Αυτό που τη συγκρατεί

Αυτό που τη συγκρατεί


Λίγο προτού πεθάνει, ο πατέρας μου μού εμπιστεύθηκε την αμαρτία του: τέτοια ήταν η ανάγκη του εκείνη τη στιγμή, καθώς έσκυβα από πάνω του στο νοσοκομείο. Μου εκμυστηρεύθηκε πως, λίγο πριν γεννηθώ, είχε μια παράλληλη σχέση.
Βρισκόταν στην Ολλανδία για ένα τρίμηνο σεμινάριο της KLM –της αεροπορικής εταιρείας όπου δούλευε– κι εκεί έμπλεξε με μια πολύ νέα γυναίκα, τη Βερόνικα, ενώ η μητέρα μου είχε μείνει στο Χαρτούμ, έγκυος σ’ εμένα.
Ήξερα πως είναι άσκοπο, αλλά τον ρώτησα πόσο κράτησε αυτή η σχέση και αν την έμαθε ποτέ η μαμά.
Μου είπε πως, όταν πλησίαζε ο μήνας για να γεννηθώ, είχε δώσει τέλος στη σχέση με την Ολλανδέζα και είχε επιστρέψει στο Σουδάν. Και πως η μητέρα μου δεν είχε πάρει χαμπάρι.
Η Βερόνικα θα πρέπει να τον είχε ερωτευθεί, γιατί –σύμφωνα με τη διήγησή του– πήρε το πρώτο αεροπλάνο κι εμφανίστηκε ξαφνικά στο αεροδρόμιο του Χαρτούμ. Και τότε, λέει, τηλεφώνησε η KLM στο σπίτι πως τάχατες τον χρειάζονταν επειγόντως στο αεροδρόμιο για δουλειά της εταιρείας. Τον κάλυπταν από τη σύζυγό του, βεβαίως. Εκείνος πήγε να τη συναντήσει, τη βούτηξε, την ξενάγησε με το τζιπ σε κάτι χωριά τρισάθλια για να της δείξει τις συνθήκες ζωής. Κι εκείνη, λέει, ξενέρωσε, φοβήθηκε και ξαναγύρισε κακήν κακώς στην Ολλανδία.
«Και έτσι», συμπλήρωσε ο πατέρας, «η μάνα σου δεν έμαθε τίποτε».

——— ≈ ———

ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ τον θάνατο του πατέρα μου, μια μέρα επισκέφθηκα τον θείο Σταμάτη, που είναι ο μόνος συγγενής μου που ζει.
Αφού φάγαμε και καθίσαμε στο σαλόνι, ήρθε η συζήτηση κάποια στιγμή στον πατέρα μου. Του ανέφερα την ένοχη εκμυστήρευση που μου είχε κάνει ο πατέρας μου λίγο πριν πεθάνει.
Ο θείος μου ανακάθισε.

– Α, τον ψεύτη! έκανε. Δεν ήταν έτσι ακριβώς τα πράγματα!

Τον ρώτησα «τι εννοείς, θείε».

– Ο πατέρας σου, είπε χαιρέκακα ο θείος Σταμάτης, σου είπε αλλιώς την ιστορία! Σε πληροφορώ πως η σχέση με τη Βερόνικα συνεχίστηκε και μετά τη γέννησή σου! Ο πατέρας σου δεν πάτησε το πόδι του στο Χαρτούμ μέχρι που έγινες τριών χρονών. Και τότε είχα πάρει εγώ το αεροπλάνο και είχα πάει στο Άμστερνταμ να τον ψάξω, να τον φέρω στα σύγκαλά του, να του θυμίσω τις υποχρεώσεις του. Είχε ένα παιδί, έπρεπε να γυρίσει. Όλα αυτά τα τρία χρόνια εγώ είχα σταθεί στο πλευρό της μητέρας σου.

Εγώ έμεινα με το στόμα ανοιχτό.

– Η μάνα σου ήξερε τα πάντα για την Ολλανδέζα και τον είχε διώξει τον πατέρα σου. Καταλαβαίνεις τι σου λέω;

Κουβέντα εγώ. Τι έγινε. Πώς έγινε. Ήξερε; Πώς αισθανόταν που όλη η αεροπορική εταιρεία τη σχολίαζε πίσω από την πλάτη της; Μετά από όλα αυτά τον συγχώρησε; Όχι πως είχε σημασία, αλλά ήθελα να ξέρω. Ο θείος κατέληξε:

– Για ψάξε τις φωτογραφίες της βάφτισής σου: βλέπεις πουθενά τον πατέρα σου; Σε όλες τις φωτογραφίες είμαι εγώ!

Όταν γύρισα στο σπίτι το βράδυ άρχισα να ψάχνω. Άνοιξα τις βαλίτσες κι αναζήτησα όλα τα πιστοποιητικά, όλες τις φωτογραφίες της βάφτισης. Και όντως, δεν βρήκα τον πατέρα μου σε καμιά φωτογραφία. Η κολυμπήθρα. Ο κόπτης ιερέας. Ιερά Μητρόπολη Νουβίας. Ήταν όλοι εκεί, η μητέρα, ο θείος Σταμάτης, η θεία Σμαρούλα, η νονά και ο νονός μου, όλοι. Ο μόνος που δεν φαινόταν σε καμία φωτογραφία ήταν ο πατέρας μου. Τελευταία βρήκα εκείνη τη φωτογραφία που είχε βγάλει η μητέρα μου όταν ήταν έγκυος σ᾽εμένα.
Κι έπειτα, το μάτι μου έπεσε σ' ένα τετραδιάκι με σχολικές της εκθέσεις.
Τη ρώτησα με τα μάτια αν μπορώ να το ανοίξω.
Τα χείλη της σάλεψαν στη φωτογραφία και έδωσαν αρνητική απάντηση.

——— ≈ ———

ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΜΕΝΟΥΜΕ κλεισμένοι στο σπίτι, διαρκώς φαντάζομαι πως φυλάγω τη μέρα, μπάστακας στο σπίτι. Έχω ασβεστώσει πόρτες και παράθυρα μη φύγει ο ήλιος. Να κρατάει κάτι από τη σκληρότητά του μέχρι το βράδυ. Ανάβω απ’ έξω φωτιές, ανήκω σε μια πρωτόγονη φυλή που δεν αφήνει τον ήλιο να της φύγει. Η έκπληξη είναι όταν ο Θάνατος εμφανίζεται καταμεσήμερο, ντυμένος το ένδυμα του ήλιου, και δείχνει τα δόντια του. Να λειώνει η σάρκα, καυτή, και ν' αναλώνεται. Το σπίτι να φυλάει ένα ελάχιστο ψύχος, σαν οστεοφυλάκιο.
Τη φωτογραφία της μάνας μου την έχω στολίσει στο κομοδίνο. Δίπλα, το τετράδιο με τις σχολικές εκθέσεις. «Girl's High School, Khartoum». Και παραδίπλα ένα κομμάτι από ένα φόρεμά της.

«Το πώς έγιναν τα πράγματα κουράστηκα πια να το λέω, λένε τα χείλη της στη φωτογραφία. "Θέλω κι εγώ να φτάσω τώρα στο τέλος».

Έχω την αίσθηση πως ο πατέρας είναι στο πίσω δωμάτιο κι έχει κλειδώσει από μέσα την πόρτα. Η μητέρα φυλάει τσίλιες μαζί μου καθώς μέσα απ’ τη φωτογραφία δίνει πια τη συγκατάθεσή της.
Ανοίγω το τετράδιο, διαβάζω – και σκέφτομαι τη μάνα μου σαν μικρό κορίτσι:

ΧΑΡΤΟΥΜ, 26-11-19....

«Από την ημέρα που έκανε την εμφάνισή της η χολέρα μάς έχει κάνει όλους άνω κάτω. Στο σπίτι μπαίνω και νομίζω ότι μπαίνω στο νοσοκομείο από τα πολλά αντισηπτικά μυρίζει έτσι. Κάθε φορά που πίνω νερό λέω ότι δεν θα ξαναπιώ, μάλιστα στες αρχές που το βράζαμε και έμοιαζε με ρετσινόλαδο ούτε να το δω δεν ήθελα. Γιατί ακόμα και σ' αυτό έβαζαν αντιχολερικά φάρμακα. Τρώγω σαλάτα και μαζί με το λάδι και το ξύδι κάθε φορά υπάρχει ένα μία καινούργια ουσία που της δίνει μια εξαιρετική νοστιμάδα. Ασφαλώς κι εδώ θα ανακάτεψαν το αντιχολερικό, που δεν λείπει από πουθενά...»

Σηκώνω το βλέμμα μου από την έκθεση. Παχουλό κοριτσάκι, ο νους της ήταν πάντα στο φαγητό.
Ξεκινά μια διαδρομή ατελείωτη, υπάρχει όμως παντού μια ψυχούλα που πασχίζει να βγει στο φως. Υπάρχει, εδώ, μια πλήρης ζωή. Και υπάρχει και ένα ημιτελές κείμενο. Της αναθέτω να φέρει το κείμενο εις πέρας. Αυτήν τη φορά, όχι την άλλη, γιατί ο χρόνος πιέζει.

«Μπαίνω στο σπίτι, λέω "καλημέρα" και μου απαντούν:"Πήγαινε να πλύνεις τα χέρια σου πρώτα!". Εγώ θέλω να πάρω Coca Cola και μου απαντούν: "Όχι, γιατί έχει μικρόβια". Όσο για τις πάστες, ξέχασα πώς είναι και τι γεύση έχουν οι πάστες. Στο σπίτι επάνω στο τραπέζι εκτός από το αλάτι και το πιπέρι όλα βράζονται. Με τις μυίγες γίνεται ολόκληρος πόλεμος, ιδίως κατά την ώρα του φαγητού...».

Κοιτάζω ένα γύρο. Μέσα στο σπίτι, τα έπιπλα. Τα κάδρα. Συγκρατούν την εμπράγματη ουσία της ψυχής. Α, και οι καθρέφτες προπάντων, που ανελέητα πολλαπλασιάζουν το κενό. Αυτά τα δώρα του διαβόλου που μέσα τους βλέπεις την ψυχή σου: κάθε σύσπαση της ψυχής κι ένας μικρός, κλειδωμένος, ανεπανάληπτος θάνατος.

——— ≈ ———

Η ΜΗΤΕΡΑ ΒΑΡΕΘΗΚΕ να κλαίει κάτω από τη στέγη μας: έχει πια καθηλώσει την όμορφη, άπτερη φύση του πατέρα και τον κοιτάζει ίσια μέσα στα ορθάνοιχτα μάτια του. Τον βλέπει σαν μικρό παιδί που κάθεται κάτω από μια συκιά παράξενα φυτρωμένη πάνω στον βράχο, ανεμοδαρμένη. Το φύλλωμά της προμηνύει οιωνούς δυσανάγνωστους, ενώ κάτω, στη σήραγγα, μισοξαπλωμένοι ιερείς τής υπαγορεύουν. Της λένε για τη ζωή της, που δεν έχει καιρό.
Εγώ, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στον ατράνταχτο θρόνο της πατροπαράδοτης τάξης, έχω σηκωθεί κι έχω φύγει στην Ευρώπη. Μαζί μου έχω πάρει το σπίτι. Το σπίτι, δίοδος. Η, μάλλον, Πάροδος. Η Πάροδος των αγρών. Όλα βράζονται στο σπίτι, γιατί η χολέρα δεν αστειεύεται. Οι πληγέντες είναι κλειδωμένοι. Δηλαδή όσοι επιζούν απ'αυτούς, γιατί οι πληγέντες γρήγορα περνούν τη δίοδο και δεν ξαναγυρίζουν. Χιλιοειπωμένα.

«Φοβάμαι μην βγει από το σπίτι ο πατέρας σου», λέει. «Μην πάει και γίνει ενδημική η αρρώστια. Έναν πραγματικό παράδεισο του έφτιαξα. Θωπείες, ηδονικά αρώματα, παραισθησιογόνα, παραστάσεις θεάτρου, να διασκεδάσω τον φόβο του».

Εκείνος δεν μιλά, μόνο κάνει νεύματα για το φαγητό, και αυτά με φειδώ. Έχει μια περικοκλάδα που του στεφανώνει τα μαλλιά, αλλά τον τυλίγει μέχρι τους γοφούς κι εμποδίζει τις κινήσεις του.

«Εγώ εκεί, μπάστακας, έξω από το παράθυρό του. Απ’ το παράθυρό του ο πατέρας σου βλέπει μόνο το νερό».

——— ≈ ———

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΙ μόνο το νερό. Μπορεί να δει και τον μετεωρίτη λίθο απ' όπου ανέβλυσε το νερό, στις εποχές της υψηλής θερμοκρασίας. Τα πιο πτητικά από τα συναισθήματά του έχουν ανέβει στην οροφή του δωματίου και σχηματίζουν ένα σύννεφο. Κάποια έχουν διαφύγει από την κουνουπιέρα: τα βλέπεις να θολώνουν στο τζάμι και να υγροποιούνται. Άξαφνα, μια λιμνούλα από λύπη σαν ούρα σκύλου κάτω από το παράθυρο. Και μια πράσινη, εμετική λιμνούλα με τη λύπη της περικοκλάδας, στάζει παχύρρευστη μέσα στην άλλη και αλλοιώνει το χρώμα και τη σύστασή της. Το δωμάτιό του, ένας αντιδραστήρας. Χιλιάδες μυγάκια γύρω γύρω στην κουνουπιέρα, πάνω από τη λεκάνη με το νερό. Όψιμες γενιές εντόμων στην ελώδη νύχτα, σφυρηλατούν το συναίσθημά του, το παραγινωμένο από αναθυμιάσεις υπνωτικών χαπιών.

«Εγώ, απ'έξω, σχωρνάω, μυριοφλόγιστη, δωροδοκώ τον Χάροντα. Του τάζω γρόσια. Το δωμάτιο ένας κλίβανος. Κι εγώ απ' έξω συζητώ σε χίλιες γλώσσες, την κατάρα της Βαβέλ. Χτίζω πύργους στην άμμο, μετράω τα κύματα, προβατάκια. Στο λιόγερμα, πριν αποκοιμηθώ, βλέπω φλογισμένη την Ελλάδα στο σύθαμπο, σαν τη Σμύρνη».

——— ≈ ———

ΟΙ ΦΡΟΥΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΝΕΟΙ, λυγεροί, ταυροκαθάψια. Στο χέρι βαστούν δόρατα, και είναι γρύπες και αριμασπές. Δίπλα στον βασιλέα ο Δημήτριος Γούναρης. Μπροστά, το Τελωνείο Επιβατών. Το «Grand Hôtel», το ξενοδοχείο «Ελπινίκη». Το πολυτελές «Ξενοδοχείον της Αγγλίας». Πηλίκιο, ημίψηλο, πλήθος από ναούς. Το Sporting Club και των θηλέων η Ιταλική Σχολή. Ο κινηματογράφος Pathé. Οικία «ανακτόρου» του βασιλέως στο Κορδελλιό. Ελλείψεις, πολλές ελλείψεις και μύγες, μυίγες. Τα χαρωπά χρόνια. Ένα έθνος προοδευμένο, όλο ζωή. Οι έλληνες στρατιώται χορεύουν δημοτικούς σκοπούς. «Οι ομογενείς εννοούσιν. Η ένωσις είναι αποφασισμένη». Ο ήλιος, καυστικός, παρασημοφορεί. "Νά'ξερα", λέει η μητέρα, "ποιοι είναι αυτοί!" Και την πιάνει φόβος. Προτού φύγει, λέει: "Λείπω μελάθρων τώνδε φιλτάτην στέγην". Και μετά: "Θάνατον εἰσορῶ πέλας". Κι ακούει από το βάθος μια φωνή να της απαντά: "Εἰς Ἄιδου δόμους!"

Όσοι προλαβαίνουν περνούν απέναντι με τις μικρές λέμβους, αρπάζουν την προκυμαία, κι όποιος προλάβει. Ποιον να πρωτοπάρει ο τραυματιοφορέας; Φωνές αυτών που πνίγονται. Έρχεται η μητέρα να σωθεί, μαζί με συντρόφους που τα μάτια τους είναι όνυχες. Είναι εκπαιδευμένη να κοντρολάρει τα δελφίνια. Περνά απέναντι τη δαντέλα του πελάγου. Με τα χέρια της προτεταμένα, πλησιάζει κοιτώντας μπροστά με τα χρυσόγλαυκα μάτια. Καθώς μεγαλώνει οι αποστάσεις μικραίνουν, τα κόκκαλα –η κλείδα της– οι ώμοι, οι αρμοί του καραβιού της, τα μαλλιά της ξεπετάγονται έχιδνες απ' το κρανίο της. Ποικιλμένη από το λαμπρό φως του ήλιου η μητέρα πλησιάζει και ο ασβέστης στα σκαλοπάτια ζεματάει, τα πορτοπαράθυρα τρίζουν.

——— ≈ ———

ΚΑΙ ΝΑ ΠΟΥ αίφνης σε κύματα προσεγγίζει το πλατύ της χαμόγελο. Πετά ένας κορμοράνος. Στήνω χορό, βάζω στοιχήματα, θα τα καταφέρει, δεν θα τα καταφέρει... Εκείνη, τότε, αργά αργά και λάμποντας στρέφεται σε Αυτό που τη συγκρατεί.

Αυτό αναδύεται κάτω από τα πόδια της, πλήττοντας το σκάφος της σαν τον αρχάγγελο. Βυθίζοντας το νερό σε κύκλους γύρω της δαχτυλίδια. Φεύγουν τα δελφίνια στ'ανοιχτά. Πώς ξεφυτρώνουν οι φτερούγες όμως από τους ώμους της. Όμως πώς τα μαλλιά της, σαν τη σκέψη, απλώνονται ολόγυρά της πλόκαμοι αργοί στην κίνηση και βόστρυχοι ψαροπούλια... Αν προλάβει, θα ακούσει τα κοχύλια του ωκεανού, τους ψιθύρους.
Η μεγάλη της πτήση στο νερό, αντί για χορευτικό σκέρτσο, της ξαναδίνει την πνοή. Με όση ανάσα έχει μου διηγείται, και τα ρουθούνια της στάζουν νερά: «Ο άνθρωπος με έσωσε», λέει. «Αυτός που μέσα στις φλόγες έμεινε ελεύθερος από τις μορφές τόσων νεκρών. Που οι νεκροί είναι κουφοί», λέει, ρουφάει ζωντανή τη θαλασσινή αύρα, βγάζει το μουσκεμένο της κομπόδεμα κι αρχίζει να το λύνει.

Ξεπετάγεται ένα φύκι.
Έπειτα, ένα μικρό ηφαίστειο.

Η κληρονομιά μου! λέει περήφανη.

Το λέει αυτό γιατί έχει αφήσει βιος πίσω της. «Στην ακτή απέναντι βρίσκεις και αχιβάδες», λέει. «Οι καρποί στην πατρίδα τώρα είναι παραγινωμένοι».
Εκεί που μιλά, περνά με θόρυβο από δίπλα ένας αραμπάς γεμάτος σκόνη. Τρέχω να διπλομανταλώσω την πόρτα του πατέρα. Η χαρά του τώρα φτιάχνει ένα κόκκινο μάγμα που στάζει γρήγορα και πνίγεται στο πρασινοκίτρινο έλος κάτω απ' το παράθυρό του. Έξω, καβάλα στον αραμπά, η μπουμπουκιασμένη χοντρόβυζη εικοσιπεντάρα Βερόνικα διαλαλεί την πραμάτεια της. Παχύς, παχύς ο μπούστος της, όλος υποσχέσεις. Αν και Ολλανδέζα, έχει χαρακτηριστικά ινδιάνικα, σαν κάποιας χαμένης φυλής των Ίνκας, και βαριανασαίνει. Τραβάει τα γκέμια και κατεβαίνει.

Μακριά! της φωνάζω, Καραντίνα!

Μα η Βερόνικα στρογγυλοκάθεται γελώντας κι πιάνει ένα μακρύ μουσικό όργανο σαν τεράστιο αυλό, σαν αυστραλέζικο ντιτζεριντού. Παίζει σε πολύ ψηλές οκτάβες, τόσο υψηλές που σπάει το τζάμι του πατέρα. Και τότε, μονομιάς, ακούω τη χολέρα να βγαίνει ορμητικά.
Ο πατέρας τεράστιος και η χολέρα που τον αφήνει κάνει βδδδουπ! και αδειάζει μεμιάς το δωμάτιο. Σηκώνεται αέρας. Από μακριά ακούγεται καλπασμός. Κάποια στενόμακρα απλώνουν κάτι να μου πούν και αυτά είναι κλαδιά, μα εγώ κουφός. Και μελαγχολικός. Σιγά σιγά ξεγυμνώνομαι κρυφά και τρέχω να βουτήξω τα πόδια στο νερό, μα με αποδιώχνει η θάλασσα.

——— ≈ ———

ΑΦΗΝΩ ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΡΕΜΑ ΤΗΣ ακουμπισμένο παραδίπλα, επιστρέφω μπρος στο στενό παράθυρό μου και κοιτάζω μακριά τη λεωφόρο.
Πάνω, αεροταραχή. Έχουν αρχίσει οι ζέστες της άνοιξης και διψώ πολύ. «Εκεί, απέναντι, είναι μια φραγκοσυκιά». Ιδιαίτερα όταν διψάς πολύ, είναι καλοδεχούμενος ο καρπός γιατί η κάψα στο λαιμό ζητά ανακούφιση. Μόνο ο φόβος σε σταματά, ο φόβος της μόλυνσης. Στη μνήμη μου αχνοφέγγει μια γευστική ποιότητα σπάνια, που γι'αυτήν μπορώ να καυχηθώ.
Τώρα, απομονωμένος στο σπίτι, διαβάζω το τέλος της σχολικής της έκθεσης:

«Πρώτα ο Ταχυδρόμος έγραφε διάφορα νέα απ’ όλον τον κόσμο, ενώ τώρα γεμίζει τις σελίδες γράφοντας για το σπουδαίο νέο, τη χολέρα... Όλα αυτά είναι λίγο αστεία, αλλά και πόσο σοβαρά! Γιατί δεν αστειεύεται η χολέρα!...»

Έρχεται και μεταμφιέζεται η παιδική της μνήμη. Στυγνές πρόσοδοι, χηρεμένα σπίτια, άθλια τύχη. Της πήρε τόσον καιρό και είπε να συγκροτηθεί, να επανεύρει τις δυνάμεις που είχε χάσει με το κονταροχτύπημα στα κύματα. Εκεί βούλιαξε η λέξη της η πολύτιμη κι άντε τώρα να τη βρεις. Μέχρι κι ο πατέρας στο θάλαμό του μουρμούρισε μια μισαρχινισμένη λέξη, κάτι σαν «νερό», μα δεν νογάω. 
Μετά τον θάνατο της μαμάς ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει: «Εμείς πήγαμε υπέρ βωμών και εστιών», μα ποιος τον άκουγε; Εγώ μόνο συντηρούσα το πληγωμένο είδωλό της μες στους ωκεανούς των ματιών ενός μικρού παιδιού.

——— ≈ ———

Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΕΙΠΕ πως σε μια βδομάδα θα μπορούμε να βγαίνουμε έξω με υπεύθυνη δήλωση. Λίγο να ξεμουδιάσουμε.
Σκέφτομαι να στείλω σήμα μεταμφιεσμένο, την αλληγορία της λύπης. Σκέφτομαι να στείλω σήμα δι’ εκπροσώπου, το σύμβολο της λύπης, σε απόσταση εκατοντάδων ετών φωτός, μέχρι να τη συναντήσω. Σκέφτομαι πως το νερό είναι η βιοϋπογραφή μου, και πως το νερό, μαζί με το διοξείδιο του άνθρακα χρειάζεται μόνο ένα ακόμη στοιχείο στον δύσκολο αυτόν πλανήτη για να κινηθεί κάτι. Να φράξει το φως. Να βρεθεί να κολυμπά, σταγόνα στον ωκεανό. Μην εξαλείψει από πάνω μας τα ίχνη της.
Τώρα πια ξέρω γιατί απουσίαζε ο πατέρας από τη βάφτισή μου. Ξέρω την απομόνωσή του, την καραντίνα του, τη μάσκα που φορούσε η μητέρα για να τον πλησιάσει. Ξέρω τη δικαιολογία του.
Δε θέλω να πιστέψω την εκδοχή του θείου Σταμάτη, γιατί η τελευταία εκμυστήρευση του πατέρα μου ήταν βγαλμένη μέσα απ'την καρδιά του, λίγο πριν φυσήξει αέρας και του πάρει την ψυχή. Όχι, δεν θέλω να το πιστέψω το ψέμα του θείου Σταμάτη.
Η μνήμη της μητέρας ήταν πάντα ζωντανή στο μυαλό του πατέρα μου.
Σήμερα, κλεισμένος στο σπίτι μας μέσα στο μαύρο πέπλο της μνήμης, τείνω να πιστέψω στο σκοτάδι του παρόντος κι αναζητώ αυτό που τη συγκροτεί.

Αυτό που τη συγκρατεί.

Είναι αμέτρητες οι αποχρώσεις του, από το απόλυτο μαύρο έως το φωτεινότερο γκρίζο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: