Το σκαμνί

Λεπτομέρεια τοιχογραφίας του Φώτη Κόντογλου (Πηγή: Κατάλογος έκθεσης στο Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο 2015-16)
Λεπτομέρεια τοιχογραφίας του Φώτη Κόντογλου (Πηγή: Κατάλογος έκθεσης στο Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο 2015-16)


————
ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ
————

Με λέγαν κάποτε Κώτσο Χριστοδούλου, του Μήτσου και της Πηγήνας, και δυο πόθους είχα, πριν ντυθώ φαντάρος: να χορτάσω το ρακί και να γευτώ τη Λεμονιά, μια γαϊτανοφρύδα, που την φρουρούσε η ομορφοχήρα μάνα της, η Θεοδούλα, και στρίγγλα την περιγελούσαν όλοι.
Την κόρη τη λαχτάρησα, απ’ όταν την είδα να σέρνει στο χοροστάσι τον χορό, ανήμερα Δεκαπενταύγουστο, που στήνουμε πανηγύρι στο χωριό. Στο χοροστάσι γαμπρίζαμε οι ανύπαντροι κι είχαν δικαιολογία να ανταμώσουν φανερά οι αγαπητικοί τις αγαπητικές, γιατί τον άλλον καιρό κρύβονταν στις ερημιές. Αυτού αδελφωνόμασταν οι χολωμένοι, πιασμένοι σε μια γύρα, με τα όργανα να παίζουν και τον Δέσποτα, τους ιερείς και τον δάσκαλο να παραστέκουν, να καμαρώνουν και ν’ αγάλλονται.
Ένα απομεσήμερο βγήκα στις στράτες, δεν με βαστούσε το σπίτι. Τράβηξα κατά του Καραμήτσου την ταβέρνα, που ήταν στην πλατεία, γιατί από εκεί ακουγόταν βιολί. Διψασμένος όπως ήμουν για όλα, άνοιξα τη δρασκελιά μου, για να πετύχω τον βιολιτζή — ένας μοναχά έπαιζε σ’ ολάκερη την περιοχή.
Πέντε νομάτοι καθισμένοι γύρω από το τζάκι, τρεις συγχωριανοί, ο Αργύρης, ο πρωτοξάδελφος, και πέμπτος, όπως το είχα μαντέψει, ο Ελισσαίος, πότης γερός και ρέμπελος, λες κι η ακαματοσύνη, μαζί και το αλήτεμα, πήγαιναν αντάμα με το μεράκι για το βιολί και το καλό μνημονικό του στα τραγούδια.
Ξαφνικά άνοιξε η ξώθυρα και με τον παγωμένο αγέρα να κατεβαίνει από τα βουνά μπήκε κοκκινισμένος κι αμανίκωτος ένας άντρας γεροδεμένος σαν τον πλάτανο — γέμισε ο τόπος απ’ τις πλάτες του. Ο Καραμήτσος τον φώναξε με το μικρό όνομα, «ε, Αντριά, πώς απ’ τα μέρη μας; Ξεπέρασαν τα ξύλα, άργησες». «Δεν έχει μοναχά ωραία ξύλα το χωριό σας. Πάρε… » απάντησε κάμοντας νόημα να τραβήξει ο άλλος ένα πανί που κρυβόταν στην αμασκάλη του. Τότε είδα πως άλλη αμασκάλη δεν υπήρχε, μήτε χέρι, μήτε και παλάμη, μονάχο ένα μπράτσο, μπαμπάτσικο και δίχως τρίχες, ίσκιωνε όλη την ταβέρνα - πέντε νομάτοι, ο Καραμήτσος δεν μετρούσε, γιατί τον ήξερε, βουβαθήκαμε απ’ την αντρίλα του.

Γύρισα κατά τον Αργύρη και τον ρώτησα μήπως είχε ακούσει κάτι για τούτο το θηρίο. Τον είχε ακουστά. Ο Αντρέας ήταν απ’ της Δράμας τα μέρη, ξυλάς στο επάγγελμα, κι ερχόταν κάθε χρόνο, τις μέρες που ξυλεύονταν οι καστανιώνες, για να δουλέψει στο βουνό. Το χέρι το δεξί το έχασε στα είκοσι δουλεύοντας με τον πατέρα του, μα τούτο δεν στάθηκε εμπόδιο να συνεχίσει το ξύλεμα. Το ζερβί χέρι έκαμε δουλειά για δυο και τρία χέρια κι οι πλάτες του μαρτυρούσαν την αλήθεια. Άνοιξε το μαντίλι ο Καραμήτσος κι ήβρε βασιλομανίταρα. «Τα μάζεψα στο ξωκκλήσι του Άι-Λιά», είπε πασίχαρος ο ξυλάς, «τα πιότερα ήταν σκαλωμένα πάνω στους δέντρους». Ο Καραμήτσος έριξε τα βασιλομανίταρα σε ένα τηγάνι σκουντώντας τον Ελισσαίο στην πλάτη, να πιάσει το τραγούδι που έλεγε για «χήρες μαυρομάτες με τις θυγατέρες τους». Ο Αντρέας μόλις άκουσε τα λόγια και τον χαβά, μεράκλωσε και κέρασε σε όλους μας μια γύρα κρασί. Έξι νομάτοι στο μαγαζί γίναμε ένα κι οι κόκκοι του αλατιού έσκαγαν σαν σκάγια πάνω στο μανιτάρια.

Ήπια πολύ κείνο το απόγευμα — είχα λόγο, να βρω το θάρρος να πω και να κάμω όσα λογάριαζα, μα φαίνεται πως κι ο Αντρέας είχε τον δικό του λόγο. Κάποια στιγμή αρχίνησε να κρυφομιλάει στον Καραμήτσο πως «μέλι έχει τούτος ο τόπος και να ξεκολλήσω δεν μπορώ;» Αρχίνησε κι ο εκείνος κάτι πειράγματα πως «τους λεβέντες τους άντρες τους θέλουν χήρες, παντρεμένες κι ορφανές», πήρε θάρρος κι ο Κάκος και τον ρώτησε «μήπως ήπιες νερό απ’ το πλατάνι μας;» και «τότε… θα σε κάμουμε γαμπρό», μα τον έκοψε ο Καραμήτσος, που μάλλον ήξερε πολλά: «τον γιο του θα παντρέψει στα μέρη μας ο Αντριάς. Τούτον θα τον φέρει να πιει νερό, να διαλέξει μια δικιά μας» - ήταν φανερό πώς ο ξυλάς ήταν στεφανωμένος, μα είχε νταλαβέρια με γυναίκα απ’ το χωριό μας. Όλοι οι άλλοι γελάσαν και σήκωσαν τα ποτήρια να τσουγκρίσουμε, μοναχά εγώ δεν γέλασα κι αρχίνησα να βάνω με τον νου μου πως τα τραγούδια κι οι κουβέντες απόψε ήταν για τη Θεοδούλα — στερημένη από σερνικό, στέκοταν φρουρός της θυγατέρας της, μα είχε δώκει θάρρος στον Δραμινιό να μιλάει δεξιά-ζερβά με προστυχόλογα.

Ο ταβερνιάρης μας έφερνε ξεφλουδισμένα κάστανα στο τραπέζι, ο Ελισσαίος ασταμάτητος, το ρακί έτρεχε άφθονο, αρχίνησε κι ο φαφλατάς ο ξάδελφος να σκουντάει με τον αγκώνα τον Αντρέα να μου κάμει μαθήματα: πώς ζυγώνουν τις γυναίκες, πώς τις ξελογιάζουν, πώς τις ρίχνονται. Και τούτος ο ακόλαστος, ας δείχναν όλα πως είχε γυναίκα και παιδί, του άρεζε να τον έχουν για μουρντάρη, έπιασε τα δασκαλέματα· «ανάλογα την περίσταση», μας εξήγησε, «άλλο οι παντρεμένες, άλλο οι χήρες, άλλο οι αμύριστες» και ξέσπασε σε γέλια και τραντάζονταν... Αρχίνησε να μπαίνει σε λεπτομέρειες. «Άμα την τσακώσεις απ’ τη μέση, χώσε το χέρι σου κάτω απ’ το πουκάμισο να χουφτώσεις τα βυζιά της και…»

Το κεφάλι μου γύριζε. Ποιος μ’ ασφάλιζε εμένα πως, όσο θα ᾽λειπα, δεν θα μύριζε και τη Λεμονιά ο κουλοχέρης; Αρχίνησα να το βλέπω μπροστά στα μάτια μου… Μάνα και κόρη να αγκομαχούν κάτω απ’ τις πλατάρες του και η χερούκλα του να τις στριμώχνει σε πεζούλες, ντουβάρια, κατώγια και μαντριά με ανοιγμένα τα πουκάμισα. Η Θεοδούλα, μαυροντυμένη και μπάνικη, που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της, άνοιγε ξαναμμένη τα ποδάρια της κι άφηνε τη χούφτα του παλικαρά να φτάνει εκεί που ᾽χε δικαίωμα να φτάσει μοναχά ο μακαρίτης ο άνδρας της!

Άκουσα την καμπάνα να σημαίνει εσπερινό, αφήκα το ποτήρι μου μισό κι όρμησα στο σοκάκι. Την προηγούμενη είχα δώσει αντάμωση με τη Λεμονιά την ώρα που θα σημάνει ο παπάς, στου Βασίλη το μαντρί, μακριά απ’ τα μάτια του κόσμου. Και πώς θα μουν σίγουρος, σκεφτόμουνα, πως ο Δραμινός δεν είχε ξεμοναχιάσει ήδη τη Λεμονιά; Γιατί χήρες μαυρομάτες με κόρες δεν είχαμε πολλές στο χωριό μας, εκτός από τις δύο καντηλανάφτισσες του Άι-Στέφανου, η Ευάνδρια κι η Λαμπρινή, μα τούτες δεν μπαίναν στο λογαριασμό, γιατί μάνα και θυγατέρα είχαν μουστάκι στο πανωχείλι τους και πλάτη από στήθος δεν ξεχώριζες, ήταν πλάκα απ’ όποια μεριά και να τις κοιτούσες... 
Τρεχάτος πέρασα μπροστά απ’ τον Άι-Στέφανο, έκαμα τον σταυρό μου κάτω απ’ το καμπαναριό, προσπέρασα το χοροστάσι και πήρα το δρόμο για τα μνήματα — λίγο παραπέρα είχε ο Βασίλης τα ζώα του.

Έφτασα στο μαντρί δεύτερος. Η Λεμονιά ήταν ήδη αυτού και κρατούσε την κατσίκα της απ'το σκοινί. Τριγύρω ψυχή. «Καλώς τη μαυρομάτα! Ίδια η μάνα σου…», την πλησίασα. «Πιωμένος ήρτες, Κώτσο;», γέλασε, σαν να μ’ απόπαιρνε. Έπιασα τα παινέματα: «τα μάτια σου» είπα πρώτα και μετά «πώς χόρευες τις προάλλες στο χοροστάσι…» «Φχαριστώ» ήταν η απάντηση. Προχώρησα, όπως λέμε στο στρατό, στο παρασύνθημα: «σε είδα και σε λιμπίστηκα, Λεμονίτσα μου!». Με μιας αφήκε το σκοινί της κατσίκας κι εγώ σκέφτηκα πως θα έστεργε, αν άπλωνα το χέρι μου. Πισωπάτησε δυο βήματα, έλυσε το μαντίλι της που γλίστρησε στους ώμους. Την άρπαξα απ’ τη μέση και την έσπρωξα με το στανιό ως το πετροντούβαρο της μάντρας. Εναντιώνονταν κι έβγαζε χαμηλές φωνές, αλλά της έφραξα το στόμα με το στόμα μου. Έψαχνα να βρω την άκρη με τα ρούχα της, ποδιά, φουστάνι, πουκάμισο μακρύ μέχρι το γόνατο… πέτυχα στο τέλος τη διχάλα των ποδιών της.
Τα κρατούσε σφαλιστά, αλλά τα χείλη της ήταν κόκκινα και ζουμερά σαν μεστωμένα βύσσινα. Έβανα όλα μου τα δυνατά, δεν ξέρω αν με βοηθούσε το ποτό ή αν ήταν τα λόγια του Δραμινού που μ’ έσπρωχναν να κάμω κείνο που κάμουν οι παντρεμένοι στο γιατάκι τους κι εγώ δεν το κοτούσα για καιρό, μοναχά τ’ ονειρευόμουν και κάθε βράδυ πάλευα με τη χούφτα μου και ξεσπούσα μονάχος στα σκοτάδια. «Αχ…» φώναξε, «πονώ» σπρώχνοντας το κορμί μου μακριά της. Μα αισθανόμουν ανίκητος και προχώρησα κι άλλο λύνοντας όλο το ζωνάρι μου.

Αμύριστη όπως ήταν Λεμονιά, όταν τελείωσαν όλα, μου είπε δακρυσμένη «τώρα είμαι γυναίκα σου..» κι εγώ τη φίλησα στο μέτωπο. «Μόλις γυρίσω απ’ το φανταρικό, παντρευόμαστε», υποσχέθηκα. Ακούστηκε να βελάζει η κατσίκα της κι έδεσα το παντελόνι μου.
Πήρα τον δρόμο για το σπίτι, αφήνοντάς την μονάχη, να μην μας δουν μαζί. Βάδιζα ανάλαφρος και με το πουκάμισο ανοιχτό, δεν φοβόμουν και δεν σκεφτόμουν τίποτα. Μπαίνοντας στο χωριό, θυμούμαι, σιγοτραγουδούσα. Έστριψα πάλι απ’ την εκκλησιά, για να κόψω δρόμο για το παζάρι. Τα καντήλια της φαινόταν από τα παραθύρια αναμμένα και κάτω απ’ τη φλαμουριά της αυλής είδα δυο σκυλιά να παλεύουν στο σκοτάδι. Ήξερα πως δεν ήταν πάλεμα τούτο, αλλά ο πόλεμος που κάμει το αρσενικό στο θηλυκό, για να έρτει η ειρήνη και το γαλήνεμα στη φύση.
Είδα πάλι φως απ’ του Καραμήτσου. Ακόμη ακουγόταν του Ελισσαίου το βιολί και άνοιξα το βήμα. Έσπρωξα την πόρτα και τους βρήκα έναν λιγότερο. Ο Αντρέας έλειπε, αλλά δεν μ’ ένοιαξε. Έφαγα, ήπια και τραγούδησα μέχρι τα μεσάνυχτα…

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: