Ο Μάρλον δε γελάει ποτέ

Ο Μάρλον δε γελάει ποτέ


Ο Μάρ­λον, κα­τά κό­σμον Αρ­γύ­ρης Κω­στά­κης, εί­χε πά­λι έκτα­κτο. Του τη­λε­φώ­νη­σαν στις τέσ­σε­ρεις το πρωί. Ατύ­χη­μα στη Βου­λιαγ­μέ­νης. Από τη μια, ένας πα­τέ­ρας και δυο παι­διά, κι από απέ­να­ντι τρεις πι­τσι­ρι­κά­δες που γύρ­να­γαν απ’ τα μπου­ζού­κια. Στον Μάρ­λον έφερ­ναν τους πι­τσι­ρι­κά­δες. Τριά­ντα χρό­νια στη δου­λειά, τις εί­χε μά­θει κα­λά τις στα­τι­στι­κές. Τα Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κα φου­λά­ρι­ζε με τη νε­ο­λαία, τις αρ­γί­ες με τους γέ­ρους και στα με­γά­λα ματς με τους καρ­δια­κούς. Ση­κώ­θη­κε γρή­γο­ρα απ’ το κρε­βά­τι κι άρ­χι­σε να ετοι­μά­ζε­ται. Για να φτά­σουν οι συγ­γε­νείς από το νο­σο­κο­μείο μέ­χρι το γρα­φείο κη­δειών στη Μι­χα­λα­κο­πού­λου, θα θέ­λα­νε στά­νταρ κα­μιά ώρα. Ο Μάρ­λον άνοι­ξε τη ντου­λά­πα και διά­λε­ξε ένα ακρι­βό κου­στού­μι από φα­νέ­λα. Έπει­τα έβγα­λε απ’ το συρ­τά­ρι μια με­τα­ξω­τή γρα­βά­τα κι ένα που­κά­μι­σο με άσπρα και μπλε κα­ρό. Του άρε­σε πο­λύ αυ­τό το που­κά­μι­σο. Το εί­χε ρά­ψει πέρ­σι μα­ζί με δυο βαμ­βα­κε­ρά γα­λά­ζια πι­κέ, ένα λευ­κό πο­πλί­να κι ένα κα­νε­λί ελ­βε­τι­κό βουάλ. Όταν τρά­βα­γε ζό­ρια ή όταν του τύ­χαι­νε κά­ποιο δύ­σκο­λο πε­ρι­στα­τι­κό, φο­ρού­σε πά­ντα αυ­τό το κα­ρό. Αφού άφη­σε τα ρού­χα πά­νω στο κρε­βά­τι, έρι­ξε μια μα­τιά απ’ το ανοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο. Η πό­λη ακό­μα κοι­μό­ταν. Το μό­νο που ξε­χώ­ρι­ζε στο βά­θος ήταν ο κα­πνός από μια βιο­τε­χνία που έφτια­χνε κουρ­δι­στά που­λιά. Τα μι­σού­σε αυ­τά τα που­λιά ο Μάρ­λον για­τί δεν πε­τού­σαν. Μό­νο περ­πά­τα­γαν αρ­γά και με αστά­θεια, σαν να ᾽ταν γέ­ροι.

Αφού πλύ­θη­κε, ξυ­ρί­στη­κε, έβα­λε μια χού­φτα άφτερ σέιβ σε κά­θε μά­γου­λο κι έστρω­σε λί­γο ζε­λέ στα μαλ­λιά, άρ­χι­σε να ντύ­νε­ται. Το ντύ­σι­μο, όπως και το γδύ­σι­μο πα­λιά, ήταν για τον Μάρ­λον με­γά­λη ιε­ρο­τε­λε­στία. Ντυ­νό­ταν πά­ντα αρ­γά και με προ­σο­χή, λες και φο­βό­ταν μην απο­κτή­σουν μι­λιά τα ρού­χα κι αρ­χί­σουν να του φω­νά­ζουν για το που­κά­μι­σο που μπή­κε με βια­σύ­νη μέ­σα στο πα­ντε­λό­νι, για το γι­λέ­κο που δεν έστρω­σε κα­λά ή για την κάλ­τσα που ζά­ρω­νε ανά­με­σα στα δά­χτυ­λα. Ο Μάρ­λον πή­ρε το κά­μελ, γυά­λι­σε τρεις φο­ρές τα πα­πού­τσια και φό­ρε­σε το κου­στού­μι. Με­τά έκα­νε έναν δι­πλό κό­μπο στη γρα­βά­τα, πέ­ρα­σε την τα­μπά ζώ­νη από τις θη­λιές, ίσιω­σε το και­νούρ­γιο πρά­σι­νο κα­σμι­ρέ­νιο που­λό­βερ και βγή­κε. Λί­γο πριν ανοί­ξει την εξώ­πορ­τα της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας, κοι­τά­χτη­κε στον με­γά­λο κα­θρέ­φτη της ει­σό­δου. Μι­κρές ρυ­τί­δες τού χά­ρα­ζαν το μέ­τω­πο κι έφτια­χναν κυρ­τούς δρό­μους που άλ­λο­τε πή­γαι­ναν πα­ράλ­λη­λα, άλ­λο­τε έσμι­γαν κι άλ­λο­τε χώ­ρι­ζαν. Στον κα­θρέ­φτη έβλε­πε έναν με­σή­λι­κα που έμοια­ζε με Άγ­γλο δι­πλω­μά­τη ή το λι­γό­τε­ρο, με ξε­πε­σμέ­νο αρι­στο­κρά­τη που δεν θέ­λει να το βά­λει κά­τω. Μό­νο το μπα­στού­νι, η πί­πα και το μο­νόκλ τού έλει­παν. Θα πού­λα­γε και την ψυ­χή του στον διά­βο­λο για μια φί­να γρα­βά­τα, ένα κα­λό ρο­λόι ή ένα κα­σμι­ρέ­νιο που­λό­βερ. Για­τί κο­ρά­κι, ξε­κο­ρά­κι, ο Μάρ­λον από την Καλ­λι­θέα ήξε­ρε από κα­λό ντύ­σι­μο.

Όσοι τον γνώ­ρι­ζαν, τον φώ­να­ζαν Μάρ­λον. Κα­νέ­νας δεν τον έλε­γε Αρ­γύ­ρη. Μια γυ­ναί­κα μό­νο, μια φο­ρά πα­λιά, τόλ­μη­σε και του ’πε «πα­ρά­τα μας, ρε Αρ­γύ­ρη». Ο Μάρ­λον την κα­τέ­βα­σε απ’ τη μη­χα­νή, με­σά­νυ­χτα κα­τα­με­σής στη Συγ­γρού, πά­τη­σε γκά­ζι κι εξα­φα­νί­στη­κε. Με τον άλ­λον Μάρ­λον, τον γνω­στό, δεν έμοια­ζε φα­τσι­κά. Εί­χε όμως την μπά­σα φω­νή του και μπό­λι­κη απ’ τη γοη­τεία του. Μέ­χρι και η γριά χή­ρα ενός άκλη­ρου πρέ­σβη επί τι­μή, τού ρί­χτη­κε πά­νω απ’ τον φρε­σκο­σκαμ­μέ­νο τά­φο του άντρα της. Αλ­λά ο Μάρ­λον ήταν πά­ντα κύ­ριος. Δου­λειά και αί­σθη­μα δεν τα ’μπλε­κε πο­τέ. Μια φο­ρά μό­νο τα ’μπλε­ξε. Ει­ρή­νη τη λέ­γα­νε κι εί­χε έρ­θει στο γρα­φείο κη­δειών για τα σα­ρά­ντα της μά­νας της. «Να ζή­σε­τε να τη θυ­μά­στε», της εί­πε τυ­πι­κά όταν την εί­δε. Η Ει­ρή­νη εί­χε κά­τι μά­τια στο χρώ­μα της σκου­ριάς κι έτσι όπως του ’δω­σε το χέ­ρι, ο Μάρ­λον πα­ρα­κά­λα­γε να γί­νουν τα δά­χτυ­λά της καρ­φί και να τρυ­πή­σουν την πα­λά­μη του. Έμει­ναν μα­ζί δε­κα­πέ­ντε χρό­νια. Όλοι εί­χαν να λέ­νε για την ομορ­φιά τους και το κα­λό τους ντύ­σι­μο. Για­τί κι η Ει­ρή­νη μια απ’ τα ίδια ήταν. Τι τσά­ντες, τι τα­γιέρ, τι κα­πέ­λα. Ένα πρωί, ο Μάρ­λον πή­ρε μια βα­λί­τσα, κι έφυ­γε απ’ το σπί­τι. Δεν εί­πε τί­πο­τα σε κα­νέ­ναν, μό­νο συ­νέ­χι­σε να φτιά­χνει πε­θα­μέ­νους και να ντύ­νε­ται σαν αρι­στο­κρά­της.

Από τό­τε που άφη­σε την Ει­ρή­νη, πα­ρά­τη­σε τη μη­χα­νή, πα­ρά­τη­σε το αμά­ξι και πή­γαι­νε με τα πό­δια για τη δου­λειά. Δεν έμπαι­νε πο­τέ σε λε­ω­φο­ρεία ή τα­ξί. Δεν ήθε­λε να λε­ρω­θούν τα ρού­χα, ού­τε να τρα­βή­ξουν μυ­ρω­διές. Ανέ­βα­σε το για­κά απ’ το παλ­τό κι άρ­χι­σε ν’ ανη­φο­ρί­ζει την Πει­ραιώς που ήταν ακό­μα ήσυ­χη. Πού και πού περ­νού­σε κα­νέ­να ΙΧ ή τρό­λεϊ και φώ­τι­ζε το σκο­τά­δι. Πέ­ρα στο βά­θος, άρ­χι­σαν να σβή­νουν οι πρώ­τες λά­μπες από κά­ποια άγνω­στη λε­ω­φό­ρο. Στα μέ­σα της δια­δρο­μής, ο Μάρ­λον στα­μά­τη­σε για ώρα μπρο­στά σε μια βι­τρί­να με γυα­λι­κά. Μέ­σα υπήρ­χαν κα­νά­τες, πο­τή­ρια, μπου­κά­λια, τα­σά­κια, μέ­χρι και στρι­φο­γυ­ρι­στοί πο­λυ­έ­λαιοι. Κά­θε φο­ρά που το φως από κά­ποιο αμά­ξι έπε­φτε πά­νω στο τζά­μι, του φαι­νό­ταν πως σκού­ρες φλό­γες ξε­πη­δού­σαν απ’ τα γυα­λιά, αυ­τά ζω­ντά­νευαν, γί­νο­νταν πο­λύ­χρω­μα κουρ­δι­στά που­λιά, έκα­ναν θρύ­ψα­λα τη βι­τρί­να και του χι­μού­σαν. Λί­γο πιο πέ­ρα, έξω από την επι­πλο­ποι­ία Τσα­ού­σο­γλου, με­ρι­κοί ερ­γά­τες ετοι­μά­ζο­νταν να χτυ­πή­σουν τις κάρ­τες τους. «Από ποιο ανέκ­δο­το βγή­κε ο τύ­πος ρε αδερ­φά­κι μου;», εί­πε στον μπρο­στι­νό του ένας σπυ­ριά­ρης με γυα­λιά, μό­λις εί­δε τον Μάρ­λον. «Για πού το ’βα­λες, κύ­ριος; Για γα­μπρός πας πρω­ι­νιά­τι­κα;», συ­νέ­χι­σε ο σπυ­ριά­ρης κι οι δυο άντρες άρ­χι­σαν να γε­λά­νε. Ο Μάρ­λον ού­τε που γύ­ρι­σε να τους κοι­τά­ξει.

Τη λό­ξα για τα ρού­χα την εί­χε πά­ρει απ’ τη μά­να του που ήταν μο­δί­στρα και δού­λευε σε ένα ρα­φτά­δι­κο στην Κα­λα­μιώ­του. Η μά­να του έκο­βε, έρα­βε, γά­ζω­νε, πέρ­να­γε λά­στι­χα. Όταν σχο­λού­σε έπαιρ­νε όσα ρε­τά­λια πε­ρίσ­σευαν απ’ το μα­γα­ζί κι έφτια­χνε ρού­χα. Από αντρι­κά που­κά­μι­σα σκά­ρω­νε παι­δι­κά πα­ντε­λό­νια, από πα­λιές γυ­ναι­κεί­ες τουα­λέ­τες έρα­βε κουρ­τί­νες, κι από σκο­ρο­φα­γω­μέ­νες γού­νες έφτια­χνε φλο­κά­τες για το πά­τω­μα. Ο Μάρ­λον συ­νή­θως φο­ρού­σε τα πα­λιά του ξα­δέρ­φου του, όμως η μά­να του πα­ρά­χω­νε με τέ­χνη τα ψε­γά­δια μέ­σα στα με­γά­λα στρι­φώ­μα­τα και πί­σω από γυα­λι­στε­ρές φό­δρες. Και­νούρ­για ρού­χα δεν του πή­ρε πο­τέ. Δεν εί­χε. Ο Μάρ­λον έβγα­λε όλο το δη­μο­τι­κό με το ίδιο παλ­τό. Εκεί­νη πό­τε τού πρό­σθε­τε μια τσό­χι­νη φά­σα για να το μα­κρύ­νει, πό­τε τού γύρ­να­γε το μέ­σα έξω, πό­τε τού άλ­λα­ζε τα πέ­τα, πό­τε τού έρα­βε ανά­πο­δα τον για­κά. Κα­μιά φο­ρά, στο σχο­λείο τα άλ­λα παι­διά φώ­να­ζαν τον Μάρ­λον «πα­λιά­τσο», αλ­λά αυ­τός δε στε­να­χω­ριό­ταν. Πή­γαι­νε πιο πέ­ρα, έκλει­νε σφι­χτά τα μά­τια κι έβλε­πε τον εαυ­τό του με ολο­καί­νουρ­γιο πα­ντε­λό­νι, ολο­καί­νουρ­γιο που­κά­μι­σο και γυα­λι­στε­ρά δε­τά πα­πού­τσια. Ύστε­ρα, σκε­φτό­ταν τη μυ­ρω­διά του απά­τη­του δέρ­μα­τος και του αφό­ρε­του ρού­χου, και το βρά­δυ κοι­μό­ταν ευ­τυ­χι­σμέ­νος. Με τα πρώ­τα λε­φτά απ’ το γρα­φείο κη­δειών, αγό­ρα­σε ένα λε­πτό­ρι­γο κουλ γουλ κο­στού­μι κι αση­μέ­νια μα­νι­κε­τό­κου­μπα.

Ο Μάρ­λον έκο­ψε μέ­σα από τα στε­νά του Ρουφ που ήταν πηγ­μέ­να με συ­νερ­γεία, μά­ντρες αυ­το­κι­νή­των και οι­κο­δο­μι­κά υλι­κά. Οι ανα­θυ­μιά­σεις απ’ το φω­τα­έ­ριο τού έκαι­γαν τα πνευ­μό­νια. Το βιο­μη­χα­νι­κό θη­ρίο της Ιε­ράς Οδού σι­γά-σι­γά ξυ­πνού­σε. Μέ­σα από τους λέ­βη­τες και τις κα­μι­νά­δες, οι ατμοί ανέ­βαι­ναν αρ­γά τυ­λί­γο­ντας με ομί­χλη ολό­κλη­ρα τε­τρά­γω­να. Βα­στά­ζοι κου­βα­λού­σαν κα­ρό­τσια με σκραπ, φορ­τη­γά φόρ­τω­ναν γά­λα­τα, και τσούρ­μο οι συ­γκολ­λη­τές με σβη­στά τσι­γά­ρα στο στό­μα έμπαι­ναν στα σι­δη­ρουρ­γεία. Το προη­γού­με­νο βρά­δυ, ο Μάρ­λον πά­λι δεν εί­χε κοι­μη­θεί κα­λά. Έκλει­σε ως συ­νή­θως το γρα­φείο στις εν­νιά, έδιω­ξε τους βοη­θούς, άνα­ψε την τα­μπέ­λα «Δια­νυ­κτε­ρεύ­ει» κι έφυ­γε. Ακο­λου­θού­σε πά­ντα την ίδια δια­δρο­μή και κα­τέ­λη­γε σ’ ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο τα­βερ­νά­κι στα Πε­τρά­λω­να. Ο μα­γα­ζά­το­ρας και το προ­σω­πι­κό απο­ρού­σαν πως αυ­τός ο αρι­στο­κρά­της κα­τα­δέ­χε­ται το μα­γα­ζί τους. Ο Μάρ­λον κα­θό­ταν στο ορι­σμέ­νο τρα­πέ­ζι, έπαιρ­νε κά­θε φο­ρά κόκ­κι­νο κρα­σί και μο­σχά­ρι κα­τσα­ρό­λας με ρύ­ζι, άφη­νε στο γκαρ­σό­νι ένα γεν­ναίο πουρ­μπουάρ κι έφευ­γε κα­τά τις έντε­κα. Χθες έφτα­σε στο σπί­τι του τα με­σά­νυ­χτα, δί­πλω­σε τα ρού­χα με προ­σο­χή και ξά­πλω­σε στη δε­ξιά με­ριά του κρε­βα­τιού. Μι­σο­κοι­μι­σμέ­νος όπως ήταν, άπλω­σε το χέ­ρι του γυ­ρεύ­ο­ντας το στή­θος της. Όμως δεν βρή­κε τί­πο­τα. Εδώ και χρό­νια δεν έβρι­σκε τί­πο­τα. Κι όπως κά­θε τέ­τοια νύ­χτα εδώ και χρό­νια, ο Μάρ­λον άνοι­ξε τη ντου­λά­πα κι άρ­χι­σε να με­τρά­ει τα χρω­μα­τι­στά κα­ρό πά­νω στα χει­ρο­ποί­η­τα που­κά­μι­σα, μέ­χρι να τον πά­ρει ο ύπνος.

Σε όλη τη δια­δρο­μή απ’ την Ομό­νοια ως το γρα­φείο κη­δειών, ο Μάρ­λον νύ­στα­ζε. Ευ­τυ­χώς που τον ξυ­πνού­σε λί­γο το κρύο. Ο αέ­ρας τού έκαι­γε το πρό­σω­πο κι έπει­τα τρύ­πω­νε ύπου­λα απ’ το εγ­γλέ­ζι­κο παλ­τό. Πέ­ρα­σε μέ­σα από τον Εθνι­κό Κή­πο, τάι­σε κου­λού­ρι τις λι­μα­σμέ­νες πά­πιες και βγή­κε στη λε­ω­φό­ρο. Στο ύψος της Ηρώ­δου Ατ­τι­κού το μά­τι του έπε­σε σ’ ένα ζευ­γά­ρι που πε­ρί­με­νε το λε­ω­φο­ρείο. Ο άντρας κρα­τού­σε τη γυ­ναί­κα απ’ τη μέ­ση κι αυ­τή εί­χε γεί­ρει το κε­φά­λι της πά­νω του. Μέ­σα στο λί­γο φως, έμοια­ζαν σαν να ’ταν ένα πράγ­μα κι ο Μάρ­λον δεν ξε­χώ­ρι­ζε ποια­νού ήταν το δε­ξί χέ­ρι, ποια­νού το αρι­στε­ρό πό­δι, σε ποιον ανή­καν τα μαύ­ρα μπο­τά­κια. Μό­λις έφτα­σε το λε­ω­φο­ρείο, ο άντρας φί­λη­σε τη γυ­ναί­κα, της ίσιω­σε το για­κά του μπου­φάν και τη χάι­δε­ψε στο δε­ξί χέ­ρι. Από τον ώμο μέ­χρι τα δά­χτυ­λα. Και πά­λι πί­σω. Η γυ­ναί­κα κά­τι ψι­θύ­ρι­σε, ύστε­ρα πή­δη­ξε μες το λε­ω­φο­ρείο και χά­θη­κε πί­σω από τα θο­λω­μέ­να τζά­μια. Το αρι­στε­ρό χέ­ρι του Μάρ­λον χάι­δε­ψε δι­στα­κτι­κά το δε­ξί κα­σμι­ρέ­νιο του μα­νί­κι. Από τον ώμο μέ­χρι το τε­λεί­ω­μα. Και πά­λι πί­σω.

Όταν έφτα­σε στη δου­λειά, η μέ­ρα χά­ρα­ζε κι οι βοη­θοί του εί­χαν ήδη τε­λειώ­σει με τους δυο πι­τσι­ρι­κά­δες. Ο Μάρ­λον θα ’φτια­χνε τον τρί­το, τον πιο μι­κρό. Κρέ­μα­σε με προ­σο­χή το παλ­τό στον κα­λό­γε­ρο και μπή­κε στον θά­λα­μο. Εί­δε ένα με­λα­χρι­νό αγό­ρι, με γε­μά­τα χεί­λια και λακ­κά­κια στα μά­γου­λα. Δε φαι­νό­ταν πά­νω από εί­κο­σι χρο­νών κι έμοια­ζε να κοι­μά­ται. «Απεί­ρα­χτος ήρ­θες», ψι­θύ­ρι­σε ο Μάρ­λον και ξε­κί­νη­σε τη δου­λειά. Αφού τον ετοί­μα­σε, άρ­χι­σε να τον ντύ­νει. Του φό­ρε­σε ένα σκού­ρο κου­στού­μι, του έφτια­ξε έναν απλό κό­μπο στη γρα­βά­τα, όπως ται­ριά­ζει στους νέ­ους, τον χτέ­νι­σε και με­τά κά­θι­σε στην κα­ρέ­κλα του απο­κα­μω­μέ­νος. Λυ­πό­ταν λί­γο γι’ αυ­τό το αγό­ρι. Για τα κο­ρί­τσια που δεν θ’ αγκά­λια­ζε, για τα ξε­νύ­χτια που δεν θα έκα­νε, για τους φί­λους που δεν θα γνώ­ρι­ζε στον στρα­τό. Έπει­τα, τον χάι­δε­ψε στο μέ­τω­πο σαν να ’ταν ο πα­τέ­ρας του κι έκλει­σε την κά­σα.

Όταν ο Μάρ­λον πρω­το­ξε­κί­νη­σε τη δου­λειά, κα­μιά φο­ρά, και πά­ντα μυ­στι­κά απ’ τους άλ­λους, συ­γκι­νιό­ταν. Κυ­ρί­ως όταν εί­χε να φτιά­ξει μά­νες ή παι­διά. Με τον και­ρό το ’κο­ψε. Ένα βρά­δυ, πριν από χρό­νια, τού έφε­ραν ένα κο­ρί­τσι με μά­τια στο χρώ­μα της σκου­ριάς. Ο Μάρ­λον έκλει­σε την πόρ­τα του θα­λά­μου κι έμπη­ξε τα κλά­μα­τα. Γι’ αυ­τήν και για την άλ­λη που πα­ρά­τη­σε. Όταν του τέ­λειω­σαν τα δά­κρυα, έξω εί­χε πια ξη­με­ρώ­σει. Από τό­τε, στα­μά­τη­σε να κλαί­ει, στα­μά­τη­σε και να γε­λά­ει. Λες κι εκεί­νη τη μέ­ρα πέ­θα­νε το πρό­σω­πό του. Λί­γο και­ρό με­τά, οι βοη­θοί του άρ­χι­σαν να τον φω­νά­ζουν στα κρυ­φά, «ο Μάρ­λον που δεν γε­λά­ει πο­τέ».

Μό­λις τέ­λειω­σε με το αγό­ρι, ει­δο­ποί­η­σε τους συγ­γε­νείς και βγή­κε έξω για να κά­νει το πρώ­το τσι­γά­ρο. Ρου­φού­σε αρ­γά τον κα­πνό κι ύστε­ρα τον έβλε­πε ν’ ανε­βαί­νει ψη­λά και να χά­νε­ται στον ου­ρα­νό. Στην πό­λη φυ­σού­σε ένα κρύο αε­ρά­κι που του χάι­δευε τα μαλ­λιά. Ο Μάρ­λον στε­ρέ­ω­σε το μα­ντί­λι στην τσέ­πη του σα­κα­κιού του και πε­τά­χτη­κε απέ­να­ντι για ν’ αγο­ρά­σει κα­φέ. Μό­λις έφτα­σε στην πόρ­τα, σκό­ντα­ψε πά­νω του μια γυ­ναί­κα που κρα­τού­σε ένα αχνι­στό πλα­στι­κό πο­τή­ρι. Σε δευ­τε­ρό­λε­πτα, ο κα­φές της εκτο­ξεύ­τη­κε κι έπε­σε με τα­χύ­τη­τα στο ακρι­βό σα­κά­κι του Μάρ­λον. Η γυ­ναί­κα ψέλ­λι­σε κά­τι μι­σό­λο­γα και με το ένα χέ­ρι άρ­χι­σε να τι­νά­ζει τα πέ­τα του ξέ­νου σα­κα­κιού, ενώ με το άλ­λο έψα­χνε στις τσέ­πες της για χαρ­το­μά­ντη­λα. Ο χυ­μέ­νος κα­φές άπλω­νε σι­γά σι­γά πά­νω στο ύφα­σμα κι έφτια­χνε εδώ κι εκεί μπα­λώ­μα­τα. Ο Μάρ­λον έσκυ­ψε το κε­φά­λι και κοί­τα­ξε το σα­κά­κι. Η κη­λί­δα έμοια­ζε κά­πως με χο­ντρό που­λί. Έβλε­πε κα­θα­ρά τα πό­δια, το ράμ­φος, τη ρά­χη, το κε­φά­λι, τα φτε­ρά. Μά­λι­στα του φά­νη­κε πως το που­λί κα­θό­ταν σ’ ένα σύρ­μα και κου­τσου­λού­σε αστα­μά­τη­τα. Τό­τε ο Μάρ­λον άρ­χι­σε να γε­λά­ει. Στην αρ­χή σι­γά, με­τά δυ­να­τό­τε­ρα, κα­τό­πιν ακό­μα πιο δυ­να­τά. Το γέ­λιο του σκέ­πα­σε τον ήχο της μη­χα­νής του κα­φέ, τις ομι­λί­ες των πε­λα­τών, το γουρ­γού­ρι­σμα της σό­μπας, έπει­τα βγή­κε έξω απ’ το μα­γα­ζί, κά­λυ­ψε τις κόρ­νες των λε­ω­φο­ρεί­ων, τις φω­νές των τα­ξι­τζή­δων, τα μαρ­σα­ρί­σμα­τα των αυ­το­κι­νή­των, κι ύστε­ρα απλώ­θη­κε σαν ένα τε­ρά­στιο σύν­νε­φο πά­νω απ’ την πό­λη που τώ­ρα ξυ­πνού­σε.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: