Άλλο κατάλαβα εγώ...

Η Αφρο­δί­τη του εί­χε εξη­γη­θεί: Εί­μαι τρία που­λά­κια κά­θο­νται, του εί­χε πει, Άλ­λο να το ακούς κι άλ­λο να το ζεις μα­ζί μου. Μην με ζο­ρί­σεις πο­τέ! Αλ­λά εκεί­νος δεν το εί­χε εμπε­δώ­σει αυ­τό το προει­δο­ποι­η­τι­κό το Μη με ζο­ρί­σεις...
Κα­θό­μα­σταν, Πέμ­πτη από­γευ­μα, στο κα­φε­νε­δά­κι στα Δυο Χω­ριά και τον εί­χε πιά­σει λο­γο­διάρ­ροια. Ήταν μέ­σα Ιου­λί­ου κι έκα­νε μια ζέ­στη δια­ο­λε­μέ­νη, που έβρα­ζε κυ­ριο­λε­κτι­κά η Τή­νος. Ο Κώ­στας ήταν εξη­ντά­ρης κα­λο­δια­τη­ρη­μέ­νος, αλ­λά με ρυ­τί­δες πό­νου στο μέ­τω­πο και γύ­ρω από το στό­μα. Ο γιος του, ο Πά­ρις, ένα αθλη­τι­κό παι­δί με μα­κριά κα­νιά και κα­τά­μαυ­ρο μαλ­λί με κο­κο­ρά­κι σκαρ­φά­λω­νε δυο δυο τα σκα­λιά για να γυ­ρί­σει στο τρα­πέ­ζι με το αγια­σμα­τό­νε­ρο, μέ­σα σ’ ένα πλα­στι­κό μπου­κά­λι νε­ρού. Έβγα­λα να στρί­ψω τσι­γά­ρο.

— Κα­πνί­ζεις τον κα­πνό μου, μου ’κα­νε μ’ έναν μορ­φα­σμό οι­κειό­τη­τας και ανα­κού­φι­σης. Το έχω κό­ψει τρία χρό­νια τώ­ρα, συ­νέ­χι­σε, κι έσκυ­ψε να πά­ρει μια τζού­ρα μυ­ρω­διά.

Φύ­ση­ξε εκεί­νη τη στιγ­μή ένα ρά­πι­σμα νο­τιά ζε­στού και πέ­τα­ξαν δυο κάρ­γιες από την άκρη της ασφάλ­του μέ­σα στο μπου­γά­ζι. Το ση­μείο με το κα­φε­νε­δά­κι ήταν πέ­ρα­σμα και το κε­λά­ρυ­σμα από το αγια­στό­νε­ρο μέ­σα στη σπη­λιά πνι­γό­ταν στις φω­νές των οδη­γών που κα­λη­μέ­ρι­ζαν στρί­βο­ντας με κα­τεύ­θυν­ση τον Αρ­νά­δο. Πο­λυ­σύ­χνα­στο μέ­ρος, θα ’λε­γε κα­νείς, μο­λυ­σμέ­νο από την αν­θρώ­πι­νη πα­ρου­σία. Έκα­να νεύ­μα στο κο­ρί­τσι που σέρ­βι­ρε και ήρ­θε αυ­τή αμέ­σως μ’ ένα βε­τέξ, γυά­λι­σε το τρα­πέ­ζι κι ακού­μπη­σε ένα πλυ­μέ­νο γυά­λι­νο στα­χτο­δο­χείο με λί­γο νε­ρό μέ­σα.

— Το θέ­μα εί­ναι, συ­νέ­χι­σε ο Κώ­στας (και μια ικ­μά­δα θυ­μού άστρα­ψε στα μά­τια του) το θέ­μα εί­ναι πως η Αφρο­δί­τη άλ­λο μού εί­χε πει και άλ­λο κα­τά­λα­βα εγώ!

Τον ρώ­τη­σα τό­τε να μου πει, πρώ­τον, Τι του εί­χε πει εκεί­νη, και δεύ­τε­ρο, Τι κα­τά­λα­βε αυ­τός.

Νε­ό­τε­ρή του η Αφρο­δί­τη κα­τά εί­κο­σι χρό­νια, με την ευ­θύ­νη ενός ξε­νο­δο­χεί­ου στα νό­τια του νη­σιού, πέ­ντε χρό­νια πριν ακό­μη ερ­χό­ταν μό­νο για δια­κο­πές στην Τή­νο τα κα­λο­καί­ρια, και ήταν γνω­ρι­μία της μιας βρα­διάς. Σε ένα γά­μο εί­χαν τσου­γκρί­σει τα πο­τή­ρια τους και με­τά εί­χαν χο­ρέ­ψει τον Ικα­ριώ­τι­κο. Λί­γο αρ­γό­τε­ρα η γυ­ναί­κα του εί­χε κου­ρα­στεί και εί­χε γυ­ρί­σει με τα παι­διά στο σπί­τι όπου φι­λο­ξε­νού­νταν. Εκεί­νος έμει­νε στον γά­μο, για­τί (εί­πε) ήθε­λε να πιει κι άλ­λο με τους φί­λους και συγ­γε­νείς. Κά­ποια στιγ­μή τα βλέμ­μα­τά τους εί­χαν συ­να­ντη­θεί και κά­ποιος —δε θυ­μά­ται αν ήταν εκεί­νος ή εκεί­νη— ση­κώ­θη­κε και πή­γε προς το μέ­ρος του άλ­λου. Με­τά χό­ρε­ψαν μπλουζ και ήρ­θαν κο­ντά κο­ντά τα χνό­τα τους. Ε, αυ­τό ήταν! Ένα μή­να με­τά η σα­ρα­ντά­ρα κου­βα­λή­θη­κε για δου­λειές κι εγκα­τα­στά­θη­κε στην Τή­νο. Εν­νο­εί­ται πως δεν της πή­ρε πο­λύ της γυ­ναί­κας του- που δεν ήταν και τό­σο χαϊ­βά­νι- μέ­χρι να τους πιά­σει στα πρά­σα και να φύ­γει στην Αθή­να, αφή­νο­ντας τον Κώ­στα σύ­ξυ­λο και παίρ­νο­ντας μα­ζί της και τον Πά­ρι, μι­κρό παι­δά­κι ακό­μη τό­τε.

—— ≈ ——

«Η χώ­ρα έπαιρ­νε το χρώ­μα του δει­λι­νού και οι άν­θρω­ποι πε­ρί­με­ναν το λε­ω­φο­ρείο σαν να επρό­κει­το για τη μο­να­δι­κή τους σω­τη­ρία να ξε­φύ­γουν από την ερη­μιά. Κά­ποιος –ο ίδιος πά­ντα- ξε­πε­τα­γό­ταν από ένα στε­νό χω­ρίς λό­γο, για­τί οι άν­θρω­ποι ήταν μι­σό­τρε­λοι. Αυ­τά που λέ­νε για μα­γνη­τι­σμό του εδά­φους, εγώ τα ακούω βε­ρε­σέ. Δεν απο­κλεί­ε­ται όμως να έχουν και μια βά­ση.
»Δεν φαι­νό­ταν κα­νείς να μας προ­σέ­χει από το πλή­θος που πε­ρί­με­νε το αστι­κό λε­ω­φο­ρείο και ο οδη­γός έμοια­ζε να κά­νει φάρ­σα σε όλους όταν πλη­σί­α­ζε και άλ­λα­ζε μα­νού­βρα για να μην ξέ­ρουν από πού να μπουν σπρώ­χνο­ντας. Μό­νο τα παι­δά­κια έτρε­χαν πα­ράλ­λη­λα με το πα­μπά­λαιο όχη­μα όταν αυ­τό κα­τη­φό­ρι­σε τα φι­δω­τά στε­νά δρο­μά­κια για να φύ­γει για το Ξώ­μπουρ­γκο. Έκο­βαν δρό­μο και να ’σου τα που ξε­φύ­τρω­ναν λα­χα­νια­σμέ­να πά­λι στην επό­με­νη στρο­φή.
»Ήταν ένα παι­χνί­δι, αλ­λά εγώ υπέ­φε­ρα. Έκλει­να μά­τια κι αυ­τιά στη στρο­φή, σαν για να απο­φύ­γω να πέ­σω. Έγερ­να, ο ανό­η­τος, το κορ­μί μου προς τη με­ριά του βρά­χου, θαρ­ρείς και το όχη­μα θα άλ­λα­ζε κλί­ση, και η Αφρο­δί­τη δια­σκέ­δα­ζε. Προ­σπά­θη­σα να σκε­φτώ κά­τι κω­μι­κό, μια θά­λασ­σα Ερυ­θρά με φουρ­τού­να που άνοι­γε στα δυο, και δώ­σ’ του εκεί­νη να γυ­μνώ­νει τον ώμο της τον ολό­λευ­κο και να ζη­λεύω εγώ πως δεν θα ’ταν δι­κή μου για πο­λύ.
»Ένας άσπρος σω­ρός από μπε­τόν, οι νε­ό­δμη­τες συ­νοι­κί­ες με τις μυ­ρω­διές και τους θο­ρύ­βους τους, τους φρε­σκο­βαμ­μέ­νους, πα­στρι­κούς τοί­χους και τους πε­ρι­στε­ρε­ώ­νες και, στο τέ­λος της πό­λης, ένας γκρί­ζος γαϊ­δα­ρά­κος από χαρ­τό­νι, μια δια­φή­μι­ση αγρο­τι­κών προ­ϊ­ό­ντων. Κοί­τα­ξα τα χέ­ρια της, που εί­χαν αρ­χί­σει να σκά­νε, με κεί­νη την κοκ­κι­νω­πή από­χρω­ση στους κό­μπους των δα­κτύ­λων, μιας χει­μω­νιά­τι­κης αλ­λερ­γί­ας. Κά­τι πή­γα να πω και με διέ­κο­ψε με φα­νε­ρό θυ­μό. Το λε­ω­φο­ρείο συ­νέ­χι­σε να κι­νεί­ται κι εγώ έκα­να μια πα­ρα­τή­ρη­ση κοι­νό­το­πη και άσχε­τη, έτσι, για ν’ αλ­λά­ξω θέ­μα.
»Της εί­χα πει να πε­τά­ξει αυ­τό το πε­ρί­βλη­μα σκλη­ρό­τη­τας, την έκ­φυ­λη έκ­φρα­ση στα μά­τια και την πρό­κλη­ση στα χεί­λη. Σκε­φτό­μουν όμως πως το κορ­μί της δεν εί­χε ίχνος χυ­δαιό­τη­τας. Το δι­κό μου πα­ρα­μύ­θι έλε­γε πως μου ανή­κε. Βέ­βαια κα­νείς δεν ανή­κει σε κα­νέ­ναν, και πά­λι όλοι ανή­κουν σε κά­ποιον και δεν μου άλ­λα­ζες, τό­τε, γνώ­μη με τί­πο­τα. Εκεί τε­λεί­ω­νε το δι­κό μου πα­ρα­μύ­θι και άρ­χι­ζε να κά­νει παι­χνί­δι εκεί­νη. Προ­λά­βαι­νε να σκα­ρώ­σει το κόλ­πο που θα μας χά­ρι­ζε την ευ­τυ­χία μέ­χρι το επό­με­νο Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο. Και εί­χε δου­λειές μέ­χρι τό­τε. Δου­λειές με φού­ντες...
»Όλη τη βδο­μά­δα έμε­να μό­νος μου στη Χώ­ρα και την πε­ρί­με­να. Εκεί­νη ήταν πά­ντα απα­σχο­λη­μέ­νη. Στο μνη­μείο του πό­θου μου θα ’παιρ­να, τό­τε, όρ­κο πως δεν εί­χε ακό­μη κα­τορ­θώ­σει να σκο­τώ­σει τον έρω­τά μου! Όμως —και μάρ­τυ­ράς μου η γριού­λα που μάς κρυ­φο­κοί­τα­ξε χα­μο­γε­λώ­ντας πί­σω από το πλέγ­μα για τις μύ­γες που εί­χε στην κου­ζί­να της— όμως έπρε­πε να της εί­χα πει πως εί­χα αφή­σει ορι­στι­κά πί­σω μου, χω­ρίς επι­τύμ­βιο ανά­γλυ­φο, κά­πως σαν ξόρ­κι ή κα­τά­ρα, θαμ­μέ­νο για πά­ντα σε κά­ποιον βάλ­το τον πό­θο να γί­νου­με ένα οι δυο μας».

—— ≈ ——

—...Λί­γους μή­νες μό­νο κρά­τη­σε αυ­τό. Με­τά από κά­να εξά­μη­νο τη­λε­φώ­νη­σα στην Αθή­να. Βρή­κα δι­καιο­λο­γί­ες ένα σω­ρό, κι άρ­χι­σα λί­γο-λί­γο να βλέ­πω και τον γιο μου. Ανέ­βαι­να Αθή­να με το κα­ρά­βι, τον έπαιρ­να τα Σάβ­βα­τα στην Τή­νο, τον τάι­ζα, τον πό­τι­ζα, τον κοί­μι­ζα, τον πή­γαι­να για μπά­σκετ και με­τά τον ξα­να­νέ­βα­ζα στη γυ­ναί­κα μου, στην Αθή­να. Εκεί­νη μου ξη­γιό­ταν με μπέ­σα. Ένα χρό­νο, δύο, τρία, τέσ­σε­ρα, μέ­χρι που πέρ­σι τέ­τοια επο­χή ήρ­θε με το παι­δί στο νη­σί και ξα­να­βρε­θή­κα­με. Τώ­ρα εί­μα­στε πά­λι μα­ζί, αλ­λά μέ­νου­με στον Αρ­νά­δο. Εί­ναι κα­λή γυ­ναί­κα, ξη­γη­μέ­νη...
Η σερ­βι­τό­ρα έφε­ρε τα ου­ζά­κια με χα­μό­γε­λο ζω­γρα­φι­στό. Κά­τω, σε μιαν απλω­σιά χα­ράς Θε­ού, τε­ντω­νό­ταν νω­χε­λι­κά η Μύ­κο­νος και δί­πλα η Ρή­νεια, η Σύ­ρα κι ένα σω­ρό άλ­λες φι­γού­ρες από αι­γαιο­πε­λα­γί­τι­κα νη­σιά σκιώ­δεις, μα­βιές και ξο­πί­σω, όλο και πιο αχνές, σε μια στρογ­γυ­λά­δα και μια διαύ­γεια. Η μυ­ρω­διά η αψιά της ρί­γα­νης και της κάπ­πα­ρης μας τρύ­πη­σε τα ρου­θού­νια.

— Και η Αφρο­δί­τη;

Κά­τι πέ­ρα­σε δί­πλα, που δεν ήταν αέ­ρας. Που δεν ήταν ού­τε αε­ρι­κό. Ήταν ο θυ­μός του και μα­ζί ο νο­τιάς και στα­μά­τη­σε για ένα δευ­τε­ρό­λε­πτο να μι­λά­ει. Με­τά απά­ντη­σε:

— Λοι­πόν, κοί­τα­ξε: εμέ­να η Αφρο­δί­τη μου το ‘χε πει: Μην με ζο­ρί­σεις πο­τέ! Εγώ το εί­χα ακού­σει με προ­σο­χή αυ­τό το προει­δο­ποι­η­τι­κό το μη με ζο­ρί­σεις. Διό­τι, κά­τι να το ξα­να­πεί, κά­τι να το επε­ξερ­γα­στώ, τε­λι­κά ηχού­σε συ­νέ­χεια στ’ αυ­τιά μου. Το ‘χα λά­βει σο­βα­ρά υπό­ψη μου, ρε φί­λε, πώς το λέ­νε;
Πή­ρε τη συ­νο­φρύ­ω­ση του μα­θη­τή που απο­λο­γεί­ται για­τί εί­ναι αδιά­βα­στος. Λί­γο θε­α­τρι­κά, συ­μπλή­ρω­σε:

— Όμως, δυ­στυ­χώς δεν το εί­χα κα­τα­λά­βει!

Πού να φα­ντα­στεί πως η γυ­ναί­κα, ολό­με­στη, στην πλη­ρό­τη­τα της αι­σθη­σια­κής της κο­ρύ­φω­σης και με την πα­λά­μη να αγ­γί­ζει ολο­κλη­ρω­τι­κά τα θέ­λω της, τον εί­χε προει­δο­ποι­ή­σει έγκαι­ρα, μην και κά­νεις το αστείο να με θε­ω­ρή­σεις δι­κή σου. Πα­ρό­λο που ήταν της ίδιας πά­στας άντρας, ο επό­με­νος ερα­στής της ήταν τρια­ντα­πέ­ντε χρο­νών. Και όμορ­φος, αντι­κει­με­νι­κά να μι­λά­με.

Φύ­ση­ξε πά­λι ένα ρά­πι­σμα. Ο Κώ­στας φώ­να­ξε τον δε­κά­χρο­νο Πά­ρι να του φέ­ρει το αγια­σμα­τό­νε­ρο και του λέ­ει να μα­ζεύ­ε­ται σι­γά σι­γά. Ζή­τη­σε τον λο­γα­ρια­σμό. Εγώ προ­σποι­ή­θη­κα πως ήθε­λα να πλη­ρώ­σω, μου απά­ντη­σε πως στο χω­ριό του πλη­ρώ­νει αυ­τός, εγώ δέ­χτη­κα με ευ­γνω­μο­σύ­νη και χω­ρίς πε­ρι­στρο­φές. Το με­ση­μέ­ρι κό­ρω­νε. Η κο­πε­λί­τσα του έφε­ρε το χαρ­τά­κι σε πο­τη­ρά­κι της ρα­κής ανα­ψο­κοκ­κι­νί­ζο­ντας και της έκα­νε τα ρέ­στα δι­κά σου. Φλέρ­τα­ρε ελα­φρά εκεί­νη, αλ­λά δεν ήξε­ρε με ποιον και για­τί. Χαι­ρε­τι­στή­κα­με και, όπως έβα­ζε μπρος τη μη­χα­νή, έσκυ­ψε και μου εί­πε, βά­ζο­ντας το κε­φά­λι του σχε­δόν μέ­σα από το τζά­μι μου του οδη­γού:

— Τώ­ρα ζει με αυ­τόν, κοι­μά­ται μ’αυ­τόν, τον αγα­πά­ει. Αυ­τόν, αυ­τόν θέ­λει φί­λε μου! Κα­λά να πά­θω... έπρε­πε να ‘χω τα αυ­τιά μου ορ­θά­νοι­χτα. Βέ­βαια, εκεί­νη με εί­χε προει­δο­ποι­ή­σει. Σω­στά; Όμως εγώ μό­νο το άκου­σα! Δεν το κα­τά­λα­βα, δεν το κα­τά­λα­βα ρε γα­μώ­το…

Χά­θη­κε με θό­ρυ­βο πει­ραγ­μέ­νης εξά­τμι­σης στη συ­στά­δα των δέ­ντρων που έβγα­ζε στην κα­τεύ­θυν­ση του Αρ­νά­δου, κα­μιά δε­κα­ριά στρο­φές πιο κο­ντά στο επί­πε­δο της θά­λασ­σας. Πί­σω κρέ­μο­νταν τα λι­πό­σαρ­κα πο­δα­ρά­κια του Πά­ρι και οι σα­κού­λες με τα αγια­σμα­τό­νε­ρα. Εγώ έμει­να να κοι­τά­ζω τη σερ­βι­τό­ρα που με σβέλ­τα μπρά­τσα έτρι­βε το τρα­πέ­ζι και άλ­λα­ζε ξα­νά το στα­χτο­δο­χείο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: