«Τι πολλοί που ήσανε!»


ΤΟ ΚΕΙ­ΜΕ­ΝΑ­ΚΙ αυ­τό που κά­να­με στα Αρ­χαία στο Γυ­μνά­σιο ―το λέ­γα­με «το ζού­κι» από τον κύ­ριο Ζού­κη που εί­χε συ­ντά­ξει τα κει­με­νά­κια στα Αρ­χαία Ελ­λη­νι­κά― θα έδι­να όρ­κο πως εί­χε τί­τλο «Ίβυ­κος και γέ­ρα­νοι». Πώς μου ‘χε κα­θί­σει έτσι, στρα­βά, το όνο­μα των που­λιών; Τα που­λιά λέ­γο­νται γε­ρα­νοί, όχι γέ­ρα­νοι. Γε­ρα­νοί, όπως οι μπουλ­ντό­ζες.
Θυ­μά­μαι μό­νο μια φρά­ση από το κει­με­νά­κι. Τη θυ­μά­μαι όπως το «ο φί­λος τον φί­λον εν πό­νοις και κιν­δύ­νοις ου λεί­πει», ή όπως το «regina rosas amat» των πρώ­των, παι­δι­κών λα­τι­νι­κών. Η φρά­ση εί­ναι η εξής: «Ώ γε­ρα­νοί, υμείς κα­τα­μη­νύ­σε­τε και κο­λά­σε­τε τους λη­στάς».

O Ίβυ­κος.* Αγα­πη­μέ­νος ποι­η­τής των θε­ών. Κα­τα­γό­ταν από το Ρέ­τζιο της Κα­λα­βρί­ας, το αρ­χαίο Ρή­γιον. Γι­νό­ταν αγώ­νας αρ­μά­των και τρα­γου­διών στην Κό­ριν­θο, και ξε­κί­νη­σε κι αυ­τός για να λά­βει μέ­ρος στα Ίσθμια. Όταν το κα­ρά­βι του πλη­σί­α­ζε και φαι­νό­ταν από μα­κριά η Ακρο­κό­ριν­θος, ένα στα­χτό­μαυ­ρο, πυ­κνό μπου­λού­κι από τριά­ντα έξι γε­ρα­νούς πε­τού­σε από πά­νω κρώ­ζο­ντας, συ­νο­δεύ­ο­ντάς τον προς τη ζέ­στη του Νό­του. «Γε­ρα­νοί πε­τού­σα­νε. Τι πολ­λοί που ήσα­νε!» λέ­ει ο παι­δι­κός γρί­φος που μου έβα­ζε ο πα­τέ­ρας μου για να με πα­γι­δεύ­σει.
Ο Ίβυ­κος θε­ώ­ρη­σε το σμή­νος κα­λό ση­μά­δι. Όμως, έκα­νε λά­θος.
Ο ήλιος έδυε, τα ρο­δα­λά μάρ­μα­ρα γυά­λι­ζαν στο βά­θος κά­τω απ’ το κυ­ρί­αρ­χο κά­στρο. Ο ποι­η­τής ξε­μπάρ­κα­ρε στον Ισθμό και ξε­κί­νη­σε κα­βά­λα σε άλο­γο τον υπό­λοι­πο δρό­μο. Κου­ρα­σμέ­νος έβα­λε το άλο­γό του να τρι­πο­δί­σει προς τη με­ριά μιας συ­στά­δας δέ­ντρων κι έβγα­λε τη λύ­ρα του απ’τη θή­κη της, να πά­ρει μιαν ανά­σα.**
Εκεί τον πε­ρί­με­ναν δυο λη­στές. Τον έναν τον έλε­γαν Τι­μό­θεο, λέ­ει ο μύ­θος.

Μό­λις παίρ­νει χα­μπά­ρι τον κίν­δυ­νο, ο Ίβυ­κος κά­νει να βγά­λει μια φω­νή για βο­ή­θεια, όμως δεν προ­λα­βαί­νει. Οι λη­στές πε­τά­γο­νται μέ­σ’ από τις φυλ­λω­σιές και τον μα­χαι­ρώ­νουν πολ­λές φο­ρές. Κα­θώς πέ­φτει κά­τω βογ­γώ­ντας από τον πό­νο, η όρα­σή του θο­λώ­νει αλ­λ’ ακού­ει ξε­κά­θα­ρα τα κρω­ξί­μα­τα και το θρόι­σμα από τα φτε­ρά των τριά­ντα έξι γε­ρα­νών, που λέ­νε πως εί­ναι οι ψυ­χές των αδι­κο­χα­μέ­νων νε­κρών, αυ­τών που εκ­δι­κού­νται και ξα­να­γυρ­νούν για να μας στοι­χειώ­σουν.
Tο χώ­μα λά­μπει σαν ορεί­χαλ­κος, η χαί­τη του αλό­γου του λα­μπυ­ρί­ζει. Γυρ­νά­ει τό­τε ο ποι­η­τής προς τον ου­ρα­νό και, προ­τού ξε­ψυ­χή­σει και γί­νει κι αυ­τός γε­ρα­νός, φω­νά­ζει αυ­τό το κει­με­νά­κι που έχω συ­γκρα­τή­σει:

«Ω γε­ρα­νοί μου εκεί ψη­λά, από σας του σκο­τω­μού μου η μή­νυ­ση να γί­νει!Εσείς να τι­μω­ρή­σε­τε τους λη­στές!








—— ≈ ——

TON BPHKΑΝ ΝΕ­ΚΡΟ, ολό­γυ­μνο, μα­τω­μέ­νο, σκυ­λευ­μέ­νο, κι όλη η Κό­ριν­θος τον θρή­νη­σε. Ο λα­ός απαί­τη­σε την εκ­δί­κη­σή του με το αί­μα του φο­νιά. «Να βρε­θεί ο άναν­δρος φο­νιάς του Ίβυ­κου!» φώ­να­ζαν στους δρό­μους οι άν­θρω­ποι. Αγκά­λια­ζαν τα ει­δώ­λια του Απόλ­λω­να, του θε­ού της ποί­η­σης και της μου­σι­κής, και ζη­τού­σαν εξι­λα­σμό. Γε­μά­τη η Κό­ριν­θος από Σπαρ­τιά­τες, Φθί­ους, Κέ­κρο­πες, Μι­κρα­σιά­τες που εί­χαν έρ­θει για τους αγώ­νες. Κα­θώς, ως γνω­στόν, «ου πα­ντός πλείν ες Κό­ριν­θον», αυ­τοί οι άν­θρω­ποι ήσαν πλού­σιοι, κα­λο­ντυ­μέ­νοι, με γνώ­σεις για τις τέ­χνες και το θέ­α­τρο.
Θα πρέ­πει να παι­ζό­ταν η αι­χύ­λεια τρι­λο­γία εκεί­νο το από­γευ­μα, και θα εί­χε προ­χω­ρή­σει η πα­ρά­στα­ση στις «Ευ­με­νί­δες», για­τί στην ορ­χή­στρα εκεί­νη τη στιγ­μή έβγαι­ναν οι άν­δρες που φο­ρού­σαν τις μά­σκες των Ερι­νύ­ων και ορ­κί­ζο­νταν εν χο­ρώ να πά­ρουν εκ­δί­κη­ση. Η ωδή απ’αυ­τές τις ζο­φε­ρές, φαρ­μα­κο­μύ­τες θε­ές του Κά­τω Κό­σμου ηχού­σε σαν κρώ­ξι­μο άγριου όρ­νε­ου: « Συμ­φο­ρά σ’ εκεί­νον, συμ­φο­ρά, που σχε­διά­ζει φο­νι­κό! Αυ­τόν τον έχου­με συ­νέ­χεια από κο­ντά, εμείς, η φο­βε­ρή της νύ­χτας γέν­να. Τον παίρ­νου­με από πί­σω, ως μες στων σκιών τη χώ­ρα, για­τί ού­τε κι εκεί ακό­μη πο­τέ από μας δεν θα γλι­τώ­σει!».
Αίφ­νης, εκεί­νη τη φορ­τι­σμέ­νη στιγ­μή, κα­θώς οι θε­α­τές ήταν ανα­τρι­χια­σμέ­νοι, πλημ­μυ­ρι­σμέ­νοι από προ­σμο­νή για την απο­νο­μή της Θεί­ας Δί­κης, από τα πά­νω πά­νω σκα­λο­πά­τια του θε­ά­τρου, ακού­στη­κε μια φω­νή:

«Κοί­τα Τι­μό­θεε! Κοί­τα! Οι γε­ρα­νοί του Ίβυ­κου!»

—— ≈ ——

OΛΟΙ ΓΥ­ΡΙ­ΖΟΥΝ προς τα πά­νω το βλέμ­μα τους. Το σκο­τει­νό, στα­χτί μπου­λού­κι με τα που­λιά κα­λύ­πτει τα σύν­νε­φα, κα­θώς περ­νά σε κα­νο­νι­κό σχη­μα­τι­σμό, μ’έ­να μα­κρι­νό, πα­ρά­φω­νο τρα­γού­δι. Τα λει­ριά τους κι­νού­νται ταυ­τό­χρο­να, όπως φτε­ρου­γί­ζουν επί­μο­να πά­νω απ’τα κρη­πι­δώ­μα­τα του θε­ά­τρου.
Όλοι στρέ­φουν να δουν από ποιον ακού­στη­κε η φω­νή. Αυ­τός έχει δα­γκω­θεί, έχει χλoμιά­σει. Τι απο­κο­τιά! Ένας Αθη­ναί­ος ανε­βαί­νει δυο δυο τα σκα­λο­πά­τια, κά­νει πέ­ρα τον κό­σμο, πιά­νει από το μπρά­τσο αυ­τόν που μί­λη­σε: «Πού τον ξέ­ρεις εσύ τον Ίβυ­κο;» Ένας άλ­λος ανοί­γει δρό­μο, βου­τά­ει απ’τον λαι­μό τον φί­λο του τον Τι­μό­θεο, τον σπρώ­χνει, τον πε­τά­ει κά­τω: «Κι εσύ πού τον ξέ­ρεις τον Ίβυ­κο τον ποι­η­τή; Ε; Λέ­γε πού τον εί­δες!». Ο κό­σμος από κά­τω φω­νά­ζει, χω­ρίς έλε­ος: «Αυ­τός εί­ναι! Αυ­τός εί­ναι ο φο­νιάς! Πιά­στη­κε στα πρά­σα!»
Κι έτσι, η τι­μω­ρία έρ­χε­ται να στα­θεί πά­νω απ’ το κε­φά­λι του Τι­μό­θε­ου και του άλ­λου σαν δα­μό­κλειος σπά­θη. Ή, κα­λύ­τε­ρα, σαν ένα σμή­νος τριά­ντα επτά που­λιών που ζυ­γιά­ζο­νται στον άνε­μο.




____



ΟΜΟΡ­ΦΗ ΙΣΤΟ­ΡΙΑ. Απί­στευ­τη, αλ­λά όμορ­φη. Τα που­λιά-τι­μω­ροί. Τα που­λιά-Ερι­νύ­ες, μάρ­τυ­ρες του εγκλή­μα­τος. Ωραίο, πραγ­μα­τι­κά ωραίο. Το ζή­τη­μα της δι­καιο­σύ­νης και της ηθι­κής ευ­θύ­νης πά­ντα με απα­σχο­λού­σε. Ο Ίβυ­κος και οι γε­ρα­νοί του.
Όταν ήμουν πέ­ντε χρο­νών, ο πα­τέ­ρας μου με κο­ρόι­δευε με τον γνω­στό αφε­λή γρί­φο:

«Γε­ρα­νοί πε­τού­σα­νε. Τι πολ­λοί που ήσα­νε! Ένας εί­χε δύο πί­σω. Ένας άλ­λος δύο μπρος. Κι ένας άλ­λος γε­ρα­νός, έναν πί­σω κι έναν μπρος. Πό­σοι ήσα­νε;»

«Εν­νιά!» απα­ντού­σα εγώ.
«Εί­σαι μπού­φος!» μου έλε­γε ο πα­τέ­ρας μου. «Τρεις ήσα­νε οι γε­ρα­νοί!»

Μου έμε­νε ανα­πά­ντη­τη η απο­ρία. Για­τί, σώ­νει και κα­λά, τρεις; Μι­σό, να το δού­με το θέ­μα. Ένας εί­χε δύο πί­σω. Μας κά­νει τρεις. Ένας άλ­λος, δύο μπρος. Μά­νι μά­νι, άλ­λοι τρεις: σύ­νο­λο, έξι! Ένας τρί­τος γε­ρα­νός, έναν πί­σω κι έναν μπρος. Ακό­μη τρεις. Σύ­νο­λο, εν­νιά, λοι­πόν. Για­τί τρεις; Πο­τέ μου δεν τον χώ­νε­ψα αυ­τόν τον γρί­φο. Λέ­ει ή δεν λέ­ει «τι πολ­λοί που ήσα­νε»; Το λέ­ει ή δεν το λέ­ει; Τρεις δεν εί­ναι «πολ­λοί». Και ο στί­χος λέ­ει «τι πολ­λοί που ήσα­νε»! Στο κά­τω κά­τω, για­τί να εί­χε ο πα­τέ­ρας μου δί­κιο και όχι εγώ; Και να με λέ­ει και μπού­φο! Εν­νιά ήταν οι γε­ρα­νοί! Τέρ­μα και τε­λεί­ω­σε! Για να μην πω πως μπο­ρεί να εί­ναι και πε­ρισ­σό­τε­ροι. Ένας εί­χε δύο πί­σω. Τρεις. Ένας άλ­λος δύο μπρος. Έξι. Ένας τρί­τος γε­ρα­νός, έναν πί­σω κι έναν μπρος. Εν­νέα. Εδώ απλώς ο γρί­φος κου­ρά­ζε­ται και δεν συ­νε­χί­ζει να λέ­ει και «ένας τέ­ταρ­τος γε­ρα­νός δύο πί­σω» και «ένας πέμ­πτος δύο μπρος» και τα λοι­πά. Θα μπο­ρού­σε, δεν θα μπο­ρού­σε; Απλά το ποι­η­μα­τά­κι στα­μα­τά­ει. Και λέ­ει «τι πολ­λοί που ήσα­νε!». Το λέ­ει ή δεν το λέ­ει;

Λοι­πόν, πά­ντα αγα­πού­σα την ιστο­ρία του ‘Ιβυ­κου, για­τί ο ποι­η­τής αυ­τός απευ­θυ­νό­ταν στους γε­ρα­νούς για να πά­ρει την εκ­δί­κη­σή του. Έτσι πρέ­πει να κά­νου­με όλοι. Όχι, που μά­θα­με να κα­τα­πί­νου­με τα ψέ­μα­τα και τις προ­σβο­λές! Που συ­νη­θί­σα­με να αφή­νου­με ατι­μώ­ρη­τους τους ενό­χους! Οφεί­λου­με να εμπι­στευ­θού­με αυ­τό το μο­τί­βο αντα­πό­δο­σης των ανώ­τε­ρων δυ­νά­με­ων.
Έτσι κι εγώ. Δεν εί­ναι που ο πα­τέ­ρας μου με απο­κα­λού­σε μπού­φο. Κι ο μπού­φος ένα συ­μπα­θη­τι­κό που­λί εί­ναι ―μέ­χρι ν’ αρ­χί­σει να απο­ζη­τά την απο­κα­τά­στα­σή του. Στρέ­φο­μαι τώ­ρα στο σμή­νος των γε­ρα­νών (τριά­ντα εφτά τους θέ­λω να εί­ναι, γού­στο μου κα­πέ­λο μου!) και ζη­τώ να βρω το δί­κιο μου. Ξέ­ρω ότι ανά­με­σά τους τώ­ρα βρί­σκε­ται και ο Ίβυ­κος. Και ίσως και άλ­λοι εί­κο­σι. Τό­σοι έχουν πε­θά­νει άδι­κα τε­λευ­ταία: δεν θα ’ναι ανά­με­σά τους; Βα­θύ­τα­τη με­λαγ­χο­λία με κα­τα­λαμ­βά­νει.

Όμως το ξέ­ρω: η μοί­ρα θα τε­θεί και πά­λι σε κί­νη­ση από ένα ακό­μη αν­θρώ­πι­νο λά­θος. Η βία θα ξε­πε­ρα­στεί από τη δι­καιο­σύ­νη. Και, πά­νω απ’ όλα: δεν εί­μα­στε μπού­φοι!
Έτσι, γέρ­νω προς τα πί­σω σε μια βα­θιάν ανά­σα λύ­τρω­σης, και με δυ­να­τή, στε­ντό­ρεια φω­νή κα­λώ όλα τα πτη­νά της οι­κο­γέ­νειας των γε­ρα­νι­δών, να ξε­τρυ­πώ­σουν από την τύρ­φη και τα ελώ­δη ξέ­φω­τα, να ξε­μυ­τί­σουν πί­σω απ’ τα κα­λά­μια, τα τε­νά­γη και τα τέλ­μα­τα, να τι­νά­ξουν τα ακρο­δα­κτυ­λο­βά­μο­να πό­δια τους και ν’ απο­γειω­θούν σε υπέ­ρο­χους σχη­μα­τι­σμούς. Και γρή­γο­ρα να πλημ­μυ­ρί­σουν τους αι­θέ­ρες, να σκο­τει­νιά­σουν τον ου­ρα­νό, να φτε­ρου­γί­σουν όλοι μα­ζί πά­νω απ’ τον στί­βο του δρά­μα­τος που παί­ζε­ται μπρο­στά μας και να κρά­ξουν:

«Πε­νή­ντα επτά εί­μα­στε! Πε­νή­ντα επτά! Τι πολ­λοί που εί­μα­στε!»



_____________
*Στο λε­ξι­κό του Σουί­δα ανα­φέ­ρε­ται η ιστο­ρία του ποι­η­τή Ιβύ­κου από το Ρή­γιο της Κά­τω Ιτα­λί­ας (Με­γά­λη Ελ­λά­δα) που έζη­σε τον 6ο π.Χ. αιώ­να.
**Πρό­κει­ται για με­τεγ­γρα­φή της δρα­μα­τι­κής μπα­λά­ντας του Φρί­ντριχ Σί­λερ «Die Kraniche des Ibykus», 1797.


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: