Το χέλι

Το χέλι



«Και γιατί σε αποκαλούν όλοι χέλι;»
«Ε, γιατί! Γιατί είμαι χέλι στο κολύμπι, ή μάλλον ήμουν. Χέλι σωστό! Καταλαβαίνεις;»

Σήκωσε το δεξί του χέρι κι έκανε μία κυματοειδή κίνηση, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, δυο τρεις φορές. Μετά σιωπή. Τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, το βλέμμα στραμμένο στα ακύμαντα νερά της λίμνης και ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε ξέπνοα από τα σκασμένα χείλη. Ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τον ηλιοκαμένο άντρα, εκεί, πάνω στα βράχια που προεξείχαν απ’ τον βυθό, στα ρηχά. Το χέλι, όπως τον αποκαλούσαν όλοι οι φίλοι και γνωστοί του. Το χέλι, όταν ο καιρός το επέτρεπε, ανέβαινε στον επίπεδο βράχο κοντά στην όχθη και παρατηρούσε με επιστημονικό, θα έλεγες, ενδιαφέρον τα ψάρια που τινάζονταν έξω από το νερό για δευτερόλεπτα κι αμέσως μετά χάνονταν και πάλι κάτω από τη θολή επιφάνεια.

«Βλέπεις κίνηση; Βλέπεις με τι σβελτάδα και χάρη τινάζονται στον αέρα;»

Δεν περίμενε, βέβαια απάντηση καμία, το θαυμασμό του εξέφραζε μόνο για τον βουβό κόσμο των ψαριών.

«Ξέρεις», άρχισε την αφήγηση χωρίς καν να τον ρωτήσω, «από πολύ μικρός, τον βράχο αυτό τον είχα κάνει δεύτερο σπίτι μου. Όταν δεν πήγαινα σχολειό και δεν με αγγάρευε η μάνα μου για τις χοντροδουλειές του σπιτιού. Έβλεπα τα ψάρια -τότε τα νερά ήταν πολύ πιο καθαρά-, παρακολουθούσα τις κινήσεις τους μέσα στο νερό, τα τινάγματά τους στον αέρα και άρχισα σιγά-σιγά να τα μιμούμαι. Πότε τα κατάφερα να κολυμπώ σαν χέλι, ούτε μπορώ να θυμηθώ. Πολύ μικρός πάντως, στις πρώτες τάξεις του δημοτικού πήγαινα ακόμη. Το σπίτι δεν με χωρούσε, τα συνομήλικα παιδιά με απέφευγαν, γιατί ο πατέρας μου ήταν εξορία στη Μακρόνησο μαζί με το μικρότερο αδέλφι του και οι γονείς τους δεν ήθελαν πολλά πάρε δώσε με μας. Το κολύμπι έγινε για μένα τρόπος ζωής. Να φανταστείς, ούτε το κρύο με σταματούσε ούτε ο δυνατός βοριάς. Μόνο όταν πάγωνε η λίμνη σταματούσα. Χέλι σωστό, πέταξε κάποιος συγχωριανός· μ’ άρεσε το παρανόμι, το προτιμούσα από το παιδί του εξόριστου.
»Με είδε κάποτε ένας στρατιωτικός που περνούσε απ’ το σημείο αυτό και μου είπε πως θα μπορούσα να πάω στη σχολή βατραχανθρώπων του στρατού. Θα πήγαινα εκεί στο Ναυτικό Γυμνάσιο και θα έκανα καριέρα. Συμπλήρωσε πως δεν του είχε τύχει να ξαναδεί τόσο δεινό κολυμβητή σε τόσο μικρή ηλικία! Δεν χρειάστηκε να μου το ξαναπεί. Πέντε παράδες στην τσέπη, και, παρά τις αντιρρήσεις και τα παρακάλια της μάνας μου, βρέθηκα στον Πειραιά, στο Κέντρο Εκπαίδευσης Ειδικών Δυνάμεων. Ούτε οι εκπαιδευτές πίστεψαν στα μάτια τους όταν έκανα την πρώτη μου επίδειξη στην κολύμβηση. Χαμόγελα, ενθουσιασμός, χτυπήματα στην πλάτη! Κι εγώ να πλέω σε πελάγη ευτυχίας. Άρχισε η βασική εκπαίδευση, άρχισαν και τα μαθήματα στο γυμνάσιο· εσωτερικός στα καταλύματα της σχολής, εξασφαλισμένο φαγητό και ύπνος, εξασφαλισμένο και το μέλλον μου, τι άλλο να ζητήσω; Όταν ερχόταν η ώρα των καταδύσεων, κανένας δεν παράβγαινε μαζί μου. Χέλι σωστό! Ναι, αλλά σύντομα ήρθαν και τα χαρτιά απ’ το χωριό. Ήρθε και το πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων! Οι εξορίες των συγγενών με ακολούθησαν κι εκεί. Με φώναξε ο διοικητής, μου εξήγησε την όλη κατάσταση. Πόσο πολύ στενοχωριόταν γι’ αυτήν την εξέλιξη κι ότι λυπόταν ειλικρινά που δεν μπορούσα να παραμείνω στη σχολή, να γίνω μέλος του σώματος. Πώς λέμε έπεσε η κεραμίδα στο κεφάλι; Έπεσε!
»Ένας βαθμοφόρος που με συμπαθούσε ιδιαίτερα μου είπε πως θα μπορούσα να καταταγώ στον αμερικανικό στρατό. Εκείνοι δεν θα άφηναν να χαθεί τέτοιο ταλέντο. Με τη βοήθειά του, να ‘ναι καλά ο άνθρωπος, βρέθηκα με μεταγωγικό αεροπλάνο στην άλλη μεριά του κόσμου. Εκεί να δεις εκπαίδευση και καψόνια! Ωραία χρόνια πέρασα, σε όλες τις θάλασσες του κόσμου βούτηξα, αλλά τα νιάτα μου εκεί τα έχασα! Κι όταν πια με ξεζούμισαν για τα καλά, όταν έκριναν ότι δεν είχα τίποτα άλλο να δώσω, μου έδωσαν μια μικρή συνταξούλα και μ` έστειλαν σπίτι μου. Δεν λες που την έχω κι αυτήν και δεν χρειάζεται να βγω στη ζητιανιά; Κάθομαι τώρα στα βράχια και χαζεύω τα ψάρια του γλυκού νερού. Χέλια, όμως, εκτός από μένα, άλλα στη λίμνη δεν υπάρχουν!»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: