Νόημα, μορφή και περιεχόμενο στο «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη

Ο Σεφέρης
Ο Σεφέρης / Σχέδιο Πάβλος Χαμπίδης

«...να ελέγξει κανείς, να τακτοποιήσει και να δώσει μορφή και σημασία στο απέραντο πανόραμα ματαιότητας και αναρχίας που είναι η σύγχρονη ιστορία»

ΣΕΦΕΡΗΣ, 1974a: 353



H μικρασιατική καταστροφή και η προσφυγιά, η συρρίκνωση του ελληνισμού και η απομάγευση της Μεγάλης Ιδέας, η πολιτική αστάθεια και η απογοήτευση συνθέτουν, για τον Γιώργο Σεφέρη, έναν νέο μύθο, σημείο αναφοράς για τους ξεριζωμένους μικρασιάτες.[1] Οι κορόνες για την πατρίδα, η Μεγάλη Ιδέα και οι εφήμερες ιδεολογίες δεν φαίνεται να τον επηρεάζουν όταν, φέροντας την ψυχική ταυτότητα του «ξένου» και νιώθοντας αποστροφή προς τη δράση των πολιτικών της εποχής του, ανακατασκευάζει τους ιδρυτικούς μύθους της φυλής, επιστρατεύει τη λαϊκή φαντασία για τον πόλεμο της Τροίας, για τους Αργοναύτες, για τον Μεγαλέξανδρο, αποτυπώνοντας παράλληλα και τις ιδεολογικές συνέπειες της καταστροφής. Στην Αγγλία, ήδη από το καλοκαίρι του 1933, έχει επιχειρήσει μια πρώτη σύνθεση του Μυθιστορήματος, που θα ολοκληρωθεί στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1934. Στην ποιητική αυτή συλλογή ο νομπελίστας ποιητής θα αξιοποιήσει την πολύπλευρη επαφή του με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία και την αρχαιογνωσία του, σε μια σύνθεση όπου το ελληνικό ένδοξο παρελθόν έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με το αβέβαιο μέλλον του ελληνισμού. Αυτή είναι η βασική τοποθέτηση του Ερατοσθένη Γ. Καψωμένου (Η ποιητική μυθολογία του Σεφέρη, Εταιρεία Κρητικών Σπουδών, Ίδρυμα Ερ. Καψωμένου).

Α. Το νόημα του «Μυθιστορήματος»: το ταξίδι της επιστροφής

Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν στο ότι, στη συλλογή Μυθιστόρημα, το α’ πληθυντικό «εμείς» που χρησιμοποίησε ο Σεφέρης ισοδυναμεί με ένα συλλογικό ποιητικό υποκείμενο:[2] συνεκδοχικά, ο Έλληνας αναζητά την ταυτότητά του έχοντας αφομοιώσει το ίνδαλμα του αρχαίου πολιτισμού, ενώ πασχίζει να συγχρονίσει το βήμα του προς τη φερέλπιδα «Δύση». Ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός αναζητά στοιχεία γνησιότητας στην οικεία παράδοση, ενώ είναι παγιδευμένος σε μιαν αλλοιωμένη εκδοχή της άλλοτέ ποτε ύπαρξής του. Αυτό φαίνεται, κατ’αρχάς, στους θεματικούς άξονες του έργου:

Πρώτος άξονας είναι η αέναη περιπλάνηση, που αφηγηματικά παραμένει ασαφής, ενώ έχει σαφέστατες μυθολογικές αναφορές στην ομηρική Οδύσσεια και στην Αργοναυτική εκστρατεία. Η περιπόθητη ημέρα της επιστροφής (το «νόστιμον ήμαρ») είναι η βάση για να θεσπισθεί ένα νέο μυθολογικό μοτίβο, κατά πολύ διάφορο του ομηρικού του προτύπου- που παραμένει καθόλα αρχετυπικό και παράγει ξεκάθαρες διακειμενικές σχέσεις (βλέπε το «Πάνω σ’έναν ξένο στίχο», όπου ο ποιητής χαρακτηρίζει «ευτυχισμένο» αυτόν που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα[3]). Μιλούμε για ένα είδος «οδύσσειας» της Ρωμιοσύνης; Μιλούμε απλώς για ένα ημιτελές ταξίδι; Για τον θαλασσοδαρμό πάνω στα θραύσματα ενός καραβιού που έχει καταστραφεί και σαπίσει; Για ένα πλήρωμα από νεκρούς, από φαντάσματα, που ταξιδεύει με προορισμό τον βυθό, σαν να κατευθύνεται σε μια σύγχρονη Νέκυια; Κατά πόσον τα σπασμένα κουπιά υποδηλώνουν κάτι τέτοιο; Πόσο η αναβολή μιας αναχώρησης συνδέεται με το συλλογικό ασυνείδητο; Ο νόστος είναι σημαίνον για μια σειρά ομόλογα σημαινόμενα. Ο υποδηλούμενος στόχος είναι η επιστροφή σε μια νοητή πατρίδα, όμως αυτός ο στόχος δεν επιτυγχάνεται γιατί οι ήρωες εμφανίζονται εγκλωβισμένοι σε μια ατέρμονη περιπέτεια χωρίς έκβαση: το καράβι θα ναυαγήσει μαζί με την αναζήτησή τους, την έρευνά τους, τις εικόνες και τα αντικείμενα που ψηλαφούν μάταια, αποδυόμενοι στην εκπλήρωση ανεκπλήρωτων προθέσεων, οραματιζόμενοι ανεδαφικά οράματα, συντριβόμενοι από τον ίδιο τους τον μόχθο:

1/ μας βαραίνουν οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν[4]
2/ σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν[5]
3/ ήταν ωραία τα μάτια σου μα δεν ήξερες πού να κοιτάξεις[6]

    Η εικονοπλασία της θαλασσινής περιπλάνησης, η ημέρα της επιστροφής που αργεί να φτάσει, η απουσία προορισμού, η ατέρμονη περιπέτεια δίχως έκβαση, το ξεθώριασμα της μνήμης, όλα συνθέτουν ένα πρώτο πληθυντικό πρόσωπο συλλογικού ασυνειδήτου που αναζητά τη χαμένη του συνέχεια και επιδιώκει την αποκατάσταση της ιστορικής του ταυτότητας.

    Δεύτερος άξονας είναι αυτός του δράματος, καθώς η συλλογή δεν είναι παρά μια μυθιστορηματική αφήγηση των παθημάτων του νέου Ελληνισμού. Ο άξονας αυτός εισάγεται στη μοντέρνα ποίηση χωρίς τις εθνικιστικές μεγαλοστομίες του παρελθόντος (μπορεί κανείς να υποθέσει ότι άμεσος προκάτοχός της είναι ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου» του Παλαμά): «Τον άγγελο τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια κοιτάζοντας πολύ κοντά τα πεύκα το γιαλό και τ’ άστρα. Σμίγοντας την κόψη τ’ αλετριού ή του καραβιού την καρένα ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα»:[7] η αναζήτηση της ρίζας του πανάρχαιου δράματος και η ρημαγμένη από την αλμύρα επιστροφή από την Εσπερία φέρει χαρακτηριστικά μαζί της «τ’ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής». Οι πρώτοι πέντε στίχοι του Μυθιστορήματος παραπέμπουν στον Αλκιβιάδη του Πλάτωνα και στον Baudelaire και ο στίχος 28 στη μυθολογική λαϊκή παράδοση του Μεγαλέξανδρου. Σύμφωνα με τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, «αν πρέπει να μοιραστούν οι δύο μυθικές αναφορές του ποιήματος (η αργοναυτική εκστρατεία και ο οδυσσειακός νόστος), ο αργοναυτικός μύθος μπορεί να στοιχηθεί με τη μικρασιατική εκστρατεία, ενώ οι αναφορές του ποιήματος στην Οδύσσεια παραπέμπουν στη μικρασιατική καταστροφή και στην ακόλουθη προσφυγιά».[8]
    Εμφανίζονται υπαινικτικά, ως καθημερινοί άνθρωποι, οι μορφές του Οδυσσέα και των συντρόφων του, των Αργοναυτών και του Ελπήνορα, ενώ εκφωνούνται δύο δραματικοί μονόλογοι, της Ανδρομέδας και του Ορέστη. Όπως γράφει ο Σεφέρης, πρόκειται για «Οδύσσεια, αλλά ανάποδα»,[9] διότι το Μυθιστόρημα είναι έργο αποσπασματικό και αντιηρωικό, κάθε άλλο παρά επικό. Ο Οδυσσέας του «Μυθιστορήματος» μιλά αρχικά για τους συντρόφους του σε τρίτο πρόσωπο, στη συνέχεια σε πρώτο πληθυντικό, ενώ προς την έξοδο του ποιήματος καταγράφει τη μοίρα των συντρόφων πάλι σε τρίτο πρόσωπο. Ο σεφερικός Οδυσσέας είναι ταυτόχρονα και σύντροφος και αρχηγός και μοιράζεται και τη μια μοίρα και την άλλη. Οι σύντροφοί του, από την άλλη, είναι υποταγμένοι και σιωπηλοί, αποτελώντας ένα είδος «ομαδικού Ελπήνορα».[10]
    Η χρήση του μύθου είναι στοιχείο μοντερνισμού που προσδίδει στο έργο του Σεφέρη σκοτεινότητα και ερμητικότητα.[11] Στο ΙΣΤ΄, από το αρχαίο κείμενο ο ποιητής υιοθετεί με μεγάλη ελευθερία κάποιες λέξεις, σε μια πλασματική σκηνοθεσία, όπου ο Ορέστης αναδύεται από τα βάθη του μύθου πλήρως αποδομημένος, για να συμμετάσχει σε μιαν αναπόφευκτη, αλλά στην ουσία επινοημένη αρματοδρομία. Οι Ευμενίδες δεν καταδιώκουν τον ήρωα, δεν τον παρασύρουν στη φρίκη της τρέλας, γιατί η μητροκτονία δεν έχει ακόμη τελεστεί. Απλώς πλήττουν, παρακολουθώντας τον αέναο κύκλο της αρματοδρομίας, χωρίς να επευφημούν τον θριαμβευτή Ορέστη, ανίκανες να αναλάβουν τον μυθικό τους ρόλο. Αιμάτινοι κύκλοι, γενεές και γενεές, κάτω από την «αλογίσια ανάσα».
    Στο ΙΖ΄ του «Μυθιστορήματος» η Ανδρομάχη παροτρύνει τον Έκτορα να απομακρύνει τον μικρό Αστυάνακτα από τη μοίρα του και να «του μάθει να μελετά τα δέντρα». Το έντονα τραγικό στοιχείο του ποιήματος προκύπτει από τη γνώση που έχει ο αναγνώστης για την κατάληξη του μικρού Αστυάνακτα. Ενώ ο Έκτορας βλέπει στον Αστυάνακτα το μέλλον και την ελπίδα της Τροίας και νουθετεί την Ανδρομάχη κατάλληλα, ώστε το παιδί του να μεγαλώσει με τις σωστές αρχές και τα σωστά πρότυπα, ο αναγνώστης γνωρίζει ήδη πως το παιδί αυτό δεν πρόκειται να ζήσει για πολύ ακόμα. Οι Αχαιοί δεν πρόκειται να δείξουν έλεος.[12] «Τώρα που η μέρα της πληρωμής χαράζει», θ’ακούσουμε έναν ηχηρό στίχο, γνωστό ήδη από τον «Τελευταίο σταθμό»-και θ’ακούσουμε και τον ήχο της μονέδας πάνω στο τραπέζι, εικόνα που παραπέμπει σε ξεπούλημα και προδοσία.[13]

    Τρίτος έρχεται ο άξονας του ατελέσφορου ταξιδιού, που συνοδεύεται από αθεράπευτη νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες: η απώλεια προσανατολισμού του ποιητικού υποκειμένου βρίσκει παρηγοριά αποκλειστικά στη λήθη του θανάτου: «Δώσε μας, έξω από τον ύπνο, τη γαλήνη». Το μόνο καταφύγιο του ποιητικού υποκειμένου είναι ο βαθύς ύπνος, η λησμονιά.[14] Το ταξίδι επιστροφής του είναι μοναχικό και ασυντρόφευτο, πράγμα που υπερτονίζεται από την απώλεια των συντρόφων με τους οποίους είχε ξεκινήσει. Βεβαίως, το πρόσωπο που τελικά επιστρέφει είναι συθέμελα αλλαγμένο, αλλότριο, όπως φαίνεται στο θεματικά συγγενές ποίημα του Σεφέρη «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου».

    Ακρογιαλιές καβαφικής μνήμης που φέρνει στον νου στιγμές παλιάς ευτυχίας. Κουπιά, σκαρμοί, πλώρη, πηδάλιο, οι εκδοχές των συντρόφων. «Κι οι φίλοι μας χαμένοι πίσω απ’τον ωκεανό παντοτινά». Η προσπάθεια του ποιητή να καταγράψει πλεούμενα, γοργόνες, κοχύλια, η νύχτα σε υπόγεια που μυρίζουν κατράμι, αποδεικνύουν ότι η συνάντηση με τους φίλους είναι ονειρική, δεν θα πραγματωθεί ποτέ. Η αναζήτησή τους ταυτίζεται με την αναζήτηση μιας άλλης ζωής, πέρα από τ’αγάλματα. Οι σύντροφοι Αργοναύτες «είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων». Η αναμονή των φίλων: εκείνου που έφυγε στο νησί με τα πεύκα, εκείνου που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια, εκείνου που έφυγε στ’ανοιχτά. «Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα τη μοναξιά, όχι ετούτη την απαντοχή, όχι το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα». Νυκτερινό τοπίο κυριαρχεί στην αναμονή του Οδυσσέα και των νεκρών στα ασφοδίλια. Το τοπίο, εννοείται, βρίθει συμβολικών παραδηλώσεων.


    Β. Η μορφή: ένα τοπίο ρημαγμένο, μια ελληνική Έρημη Χώρα

    Σ’έναν ανομοιογενή, κατακερματισμένο και απόλυτα ατομοκεντρικό κόσμο, ο ποιητής θεσπίζει κάποια «συμφωνημένα υπονοούμενα» που θα μοιραστεί, ως προσλαμβάνουσες παραστάσεις, με τον αναγνώστη του[15]. Αλλάζει, λοιπόν, το spectrum θέασης της ζωής και του κόσμου, το μυθικό στοιχείο επενδύεται με έντονη δραματικότητα,[16] ώστε να αναβιώσει ο αρχαίος μύθος:

    «Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω. Έπεφτε στο όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσει. Κοιτάζω τα μάτια· μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά μιλώ στο στόμα που όλο γυρεύει να μιλήσει κρατώ τα μάγουλα που ξεπέρασαν το δέρμα. Δεν έχω άλλη δύναμη· τα χέρια μου χάνουνται και με πλησιάζουν ακρωτηριασμένα».[17]

    Το μαρμάρινο κεφάλι –σιωπηρό απόσπασμα, θραύσμα του παρελθόντος- είναι μια σύνοψη της πολιτιστικής κληρονομιάς που συνιστά βαρειά, μια ασήκωτη παρακαταθήκη, με την οποία υπάρχει μεγάλη δυσκολία επικοινωνίας. Τα ακρωτηριασμένα χέρια του ποιητή αυτονομούνται και κινούνται προς το μέρος του ώστε να κηρυχθεί, ουσιαστικά, η “έναρξη του μύθου”. Το motto, αντλημένο από τις Χοηφόρους του Αισχύλου (“μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης”= θυμήσου τα λουτρά όπου σε σκότωσαν) είναι η επίκληση του Ορέστη προς το πνεύμα του νεκρού πατέρα του Αγαμέμνονα. Πρόκειται για μιαν αρχαϊκής ποιότητας δικαιοσύνη που αναζητά ο ποιητής; Μήπως για μιαν ακόμη φορά, πρόκειται για το συλλογικό ασυνείδητο που αφυπνίζεται άμα τη επαφή με τη μαρμάρινη κεφαλή; Ή μήπως, τέλος, το corpus των νεκρών σωμάτων και των κομματιασμένων αγαλμάτων αφυπνίζει τον ίμερο στον ποιητή, τον πρωτόγονο πόθο ανάκτησης της χαμένης ιερότητας;[18]
    Ο ήχος των κουπιών, καθώς οι σύντροφοι παραπλέουν την Κύπρο, συνοδεύεται από την επανάληψη της αρχαίας φράσης: «Καὶ ψυχὴ εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτὴν εἰς ψυχὴν αὐτῇ βλεπτέον.[19]
    Η απώλεια μνήμης των συντρόφων συμβαδίζει με το αίσθημα δικαίου του Σεφέρη: ο ποιητής θεωρεί δίκαιο το ότι δεν τους θυμάται κανείς.[20] Δεν τους χαρακτηρίζει «νήπιους εταίρους», αλλά «Ελπήνορες», συμμεριζόμενος τα αισθήματα του ομηρικού Οδυσσέα για τον Ελπήνορα.[21] «Δεν λέω: αγαπητοί ή αξιοθαύμαστοι, λέω: συμπαθητικοί, αισθηματικοί, μέσοι, και σπαταλημένοι. Ωστόσο, ας μην ξεχνούμε πως οι άκακοι αυτοί άνθρωποι, επειδή ακριβώς είναι εύκολοι, είναι συχνά οι καλύτεροι φορείς του κακού που έχει αλλού την πηγή του»,[22] σημειώνει ο ποιητής. Αυτοί οι «εταίροι» κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι και οι Αργοναύτες, οι σύντροφοι που αποδείχθηκαν «βολικοί»,
    ευπροσάρμοστοι, αμετάβλητοι εν μέσω γενικών αλλαγών.

    Στο ΙΑ΄ κυριαρχεί η απουσία του νερού, η λειψυδρία. Επανάληψη του κούφιου ήχου από τη στέρνα (ποιητικό μοτίβο σταθερό). Άλλοτε γινόταν οικοδόμηση σπιτιών και καλυβιών, σήμερα κυριαρχεί πλέον η αδυνατότητα οικοδόμησης. Σπασμένα αγάλματα, σπασμένες πέτρες, γκρεμισμένες οικοδομές «που θα ήταν ίσως το δικό μας σπίτι».[23] Το τοπίο της πατρίδας μαγνητίζει, μαγεύει, αλλά και πνίγει στις μνήμες τον Σεφέρη. Η συγκίνηση βέβαια δεν τον εμποδίζει να προσεγγίζει θεωρητικά τη συγκρουσιακή κατάστασή του. Ο ιδιωτικός χώρος, το σπίτι του, είναι ο μόνος τόπος που μπορεί να ονομάσει πατρίδα.Το πατρικό σπίτι των παιδικών χρόνων στα Βουρλά Σκάλας κοντά στη Σμύρνη τού θυμίζει την ‘πατρίδα’ και τον συγκινεί. Αντίθετα, ο Ελληνισμός δεν φέρει εξίσου φορτισμένους και συναισθηματικούς χαρακτηρισμούς. Η διαφορά μεταξύ σπιτιού και ιστορικού χώρου, δηλαδή από τη μία του καθαρά προσωπικού (βιωμένου) και από την άλλη του φαντασιακού (του νοητού) έγκειται στην συγκινησιακή σχέση των δύο. Ο Σεφέρης χρησιμοποιεί τέσσερις φορές τη λέξη ‘πατρίδα’ στα ποιήματά του και σε όλες τις περιπτώσεις κάνει λόγο για το σπίτι του ή για κάτι που έχει πλέον χάσει οριστικά: «Ο τόπος μας είναι κλειστός».
    Με τις πέτρες και με τα μάρμαρα, τα πιο έντονα γνωρίσματα του ελληνικού τοπίου που δημιουργούσε άλλοτε μυθική και ονειρική ατμόσφαιρα, τώρα έχουμε ένα σκηνικό άνυδρο, στεγνό και πένθιμο. Κόκκινα χώματα, πικροδάφνες, ακρογιαλιές γεμάτες σπασμένα κουπιά και σάπια θαλάσσια ξύλα, στέρνες και πηγάδια χωρίς νερό, συντρίμμια από παλιά σπασμένα αγάλματα και χωριά αποδεκατισμένα. Βράχοι σε σχήμα πύλης, καμένα πεύκα, ένα τετράγωνο σπίτι θαμμένο στον ασβέστη, ένα ερημοκλήσι. Μάταια απόπειρα επιδιόρθωσης (ματίσματος) των σπασμένων κουπιών. Όσο για τη θάλασσα στο ΙΣΤ΄, αυτή είναι τόσο πλατιά και βαθιά, ώστε να εμπεριέχει το άγνωστο και τον φόβο. Ο Ορέστης στο σεφερικό «Μυθιστόρημα» την αναζητά διαρκώς, όπως δηλώνει ο ενεστώτας του ρήματος «γυρεύεις». Την ταυτίζει με την Κλυταιμνήστρα, που έχει υπόσταση διπλή: ενσαρκώνει το υγρό στοιχείο, τη μήτρα, ως σημείο εμβρυϊκής προστασίας αφενός, αφετέρου τη δολοπλόκο φόνισσα του πατέρα του. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις τη θάλασσα»: με άλλα λόγια, δεν μπορείς να ξεφύγεις από την τεράστια, επιβλητική Μάνα...


    Γ. Το ποιητικό περιεχόμενο: μετακύλιση του μύθου

    Ο πλους των Αργοναυτών υποβάλλει την ιδέα του ταξιδιού που δεν τελείωσε και που, τελικά, δεν είχε κανένα νόημα, γιατί τον ταξιδευτή τον αγνοεί ουσιαστικά η Ιστορία. Η ΚΓ΄, προτελευταία στροφή στο Μυθιστόρημα, ως παρέκβαση αρχαίας τραγωδίας, το καθιστά αυτό πιο σαφές. Η αισιοδοξία που προσδίδει το φως του ήλιου, ακόμα κι όταν λάμπει πάνω στα χαλάσματα, μετατρέπει ολόκληρα κομμάτια της εξωτερικής πραγματικότητας σε ψυχικά σύμβολα. Το ποίημα- εικόνα αναδύει το όραμα που τοποθετείται στο μέλλον («θα ιδούμε»), ενώ η συγκίνηση γίνεται παράγγελμα και τραγούδι, που στο στόμα δύο διαφορετικών Ελλήνων συνθετών θα προσλάβει δύο διαφορετικές διαστάσεις: «Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα», θα μελοποιήσει και ο Μαρκόπουλος, τον ίδιο στίχο θα τον μελοποιήσει και ο Θεοδωράκης: με πόσο διαφορετική, όμως, χροιά, και προσδίδοντάς του πόσο διαφορετικό ποιητικό περιεχόμενο!
    Στο ΚΒ΄ ο ποιητής περνά από τη θαλασσινή περιπλάνηση στην επίγεια αναζήτηση, κινούμενος ανάμεσα σε αρχαία ερείπια: «μετακινώντας τσακισμένες πέτρες». Οι εκφράσεις “ψάχνοντας σε οίκοδομές γκρεμισμένες που θα ήταν ίσως το δικό μας σπίτι, / προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και ηρωικές πράξεις” παραπέμπουν σ’ένα μακρινό, χαμένο στις χιλιετίες παρελθόν που, αν θεωρηθεί ρεαλιστικά, αφορά τη φυλή, όμως στον σεφερικό κώδικα αφορά τον ίδιο τον ποιητή ως υποκείμενο: το ταξίδι του συνδέεται συνειρμικά με την αναζήτηση μιας νοητής πατρίδας. Καθώς η κατεύθυνση του ταξιδιού είναι το άγνωστο και καθώς αίρεται οριστικά η ενότητα χώρου και χρόνου, ενισχύεται η αίσθηση της απώλειας ταυτότητας και σημείου αναφοράς: «Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών».
    Κοινή συνθήκη των ποιημάτων της συλλογής είναι αυτή της ακινησίας, που συντίθεται από δύο αντίθετους όρους, την κίνηση και την ακινησία, σ’ έναν αντιφατικό συνδυασμό. Νέες μεταφορές θεσπίζονται από τη σύζευξη αντίθετων εννοιών, ενώ η μεταφυσική διάσταση ψηλαφείται, χωρίς ωστόσο ποτέ να διαρρηγνύεται. Τον Σεφέρη τον απασχολεί η οντολογική σχέση του ανθρώπου με το φως. Με σημείο αναφοράς την αρχαία ελληνική μυθολογία, διατυπώνει την ιδέα μιας κοσμικής αναλογίας ενανθρωπισμού/ενάργειας/γνησιότητας/ιλαρότητας/ ευφορίας, άρα και οικουμενικής πολιτιστικής λάμψης, που ωστόσο συσκοτίζει την πραγματική εικόνα του κόσμου, αποδυναμώνοντας τη βούληση για δράση και δημιουργία: οι θετικές αξίες λειτουργούν αντίστροφα, αρνητικά, δημιουργώντας αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στα μεγάλα οράματα και στην αδυναμία για πραγμάτωσή τους: με άλλα λόγια, τη νεοελληνική τραγωδία.
    Η περιπλάνηση, το αρχαίο δράμα, η περιπέτεια του ταξιδιού, διαχρονικά νοήματα μεταπλασμένα στον μοντέρνο στίχο του μικρασιατικής καταγωγής Σεφέρη, προσλαμβάνουν το περιεχόμενο μιας στρεβλής απόπειρας του νέου Ελληνισμού να ανασυνθέσει την πολιτισμική του ταυτότητα μέσω της μετακύλισης του παλαιότατου μύθου. Το κενό του αποχωρισμού, το πικρό ψωμί της ξενιτειάς, είναι η κοινή μοίρα έναντι της κοινής θλίψης, που επιτονίζεται από τον ζοφερό ουρανό και τη νεροποντή. Ο τελικός ελλιμενισμός του ήρωα επιτρέπει στον αναγνώστη να συμμετάσχει άμεσα στην επιτέλεση αυτού του περιεχομένου, αποτελώντας μέρος ενός ποιητικού «εμείς», μιας ομάδας σύγχρονων ταξιδευτών με άμεσους προγόνους τους ταξιδευτές του Ομήρου.


    Το κείμενο αυτό είναι η εισαγωγική μου ομιλία στη συναυλία του Μιχάλη Τρανουδάκη «Αναλόγιο για το Μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη» για τα εκατό χρόνια από τη μικρασιατική καταστροφή του Συλλόγου Φωκαέων στην Παλαιά Φώκαια Αττικής (17/9/22). ΝΞ

    .

     

     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: