Τα σκουλήκια

Τα σκουλήκια


Με ένα κονσερβοκούτι και ένα μικρό σκαλιστήρι τον συναντούσαμε κάθε φορά που κάναμε το γύρο της λίμνης. Κάτω από τα βαθύσκιωτα πλατάνια. Ακουμπισμένο σε μία μεγάλη πέτρα ένα σακίδιο, που μέσα του υποψιαζόσουν πως βρισκόταν ο αντίστοιχος εξοπλισμός: καλάμι σπαστό, απόχη, κλπ. Και πάντα με ένα κομμάτι ψωμοτύρι στο χέρι. Καθόταν δίπλα στην πέτρα, σε ένα πτυσσόμενο σκαμνάκι ψαρικής, δάγκανε μια μπουκιά, αγνάντευε τα βουνά στην αντίπερα μεριά της λίμνης και κάτι ψιθύριζε. Εκεί, γύρω στα είκοσι τον κάναμε, μπορεί και λίγο μεγαλύτερο. Με ένα κάτασπρο φανελάκι και ψαράδικο παντελόνι τους ζεστούς μήνες του χρόνου, μπουφάν χοντρό, όταν έσφιγγε το κρύο. Πάντα χαμογελαστός, χαιρετούσε όλους τους περαστικούς, και, μόλις εκείνοι έστριβαν στην καμπή του δρόμου, πριν καλά-καλά προφτάσουν να εντοπίσουν από που ερχόταν ο χαιρετισμός, συμπλήρωνε: «Θα σκάψω να βρω σκουλήκια για ψάρεμα.». Αντιχαιρετούσαν βέβαια όλοι και φυσικά οι περισσότεροι ρωτούσαν να μάθουν πού θα ψάρευε και πότε. «Λίγο ακόμη περιμένετε, να βρω πρώτα τα σκουλήκια!». Και συνέχιζε να μασουλάει αργά-αργά.

Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που έκανε την πρώτη του εμφάνιση. Τέλος καλοκαιριού, το πολύ αρχές του περασμένου Σεπτέμβρη. Δίπλα στην ίδια πέτρα καθόταν κάθε απόγευμα, οι ίδιες κινήσεις, απαράλλαχτα μουρμουρητά. Και φυσικά με το καρμπόν οι φράσεις για σκουλήκια και για ψάρεμα. Μέχρι να σουρουπώσει. Τότε, έκανε την εμφάνισή της μία μεσόκοπη γυναίκα, του άπλωνε το μπράτσο, εκείνος σηκωνόταν σαν να’ χε ελατήριο στη μέση, έπαιρνε το κονσερβοκούτι και το σκαλιστήρι, τα τοποθετούσε μέσα στον σάκο και έτεινε το δεξί χέρι προς το μέρος της. «Θα με συνοδεύσεις τώρα σπίτι, παλικάρι μου;» Δεν ήταν ακριβώς ερώτηση, σαν πρόσκληση ακουγόταν στους τυχόν περαστικούς. Αλά μπρατσέτα απομακρύνονταν οι δυο τους και χάνονταν κάπου στα στενά της παλιάς πόλης.

Το σκαλιστήρι δεν το χρησιμοποίησε ποτέ ούτε σκουλήκια εντοπίστηκαν στο τενεκεδένιο δοχείο. Στο ίδιο σημείο, πάντως, ακόμη και τις πιο κρύες μέρες του χειμώνα. Μόνο οι βροχές, και μάλιστα οι πολύ δυνατές, ήταν εκείνες που έβαζαν φρένο στις εξόδους του νέου άντρα. Υποθέταμε, βέβαια, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το παλικάρι, κάπου φύραινε. Ήταν, ωστόσο, τόσο ευγενική και άκακη φυσιογνωμία, που κανείς από τους περιπατητές ή και τους ερασιτέχνες ψαράδες δεν σκέφτηκε να το ψάξει περισσότερο ούτε καν, φυσικά, να τον κοροϊδέψει. Όσο για τη γυναίκα που ερχόταν να τον πάρει, η προσωποποίηση της θλίψης, και περηφάνιας μαζί, ήταν.

Πέρασαν όλοι οι μήνες του χειμώνα, ακολούθησε μια μάλλον κρύα Άνοιξη, και, κάπου εκεί αρχές του Ιούνη, άρχισαν πάλι τα κοντομάνικα φανελάκια και κοντά παντελόνια στις εμφανίσεις του ιδιόρρυθμου ψαρά. Πράσινα όλα γύρω του, πράσινη η γη, πράσινα τα φουντωτά πλατάνια, ξεχώριζε αυτός μέσα στ` άσπρα. Έτυχε τότε, κάποια μέρα να περάσει από κει ο Μάκης, ένας χωρατατζής, που δεν άφηνε ποτέ κανέναν ήσυχο και συνήθιζε να κόβει βόλτες και να αστειεύεται με όλους τους ψαράδες. Είδε το παλικάρι, και μόλις εκείνο τον χαιρέτησε με το γνωστό πια «θα σκάψω να βρω σκουλήκια για ψάρεμα» του αντιγύρισε τη φράση με ένα πελώριο ερωτηματικό: « Σκουλήκια για ψάρεμα;;; Δεν ξέρεις ότι τα σκουλήκια είναι για να τρων τους πεθαμένους; Παράτα τα ρε φίλε! Βάλε μικρές μπουκίτσες απ’ το ψωμί που τρως!» Το ελατήριο στη μέση του παλικαριού λειτούργησε στη στιγμή. Μόνο που αυτή τη φορά, δεν άπλωσε χέρι για να πάρει το δρόμο του γυρισμού. Σε λυγμούς αναδύθηκε, αναφιλητά τράνταζαν όλο του το κορμί. Άφωνος ο Μάκης, έτρεξαν οι ψαράδες από γύρω∙ να ησυχάσουν προσπαθούσαν τον νέο άντρα, και δεν ήξεραν τι είχε συμβεί. Κάποιος περαστικός προθυμοποιήθηκε να ειδοποιήσει τη γυναίκα που τον φρόντιζε. Θα ρωτούσε στην παλιά πόλη∙ δεν ήταν και τόσο μεγάλη για να μην βρει άκρη. Επέστρεψε σύντομα, με τη γυναίκα δίπλα του. Πήρε αυτή τον απαρηγόρητο «ψαρά» στην αγκαλιά της∙ κατάφερε μετά από αρκετή ώρα να τον ηρεμήσει. Χωρίς κονσερβοκούτι και σκαλιστήρι πήραν τον δρόμο για το σπίτι. Επιβεβαιώθηκε αργότερα πως ήταν η μητέρα του. Ο πατέρας είχε πεθάνει πριν ένα χρόνο. Τον είχαν πάει στους καλύτερους γιατρούς, η διάγνωση ήταν η ίδια απ` όλους: Γιατριά δεν υπήρχε, ηρεμία και στοργή τα καλύτερα φάρμακα και κάποια ευχάριστη απασχόληση, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις. Έλεγε ο συχωρεμένος πάντα στον γιο του: «Θα σε πάρω να ζήσουμε στην πόλη που γεννήθηκα. Θα σκάβουμε κάτω απ’ τα πλατάνια, θα μαζεύουμε σκουλήκια και θα ψαρεύουμε μέχρι να σκοτεινιάσει!». Ο πατέρας δεν πρόφτασε να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Το φτωχό μυαλουδάκι του νέου, όμως, εκεί είχε κολλήσει. Τον πήρε τότε η μάνα από τη μεγαλούπολη και εγκαταστάθηκαν στο πατρικό σπίτι, για να τον ηρεμήσει. Ο Μάκης έφταιγε που τα χάλασε όλα. Τι του ήρθε να ανακατέψει τους πεθαμένους με τα σκουλήκια;

Αναρωτιόμαστε όλοι αν τα καταφέρει η έρμη η μάνα να τον πείσει να ξαναρχίσει το «ψάρεμα», έστω και με μπουκίτσες απ’ το ψωμί που έτρωγε.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: