Εξέδρες παραλίας

Εξέδρες παραλίας

Κάθε Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο εκεί το περ­νού­σα­με, στην πα­ρα­λία την πιο κο­ντι­νή στο σπί­τι μας. Δεν ήταν η κα­λύ­τε­ρη. Γκρί­νια­ζε η μα­μά, βό­λευε, όμως, για­τί μπο­ρού­σε να ακο­λου­θεί ο μπα­μπάς, όταν τέ­λειω­νε την υπη­ρε­σία του στο αστυ­νο­μι­κό τμή­μα. Η πα­ρα­λία αυ­τή γέ­μι­ζε κό­σμο τα Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κα. Κι εμείς περ­νού­σα­με ωραία. Η αλή­θεια εί­ναι ότι ο αδελ­φός μου δεν ήθε­λε να παί­ζω μα­ζί του. Πα­ρα­πο­νιό­ταν στη μα­μά και έλε­γε πως του χα­λού­σα τα παι­χνί­δια με τους φί­λους του. Ναι, αλ­λά οι άλ­λοι δεν εί­χαν μι­κρό­τε­ρη αδελ­φή για να την προ­σέ­χουν. Μου κα­κο­φαι­νό­ταν που δεν με άφη­νε να πλα­τσου­ρί­ζω κο­ντά στους άλ­λους και να αρ­πά­ζω κα­μιά φο­ρά κι εγώ τη μπά­λα. Έβα­ζα τό­τε τα κλά­μα­τα κι έτρε­χα στην ομπρέ­λα της μα­μάς. Προ­σπα­θού­σε εκεί­νη να με πα­ρη­γο­ρή­σει· συ­νέ­χι­ζε, ωστό­σο, αμέ­σως με­τά να ασχο­λεί­ται με το κι­νη­τό ή να κου­βε­ντιά­ζει με τις δι­πλα­νές μα­μά­δες. Έμπαι­να τό­τε πά­λι στο νε­ρό, προ­σπα­θού­σα εκ νέ­ου να πιά­σω τη μπά­λα και... φτου κι απ’ την αρ­χή. Η ομπρέ­λα μας ήταν πά­ντα στη­μέ­νη ανά­με­σα σε δύο εξέ­δρες στην πα­ρα­λία. Στη μία υπήρ­χε μό­νο ένας βα­τή­ρας, πρό­χει­ρα φτιαγ­μέ­νος για βου­τιές· στην άλ­λη, άα­αχ! Σω­στός πει­ρα­σμός η άλ­λη εξέ­δρα. Από κει ξε­κι­νού­σαν φου­σκω­τά, γε­μά­τα χα­ρού­με­να παι­διά που τα έπαιρ­νε ο οδη­γός με τη βεν­ζι­νά­κα­το στα βα­θιά και κεί­να φώ­να­ζαν όλο χα­ρά, κα­θώς το νε­ρό ση­κω­νό­ταν ψη­λά και τα πι­τσί­λι­ζε πα­τό­κορ­φα. Ή, να, ση­κω­νό­ταν ένα αε­ρό­στα­το με νέ­ους και νέ­ες κρε­μα­σμέ­νους με σχοι­νιά και τους έκα­νε βόλ­τες στον αέ­ρα, πά­νω από τη θά­λασ­σα. Πο­λύ ήθε­λα να πάω να τα δω όλα αυ­τά από κο­ντά. Η πε­ριο­χή απα­γο­ρευ­μέ­νη, όχι μό­νο για μέ­να, τη μι­κρή· το ίδιο ίσχυε και για τον με­γά­λο μου αδελ­φό, για όλα τα παι­διά της κα­λο­και­ρι­νής πα­ρέ­ας, γε­νι­κά.

Ήταν με­τά από έναν καυ­γά πά­λι με τους «με­γά­λους» παί­κτες, όταν η μα­μά μου έβα­λε τις φω­νές μπρο­στά σε όλους και με απο­κά­λε­σε κλα­ψιά­ρα. – «Πά­ρε το κου­βα­δά­κι σου και παί­ξε με την άμ­μο! Άσε ήσυ­χα τα αγό­ρια!» Μου εί­πε κο­φτά και έσκυ­ψε πά­λι πά­νω από το κι­νη­τό. Ού­τε ένα πα­ρη­γο­ρη­τι­κό βλέμ­μα. Τα αγό­ρια συ­νέ­χι­σαν τα τσα­λα­βου­τή­μα­τα με τη μπά­λα. Συγ­χυ­σμέ­νη και κα­τα­πί­νο­ντας με κό­πο τα δά­κρυα που βούρ­κω­ναν τα μά­τια μου, άρ­χι­σα να κα­τευ­θύ­νο­μαι στην εξέ­δρα με τα θα­λασ­σι­νά παι­χνί­δια. Δεν ήταν και πο­λύ μα­κριά· στρέ­φο­ντας κά­θε τό­σο το κε­φά­λι προς την ομπρέ­λα μας, συ­νέ­χι­σα την πε­ρι­ή­γη­ση προς τον απα­γο­ρευ­μέ­νο τό­πο. Ευ­τυ­χώς, ού­τε η μα­μά ού­τε κα­μιά άλ­λη γνω­στή κυ­ρία, ού­τε και τα αγό­ρια αντι­λή­φθη­καν πού πή­γαι­να. Λί­γο ακό­μη ήθε­λα για να φτά­σω στην εξέ­δρα, όταν ένας πο­λύ ευ­γε­νι­κός κύ­ριος με ρώ­τη­σε πού πή­γαι­να έτσι μο­να­χή μου. Τό­τε μ’ έπια­σαν τα κλά­μα­τα και του αφη­γή­θη­κα με λυγ­μούς την προ­σβλη­τι­κή στά­ση της μα­μάς. Εκεί­νος μου έσφι­ξε το χέ­ρι και πρό­τει­νε να με κε­ρά­σει ένα πα­γω­τό. Δέ­χτη­κα με με­γά­λη χα­ρά, και για­τί το πα­γω­τό ήταν η αδυ­να­μία μου και για να τι­μω­ρή­σω την άκαρ­δη μα­μά, που όλο με κα­τσά­δια­ζε.

≈≈≈≈≈

Γύ­ρι­σα το κε­φά­λι να δω που εί­χε πά­ει πά­λι η μι­κρή. Αυ­τό το πλά­σμα... Πο­τέ δεν κα­θό­ταν να παί­ξει με τα συ­νο­μή­λι­κά της. Κυ­νη­γού­σε συ­νε­χώς τον αδελ­φό της και δεν στα­μα­τού­σαν οι καυ­γά­δες. Δια­μαρ­τυ­ρό­μουν στον άντρα μου ότι την εί­χε χαϊ­δε­μέ­νη και μας εί­χε πά­ρει όλους τον αέ­ρα.

«Εσύ εί­σαι όλη την ώρα με τα παι­διά, εγώ τα κα­κο­μα­θαί­νω;»

Η ίδια πά­ντα αντί­δρα­ση.

Ση­κώ­θη­κα και κα­τευ­θύν­θη­κα πρώ­τα στο νε­ρό, εκεί που παί­ζα­νε τα αγό­ρια. Δεν ήταν μα­ζί τους και δεν την εί­χαν δει. Έψα­ξα σε όλες τις δι­πλα­νές ομπρέ­λες. Τί­πο­τα. Ανή­συ­χη, προ­χώ­ρη­σα πιο πέ­ρα. Ρω­τού­σα τώ­ρα όλους στην πα­ρα­λία μή­πως εί­χαν δει ένα μι­κρό, τε­τρά­χρο­νο κο­ρι­τσά­κι με μα­κριά, μαύ­ρα μαλ­λιά και ένα άσπρο φα­νε­λά­κι με κόκ­κι­νο βρα­κά­κι-μα­γιό. Κα­νείς δεν εί­χε προ­σέ­ξει τί­πο­τα. Ού­τε στις δύο εξέ­δρες εί­χε φα­νεί η κό­ρη μου. Τρε­λή από τα­ρα­χή, ζή­τη­σα πρώ­τα βο­ή­θεια από τον ναυα­γο­σώ­στη της πα­ρα­λί­ας. Κα­νέ­να ίχνος μέ­σα στο νε­ρό. Πή­ρα τό­τε σε έξαλ­λη κα­τά­στα­ση τη­λέ­φω­νο τον άντρα μου και του εξι­στό­ρη­σα το συμ­βάν. Κα­τέ­φθα­σε μέ­σα σε ένα τέ­ταρ­το ―χρό­νος μου φά­νη­κε― με ένα πλή­ρως επαν­δρω­μέ­νο πε­ρι­πο­λι­κό, ενώ εν τω με­τα­ξύ εί­χε ανα­στα­τω­θεί ολό­κλη­ρη η πα­ρα­λία.
Η κο­ρού­λα μου βρέ­θη­κε αρ­γά τη νύ­χτα στο εσω­τε­ρι­κό ενός εγκα­τα­λειμ­μέ­νου σπι­τιού, στην άλ­λη άκρη της ακτής. Σε άθλια κα­τά­στα­ση. Εί­χε χά­σει τη φω­νή της. Το φα­νε­λά­κι της ξε­σχι­σμέ­νο, το κόκ­κι­νο μα­γιό... Δεν θέ­λω να σκέ­φτο­μαι τι έγι­νε. Ψά­χνουν τώ­ρα τον διε­στραμ­μέ­νο βια­στή. Ει­δι­κή παι­δο­ψυ­χο­λό­γος προ­σπα­θεί να βοη­θή­σει το κο­ρι­τσά­κι μου να ξα­να­βρεί τον εαυ­τό της, να μπο­ρέ­σει του­λά­χι­στον να επα­να­κτή­σει τη φω­νού­λα της, να απαλ­λα­γεί από την επι­λε­κτι­κή αλα­λία. Εγώ, εί­μαι χα­μέ­νη για πά­ντα. Ο άντρας μου δεν γύ­ρι­σε να με δει από τό­τε. Ού­τε ένα βλέμ­μα, έναν πα­ρη­γο­ρη­τι­κό λό­γο. Ορ­κί­στη­κε να βρει τον βια­στή της «χαϊ­δε­μέ­νης» του, λέ­ει, κι έπει­τα βλέ­που­με τι θα γί­νει...

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: