Ψυγείο Ιζόλα

του Κώστα Μητρόπουλου
του Κώστα Μητρόπουλου


Μόλις είχαμε παντρευτεί, μόλις είχαμε στήσει το σπιτικό μας. Ένα μικρό διαμέρισμα σε νεόκτιστο σπίτι· ένα από τα πολλά που είχαν αρχίσει να ξεπροβάλλουν δειλά-δειλά μετά το τέλος του πολέμου σε ξέφραγα οικόπεδα και αυλές. Δύο δωμάτια όλο κι όλο, αλλά με τουαλέτα στο εσωτερικό του διαμερίσματος. Ακόμη και μπανιέρα διέθετε! Πολυτέλεια που δεν μπορούσα να τη χωνέψω. Και να που η χαρά τέλος δεν έχει: «Ξέρεις», μου λέει ένα βράδυ καθώς γυρίζει από τη δουλειά ο άντρας μου, «παράγγειλα ένα ψυγείο από το καινούργιο κατάστημα του φίλου μου. Ιζόλα, το καλύτερο που κυκλοφορεί στην αγορά. Θα το πληρώνουμε με δόσεις, μην ανησυχείς, αλλά θα κάνει πιο εύκολη τη ζωή σου, καλή μου.» Με αγκαλιάζει τρυφερά. «Θα το φέρει και θα το εγκαταστήσει ο τεχνικός αύριο το πρωί. Γι’ αυτό φρόντισε να μείνεις σπίτι.»

Να μείνω σπίτι! Από τα άγρια χαράματα στο πόδι. Σ’ όλο το σπίτι έφερα τα πάνω κάτω. Πουθενά ίχνος σκόνης, να λάμπουν όλα και να υποδεχτώ τον τεχνικό με το καινούργιο, πολύτιμο απόκτημα. Κατέφθασε με ένα τρίκυκλο, όπου είχαν φορτώσει αμπαλαρισμένο το καινούργιο ψυγείο. Διάπλατα άνοιξα την πόρτα. Με χαμόγελο, αν και με κάποια συστολή, τους υποδέχτηκα τόσο τον οδηγό του τρίκυκλου όσο και τον τεχνικό. Κουβάλησαν το βαρύ φορτίο στην κουζίνα, έλεγξε ο τεχνικός το σημείο τοποθέτησης και, ευθύς άρχισε το ξεπακετάρισμα. Ο φορτηγατζής είχε ήδη αναχωρήσει μετά από ένα βιαστικό «με γεια». Ούτε να τον τρατάρω για το καλό δεν είχε μείνει. Όταν ξεπρόβαλε το ψυγείο, μέσα στην αστραφτερή του λευκότητα, κρατήθηκα να μην βάλω τα κλάματα. Το πρόσεξε ο ξένος και σχολίασε: «Πρέπει να είναι σημαντικό απόκτημα για σας, νεαρή μου κυρία. Σας βλέπω πολύ συγκινημένη.» Πώς να μην είμαι; Πώς να μη χαίρομαι με όλα τα ωραία, που μου συμβαίνουν από τον γάμο μου και πέρα; «Ξέρετε, μεγάλωσα ορφανή, και από μάνα και από πατέρα. Ο πατέρας μου έπεσε από το άλογο και σκοτώθηκε έξω από το χωριό, όταν ήμουν τριών χρονών. Το άλογο δεν βρέθηκε ποτέ, και η μάνα ποτέ δεν πίστεψε όσα της είπαν. Τον έφαγαν για να του πάρουν το άλογο, έλεγε, αλλά σε ποιον τολμούσε να μιλήσει, τα μαύρα εκείνα χρόνια της Κατοχής; Τον πατέρα μου το έθαψαν σε μία άκρη στο νεκροταφείο του χωριού. Παπάς δεν τον διάβασε· δεν διάβαζαν τότε τους σκοτωμένους. Τέσσερα ορφανά άφησε πίσω του, δύο χωράφια και μια νέα χήρα να προσπαθεί να τα βγάλει πέρα μόνη της. Ύστερα ήρθε ο αδελφοφάγος. Άρχισαν οι φήμες για παιδομάζωμα και αρπαγές, έζωσαν μαύρα φίδια τη μάνα μου. Μας παίρνει και τα τέσσερα, μαζί με τη μικρότερη αδελφή της και μας κατεβάζει, τέσσερις ώρες δρόμο, στην πόλη∙ στον αδελφό του πατέρα μου. Να μας κρατήσει παρακαλεί, ώσπου να ησυχάσουν λίγο τα πράματα. Ο αδελφός μου ο μεγαλύτερος, δώδεκα. Έξι χρονών η μικρότερη κόρη. Η μάνα, αφού εξασφάλισε την υπόσχεση του κουνιάδου ότι θα μας φροντίσει, ξαναγύρισε την ίδια μέρα στο χωριό. Να γνοιαστεί έπρεπε για τα ζωντανά· να προσέχει και το σπίτι, γιατί όλο επιδρομές και λεηλασίες γίνονταν αυτό το διάστημα. Ο κόσμος ζούσε με διαρκή φόβο και αγωνία. Ο ήλιος είχε πέσει, όταν αντίκρισαν από μακριά τα πρώτα σπίτια. Πριν να καταλάβουν τι έγινε, άκουσαν έναν δυνατό κρότο και κάτι να εκσφενδονίζεται στον αέρα. Άρπαξε η μάνα τη μικρή της αδελφή από το χέρι και προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από ένα δέντρο. Φάνηκε τότε στο δρόμο μια ομάδα στρατιώτες και άκουσαν τρομαγμένες τον αξιωματικό να τους λέει...

«Σταμάτα, σταμάτα σε παρακαλώ», μού λέει ο τεχνικός και πιάνεται από το ψυγείο, τρέμοντας ολόκληρος. «Μα τι πάθατε; Να σας φέρω λίγο νερό; Μήπως να καθίσετε λιγάκι, να ξεκουραστείτε;» Ανήσυχη πολύ με την ξαφνική αδιαθεσία του άντρα, τρέχω και φέρνω ένα ποτήρι με κρύο νερό. Πιάνει εκείνος το χέρι που κρατώ το ποτήρι και με βάζει να καθίσω στην καρέκλα της κουζίνας.

«Κάθισε κόρη μου. Το νερό, εσύ θα το χρειαστείς. Να σου πω τώρα τη συνέχεια της ιστορίας σου. Βλέπει ο διοικητής μας — υπηρετούσα τη θητεία μου τότε— τις δυο γυναίκες που προσπαθούν να κρυφτούν πίσω από το δέντρο και φωνάζει δυνατά: «Αλτ!» Τρέχουν αυτές προς το ποτάμι όσο πιο γρήγορα μπορούν και τότε δίνει αυτός το πρόσταγμα: «Πυρ!» Σηκώνουμε οι δυο μπροστινοί στρατιώτες τα όπλα και πυροβολούμε. Πέφτει η μια γυναίκα επί τόπου, τρέχει η άλλη, η μικρότερη, μπερδεύονται τα πόδια της, σκοντάφτει, και τότε μας λέει ο λοχαγός να την ρίξουμε στο αυλάκι που κυλάει εκεί δίπλα. Όπως κατάλαβες, ίσως να είμαι εγώ αυτός που σκότωσε τη μάνα σου... Μια ζωή δεν μπορώ να ησυχάσω. Το φάντασμά της, καθώς κι εκείνο της μικρής που τη ρίξαμε ζωντανή να πνιγεί, μ’ έχουν στοιχειώσει για τα καλά. Πού ύπνος ανέμελος, πού ξύπνιος αβασάνιστος... Αχ, τι χρόνια κι εκείνα. Και πώς τα φερε η μοίρα...». Πέφτει γονατιστός στα πόδια μου και αρχίζει να κλαίει με αναφιλητά. «Ζητώ συγχώρεση από σένα. Ζητώ συγχώρεση απ’ όλους σας, μα δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς! Πόλεμος ήταν, εντολές εκτελούσα.»

Όταν ξαναβρήκα τη λαλιά μου, τον παρακάλεσα να ακούσει τη συνέχεια. Η θεία μου τελικά δεν πνίγηκε. Κατάφερε να πιαστεί από κάποια πέτρα μέσα στο νερό και να βγει στο χώμα. Σύρθηκε κουτσαίνοντας μέχρι το αλώνι του χωριού και κρύφτηκε σε μια θημωνιά. Δεν έψαξαν καθόλου να την βρουν. Όταν το άλλο πρωί γύρισε σπίτι, άκουσε ότι η αδελφή της είχε πατήσει νάρκη και σκοτώθηκε, καθώς επίσης και ένας στρατιώτης. Ούτε τη μάνα διάβασε παπάς. Έτσι ήταν τότε. Τους σκοτωμένους δεν τους έβαζαν μέσα στην εκκλησιά. Στο ορφανοτροφείο μεγαλώσαμε τα κορίτσια, στη δούλεψη του θείου μπήκε ο αδελφός.

Ο τεχνικός τέλειωσε την εγκατάσταση, ζήτησε άλλη μια φορά συγχώρεση κι έφυγε βιαστικά.

Δεν κατάφερα τελικά να χαρώ το καινούργιο μου ψυγείο εκείνη τη μέρα...

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: