Μάριο Βάργκας Λιόσα

Μάριο Βάργκας Λιόσα

Τον Μάιο του 2022, ο Βάρ­κας Λιό­σα Βάρ­γκας Λιό­σα (Πε­ρού 1936-2025) βρέ­θη­κε για λί­γες μέ­ρες στην Αθή­να με­τά από πρό­σκλη­ση της Νά­τι Γκάλ­βες, διευ­θύ­ντριας του Ιν­στι­τού­του Θερ­βά­ντες σε συ­νερ­γα­σία με τις εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­τη και αφορ­μή την κυ­κλο­φο­ρία του βι­βλί­ου του Η γιορ­τή του τρά­γου. Η Νά­τι εί­χε την πρω­το­βου­λία να ορ­γα­νώ­σει μια ημε­ρή­σια επί­σκε­ψη στις Μυ­κή­νες και στο Ναύ­πλιο. Μου ζή­τη­σε να λά­βω μέ­ρος, θυ­μό­ταν πως εί­χα με­τα­φρά­σει ένα κεί­με­νό του και εί­χα κά­νει συ­χνές ανα­φο­ρές στο έρ­γο του σε άρ­θρα για την λο­γο­τε­χνία της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής σε εφη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά.

Έφτα­σα νω­ρίς το πρωί στο ξε­νο­δο­χείο Saint George Lycabettus. Από το ασαν­σέρ βγή­κε η Πα­τρί­σια, ανι­ψιά και σύ­ζυ­γος τού Βάρ­κας Λιό­σα, γυ­ναί­κα εντυ­πω­σια­κή και κα­λο­ντυ­μέ­νη. Ο Μά­ριο την ακο­λου­θού­σε και με κα­λη­μέ­ρι­ζε με εν­θου­σια­σμό. Πε­ρισ­σό­τε­ρο εν­θου­σια­σμό έδει­ξε μό­λις εμ­φα­νί­στη­κε η Νά­τι με τον Έλ­λη­να σύ­ζυ­γό της. Μπή­κα­με στο βα­νά­κι που εί­χε νοι­κιά­σει η Νά­τι και άρ­χι­σε μια συ­ζή­τη­ση πε­ρί λο­γο­τε­χνί­ας, πο­λι­τι­κής, ελ­λη­νι­κής ιστο­ρί­ας, συ­γκρί­σε­ων με τις απε­λευ­θε­ρω­τι­κές επα­να­στά­σεις από το Με­ξι­κό ως την Χι­λή, κου­βέ­ντες που δεν εί­χαν ού­τε τέ­λος ού­τε συ­νέ­χεια, κα­θώς ο Βάρ­κας Λιό­σα ζη­τού­σε κά­θε λί­γο πλη­ρο­φο­ρί­ες για κά­θε κο­ντι­νή πό­λη, για κά­θε ει­κό­να του δρό­μου. Η Πα­τρί­σια με­σο­λα­βού­σε για να μπει κά­ποια τά­ξη σε όλα αυ­τά, πά­ντα χα­μο­γε­λα­στή, υπο­γραμ­μί­ζο­ντας πως ο Βάρ­κας Λιό­σα ήταν ανί­κα­νος για οτι­δή­πο­τε εκτός της συγ­γρα­φής, πράγ­μα που ο Βάρ­κας Λιό­σα δεν πα­ρέ­λει­ψε να ανα­φέ­ρει στην επί­ση­μη ομι­λία του στην Στοκ­χόλ­μη κα­τά την απο­νο­μή του βρα­βεί­ου Νο­μπέλ το 2010.

Έχουν πε­ρά­σει τα χρό­νια και η μνή­μη συ­ντη­ρεί την μυ­θο­λο­γία της, που στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση επα­να­φέ­ρει την αί­σθη­ση της απλό­τη­τας, της φι­λί­ας, της διαρ­κούς πε­ριέρ­γειας, της από­λαυ­σης των πραγ­μά­των, του φα­γη­τού στην ψα­ρο­τα­βέρ­να του Ναυ­πλί­ου, αλ­λά και τη νύ­στα κα­τά την επι­στρο­φή. Ο Βάρ­κας Λιό­σα έκλει­νε τα μά­τια του, έγερ­νε στον ώμο της Πα­τρί­σια. Εί­χε χορ­τά­σει από το κου­βε­ντο­λόι και απο­τύ­πω­σε εκεί­νη την εκ­δρο­μή με άρ­θρο του στην εφη­με­ρί­δα El País λί­γες εβδο­μά­δες αρ­γό­τε­ρα. Τον εί­χε εντυ­πω­σιά­σει η εμπο­ρι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα του συ­ζύ­γου της Νά­τι, Ο οποί­ος ασχο­λιό­ταν τό­τε με αγο­ρές και πω­λή­σεις χα­λιών της Ανα­το­λής! Αυ­τό ήταν το κέ­ντρο του άρ­θρου του: η ση­μα­σία των χα­λιών! Η αφιέ­ρω­σή του στον πρώ­το τό­μο των Επι­λεγ­μέ­νων Έρ­γων του (Η πό­λη και τα σκυ­λιά, Το πρά­σι­νο σπί­τι, Τα αντρά­κια, Οι αρ­χη­γοί, εκ­δό­σεις Aguilar, 1973) εί­ναι μάρ­τυ­ρας μιας γνω­ρι­μί­ας που δεν χρειά­στη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρα για να δια­τη­ρεί­ται «λες και έγι­νε σή­με­ρα».

Ο Βάρ­κας Λιό­σα δεν ήταν πο­λι­τι­κό ον. Η προ­σή­λω­σή του στα αν­θρώ­πι­να, με­γα­λειώ­δη και εξί­σου ανα­τρι­χια­στι­κά, εκ­δη­λω­νό­ταν με με­τα­κι­νή­σεις από τεκ­μη­ριω­μέ­νες κα­τα­δί­κες ως κυ­βερ­νη­τι­κές επι­διώ­ξεις και ως την υπο­ψη­φιό­τη­τά του για την προ­ε­δρία της Δη­μο­κρα­τί­ας της πα­τρί­δας του, του Πε­ρού. Η ανα­τρι­χί­λα που του προ­κα­λού­σαν τα απε­λευ­θε­ρω­τι­κά κι­νή­μα­τα σε όλη τη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή με­τά την επι­τυ­χία της κου­βα­νι­κής επα­νά­στα­σης και η ορ­μή του να επι­χει­ρη­μα­το­λο­γή­σει πως το ευ­τυ­χές απο­τέ­λε­σμά τους δεν προ­δί­κα­ζε την πο­λι­τι­κή στα­θε­ρό­τη­τα και την κοι­νω­νι­κή ανά­πτυ­ξη, δη­μιούρ­γη­σαν αρ­νη­τι­κές κρι­τι­κές και την το­πο­θέ­τη­σή του σε ένα πλαί­σιο προ­κα­τα­λή­ψε­ων «αστι­κής αντί­δρα­σης». Οφεί­λου­με όμως να ανα­γνω­ρί­σου­με ότι το έρ­γο του Βάρ­κας Λιό­σα έμει­νε απρό­σβλη­το από προ­σω­πι­κά πο­λι­τι­κά θέ­σφα­τα, πράγ­μα που του επέ­τρε­ψε να προ­βά­λει πο­λι­τι­κά πε­πραγ­μέ­να υπαρ­κτού αν­θρω­πι­σμού εντός της λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κης «λο­γο­τε­χνι­κής έκρη­ξης» (boom literario) των ετών 1960-1985, την οποία ο ίδιος υπη­ρέ­τη­σε μέ­χρι τέ­λους πα­ρά τις μι­μή­σεις και απο­μι­μή­σεις επι­γό­νων συγ­γρα­φέ­ων πε­ριο­ρι­σμέ­νης εμ­βέ­λειας πια.

Η απο­τί­μη­ση του έρ­γου του, των ιδε­ών και των προ­βο­λών τους οφεί­λουν να λά­βουν υπό­ψη τους την αρ­θρο­γρα­φία του στον ισπα­νό­φω­νο Τύ­πο, ένα ογκώ­δες (με­γα­λύ­τε­ρο ίσως από τον όγκο των μυ­θι­στο­ρη­μά­των του) και συ­μπα­γές σύ­νο­λο, όπου η προ­σέγ­γι­ση της εφή­με­ρης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας λα­βαί­νει δια­στά­σεις πα­ρα­δείγ­μα­τος.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: