Τα εμότζι: Ένας διάλογος για το στιλ

Τα εμότζι: Ένας διάλογος για το στιλ

Στο Βερολίνο όπου ζω πέτυχα ένα απομεσήμερο του χειμώνα του 2006 στο καφέ Schwarzenraben στην Neue Schönhauser Strasse που έκλεισε το 2007 τις πόρτες του λόγω χρεωκοπίας την εικαστικό και συγγραφέα Ε.Τ.
Σκυμμένη πάνω απο το λάπτοπ της φαινόταν απόλυτα ξαναμμένη μ’ αυτό που έβλεπε. Όταν κάθισα στον τραπέζι της την ρώτησα τι είναι αυτό που την συναρπάζει τόσο που την έκανε ούτε καν να με χαιρετίσει όταν με είδε.
«Αυτά εδώ τα διαβολάκια» μου είπε και μου έδειξε μια σειρά απο εμότζι στην οθόνη του υπολογιστή της. “Θα με τρελάνουν τα άτιμα” αναστέναξε.
Την ρώτησα τι το σπουδαίο βρίσκει σ’ αυτές τις φατσούλες.
Μου απάντησε ότι αυτές οι φατσούλες έχουν να διδάξουν τους συγγραφείς και τους εικαστικούς πολλά: Την τελειότητα της έκφρασης που τόσο εναγωνίως ψάχνουν καθημερινά.
Την κοίταξα σαν της έλεγα «πλάκα μου κάνεις;»
Με αντικοίταξε και είπε ότι καταλαβαίνει ότι η άποψή της μου φαίνεται τρελή.
Της απάντησα: τρελή ίσως όχι, αλλά παραδοξολογική.
«Καθόλου παραδοξολογική», με διαβεβαίωσε και πρόσθεσε ότι ναι μεν αγαπάει την μυθολογία, την ποίηση, το όνειρο και το ανοίκειο αλλά την παραδοξολογία την απεχθάνεται όπως ο διάβολος το λιβάνι κι ότι αυτό που έλεγε το εννοούσε σοβαρά.
Δεν ήξερα τι να υποθέσω. Πιωμένη πάντως δεν φαινόταν. Δίπλα στο λάπτοτ της βρισκόταν ένα ποτήρι νερό κι ένα φλυτζάνι με καφέ.
Με ρώτησε γιατί απορώ τόσο με αυτό που μου είπε.
Απάντησα ότι εντάξει, τα ανθρωπάκια και τα εικονίδια έχουν την πλάκα τους αλλά ότι εγώ δεν τα χρησιμοποιώ γιατί θεωρώ ότι είναι έκφραση της πεζής, ρηχής, γρήγορης εποχής μας που μας μεταμορφώνει όλους σε άψυχα πιόνια. Πρόθεσα ότι τα βρίσκω παιδιάστικα, ότι φτηναίνουν την επικοινωνία κι ότι μας κάνουν πνευματικά οκνηρούς απαλλάσσοντάς μας από τον κόπο να κάτσουμε να βρούμε λέξεις για να εκφραστούμε.
«Πολύ βαρειές κατηγορίες« μου απάντησε, «και βέβαια αναμενόμενες. Αγαπητέ μου οι αντιρρήσεις σου είναι σε πρώτη όψη ευλογοφανείς αλλά στην ουσία επιπόλαιες.»
«Μα δεν καταλαβαίνω τι βρίσκεις σ’ αυτά τα απλοικά και μονοδιάστατα πικτογράμματα» είπα «που το μόνο που κάνουν είναι να αποκλείουν τις αποχρώσεις.»
«Δυστυχώς θα διαφωνήσω» είπε. «Αυτό με τις αποχρώσεις ίσως να ίσχυε πριν μερικά χρόνια, όταν τα εμότζι πρωτοπαρουσιάστηκαν. Τότε ήταν λίγα. Στο μεταξύ υπάρχουν περισσότερα απο 3.000 χιλιάδες. Δεν μπορεί να γίνεται πλέον λόγος για έλλειψη αποχρώσεων. Το αντίθετο ισχύει. Για κάθε συναίσθημα, ακόμα και το πιο σπάνιο, υπάρχουν τώρα τα αντίστοιχα εμότζι.»
Της είπα ότι παρόλα αυτά δεν είμαι σίγουρος αν η πληθώρα των εμότζι καταφέρνει να αποδώσει την λεπτότητα και μοναδικότητα των αισθημάτων. Το μόνο που κάνουν είναι να σχηματοποιούν τις σκέψεις μας κατά τον χονδροειδέστερο τρόπο.
Με ρώτησε αν θεωρώ ότι οι αρχαίοι τεχνίτες η οι λιθοξόοι του πύργου του Σαμπόρ της Λουάρ που δούλευαν τυποποιημένα με λιγοστά, επαναλαμβανόμενα και αυστηρά καθορισμενα μέσα είναι γι αυτό το λόγο κατώτεροι από τους καλλιτέχνες της ατομικιστικής ψιλοβελονιάς, των χρωμάτων και του γλωσσικού πλούτου, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στον Προυστ.
Η ερώτησή της, γεμάτη παγίδες, δεν ήταν εύκολο να απαντηθεί. Το σχηματοποιημένο μπορεί όντως να είναι ποιοτικά ισάξιο του μοναδικού. Από την άλλη ... Αλλά πριν προλάβω να απαντήσω πήρε εκείνη τον λόγο.
«Όχι», είπε. «Οι λιθοξόοι του Σαμπόρ δεν είναι κατώτεροι του Προυστ. Το αντίθετο. Οι χαλκομανίες έχουν περισσότερο βάθος έκφρασης από ό,τι ο ποιητικότερος των λόγων.»
Η σιγουριά της μου έκανε εντύπωση. Την ρώτησα: «Ακόμα κι αν έχεις δίκιο, τι έχουν να διδαχτούν οι συγγραφείς κι οι εικαστικοί από τα εμότζι; Αυτά έχουν ίσως νόημα στα μέιλ και στα SMS αλλά όχι στα μυθιστορήματα και στα έργα τέχνης».
«Μη το λες» μου είπε «ακόμα κι ο Τσέχωφ θα είχε να διδαχτεί από αυτά. Και βέβαια πρώτος απ’ όλους ο Σαίξπηρ που θα είχε να μάθει πολλά από την οικονομία τους, ο Σαίξπηρ για τον οποίο ο Κοκτώ είπε ότι είναι γεμάτος πολυλογίες και ανιαρά εδάφια.»
Είδα ότι δεν μπορούσε να συνεχιστεί έτσι η κουβέντα μας και της ζητησα να με διαφωτίσει σχετικά με την ιστορία των εμότζι και την καταγωγή τους, μπας και βγάλω μέσω αυτής της οδού άκρη για τον λόγο που την έκανε να τα μελετάει με τόση μανία.
«Όλα έχουν σχέση με την γέννησή τους» είπε. «Η επανάσταση της συνοπτικής αλληλογραφίας που ξεκίνησε με την εμφάνιση των μέιλ στη δεκαετία του 1970 αποκορυφώθηκε όταν τα μηνύματα μεταφέρθηκαν στα κινητά. Οι άνθρωποι δεν είχαν απεριόριστο χώρο και χρόνο για να καταλάβουν τι εννοεί ο συνομιλητής τους και η αποσαφήνιση του τόνου και των συναισθημάτων έγινε πιο δύσκολη και γι αυτό πιο επιτακτική υπόθεση. Όλα ξεκίνησαν στην Ιαπωνία στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν οι ­ ακόμα λίγοι ­ υπάλληλοι των πανεπιστημίων που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με μέιλ διαπίστωσαν ότι δεν ήταν πάντα δυνατόν να διακρίνονται με σαφήνεια τα αστεία από τα σοβαρά σχόλια στις ομάδες συνομιλίας. Το 1999 o σχεδιαστής Σιγκετάκα Κουρίτα, μέλος της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας NTT DOCOMO, δημιούργησε 176 εμότζι.



Τα εμότζι: Ένας διάλογος για το στιλ



Ο Κουρίτα εμπνεύστηκε από τα ιαπωνικά μάνγκα, όπου οι χαρακτήρες σχεδιάζονται συχνά με συμβολικές παραστάσεις που ονομάζονται manpu (μια σταγόνα νερού σε ένα πρόσωπο σημαίνει τη νευρικότητα), καθώς και από σύμβολα καιρού, κινεζικούς χαρακτήρες και πινακίδες του δρόμου. Τα εμότζι έγιναν γρήγορα δημοφιλή, ειδικά από τη στιγμή που προστέθηκαν στα κινητά τηλέφωνα.
«Κατάλαβα» είπα. «Βοηθάνε να κατανοήσουμε τι εννοεί ο άλλος και να αποφύγουμε παρεξηγήσεις. Μα είναι δυνατόν αυτό να σε κάνει να ξετρελαίνεσαι σε τέτοιο βαθμό μαζί τους;»
«Αρκετές ομίχλες υπάρχουν!» είπε. «Φτάνει πια. Ζουμε σε ένα κόσμο γεμάτο ασυνενοησία. Ας λάμψει λιγο η διαύγεια, η καθαρότητα, η διαφάνεια. Τέρμα πια με τις παρεξηγήσεις. Έχεις διανοηθεί ποτέ τι τραγωδίες και δράματα μπορούν να συμβούν λόγω άχρηστων ασυνενοησιών; Πες μου εσύ: αξίζει;»
«Όχι» είπα.
«Πρόσεξέ με» είπε. «Όταν κάποιος πεθαίνει ψάχνουμε να βρούμε λόγια για να εκφράσουμε τη θλίψη μας στους δικούς του, αλλά το μόνο που στην πραγματικότητα κάνουμε είναι να καταλήγουμε σε στερεότυπα. Τα συλλυπητήρια όλων των ειδών ηχούν κάλπικα και τετριμμένα, έτσι δεν είναι; «Δεν υπάρχουν λόγια να εκφράσω τα συναισθήματά μου» λέμε συχνά όταν μιλάμε για καταστάσεις πένθους. Όντως δεν υπάρχουν λόγια. Ενώ το εμότζι των χεριών που προσεύχονται πάει στην ουσία του πράγματος χωρίς ίχνος συναισθηματολογίας η ψευτίσματος. Συμπληρώνοντας τη γλώσσα του σώματος τα εμότζι επαναβεβαιώνουν τον άνθρωπο μέσα στον αφηρημένο χώρο της ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Σαφήνεια, ακρίβεια της έκφρασης, εξοστρακισμός του περίπου: Ιδού το μεγαλείο τους.»
Της είπα ότι ακόμα δεν είμαι σίγουρος ότι έχει δίκιο: «Η αναζήτηση της σωστής λέξης είναι δυνατή» πρόσθεσα.
«Όχι, η σωστή λέξη δεν υπάρχει» είπε. «Δες πώς βασανίζονται ακόμη κι οι πιο ταλαντούχοι λογοτέχνες στην αναζήτησή της. Και ποτέ δεν μένουν ικανοποιημένοι. Υπάρχει όμως πάντα το σωστό εμότζι.»
«Για κείνους βέβαια που έχουν την υπομονή να κάτσουν και να τα ψάχνουν με τις ώρες» πέταξα, προσπαθώντας να την φυτιλιάσω.
Μη δίνοντας σημασία στην παρατήρησή μου μου εξήγησε ότι πάντως δεν ήταν μόνο η σαφήνεια ο λόγος της ενασχόλησής της με τα ανθρωπάκια. Ζήτησα να μάθω τι άλλο.
«Η συμπύκνωση!» είπε με φωνή δυνατή που έκανε μερικά τραπέζια να γυρίσουν προς το μέρος μας.
«Μα κοίταξέ τα» είπε δείχνοντας προς την οθόνη του υπολογιστή της. «Πρόκειται για ένα θαύμα, ένα αριστούργημα, μια σπουδαία σύλληψη! Ιδού η μέγιστη δυνατή συμπύκνωση, η θεία λακωνικότητα, ιδού η αποθέωση της συντομογραφίας. Τα εμότζι λένε περισσότερα από χίλιες λέξεις. Είναι λίγο αυτό;»
«Όχι βέβαια» είπα.
«Και τώρα προχωράμε στο σπουδαιότερο», είπε. «Το στιλ τους. Έχεις προσέξει πόσο απλές είναι οι γραμμές που τα συνθέτουν; Αυτό κι αν δεν είναι ομορφιά. Τα εμότζι είναι η αποθέωση του απλού και κομψού στιλ. Ένα στιλ που τα κάνει σαν στολίδια που ομορφαίνουν την γραφή. Εντάξει, οι φατσούλες δεν είναι κάτι το καινούργιο. Η προσφυγή στα εικονιστικά σύμβολα ­ συμπυκνωμένες εκφράσεις του ανθρώπου και του πολιτισμού του, που μεταφέρουν το νόημά τους μέσω της εικονογραφικής τους ομοιότητας με ένα φυσικό αντικείμενο ­ δεν είναι κάτι νέο. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στους αρχαίους Έλληνες. Πλήθος συμβόλων κοσμούν, δομούν και χαρακτηρίζουν την επικοινωνία τους: Μαίανδρος, πεντάλφα, κουκουβάγια, σπείρα, άνθος λωτού, ράβδος του Ασκληπιού, λαβύρινθος, κόμπος του Ηρακλή, τροχός της Εκάτης, ηλιακός σταυρός, τσεκούρι διπλής όψης, κέρας αφθονίας, ανθέμιο, ρόδακας, δαχτυλίδι του Μίνωα ... και και και. Αλλά και πέραν του ελληνικού πολιτισμού: Τα σύμβολα χρησιμοποιούνται συχνά σε συστήματα γραφής όλων των πολιτισμών στα οποία οι χαρακτήρες είναι σε σημαντικό βαθμό εικονιστικοί. Το καινούργιο που φέρνουν τα εμότζι είναι ότι πρόκειται για μη κρυπτικά σύμβολα. Καθαρά και διάφανα σαν τον ανέφελο ουρανό, σαν το νεράκι της βουνίσιας πηγής, είναι τα ευκολοδιάβαστα ιερογλυφικά της μοντέρνας εποχής.»
«Μιλάς όλη την ώρα για στιλ» είπα. «Είμαι σίγουρος ότι δεν σου διαφεύγει η θρυλική ρήση του Μπιφόν ότι το στιλ είναι ο ιδιος ο άνθρωπος.»

Ο κόμης Georges Louis Leclerc de Buffon (1701-1788)
Ο κόμης Georges Louis Leclerc de Buffon (1701-1788)

«Ω ναι» με διέκοψε. «Καθόλου δεν μου διαφεύγει. Και επίσης καθόλου δεν μου διαφεύγει ότι από τότε χύθηκε πολύ μελάνι για το τι ακριβώς εννοούσε. Για κάποιους εννοούσε ότι ο τρόπος που μιλάω η γράφω φανερώνει την ουσία μου, οπότε η ατομικότητά μου γίνεται ξεκάθαρη στο στιλ μου. Για κάποιους ότι όταν θέλεις να γράψεις κάτι πρέπει να δομήσεις το υλικό σου και όχι απλά να το συσωρεύεις. Και για κάποιους άλλους τέλος, η ρήση είναι προβληματική. Θυμήσου έναν γάλλο ψυχαναλυτή ο οποίος ειρωνεύτηκε την ρήση του Μπυφόν που όλοι μας την επαναλαμβάνουμε άκριτα, μη βλέποντας σε αυτήν τίποτα το κακό και μην ανησυχώντας για το γεγονός ότι ο άνθρωπος δεν είναι πλέον μία και τόσο σίγουρη σταθερά.
«Ξεστρατίζουμε από το θέμα» είπα. Στην περίπτωσή των εμότζι τι μπορεί να σημαίνει η ρήση του Μπυφόν; Ποιον άνθρωπο προδίδει το στιλ τους;»
«Προδίδουν βέβαια αρχικά τον άνθρωπο που τα εφεύρε, τον Σιγκετάκα Κουρίτα» είπε η συνομιλήτριά μου. Σύμφωνα με αυτόν, η τάση για απλοποίηση είναι χαρακτηριστική της πατρίδας του. «Στους Ιάπωνες αρέσει να ξεπερνούν ο ένας τον άλλον αξιοποιώντας στο έπακρο τους περιορισμούς», λέει. «Η χώρα είναι γεμάτη περιορισμούς, ένα μικρό κομμάτι γης. Είμαστε καλοί στο να λύνουμε καθήκοντα μέσα σε ένα καθορισμένο πλαίσιο, αντί να έχουμε το ελεύθερο για τα πάντα.» Ξαναγυρίζουμε σ’ αυτό που σου έλεγα για την τυποποίηση, τους αρχαίους τεχνίτες και τους λιθοξόους του Σαμπόρ. Ποιον άνθρωπο μαρτυρούσε το στιλ τους; Τον παγκόσμιο άνθρωπο της εποχής τους βέβαια, όχι τον ατομικό. Με τον ίδιο τρόπο ο Κουρίτα δεν θέλει ούτε προβολή ούτε έπαινο για την ανακάλυψή του. Υποστηρίζει ότι αν δεν είχε ο ίδιος την ιδέα, θα την υλοποιούσε κάποιος άλλος. Και για να πούμε την αλήθεια, μήπως το ατομικό στιλ δεν είναι μια σκέτη κατάρα;
Δες τι γράφει ο Φλομπέρ που ήθελε ο δημιουργός να μην υπάρχει αλλά να θριαμβεύει η επιστήμη κι η παρατήρηση:
«Ας μην ξεχνάμε ότι το απρόσωπο ύφος είναι σημάδι δύναμης” έλεγε. Μια σκέτη κατάρα είναι το λεγόμενο ατομικό στιλ! Εκτός αυτού, από τότε που ο Μπιφόν διατύπωσε την θέση του έχουμε κι άλλα δεινά: όλοι τρέχουν προς αναζήτηση κάποιου στιλ. Και γιατί; Διότι το στιλ έχει καταντήσει το sine qua non για την καριέρα. Καλλιτέχνες ανά την υφήλιο αλλά και κριτικοί αγωνίζονται να βρουν κάτι αναγνωρίσιμο, κάτι μοναδικό να το πουν στιλ. Κι όταν βρεθεί: Να τα βραβεία, να οι πωλήσεις. Και τα έργα; Γίνονται καλύτερα; Όχι πάντα. Το αντίθετο μάλιστα. Οι καλλιτέχνες αυτοφυλακιζονται συχνά στο στιλ τους κι αρχίζουν να επαναλαμβανονται μιμούμενοι τους εαυτούς τους.»
«Σ’ αυτό έχεις δίκιο» είπα στην συνομιλήτριά μου και της εξιστόρησα πώς εγώ ο ίδιος έγινα μάρτυρας ενός παραδείγματος μιας τέτοιας αυτοφυλάκισης. Της διηγήθηκα την ιστορία του διάσημου σκηνοθέτη Ο. που είχε γίνει γνωστός για το ύφος του σε όλον τον κόσμο και που άρχισε σιγά σιγά κάποια μέρα από ταινία σε ταινία να μιμείται τον εαυτό του. Τα έργα του όλο και χειροτέρευαν και ο ίδιος γινόταν όλο και πιο πολύ δυστυχισμένος, μέχρι που έφτασε να μισεί την δραστηριότητά του. Αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. Κεκτημένη ταχύτητα. Η κατάπτωση ήταν εμφανής, και στις ταινίες του αλλά και στο πρόσωπό του που γέμιζε ρυτίδες μη ικανοποίησης.
«Αλίμονο σε όλους αυτούς που κλείστηκαν στη φυλακή του στιλ τους» σιγοντάρησε η συνομιλήτριά μου. «Κάποια στιγμή πιάνουν να ανανεωθούν αλλά απορρίπτουν ωραίες ιδέες που δεν ταιριάζουν στο στιλ τους. Η κατρακύλα δεν έχει τέλος. Και τριγυρνάνε στον λαβύρινθο, και βλαστημάνε πώς έγινε και την έπαθαν και τη ζωή τους χαράμισαν για ένα στιλ. Σε όλους αυτούς θα έλεγα: λές ότι δεν μπορείς να αλλάξεις στιλ. Δεν θέλεις η δεν μπορείς; Δεν γίνεται λες, δεν μπορώ να αλλάζω στιλ όπως πουκάμισα. Ώστε έτσι. Δεν γίνεται να γίνεις άλλος άνθρωπος. Γιατί όχι; Ένας είσαι; Μία διάσταση έχεις; Άκου πάλι τον Φλομπέρ: “Και καθώς το θέμα είναι διαφορετικό, γράφω με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο”. Άρα ο συγγραφέας μπορεί να φορέσει διαφορετικά προσωπεία, όπως ο ηθοποιός που μεταμορφώνεται στο πρόσωπο που υποδύεται. Γίνε πολλαπλός. Ο Πρωτέας ας γίνει η θεότητά σου, ο γέροντας της θάλασσας που με το χάρισμα της προφητείας όλα τα ξέρει, αλλά απρόθυμος να αποκαλύψει τις γνώσεις του δεν απαντάει. Ούτε με το τσιγκέλι να του τα βγάλεις δεν μπορείς τα λόγια του υδάτινου θεού, δεν θέλει να καθηλώνεται σε κάτι και προτιμάει τα αινίγματα, και για να ξεφύγει από τις ερωτήσεις παίρνει διαφορετικά σχήματα και γίνεται λιοντάρι, δράκος, τίγρη, κάπρος, πουλί, δέντρο, φωτιά, νερό, αρχική ουσία.»
«Τι μου θυμίζεις τώρα» είπα. Ο φίλος μου Β. που είναι γνωστός για την αγάπη του για τις φάρσες και τα παραδοξολογήματα μου έβαλε μια μέρα να ακούσω μια τρίλεπτη φούγκα για πιάνο για δύο φωνές και στο τέλος με ρώτησε ποιος ήταν ο συνθέτης. Το στιλ της φούγκας ήταν τυπικός Μπαχ. «Ο Μπαχ» απάντησα.
«Όχι» μου είπε.
Η φούγκα ήταν του Σοπέν. Δεν είχα ιδέα ότι υπήρχε αυτό το κομμάτι. Ήταν απόλυτα ατυπικό για τον Σοπέν, γεγονός που μπορεί να υποδηλώνει η ότι επρόκειτο για ένα πρώιμο έργο, ή ότι ήταν απλά συνέπεια της υπακοής του μουσουργού σε ένα αυστηρό σύνολο συνθετικών κανόνων. Τώρα βέβαια που το ξανασκέφτομαι, το κομμάτι ακουγόταν σαν μια φούγκα όπως θα την είχε γράψει ο Μπαχ αν ζούσε στον 19ο αιώνα. Τι να πω. Ο Σοπέν αγαπούσε τον Μπαχ, αυτό είναι το μόνο που σίγουρα ξέρουμε.
Συνεχίσαμε το παιχνίδι. Τώρα ο Β. μου έβαλε ένα τρίλεπτο χορικό πρελούδιο για όργανο μεταγραμμένο για πιάνο. Το στιλ του κομματιού ήταν πάλι τυπικός Μπαχ. Ένα αριστούργημα σκοτεινών τόνων γαλήνης και μελαγχολίας και νοσταλγίας για το απόλυτο.
«Ο Μπαχ» απάντησα, σίγουρος ότι τώρα έπεσα μέσα.
«Όχι» μου είπε.
Το κομμάτι ήταν του Μπραμς. Ένα χορικό πρελούδιο με τον τίτλο «Από καρδιάς επιθυμώ.»
«Μη βάλεις άλλη μουσική» είπα στον Β., «παραδίνομαι.»
«Πίσω στα εμότζι» γέλασε η συνομιλήτριά μου. «Νομίζω ότι σιγά σιγά σου γίνεται καταληπτό ότι οι παιδιάστικες φατσούλες αποδίδουν τα συναισθήματα με μεγαλύτερη επιτυχία από τις λέξεις. Ο ισχυρισμός ότι αποβλακώνουν παρεξηγεί τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η επικοινωνία και είναι ένας ανόητος σνομπισμός Φιλισταίων. Τα εμότζι δεν φτηναίνουν, εμπλουτίζουν την επικοινωνία προστρέχοντας στο εκφραστικό ρεπερτόριο της γλώσσας του σώματος.»
«Ακόμα δεν με έχεις πείσει» επέμεινα. «Τα ανθρώπινα συναισθήματα είναι τόσο πολύπλοκα όσο και η δομή του σύμπαντος, η υπεραπλούστευση θα μπορούσε να συρρικνώσει την ικανότητά μας να εκφραζόμαστε. Μπορώ στέλνοντας ένα χαμογελαστό προσωπάκι να ξεμπερδέψω, χωρίς να πω αυτό που πραγματικά νιώθω; Ασε που καλά καλά δεν ξέρουμε καν τι πραγματικά νιώθουμε.»
«Ας μην ξαναγυρίζουμε στα ίδια» είπε η συνομιλήτριά μου. «Προχωράμε στην τελευταία και ίσως πιο σπουδαία ιδιότητα των εμότζι.»
«Ποια;» ρώτησα.
«Την παγκοσμιότητα τους. Οι φατσούλες είναι πλέον μια κοινή οπτική γλώσσα. Λίγες κοινές γλώσσες υπάρχουν: η μουσική, η ζωγραφική. Γνωρίζεις τον μύθο. Ο Πύργος της Βαβέλ χτιζόταν με σκοπό την δόξα των αρχιτεκτόνων και των οικοδόμων του και είχε στόχο να φτάσει μέχρι τον ουρανό. Όμως λόγω της ύβρεως, ο Θεός σύγχυσε τις γλώσσες των χτιστών, με αποτέλεσμα ο πύργος να μείνει μισός και οι άνθρωποι να σκορπιστούν σε όλο τον κόσμο μην μπορώντας πλέον να συνενοούνται μεταξύ τους. Νομίζω λοιπόν ότι τα εμότζι είναι η απαρχή του τέλους της Βαβέλ. Η εισαγωγή τους καταλύει την κακοδαιμονία της πανγλωσσίας και μας πάει πίσω στον Παράδεισο.
«Ώστε λοιπόν θα αρχίσεις τώρα να στολίζεις τα κείμενά σου με εικονίδια;» ρώτησα.
«Και γιατί όχι;» αποκρίθηκε. «Οι άνθρωποι ξεκίνησαν με τις τοιχογραφίες. Πέρασαν στα ιερογλυφικά, δημιούργησαν την αλφαβητική γραφή και επιστρέφουν τώρα στα ιερογλυφικά.»
«Και θα επιστρέψουμε κάποια μέρα και σε μια εποχή πριν από τα ιερογλυφικά;» ρώτησα. «Στις τοιχογραφίες ας πούμε;»
«Πριν από τα ιερογλυφικά« είπε η συνομιλήτριά μου «δεν θα χρειαζόμαστε την γλώσσα. Θα συνενοούμαστε από ψυχή σε ψυχή.»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: