της φανώ χρήσιμος. «Σε όλα», μου απάντησε, έτοιμη να βάλει τα κλάματα, φυσώντας τη μύτη της σε ένα μπατιστένιο μαντηλάκι. «Να βάλουμε τα οστά σε ένα κουτάκι και να το αφήσουμε στο οστεοφυλάκιο», είπε. «Θα είναι κρίμα να πετάξουμε τα κόκαλα εκεί που τα πετάνε, ήταν τόσο σπουδαίος άνθρωπος, να τον θυμόμαστε, να τον θυμούνται και οι επόμενοι».


ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: