H άρνηση της συμμετρίας

H άρνηση της συμμετρίας



Άρα­γε αυ­τό που θα θυ­μού­νταν θα ήταν η αθό­ρυ­βη μπεζ ψά­θα που εί­χε απλω­θεί στο πά­τω­μα του δω­μα­τί­ου ανά­γνω­σης για τις ώρες της ψευ­το­αι­δη­μο­σύ­νης;[1] Θα ήταν η αρι­στο­κρα­τι­κή προ­τί­μη­ση για τα ασύν­δε­τα σχέ­δια στα παρ­τέ­ρια, σχέ­δια που τα πα­ρα­τη­ρού­σαν στις ώρες της υπο­τι­θέ­με­νης συ­γκέ­ντρω­σης; Ή ίσως θα ήταν οι όλο και πιο σκο­τει­νές πλευ­ρι­κές στο­ές, αυ­τές που έκρυ­βαν επι­με­λώς τα σκο­τει­νά ρα­ντε­βού τους;
Κα­θώς σή­με­ρα προ­σπα­θεί ν’ ανα­συν­θέ­σει την ιστο­ρία του Κά­λαη και του Ορ­φέα, ο Ιμπν Αλ Μα­σούρ δυ­σκο­λεύ­ε­ται στις λε­πτο­μέ­ρειες.
Τι απέ­μει­νε απ’ όλα αυ­τά; Σε ποια μα­κρι­νή πα­τρί­δα θα μπο­ρού­σαν να τ’ ανα­ζη­τή­σουν, τό­σα χρό­νια με­τά; Και τι τα­ξί­δι θα έπρε­πε να κά­νουν; Κα­θέ­νας τους χω­ρι­στά, απ’ όπου κι αν ξε­κι­νού­σε, ήταν ένας τα­ξι­δευ­τής που έφευ­γε πλέ­ον μο­νά­χα για να φύ­γει. Αυ­τό που τους έλει­πε ήταν ο προ­ο­ρι­σμός. Δη­λα­δή, με άλ­λα λό­για, αυ­τό που τους έλει­πε ήταν η επι­θυ­μία. Πα­ντε­λής απου­σία επι­θυ­μί­ας. Μό­νο, κα­θέ­νας μό­νος του, όπου κι αν στε­κό­ταν, όπου κι αν βρι­σκό­ταν, εί­χε κρα­τή­σει ―πο­λύ­τι­μη ανά­μνη­ση― την ενό­χλη­ση που του προ­κα­λού­σε η συμ­με­τρία. Όχι όμως και οι δύο με τον ίδιο τρό­πο: ο ένας ―ο Ορ­φέ­ας― από ερα­σι­τε­χνι­σμό και από την έπαρ­ση του αμύ­η­του αν­θρώ­που, εκεί­νου που μες στην τρα­χύ­τη­τά του πα­σχί­ζει να απο­δεί­ξει κά­τι στους άλ­λους. Ο άλ­λος ―ο Κά­λαης― υπο­στή­ρι­ζε την απέ­χθειά του για τη συμ­με­τρία επει­δή το γού­στο του ήταν λε­πταί­σθη­τα δια­μορ­φω­μέ­νο, ήταν το γού­στο εκεί­νου που εξ απα­λών ονύ­χων έχουν οι νέ­οι ευ­γε­νούς κα­τα­γω­γής.

Τους δυο τους δεν τους χώ­ρι­σε η από­στα­ση, ού­τε τους απο­μά­κρυ­ναν οι δυ­σκο­λί­ες της ζω­ής, ού­τε η έλ­λει­ψη πά­θους ή έλ­ξης. Δεν τους χώ­ρι­σε κά­ποια λι­πο­ψυ­χία, δεν υπήρ­ξε στη σχέ­ση τους κά­ποια πα­ρα­φω­νία, δεν τους κα­τέ­λα­βε αι­δώς και με­τα­μέ­λεια,[2] ού­τε και μπή­κε στη μέ­ση κά­ποιος και­νούρ­γιος έρω­τας. Δεν υπήρ­ξε με­τα­ξύ τους τρι­βή ή ρου­τί­να, ού­τε καν ελά­χι­στη φθο­ρά. Δεν τους χώ­ρι­σε η αρ­ρώ­στια, ού­τε ο θά­να­τος, ού­τε κά­ποιο αφύ­σι­κο γνώ­ρι­σμα της σχέ­σης τους. Το αγε­φύ­ρω­το χά­σμα που άνοι­ξε με­τα­ξύ τους και ο χω­ρι­σμός τους συν­δέ­θη­κε με μιαν ενέρ­γεια τό­σο μο­χθη­ρή και επι­κίν­δυ­νη, που όσο κι αν προ­σπα­θεί σή­με­ρα ο Ιμπν αλ Μα­σούρ να την κα­τα­θέ­σει στο χαρ­τί με λέ­ξεις, εί­ναι αμ­φί­βο­λο αν θα κα­τα­φέ­ρει να απο­δώ­σει στο ελά­χι­στο τα απα­ρά­μιλ­λα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της.
Η μο­να­δι­κή λέ­ξη που κα­τόρ­θω­σε να βρει ο ποι­η­τής για ν’ απο­δώ­σει την κα­τά­στα­ση της ψυ­χής τους εί­ναι «άω­ρος νε­κρός»: μια κα­τά­στα­ση πρό­ω­ρης απώ­λειας της μνή­μης, σαν τον θά­να­το να πού­με.

Γιος του Λε­ω­νί­δη κι εγ­γο­νός του Φι­λώ­τα, ο Κά­λαης ήταν στα εί­κο­σί του πυ­ρό­ξαν­θος με γα­λά­ζια μά­τια, με γέ­νια σαν κισ­σό πλεγ­μέ­να πά­νω από τα χεί­λη του και γύ­ρω στα μά­γου­λά του, με ελα­φρά γαμ­ψή μύ­τη και με έντο­να ζυ­γω­μα­τι­κά, ένας νέ­ος που προ­ο­ρι­ζό­ταν από τα γε­νο­φά­σκια του για κλη­ρο­νό­μος πολ­λών κτη­μά­των στην Κά­τω Αί­γυ­πτο. Η οι­κο­γέ­νειά του κα­τοι­κού­σε σ’έ­ναν τριώ­ρο­φο πύρ­γο με κε­ντρι­κό ανά­χω­μα, με μια πε­ρι­φε­ρεια­κή στοά γύ­ρω από τη ρω­μαϊ­κή αυ­λή που ήταν σκε­πα­σμέ­νη με κα­φα­σω­τά, στο­λι­σμέ­νη με γλυ­πτές στά­μπες, μια αυ­λή κε­ντρι­κή που οδη­γού­σε σε πλά­γιες δια­μο­νη­τή­ριες αυ­λές που έμοια­ζαν με κιό­σκια. Το αρ­χο­ντι­κό αυ­τό σπί­τι εί­χε δύο πύ­λες και αν­θο­φό­ροι θά­μνοι μέ­σα σε πορ­σε­λά­νι­νες γλά­στρες πλαι­σί­ω­ναν την κε­ντρι­κή σκά­λα της ει­σό­δου, ενώ οι πε­τρό­γλυ­πτες, τού­βλι­νες και μαρ­μά­ρι­νες κα­τα­σκευ­ές στα περ­βά­ζια με τα αναρ­ρι­χη­τι­κά φυ­τά δη­μιουρ­γού­σαν ένα ευ­τυ­χές πά­ντρε­μα κα­τοι­κί­ας και κή­που.
Τί­πο­τε σ’ αυ­τό το σπί­τι δεν ήταν συμ­με­τρι­κό.
Ο Ορ­φέ­ας εί­χε αγο­ρα­στεί ως υπη­ρέ­της της οι­κο­γέ­νειας και το εν­διαί­τη­μά του ήταν μια ψα­ρο­κα­λύ­βα αρ­κε­τά απο­μα­κρυ­σμέ­νη από το σπί­τι, στις όχθες του Νεί­λου, μα­ζί με άλ­λους δού­λους. Πρό­σφα­τα φερ­μέ­νος από κά­ποιο ορει­νό χω­ριό της Κυ­νου­ρί­ας: σκού­ρος στο δέρ­μα, με αθλη­τι­κό ηλιο­κα­μέ­νο σώ­μα, με­γα­λύ­τε­ρος στην όψη απ’ό,τι στην ηλι­κία, σμι­χτο­φρύ­δης και με μια στα­θε­ρή, αμε­τά­βλη­τη έκ­φρα­ση ανεκ­πλή­ρω­του πό­θου στα μά­τια. Τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του προ­σώ­που του ήταν ασύμ­με­τρα- το αρι­στε­ρό μά­γου­λο εί­χε μια βα­θειά ρυ­τί­δα, τα χεί­λη του κα­τη­φό­ρι­ζαν ανε­παί­σθη­τα στην αρι­στε­ρή πλευ­ρά- και εί­χε ένα μου­λω­χτό, θυ­μω­μέ­νο ύφος που θύ­μι­ζε φα­γιούμ.[3]

Μια πο­λύ ζε­στή και υγρή μέ­ρα του 229 π.Χ.(πρέ­πει να ήταν δε­κα­εν­νιά-εί­κο­σι χρο­νών το πο­λύ) ο Κά­λαης έκα­νε από­ξυ­ση της σκό­νης στην πα­λαί­στρα μα­ζί με δύο παι­δι­κούς του φί­λους, τον Ευ­δά­μνιπ­πο και τον Δέλ­φη. Ήταν απο­με­σή­με­ρο και, ιδρω­μέ­νος όπως ήταν από την προ­πό­νη­ση, ο Κά­λαης εί­χε ξα­πλώ­σει κο­ντά στα στά­σι­μα νε­ρά της δε­ξα­με­νής και εί­χε ακου­μπή­σει στον ώμο του ενός ―του Δέλ­φι­δος― και πε­ρί­με­νε κά­ποιον υπη­ρέ­τη να του φέ­ρει ένα πο­τή­ρι κρα­σί ή κά­τι τε­λο­σπά­ντων δρο­σι­στι­κό, για να ξε­δι­ψά­σει· ήταν η σει­ρά του Ορ­φέα να ανε­βά­σει τον αση­μέ­νιο δί­σκο με τα πο­τά από τις κου­ζί­νες. Βγή­κε προς τη με­ριά της πα­λαί­στρας και εί­δε τη νε­α­νι­κή ομή­γυ­ρη στο βά­θος, να κα­θρε­φτί­ζε­ται μέ­σα στη δε­ξα­με­νή με τα νού­φα­ρα. Ακό­μη δεν εί­χε δια­κρί­νει τη φι­γού­ρα του Κά­λαη, και βά­δι­σε ίσια εμπρός, προ­σέ­χο­ντας να μην χύ­σει τα πο­τά. Και τό­τε, όταν εί­δε το γυα­λι­στε­ρό σώ­μα του Κά­λαη να γέρ­νει στον ώμο του Δέλ­φη, ένιω­σε μια θέρ­μη, σαν αρ­ρώ­στια να καί­ει το πρό­σω­πό του και κοκ­κί­νι­σαν τα αυ­τιά του.[4]
Ο Κά­λαης ανα­ση­κώ­θη­κε ελα­φρά, ευ­χα­ρί­στη­σε τον με­λα­ψό υπη­ρέ­τη, ήπιε μια με­γά­λη γου­λιά, ανα­στέ­να­ξε και, αυ­τή τη φο­ρά, ξά­πλω­σε κα­νο­νι­κά στα πό­δια του Δέλ­φη. Δεν χρειά­ζε­ται να ανα­φερ­θεί πως, στην Αλε­ξάν­δρεια των Ελ­λη­νι­στι­κών χρό­νων, τέ­τοιες χει­ρο­νο­μί­ες και συ­μπε­ρι­φο­ρές συ­νη­θί­ζο­νταν, ενταγ­μέ­νες στα πλαί­σια μια άρ­τιας ομο­κοι­νω­νι­κό­τη­τας ατό­μων του ίδιου φύ­λου. Η στά­ση των σω­μά­των αυ­τών των νε­α­ρών δεν σή­μαι­νε τί­πο­τε πα­ρα­πά­νω από τη φυ­σι­κή στά­ση κά­ποιων κου­ρα­σμέ­νων αθλη­τών που αγ­γί­ζουν ο ένας τον άλ­λον στα πλαί­σια του αθλή­μα­τος- και μι­λά­με για πα­λαί­στρα, όχι για ρινγκ πυγ­μα­χί­ας. Όμως ο Ορ­φέ­ας δεν το εί­δε έτσι το πράγ­μα: η φα­ντα­σία του δη­μιούρ­γη­σε μιαν ολό­κλη­ρη ιστο­ρία, που αυ­τό­μα­τα κα­θρε­φτί­στη­κε στο πρό­σω­πό του. Νο­μί­ζο­ντας πως δεν έγι­νε αντι­λη­πτός, και αφού σέρ­βι­ρε και τα υπό­λοι­πα πο­τή­ρια, πε­ρί­με­νε υπο­μο­νε­τι­κά όρ­θιος μέ­χρι να του πουν να φύ­γει. Και του το εί­πε ο Δέλ­φης: «Εί­σαι ελεύ­θε­ρος να φύ­γεις».
Εκεί­νος δί­στα­σε προς στιγ­μήν, και τό­τε ο Κά­λαης ―που δια­σκέ­δα­ζε με την ολο­φά­νε­ρη αντί­δρα­ση του υπη­ρέ­τη του και, μά­λι­στα, εί­χε επι­κε­ντρω­θεί στα ασύμ­με­τρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του προ­σώ­που του― μά­λω­σε τον Δέλ­φη και ζή­τη­σε από τον Ορ­φέα να κα­θί­σει και να πιει μα­ζί τους. Ο Δέλ­φης δεν φά­νη­κε να δυ­σα­να­σχε­τεί: η υπε­ρο­χή του αφέ­ντη ήταν δε­δο­μέ­νη, αυ­τή δεν ήταν πα­ρά μια κί­νη­ση με­γα­λο­ψυ­χί­ας, σκέ­φτη­κε. Δεν ήταν όμως ακρι­βώς έτσι τα πράγ­μα­τα: τα μέ­λη των δύο αγο­ριών ήταν ανα­τρι­χια­σμέ­να, η θέρ­μη από τη σω­μα­τι­κή άσκη­ση εί­χε εξα­τμι­στεί και μια μι­κρή ψύ­χρα απλω­νό­ταν στον χώ­ρο, οι παι­δι­κοί φί­λοι του Κά­λαη πα­ρέ­μει­ναν σιω­πη­λοί και έπι­ναν από το κρα­σί χω­ρίς να γυ­ρί­ζουν να κοι­τά­ξουν, τα αγ­γίγ­μα­τα –τα πρώ­τα, δει­λά αγ­γίγ­μα­τα- χά­θη­καν μέ­σα στο ημί­φως. Η αντα­νά­κλα­ση από τη δε­ξα­με­νή χά­ρα­ζε ρά­βδους αση­μέ­νιου χρώ­μα­τος στα σώ­μα­τά τους. Η ώρα ήταν προ­χω­ρη­μέ­νη, οι δια­θέ­σεις αμ­φίρ­ρο­πες.

Όταν ο Ορ­φέ­ας κά­θι­σε δί­πλα του, ο Κά­λαης αντι­λή­φθη­κε με­μιάς πως κά­τι σπου­δαίο ξε­κι­νά. Και μια ανε­ξή­γη­τη αί­σθη­ση γεν­νή­θη­κε μέ­σα του, πως δεν θα εί­χαν κα­λά ξε­μπερ­δέ­μα­τα.

Εκεί­νο το βρά­δυ ξε­κί­νη­σε ένα τα­ξί­δι που, εί­κο­σι δύο αιώ­νες με­τά, κα­τα­γρά­φει λε­πτο­με­ρώς ο Ιμπν αλ Μα­σούρ στα κι­τά­πια του, ώστε ν’α­να­ζη­τή­σει τα αί­τια της από­λυ­της με­λαγ­χο­λί­ας που γεν­νή­θη­κε ήδη στο ξε­κί­νη­μα. Το συ­ναί­σθη­μα αυ­τό δεν εκ­πλήσ­σει τον ποι­η­τή, αντί­θε­τα του διε­γεί­ρει την ανά­γκη να το με­λε­τή­σει. Μέ­ρος ση­μα­ντι­κό της δια­τρι­βής του εί­ναι η με­λαγ­χο­λία ως ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση: εδώ πρό­κει­ται για ερα­στές μιας πα­ρω­χη­μέ­νης επο­χής, μιας επο­χής βυ­θι­σμέ­νης σε επι­γράμ­μα­τα[5] που προ­έρ­χο­νται από τα βά­θη του χρό­νου. Όμως το συ­ναί­σθη­μα ως αντι­κεί­με­νο με­λέ­της πα­ρα­μέ­νει το ίδιο, για­τί υπάρ­χουν πολ­λοί που δια­κρί­νουν με­λαγ­χο­λία σε κά­θε μορ­φή τα­ξι­διού: εί­τε για­τί πε­ρι­λαμ­βά­νει μια ανα­χώ­ρη­ση, εί­τε για­τί υπάρ­χει ένας απο­χω­ρι­σμός ή μια άσκο­πη εκ πρώ­της όψε­ως πε­ρι­πλά­νη­ση, εί­τε για­τί εξαρ­χής οι άν­θρω­ποι πεν­θούν το ανα­πό­φευ­κτο τέ­λος του τα­ξι­διού τους-για χί­λιους δυο λό­γους, για τους ίδιους λό­γους που πεν­θούν και το ανα­πό­φευ­κτο τέ­λος της ζω­ής τους:

Πι­κρή εί­ν’ η πεί­ρα που ο κα­θείς κο­μί­ζει απ’ το τα­ξί­δι!
Ίδιος ο κό­σμος ο μι­κρός και σή­με­ρα και χτες
κι αύ­ριο και πά­ντα την πι­στήν ει­κό­να μας θα δί­δει
όα­ση φρί­κης σ’ ερη­μιάς εκτά­σεις πλη­κτι­κές.[6]

Ο Ιμπν αλ Μα­σούρ έχει με­γά­λη πεί­ρα στην κα­τα­γρα­φή διά­φο­ρων επι­κοι­νω­νια­κών γλωσ­σών: τα ελ­λη­νι­κά του εί­ναι άπται­στα, τα λα­τι­νι­κά του επί­σης. Οι κλα­σι­κές σπου­δές του εί­ναι που τον στρέ­φουν σ’ εκεί­να τα χρό­νια. Και, βέ­βαια, το άδο­ξο τέ­λος του συ­γκε­κρι­μέ­νου αι­σθη­μα­τι­κού τα­ξι­διού.
Για­τί το τα­ξί­δι που έκα­ναν εκεί­νη την επο­χή ο Κά­λαης και ο Ορ­φέ­ας εί­ναι κα­τα­γε­γραμ­μέ­νο στη λί­στα των πιο εκ­στα­τι­κών τα­ξι­διών του αν­θρώ­πι­νου κώ­δι­κα επι­κοι­νω­νί­ας. Δεν επι­στρα­τεύ­θη­κε με­τα­ξύ τους αμ­φί­ση­μο λε­ξι­λό­γιο με πολ­λα­πλές συν­δη­λώ­σεις. Η αγά­πη δη­λω­νό­ταν ρη­τά. Εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι τη σι­γου­ριά και την άνε­ση της κύ­ριας κα­τοι­κί­ας, αλ­λά και αξιο­ποιώ­ντας τη γλυ­κειά τα­λαι­πω­ρία της αϋ­πνί­ας και της πα­ρα­νο­μί­ας, οι δυο τους ανα­κά­λυ­ψαν την υφή της ψά­θας: εί­τε επρό­κει­το για τη μπεζ ψά­θα του ανα­γνω­στη­ρί­ου, στο σπί­τι του Ορ­φέα, εί­τε επρό­κει­το για τη μι­κρή κα­φέ ψά­θα του κα­λυ­βιού όπου έμε­νε ο Κά­λαης μα­ζί με άλ­λους δού­λους. Αυ­τό το κα­λύ­βι βρι­σκό­ταν στις όχθες του Νεί­λου, κο­ντά στο Δέλ­τα, πε­ρι­βαλ­λό­ταν από κα­λα­μιές και από δέ­ντρα πα­πύ­ρου και εί­χε μια μι­κρή εξέ­δρα-σαν απο­βά­θρα- όπου βρι­σκό­ταν πλα­για­σμέ­νη μια βάρ­κα με δί­χτυα για το ψά­ρε­μα. Εκεί συ­να­ντιό­νταν οι δυο τους όπο­τε οι γο­νείς του Κά­λαη επέ­στρε­φαν από τα ατε­λεί­ω­τα τα­ξί­δια τους στην επαρ­χία ―για­τί ήσαν έμπο­ροι και τα­ξί­δευαν διαρ­κώς, αγνο­ώ­ντας ή εθε­λο­τυ­φλώ­ντας στις πρά­ξεις και τις συ­νή­θειες του νε­α­ρού γιου τους― στην ου­σία, αδια­φο­ρώ­ντας γι­’αυ­τές ή και ―στην τε­λι­κή― εγκρί­νο­ντάς τες σιω­πη­ρά.
Η αφή της ψά­θας, λοι­πόν, εί­ναι ένας από τους κώ­δι­κες με τους οποί­ους ο ποι­η­τής μπο­ρεί να απο­δώ­σει ―ως ένα ση­μείο πά­ντα― την αγά­πη που εί­χαν νιώ­σει οι δύο νέ­οι.

Λί­γο πριν από τα ξη­με­ρώ­μα­τα, ο Ορ­φέ­ας και ο Κά­λαης ―ένα κορ­μί με­λα­ψό και ένα ολό­λευ­κο, σε πλή­ρη αι­σθη­σια­κή αντί­θε­ση― ήταν πλα­για­σμέ­νοι μέ­σα στο μι­κρό κα­λύ­βι των ψα­ρά­δων, πά­νω στην ψά­θα, ελ­πί­ζο­ντας να μην εμ­φα­νι­στεί πρωί πρωί κά­ποιος από τους δού­λους που έμε­ναν πό­τε-πό­τε εκεί. Μια αί­σθη­ση εγκα­τά­λει­ψης και αρ­μο­νί­ας, απου­σία συμ­με­τρί­ας και «κα­νο­νι­σμέ­νου» σκη­νι­κού: ολό­γυ­ρά τους υπήρ­χαν κο­φί­νια, κα­λά­μια, αγκί­στρια, δο­λώ­μα­τα, πε­το­νιές, βρό­χια άτα­κτα ριγ­μέ­να, κα­θώς και τα κου­πιά της βάρ­κας που έχα­σκε γερ­μέ­νη έξω απ’ την κα­λύ­βα, με ακου­μπι­σμέ­νη την πρύ­μνη στο νε­ρό. Μια ακα­τα­στα­σία που συ­νό­ψι­ζε το στοι­χείο έντα­σης και τους επέ­τρε­πε να εί­ναι αμέ­ρι­μνοι και χα­λα­ροί.
Η κα­λο­και­ρι­νή βρα­διά εί­χε φα­νεί στον Ορ­φέα πο­λύ πιο μι­κρή, τώ­ρα που με­γά­λω­νε η μέ­ρα και περ­νού­σε ορι­στι­κά το κα­λο­καί­ρι. Ο Κά­λαης του εί­πε πως ήταν η ιδέα του, και πως «ο και­ρός δεν βγαί­νει από την ορ­θή του ρυθ­μι­κή για κα­νέ­να λό­γο!»[7]

Τό­τε ακού­στη­κε ένα τρί­ξι­μο κα­λα­μιού.
Ο Κά­λαης τι­νά­χτη­κε ολό­γυ­μνος και έσκυ­ψε από το πα­ρά­θυ­ρο του κα­λυ­βιού. Εί­δε τό­τε, πρό­σω­πο με πρό­σω­πο, τον παι­δι­κό του φί­λο, τον Δέλ­φη, που εί­χε πλη­σιά­σει απα­ρα­τή­ρη­τος, σκύ­βο­ντας και κρυ­φο­κοι­τά­ζο­ντας απ’ έξω. Έκ­πλη­κτος ο Κά­λαης τύ­λι­ξε ένα ύφα­σμα στη μέ­ση του και σαν έλα­σμα έτρε­ξε έξω απ’ την κα­λύ­βα, αλ­λά ο Δέλ­φης εί­χε γί­νει άφα­ντος.
Αυ­τό το συμ­βάν χά­λα­σε τη διά­θε­ση των δύο ερα­στών. Η πι­θα­νό­τη­τα και μό­νο ο Δέλ­φης να εί­χε πα­ρα­κο­λου­θή­σει την ερω­τι­κή τους συ­νεύ­ρε­ση οδή­γη­σε στο να ξε­κό­ψουν ο Κά­λαης με τον Δέλ­φη. Μι­κρό το κα­κό, αν σκε­φτεί κα­νείς πως οι παι­δι­κοί φί­λοι συ­νή­θως χά­νο­νται όταν με­γα­λώ­νουν και ωρι­μά­ζουν, εκτός πια από εξαι­ρε­τι­κές πε­ρι­πτώ­σεις. Η ζωή εί­ναι ρευ­στή, τα πράγ­μα­τα αλ­λά­ζουν κα­τά το αδό­κη­το, όλοι με­τα­τρέ­πο­νται σε μιαν άλ­λη εκ­δο­χή του προη­γού­με­νου εαυ­τού τους, μι­κρές προ­δο­σί­ες συμ­βαί­νουν κα­θη­με­ρι­νά. Η ψυ­χή του αν­θρώ­που στε­γνώ­νει από τους ζω­τι­κούς χυ­μούς της ανέ­με­λης εφη­βεί­ας, με απο­τέ­λε­σμα κά­ποια γα­λή­νη, αλ­λά και μια βα­θύ­τα­τη γεύ­ση λύ­πης γι’ αυ­τό το δια­φο­ρε­τι­κό που έχει χα­θεί ανε­πι­στρε­πτί. Η οφθαλ­μο­λα­γνεία του παι­δι­κού του φί­λου δεν εί­χε ενο­χλή­σει ιδιαί­τε­ρα τον Κά­λαη, αλ­λά ήταν σί­γου­ρος πως ο Δέλ­φις δεν εί­χε μού­τρα να τον αντι­κρύ­σει. Πως ντρε­πό­ταν.

Ή, του­λά­χι­στον, έτσι νό­μι­ζε.

Οι δύο νέ­οι πέ­ρα­σαν έξι μή­νες πραγ­μα­τι­κής ευ­τυ­χί­ας, από­λυ­της αφο­σί­ω­σης και απρο­κά­λυ­πτης τρυ­φε­ρό­τη­τας.[8] Τα μό­να σχό­λια που ακού­στη­καν –για­τί τους έβλε­παν όλοι, πια­σμέ­νους χέ­ρι-χέ­ρι, να εξα­φα­νί­ζο­νται για ώρες- αφο­ρού­σαν τη δια­φο­ρά στην κοι­νω­νι­κή τους τά­ξη. Κι αυ­τά, όμως, υπέ­κρυ­πταν ένα μι­κρό δά­γκω­μα θαυ­μα­σμού και φθό­νου. Τί­πο­τε στον ορί­ζο­ντα δεν προ­μή­νυε την κα­ται­γί­δα που θα ’ρ­χό­ταν.
Ώσπου, μια κρύα χει­μω­νιά­τι­κη μέ­ρα, και αφού τε­λεί­ω­σε με τις φοι­τη­τι­κές του υπο­χρε­ώ­σεις στη Βι­βλιο­θή­κη, ο Κά­λαης βά­δι­ζε κο­ντά στον ναό της Εκά­της πο­λύ σκε­φτι­κός και πο­λύ συ­γκε­ντρω­μέ­νος, τυ­λιγ­μέ­νος στο πα­νω­φό­ρι του, όταν το αυ­τί του συ­νέ­λα­βε έναν ήχο τε­λεί­ως άγνω­στο: κά­ποιος προ­σευ­χό­ταν εκεί μέ­σα, ή κά­τι τέ­τοιο. Μια φω­νή γνώ­ρι­μη. Ήταν ο Δέλ­φις. Ο Κά­λαης αντα­πέ­δω­σε τη λα­θραία ενέρ­γεια που εί­χε, κα­θώς νό­μι­ζε, απο­μα­κρύ­νει τον ντρο­πια­σμέ­νο φί­λο του, σκο­πεύ­ο­ντας να ακού­σει τι έλε­γε μο­νά­χος του μέ­σα στον ναό και με τον απώ­τε­ρο στό­χο να εμ­φα­νι­στεί στο τέ­λος, να του πει «Εί­δες; Κρυ­φά­κου­σα κι εγώ! Εί­μα­στε πά­τσι!» και η παι­δι­κή φι­λία τους να απο­κα­τα­στα­θεί αυ­τό­μα­τα. Όμως, σαν πλη­σί­α­σε και κόλ­λη­σε το αυ­τί του στη μι­σά­νοι­χτη θύ­ρα του να­ού, άκου­σε κο­κα­λω­μέ­νος τον Δέλ­φη να λέ­ει τα εξής:

«Απο­στρέ­φω. Απο­στρέ­φω. Απο­στρέ­φω τον Κά­λαη από τον Ορ­φέα!»

Τον εί­δε να δέ­νει κά­τι αλ­λό­κο­τα κλω­νά­ρια σ’έ­να τυ­λιγ­μέ­νο κομ­μά­τι πα­πύ­ρου και να τα ακου­μπά στον βω­μό.

«Μα­κριά από το πρό­σω­πό του, μα­κριά από τα μά­τια του, μα­κριά από το στό­μα του, από το στή­θος του, από την ψυ­χή του, από όλο του το σώ­μα απο­στρέ­φω τον Κά­λαη από τον Ορ­φέα!»

Το αί­μα ανέ­βη­κε στο κε­φά­λι του Κά­λαη. Ξάφ­νου κα­τά­λα­βε πως ο Δέλ­φις έφτια­χνε κα­τά­δε­σμο.[9] Φό­βος τρο­μα­κτι­κός τον έζω­σε, ένιω­σε τα πό­δια του να λύ­νο­νται. Ο Δέλ­φης συ­νέ­χι­ζε, κοι­τά­ζο­ντας κα­τά­μα­τα το ει­δώ­λιο της θε­άς κο­ντά στην πυ­ρά:

«Εσύ, δέ­σποι­να Εκά­τη ου­ρα­νία, Εκά­τη του Κά­τω Κό­σμου, Εκά­τη των τρί­στρα­των, Εκά­τη τρι­πρό­σω­πη, Εκά­τη μο­νο­πρό­σω­πη, ξε­ρί­ζω­σε την καρ­διά του Κά­λαη από την καρ­διά του Ορ­φέα! Ξε­ρί­ζω­σε την καρ­διά του Ορ­φέα από την καρ­διά του Κά­λαη!»

Δεν πέ­ρα­σαν δύο δευ­τε­ρό­λε­πτα και ο Κά­λαης λι­πο­θύ­μη­σε.

Ο Ιμπν Αλ Μα­σούρ, ένας ποι­η­τής του ει­κο­στού πρώ­του αιώ­να, εί­ναι κα­θι­σμέ­νος στο φτω­χι­κό του γρα­φείο και προ­σπα­θεί ν’ ανα­πα­ρα­στή­σει τα όσα επα­κο­λού­θη­σαν. Δεν έχει ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία πώς, με ποιες λέ­ξεις.
Ση­μα­σία έχει πως εκεί­νο το μα­κρι­νό βρά­δυ, μό­λις επέ­στρε­ψε στο ασύμ­με­τρο σπί­τι του, ο Κά­λαης έπε­σε στο κρε­βά­τι με πο­λύ ψη­λό πυ­ρε­τό και αρ­νή­θη­κε να δει τον Ορ­φέα. Οι γο­νείς του ανη­σύ­χη­σαν τρο­με­ρά με τον επί­μο­νο πυ­ρε­τό και φώ­να­ξαν για­τρούς για να τον δουν, αλ­λά εκεί­νος αρ­νή­θη­κε να πιει τα φάρ­μα­κα, να δε­χτεί τα κα­τα­πλά­σμα­τα, να υπα­κού­σει στις εντο­λές τους. Κι αυ­τό κρά­τη­σε για δέ­κα ολό­κλη­ρες μέ­ρες.
Από την άλ­λη, το πε­ρί­ερ­γο εί­ναι πως ού­τε ο Ορ­φέ­ας επι­χεί­ρη­σε να τον συ­να­ντή­σει για δεύ­τε­ρη φο­ρά. Μια που ο αγα­πη­μέ­νος του αρ­νή­θη­κε να τον συ­να­ντή­σει, μια που ο Ορ­φέ­ας προ­σαρ­μό­στη­κε αυ­τό­μα­τα στη νέα κα­τά­στα­ση. Χω­ρίς αντίρ­ρη­ση, χω­ρίς εν­δεί­ξεις πέν­θους, χω­ρίς συμ­πτώ­μα­τα στέ­ρη­σης. Ού­τε με­τά­νοιες, ού­τε πα­ρα­κά­λια, ού­τε πα­ρα­κλαυ­σί­θυ­ρα.[10] Σιω­πή και από­στα­ση.
Όσο για το πώς αντέ­δρα­σαν χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, εί­ναι βέ­βαιο πως δεν νο­στάλ­γη­σαν κα­θό­λου. Το πιο πι­θα­νό εί­ναι να μην θυ­μού­νταν καν το πα­ρα­μι­κρό. Κα­τοί­κη­σαν σε τό­πους μα­κρι­νούς, μί­λη­σαν άλ­λες γλώσ­σες, άσκη­σαν δια­φο­ρε­τι­κά επαγ­γέλ­μα­τα, ο Κά­λαης πα­ντρεύ­τη­κε κι απέ­κτη­σε και τέσ­σε­ρα παι­διά. Με τον χρό­νο άλ­λα­ξε ολο­κλη­ρω­τι­κά και η διά­θε­σή τους απέ­να­ντι στη ζωή. Ο Ορ­φέ­ας συ­νέ­χι­σε να υπη­ρε­τεί επι­φα­νείς οι­κο­γέ­νειες των ελ­λη­νι­στι­κών πό­λε­ων της Μι­κράς Ασί­ας, κά­ποια στιγ­μή βρέ­θη­κε στη Ρό­δο, κά­ποια στιγ­μή έγι­νε απε­λεύ­θε­ρος κι επέ­στρε­ψε στην Αλε­ξάν­δρεια, αλ­λά τα σή­μα­τα του πα­ρελ­θό­ντος ήταν πο­λύ μα­κρι­νά κι έρ­χο­νταν ξε­ψυ­χι­σμέ­να μο­να­χά στον ύπνο του: τα το­πία που τό­σο εί­χε αγα­πή­σει, τα δει­λι­νά στον Νεί­λο, κά­ποια κρω­ξί­μα­τα που­λιών τη νύ­χτα, μό­νο αυ­τά ανέ­συ­ραν κά­ποιες σκο­τει­νές νύ­χτες μι­κρά ίχνη μιας πα­λιάς φι­λο­μό­φυ­λης τα­ρα­χής, πο­λύ βα­θιά χα­μέ­νης μέ­σα στον χρό­νο. Στα­δια­κά ο Ορ­φέ­ας έβλε­πε την ψυ­χή του να σκο­τει­νιά­ζει, κι έτσι λί­γο λί­γο η ψυ­χή του μαύ­ρι­σε τε­λεί­ως, κα­θώς ―χω­ρίς να ξέ­ρει για­τί ή να θυ­μά­ται το πα­ρα­μι­κρό― βί­ω­σε την από­λυ­τη αλ­γη­δό­να.[11]
Όσο για τον Κά­λαη, αυ­τός στις κλει­στές, προ­σω­πι­κές του στιγ­μές πε­ριέ­πι­πτε σε σιω­πή, δια­τη­ρώ­ντας και ένα αδιό­ρα­το χα­μό­γε­λο και τα μά­τια του έλα­μπαν ει­ρω­νι­κά, σαν να­’χε απο­δε­χτεί την απώ­λεια απο­κο­μί­ζο­ντας τα θε­τι­κά της στοι­χεία και απο­λαμ­βά­νο­ντας την από­λυ­τη ασυμ­με­τρία ανά­με­σα στα όσα πε­ρί­με­νε από τον έρω­τα και στο πώς εξε­λί­χθη­καν, τε­λι­κά, τα πράγ­μα­τα.[12]
Και επει­δή δεν ήταν σε θέ­ση να βρει τις λέ­ξεις που θα πε­ριέ­γρα­φαν με ακρί­βεια το συ­ναί­σθη­μά του της με­λαγ­χο­λί­ας, επέ­λε­γε να σω­παί­νει και να κοι­τά­ζει τα αν­θρώ­πι­να από από­στα­ση, σε μια φι­λο­σο­φι­κή ενα­τέ­νι­ση.[13]

Το ίδιο κά­νει στις μέ­ρες μας και ο Ιμπν αλ Μα­σούρ.


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: