Καραντινισμός

Καραντινισμός

Ελληνική Ιστορία δωματίου

Βή­μα 1957 μα­σάω, βή­μα 1958 κα­τα­πί­νω, βή­μα 1959 γλεί­φω χεί­λη, βή­μα 1960 βά­ζω την τε­λευ­ταία μπου­κιά του σά­ντουιτς στο στό­μα, βή­μα 1961 μα­σάω, βή­μα 1962 μα­σάω, βή­μα 1963 μα­σάω, βή­μα 1964 μα­σάω, βή­μα 1965 κα­τα­πί­νω, βή­μα 1966 ξα­να­γλεί­φω χεί­λη, βή­μα 1967 πε­τάω στα σκου­πί­δια τη σα­κού­λα με τα ψί­χου­λα απ’ το φούρ­νο. Βή­μα 1968 στρα­βο­πα­τάω, βή­μα 1969 βλέ­πω έναν άγνω­στο να πλη­σιά­ζει, βή­μα 1970 απο­μα­κρύ­νο­μαι με κα­τεύ­θυν­ση προς το πε­ζο­δρό­μιο, βή­μα 1971 έχω από­στα­ση ασφα­λεί­ας (δύο μέ­τρα του­λά­χι­στον), βή­μα 1972 νεύ­μα χαι­ρε­τι­σμού από την πλευ­ρά μου το οποίο απο­κρού­ε­ται με στρα­τιω­τι­κό σή­κω­μα του δε­ξιού χε­ριού της αντί­πε­ρα όχθης, βή­μα 1973 το χέ­ρι μου, ού­τε τανκ να ήτα­νε, πα­ρα­βιά­ζει τό­σο άγαρ­μπα την εξώ­πορ­τα που πα­ρα­λί­γο να πέ­σει πά­νω μου και να με πλα­κώ­σει, βή­μα 1974 ο Valéry du troisième étage ως συ­νή­θως παί­ζει με το αε­ρο­πλα­νά­κι του, βή­μα 1975 χώ­νω το χέ­ρι μου στην αρι­στε­ρή κω­λό­τσε­πη, βή­μα 1976 βγά­ζω από την αρι­στε­ρή κω­λό­τσε­πη τα αντι­ση­πτι­κά μα­ντη­λά­κια, βή­μα 1977 βγά­ζω έξω ένα μα­ντή­λι, βή­μα 1978 το μα­ντή­λι κα­θα­ρί­ζει το πα­κέ­το με τα υπό­λοι­πα αντι­ση­πτι­κά μα­ντη­λά­κια, βή­μα 1979 επα­να­το­πο­θε­τώ τα αντι­ση­πτι­κά μα­ντη­λά­κια στην αρι­στε­ρή κω­λό­τσε­πη, βή­μα 1980 περ­νάω το κα­τώ­φλι της ορ­θά­νοι­κτης ει­σό­δου της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας των αγα­πη­μέ­νων μου γει­τό­νων (Άγ­γλοι, Γάλ­λοι, Πορ­το­γά­λοι…) που πά­ντο­τε στις δύ­σκο­λες στιγ­μές, όταν δεν έχω να πλη­ρώ­σω τα κοι­νό­χρη­στα ή ακό­μα και το ενοί­κιο σε πε­ριό­δους οι­κο­νο­μι­κών κρί­σε­ων, βά­ζου­νε πλά­τη από το κοι­νό τα­μείο, την ‘‘κε­ντρι­κή τους τρά­πε­ζα­’’, ιδί­ως οι οι­κο­νο­μι­κά ισχυ­ρό­τε­ροι των βο­ρειό­τε­ρων ορό­φων, σκα­λί 1981 το μα­ντή­λι αγκα­λιά­ζει το αρι­στε­ρό μου χέ­ρι, σκα­λί 1982 το μα­ντή­λι μπαι­νο­βγαί­νει στα δά­κτυ­λα του αρι­στε­ρού μου χε­ριού, σκα­λί 1983 το μα­ντή­λι αγκα­λιά­ζει το δε­ξί μου χέ­ρι, σκα­λί 1984 το μα­ντή­λι μπαι­νο­βγαί­νει στα δά­κτυ­λα του δε­ξιού μου χε­ριού, σκα­λί 1985 χώ­νω το χέ­ρι μου στη δε­ξιά κω­λό­τσε­πη, σκα­λί 1986 βγά­ζω από την δε­ξιά κω­λό­τσε­πη το κι­νη­τό μου, (τε­λευ­ταί­ας τε­χνο­λο­γί­ας, εί­χα λε­φτά πριν ένα μή­να, που να φα­ντα­ζό­μουν τι θα ακο­λου­θού­σε), σκα­λί 1987 το μα­ντή­λι κα­θα­ρί­ζει το κι­νη­τό μου, σκα­λί 1988 η Έλ­λη μού γρά­φει τον τί­τλο της ται­νί­ας, σκα­λί 1989 δια­βά­ζω On Body and Soul, σκα­λί 1990 κο­ντο­στέ­κο­μαι και απα­ντάω στο μή­νυ­μα. Σκα­λί 1991 βόλ­τα, σκα­λί 1992 Υμητ­τός, σκα­λί 1993 μα­ζί της, σκα­λί 1994 στην δύ­ση του ηλί­ου, σκα­λί 1995 τα γα­λα­ζο-γκρι κλει­διά γρα­τζου­νά­νε το δε­ξί μου μπού­τι, βή­μα 1996 αυ­τή να προ­πο­ρεύ­ε­ται για να μπο­ρώ να χα­ζεύω την χο­ρευ­τι­κή της κί­νη­ση, βή­μα 1997 μο­σχο­βο­λά­ει ακό­μα, βή­μα 1998 ανοί­γω την πόρ­τα του δια­με­ρί­σμα­τός μου, βή­μα 1999 βρο­ντάω την πόρ­τα πί­σω μου, βή­μα 2000 κο­ντο­στέ­κο­μαι να ξε­φορ­τώ­σω.

Αφή­νω τα κλει­διά, μα­ζί με ταυ­τό­τη­τα κι­νη­τό και πορ­το­φό­λι στο τρα­πε­ζά­κι στο χολ. Βά­ζω το κι­νη­τό στην πρί­ζα για φόρ­τι­ση. Το μά­τι μου πέ­φτει πά­νω στη φω­το­γρα­φία της προ­για­γιάς μου της Ελέ­νης, της αρ­χό­ντισ­σας της Σμύρ­νης που δεν ζει πια. Πρέ­πει να προ­σκυ­νή­σω (σή­με­ρα εί­ναι κά­ποια απ’ τις μέ­ρες της εβδο­μά­δας που την απο­κα­λού­με με­γά­λη. Δεν θυ­μά­μαι ποια ακρι­βώς συ­γκε­κρι­μέ­να. Συγ­χω­ρέ­στε με:) Αυ­τή τη γυ­ναί­κα τη γέν­νη­σε ο Α΄ Πα­γκό­σμιος πό­λε­μος το 1914, την προ­σπέ­ρα­σε η Ισπα­νι­κή γρί­πη του 1918, της πή­ρε μά­να, σπί­τι και αδέρ­φια η Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή του 1922, την έκα­νε για πρώ­τη φο­ρά μά­να η πα­γκό­σμια οι­κο­νο­μι­κή ύφε­ση του 1929, την έκα­νε για δεύ­τε­ρη φο­ρά μά­να η άνο­δος (με ‘‘δη­μο­κρα­τι­κά μέ­σα­’’, το το­νί­ζω) στην εξου­σία του Αδόλ­φου Χί­τλερ το 1933, την βρή­κε, μα­ζί με την οι­κο­γέ­νειά της, οι­κο­νο­μι­κά κα­τε­στραμ­μέ­νη το τέ­λος του Β΄ Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου το 1945, ο εμ­φύ­λιος που ακο­λού­θη­σε την προι­κο­δό­τη­σε με την ευ­χή «μη χρω­μα­τί­ζε­στε» (ανη­συ­χού­σε μή­πως εί­χα ντυ­θεί μα­σκο­φό­ρος τα­ρα­ξί­ας των Εξαρ­χεί­ων, επει­δή τό­τε απο­τε­λού­σαν το ορ­μη­τή­ριο των φοι­τη­τι­κών μου χρό­νων), την έκα­νε χή­ρα όπως και για πρώ­τη φο­ρά για­γιά η Ασια­τι­κή γρί­πη του 1957, και για το τέ­λος της έμελ­λε να ρθουν οι δι­κτά­το­ρες και να την ‘‘μου­γκώ­σου­ν’’ στη φω­λί­τσα της στην Πλα­τυ­πό­δη, πί­σω από τις τό­τε φυ­λα­κές Αβέ­ρωφ, το ση­με­ρι­νό κτή­ριο του Αρεί­ου Πά­γου. Από το 1974 και με­τά, κο­ρί­τσι 60 ετών πλέ­ον, άρ­χι­ζαν να της φω­νά­ζουν όλοι ότι εί­χε μπρο­στά της τα κα­λύ­τε­ρα χρό­νια της ζω­ής της. Όσο πιο πο­λύ φώ­να­ζαν αυ­τοί, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο εκεί­νη δεν τους πί­στευε. Όσο πιο επι­δει­κτι­κά σκόρ­πα­γαν τα λε­φτά τους αυ­τοί, τό­σο πιο τα­πει­νά τα έκα­νε μα­σού­ρι κά­τω από το κρε­βά­τι της εκεί­νη. Η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση του 2010 την βρή­κε στα 96 της οι­κο­νο­μι­κά εύ­ρω­στη. Το 2012, μία πνευ­μο­νία, όχι κά­τι πε­ρί­πλο­κο, μία κλα­σι­κή πνευ­μο­νία, την οδή­γη­σε στο νο­σο­κο­μείο. Τα εύ­ρω­στα οι­κο­νο­μι­κά της έδι­ναν μά­χη για μέ­ρες στην Μο­νά­δα Εντα­τι­κής Θε­ρα­πεί­ας και θα άντε­χαν για πο­λύ και­ρό ακό­μα την πο­λιορ­κία.

«Το ανο­σο­ποι­η­τι­κό σύ­στη­μα ενός αν­θρώ­που σ’ αυ­τή την ηλι­κία εί­ναι πο­λύ πε­σμέ­νο. Εξί­σου ευά­λω­το σε λοι­μώ­ξεις με των νο­σού­ντων από AIDS», φρό­ντι­ζε να επα­να­λαμ­βά­νει συ­χνά-πυ­κνά ο για­τρός. Όλοι ελ­πί­ζα­με σ’ ένα θαύ­μα. Το θαύ­μα δεν έγι­νε. Ο ορ­γα­νι­σμός της δεν άντε­ξε. Το ανο­σο­ποι­η­τι­κό της σύ­στη­μα ητ­τή­θη­κε. Το πρω­ι­νό της 25ης Μα­ΐ­ου του 2012 μπή­κα στο δω­μά­τιό της στο νο­σο­κο­μείο και την βρή­κα να κοι­μά­ται.

«Ο υπουρ­γός οι­κο­νο­μι­κών ανα­κοί­νω­σε τις ορι­ζό­ντιες πε­ρι­κο­πές μι­σθών και συ­ντά­ξε­ων…», μου εί­πε η ρε­πόρ­τερ. Έπια­σα το τη­λε­κο­ντρόλ και έσβη­σα την τη­λε­ό­ρα­ση. Έπια­σα το χέ­ρι της Σμυρ­νιάς και δεν εί­χε σφυγ­μό (αυ­τό εί­χε σβή­σει από μό­νο του). Το ’σκα­σε να πά­ει να βρει το Γιάν­νη, την Ορ­σα­λία, το Μή­τσο και τη Μυρ­σί­νη η Σμυρ­νιά…

«Le soleil vient de se lever…», της ψέλ­λι­σα αυ­τό που εί­χε τις πε­ρισ­σό­τε­ρες πι­θα­νό­τη­τες να πιά­σει…Τρα­βάω ένα χαρ­το­μά­ντη­λο και πο­τί­ζω με δυο στα­γό­νες τη Σμυρ­νιά.

«Σ’ αγα­πώ για­γιά Ελέ­νη. Εσύ με θυ­μά­σαι; Εγώ βλέ­πεις, σπα­θί…» Της κλεί­νω το μά­τι, της χαϊ­δεύω μά­γου­λο, το αντι­ση­πτι­κό μα­ντή­λι από τε­τα­μέ­νη τα­χύ­τη­τα κα­θα­ρί­ζει το μά­γου­λό της κι εγώ νευ­ρια­σμέ­νος το καρ­φώ­νω στο κα­λά­θι των αχρή­στων.

Βή­μα 2001 η τη­λερ­γα­σία (τε­χνο­λο­γι­κό επί­τευγ­μα κι αυ­τό του 21ου αιώ­να!), βή­μα 2002 δεν θα έπρε­πε να έχει μέ­σα τη λέ­ξη ερ­γα­σία, βή­μα 2003 κά­νω μία σβού­ρα στο στύ­λο pole dancing και προ­σγειώ­νο­μαι στο κρε­βά­τι μου. Ένα κα­πέ­λο χαϊ­δεύ­ει τα μαλ­λιά μου. Μία μά­σκα γλεί­φει τα χεί­λη και τ’ αυ­τιά μου. Ένα γά­ντι χαϊ­δεύ­ει την δε­ξιά πα­λά­μη μου. Ένα γά­ντι χαϊ­δεύ­ει την αρι­στε­ρή πα­λά­μη μου. Ένα φού­τερ χαϊ­δεύ­ει τα χέ­ρια, την πλά­τη και τις ρώ­γες μου. Μία μπλού­ζα χαϊ­δεύ­ει τα χέ­ρια, την πλά­τη και τις ρώ­γες μου (οι οποί­ες πλέ­ον εί­ναι ημι­καυ­λω­μέ­νες). Το φερ­μουάρ αρ­χί­ζει να ζου­λά­ει τους όρ­χεις και το πέ­ος μου. Ένα πα­ντε­λό­νι αρ­χί­ζει να χαϊ­δεύ­ει τα πό­δια, τους όρ­χεις και το πέ­ος μου. Μία κάλ­τσα αρ­χί­ζει να χαϊ­δεύ­ει την δε­ξιά μου πα­τού­σα. Μία άλ­λη κάλ­τσα αρ­χί­ζει να χαϊ­δεύ­ει την αρι­στε­ρή μου πα­τού­σα. Ένα μπο­ξε­ρά­κι αρ­χί­ζει να χαϊ­δεύ­ει τα πό­δια, τους όρ­χεις και το πέ­ος μου. Ση­κώ­νο­μαι όρ­θιος. Ολό­γυ­μνος. Κρί­μα που δεν πή­ρα κλα­διά ελιάς απ’ το βου­νό για να με στε­φα­νώ­σω. Δεν πει­ρά­ζει, κου­τσός ολυ­μπιο­νί­κης απο­φα­σί­ζω και κά­νω το με­γά­λο βή­μα (ορ­θό­τε­ρα άλ­μα) του 2004, βή­μα 2005, βή­μα 2006 ολο­κλη­ρώ­νε­ται το τρι­πλούν με επι­τυ­χία, βή­μα 2007 παίρ­νω μα­ζί μου το laptop, βή­μα 2008 αι­σθά­νο­μαι λί­γο τη μέ­ση μου, βή­μα 2009 και ανοί­γω την πόρ­τα της κου­ζί­νας. Τι να μου κά­νουν όσα έφα­γα στο δρό­μο. Δό­ξα τω θεώ ‘‘φα­γη­τά υπάρ­χου­ν’’ και θα τα φάω όλα μό­νος μου. Δεν υπάρ­χει μα­ζί για μέ­να. Αυ­τό μου δί­δα­ξε η με­τα­πο­λί­τευ­ση. Ού­τε ψί­χου­λο για την αδερ­φή μου δεν θ’ αφή­σω!

Βή­μα 2010 αφή­νω το laptop πά­νω στο τρα­πέ­ζι. Το μά­τι μου απο­φεύ­γει να στα­θεί στο λο­γα­ρια­σμό με τα απλή­ρω­τα κοι­νό­χρη­στα –επί­τη­δες τον έχω πα­ρα­τή­σει στο ανα­το­λι­κό­τε­ρο άκρο του τρα­πε­ζιού όπου για να φτά­σει το χέ­ρι μου θα πρέ­πει να τε­ντω­θώ τό­σο πο­λύ, που πι­στέψ­τε με, κα­νείς δεν θα το ’κα­νε στη θέ­ση μου άμα εί­χε τα προ­βλή­μα­τα που ’χω τώ­ρα τε­λευ­ταία με τη μέ­ση μου!– και πα­τάω γρή­γο­ρα το κου­μπί της εκ­κί­νη­σης. Η γα­λα­ζο-γκρι κού­πα μου με το χάρ­τη του Κα­στε­λό­ρι­ζου ευ­τυ­χώς εί­ναι γε­μά­τη με νε­ρό. Το κα­τε­βά­ζω ολό­κλη­ρο. Ανοί­γω λαί­μαρ­γα το ψυ­γείο στα δε­ξιά μου, παίρ­νω το τε­λευ­ταίο για­ούρ­τι που υπάρ­χει και τ’ αφή­νω στο τρα­πέ­ζι για να ζε­στα­θεί λι­γά­κι. Εν συ­νε­χεία, παίρ­νω δύο αυ­γά (απ’ τα βρα­σμέ­να) όπου τα ρα­πί­ζω και τα γδύ­νω όση ώρα κα­τε­βαί­νει η ται­νία. Το On Body and Soul ξε­κι­νά. Βά­ζω πρώ­τα το δε­ξί αυ­γό μέ­σα στο στό­μα μου κι αρ­χί­ζω να το πι­πι­λάω. Δα­γκώ­νω και ξα­να­δα­γκώ­νω πολ­λές φο­ρές (με την ησυ­χία μου μέ­χρι να το χορ­τά­σω. Αυ­τή η από­λαυ­ση, αυ­τή τη στιγ­μή, μό­λις τε­λεί­ω­σε. Δυ­στυ­χώς. Δεν χόρ­τα­σα, θέ­λω και δεύ­τε­ρο γύ­ρο). Η ται­νία έχει γεύ­ση Ταρ­κόφ­σκι, όπως και Αγ­γε­λό­που­λου φυ­σι­κά… Βά­ζω το αρι­στε­ρό αυ­γό μέ­σα στο στό­μα μου κι αρ­χί­ζω να το πι­πι­λάω. Δα­γκώ­νω και ξα­να­δα­γκώ­νω πολ­λές φο­ρές (με την ησυ­χία μου μέ­χρι να το χορ­τά­σω. Αυ­τή η από­λαυ­ση, αυ­τή τη στιγ­μή, μό­λις τε­λεί­ω­σε. Δυ­στυ­χώς. Ακό­μα και τώ­ρα δεν έχω χορ­τά­σει και θα συ­νε­χί­σω με το για­ούρ­τι). Δεν ξέ­ρω τι με πιά­νει και ξαφ­νι­κά τε­ντώ­νο­μαι, βου­τάω τα κοι­νό­χρη­στα και τα σκί­ζω στα δύο. Αι­σθά­νο­μαι κα­λύ­τε­ρα να τα βλέ­πω σφαγ­μέ­να πά­νω στο τρα­πέ­ζι μου! Αμέ­σως στρογ­γυ­λο­κά­θο­μαι στην κα­ρέ­κλα κυ­ρί­ως για να μπο­ρώ ν’ απο­λαμ­βά­νω ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο την ται­νία. Δύο ελά­φια συ­να­ντιού­νται και ξα­να­συ­να­ντιού­νται σ’ ένα χιο­νι­σμέ­νο δά­σος. Δεν γνω­ρί­ζω σε ποιο. Το ονο­μά­ζω Υμητ­τό. Ονει­ρι­κό το το­πίο… Παίρ­νω το κου­τά­λι και βά­ζω μέ­λι μέ­σα στο για­ούρ­τι. Στρι­φο­γυ­ρί­ζω το κου­τά­λι κα­λά-κα­λά μέ­σα του. (Το για­ούρ­τι μπο­ρεί να μην έχει φτά­σει στη θερ­μο­κρα­σία που το θέ­λει το λα­ρύγ­γι μου αλ­λά εί­μαι ακό­μα πει­να­σμέ­νος και δεν λο­γα­ριά­ζω τί­πο­τα). Κου­τα­λιά μία και με χαϊ­δεύ­ει πα­ντού, κου­τα­λιά δύο και με χαϊ­δεύ­ει πα­ντού, κου­τα­λιά τρία και με χαϊ­δεύ­ει πα­ντού, κου­τα­λιά τέσ­σε­ρα και με χαϊ­δεύ­ει πα­ντού, κου­τα­λιά πέ­ντε και με χαϊ­δεύ­ει πα­ντού, κου­τα­λιά έξι και με χαϊ­δεύ­ει πα­ντού, κου­τα­λιά επτά και με χαϊ­δεύ­ει πα­ντού, κου­τα­λιά οκτώ και με χαϊ­δεύ­ει πα­ντού, κου­τα­λιά εν­νιά και με χαϊ­δεύ­ει πα­ντού, κου­τα­λιά δέ­κα και με χαϊ­δεύ­ει πα­ντού. (Και για το τέ­λος έμει­νε το κα­λύ­τε­ρο:) Χώ­νω μέ­σα το δά­κτυ­λό μου και το στρι­φο­γυρ­νάω κα­λά-κα­λά. Ένας με­σό­κο­πος άντρας και μία νέα γυ­ναί­κα για­τρός συ­να­ντιού­νται και ξα­να­συ­να­ντιού­νται σ’ ένα σφα­γείο. Δεν γνω­ρί­ζω σε ποιο. Το ονο­μά­ζω αυ­το­κτο­νι­κό το το­πίο… Βά­ζω το δά­κτυ­λο στο στό­μα μου και το γλεί­φω μέ­χρι να τε­λειώ­σει το για­ούρ­τι. Ση­κώ­νο­μαι όρ­θιος και ξα­να­νοί­γω το ψυ­γείο. Το ψυ­γείο εί­ναι άδειο. ‘‘Φα­γη­τά δεν υπάρ­χου­ν’’. Ξα­να­στρογ­γυ­λο­κά­θο­μαι στην κα­ρέ­κλα για­τί έτσι απο­λαμ­βά­νω κα­λύ­τε­ρα την ται­νία. Δεν έχω άλ­λη πα­ρέα για από­ψε!

Κου­μπί

fast

forward

Πως περ­νά­ει έτσι γρή­γο­ρα ο και­ρός… Ού­τε που κα­τά­λα­βα πό­τε φτά­σα­με στο 73:57 λε­πτό της ται­νί­ας. Η για­τρός κοι­τά­ζε­ται στον κα­θρέ­φτη. Από πί­σω της έρ­χε­ται η κα­θα­ρί­στρια του σφα­γεί­ου η οποία, πα­ρό­τι σε μία εν­δε­χό­με­νη παν­δη­μία θα εντασ­σό­ταν λό­γω ηλι­κί­ας και μό­νο στις ευ­πα­θείς ομά­δες, στις συν­θή­κες κα­νο­νι­κό­τη­τας της ται­νί­ας υπο­θέ­τω ότι εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νη να φρο­ντί­ζει την υγιει­νή των χώ­ρων του σφα­γεί­ου μέ­χρι να πε­θά­νει. Την δου­λειά της πά­ντως την κά­νει κα­λά:

«Θες να βρεις άντρα, για­τρέ;»
«Ναι».
«Δεν το κά­νεις σω­στά».
«Τι πρέ­πει να κά­νω;»
«Εί­σαι ψη­λή και όμορ­φη. Πρέ­πει να φο­ράς ρού­χα που σε ανα­δει­κνύ­ουν. Όχι να ντύ­νε­σαι σαν κα­νέ­να ορ­φα­νό. Κά­νε μία στρο­φή. Έχεις κι ωραίο κώ­λο. Δεν το εί­χα πα­ρα­τη­ρή­σει. Στά­σου ίσια. Έτσι. Αυ­τό με­τρά­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο κι απ’ τα ρού­χα. Ο τρό­πος που γέρ­νεις το κε­φά­λι εί­ναι σκέ­τη συμ­φο­ρά. Σή­κω­σέ το ψη­λά. Όχι τό­σο πο­λύ. Αλ­λιώς θα δεί­χνεις ψη­λο­μύ­τα. Αυ­τό άλ­λω­στε λέ­νε για σέ­να. Η κί­νη­ση. Ο κό­σμος υπο­τι­μά τη δύ­να­μη της κί­νη­σης γλυ­κιά μου. Το απο­τέ­λε­σμα που έχει…Άκου. Δεν χρειά­ζε­ται να υπερ­βά­λεις. Η υπερ­βο­λή τα κα­τα­στρέ­φει όλα. Τώ­ρα δεί­ξε μου πως περ­πα­τάς».

Έχει δί­κιο η γριά…

«Τα νιά­τα και η ομορ­φιά, ω, τι γρή­γο­ρα που περ­νούν», φα­ντά­ζο­μαι τη Σμυρ­νιά να σκέ­φτε­ται κα­θι­σμέ­νη στη μπλε πο­λυ­θρό­να της. Δεν μί­λα­γε πο­λύ η Σμυρ­νιά…

«Τι εί­ναι η ζωή, αν όχι μία τσό­ντα αθα­να­σί­ας», φα­ντά­ζο­μαι τη Σμυρ­νιά να με δια­βά­ζει αυ­τή τη στιγ­μή από το ‘‘Le soleil vient de se lever’’, το νέο της σπί­τι, εκεί μα­κριά, στη νέα της πα­τρί­δα… Μια ζωή προ­σφυ­γο­κό­ρι­τσο η Σμυρ­νιά… Τώ­ρα θα τη γλί­τω­νε…

Κου­μπί

fast

forward

Ildikó Enyedi, «On body and soul» (2017)
Ildikó Enyedi, «On body and soul» (2017)



Ο χρό­νος τρέ­χει. Φτά­σα­με κιό­λας στο 83:53 λε­πτό. Αρ­χί­ζω να ση­κώ­νο­μαι… Βρι­σκό­μα­στε στο 83:59 και ατε­νί­ζω αγέ­ρω­χος. Πα­τάω pause και γυ­ρί­ζω πί­σω την ται­νία. Στο 83:57 πα­τάω ξα­νά pause επει­δή σ’ αυ­τό το ση­μείο απει­κο­νί­ζε­ται η για­τρός του On Body and Soul να πα­ρα­κο­λου­θεί έναν πού­τσο ελά­χι­στα μα­κρύ­τε­ρο και εμ­φα­νώς λε­πτό­τε­ρο από το δι­κό μου ακρι­βώς τη στιγ­μή με­τά την έξο­δο, κα­τά τη στάθ­μευ­σή του δη­λα­δή, κλά­σμα­τα του δευ­τε­ρο­λέ­πτου πριν την θριαμ­βευ­τι­κή επα­νεί­σο­δό του με­τά βα­ΐ­ων και κλά­δων στην ορ­θά­νοι­χτη και άκρως λε­η­λα­τη­μέ­νη ‘‘εξώ­πορ­τα­’’ μιας κο­πέ­λας. Δεν γνω­ρί­ζω ποιας. Την ονο­μά­ζω Έλ­λη. Ελ­λεί­ψει λι­πα­ντι­κού η Έλ­λη με πε­ρι­λού­ζει με σα­ντι­γί. Το αρι­στε­ρό της χέ­ρι (ντυ­μέ­νο μ’ ένα υπέ­ρο­χο γα­λα­ζο-γκρι μα­νό) αρ­χί­ζει να με τα­ρα­κου­νά­ει στο λαι­μό. Το δε­ξί της χέ­ρι (ντυ­μέ­νο επί­σης μ’ ένα υπέ­ρο­χο γα­λα­ζο-γκρι μα­νό) αρ­χί­ζει να μου ζου­λά­ει τα βυ­ζιά. Το αρι­στε­ρό χέ­ρι αρ­χί­ζει να με στρι­φο­γυ­ρί­ζει από πά­νω. Το δε­ξί χέ­ρι αρ­χί­ζει να μου τρα­ντά­ζει τα οπί­σθια. Το αρι­στε­ρό τώ­ρα αρ­χί­ζει να πνί­γει το κε­φά­λι μου μέ­χρι να μπλα­βί­σει.

Κου­μπί

fast

forward

Το αρι­στε­ρό δεν μ’ αφή­νει ν’ ανα­πνεύ­σω. Το δε­ξί δεν στα­μα­τά­ει να με τα­ρα­κου­νά­ει. Εί­μαι με­θυ­σμέ­νος! Απο­τέ­λε­σμα: Πνί­γο­μαι από αναρ­ρό­φη­ση, λι­πο­θυ­μώ και σω­ριά­ζο­μαι κά­τω. Πά­λι κα­λά που έχω γε­μί­σει το σπί­τι με αντι­ση­πτι­κά μα­ντη­λά­κια! Βγά­ζω έξω ένα μα­ντή­λι. Το μα­ντή­λι κα­θα­ρί­ζει το πα­κέ­το με τα υπό­λοι­πα αντι­ση­πτι­κά μα­ντη­λά­κια. Το μα­ντή­λι αγκα­λιά­ζει το μείγ­μα της πα­χύ­ρευ­στης πλέ­ον σα­ντι­γί από το αρι­στε­ρό μου χέ­ρι. Το μα­ντή­λι αγκα­λιά­ζει το μείγ­μα της πα­χύ­ρευ­στης πλέ­ον σα­ντι­γί από το δε­ξί μου χέ­ρι. (Αυ­τή τη φο­ρά όχι νευ­ρια­σμέ­νος, αλ­λά ανα­ψο­κοκ­κι­νι­σμέ­νος) στέλ­νω το μα­ντή­λι μ’ ένα μο­να­δι­κό για τα δι­κά μου δε­δο­μέ­να τρί­πο­ντο στο κα­λά­θι των αχρή­στων (αυ­τή τη φο­ρά το μα­ντή­λι πε­ριέ­χει και το πα­χύ­ρευ­στο μείγ­μα σα­ντι­γί, το το­νί­ζω, έχει ση­μα­σία!), στο βο­ρι­νό τμή­μα της κου­ζί­νας.

Κου­μπί

      Pause.

Δεν μπο­ρώ και δεν ξέ­ρω αν θέ­λω ακό­μα να μά­θω τη συ­νέ­χεια της ται­νί­ας. Αι­σθά­νο­μαι χορ­τά­τος για σή­με­ρα. Όλες μου οι αι­σθή­σεις απο­γειώ­θη­καν με πρω­τό­γνω­ρα μο­να­δι­κό τρό­πο. Ναι, θα πάω για ύπνο, θέ­λω να ονει­ρευ­τώ μό­νος μου τη συ­νέ­χεια. Ση­κώ­νο­μαι όρ­θιος. Ολό­γυ­μνος. Κρί­μα που δεν πή­ρα κλα­διά ελιάς απ’ τον Υμητ­τό για να με στε­φα­νώ­σω. Δεν πει­ρά­ζει, κου­τσός ολυ­μπιο­νί­κης απο­φα­σί­ζω και ξα­να­τε­ντώ­νο­μαι κι αρ­πά­ζω τα σκι­σμέ­να κοι­νό­χρη­στα. Θέ­λω στην κυ­ριο­λε­ξία να τα εξα­φα­νί­σω κι ας αι­σθά­νο­μαι λι­γά­κι τη μέ­ση μου. Δεν αντέ­χω να τα βλέ­πω. Βή­μα 2011 ανοί­γω την πόρ­τα της κου­ζί­νας. Βή­μα 2012 κλεί­νω την πόρ­τα πί­σω μου. Βή­μα 2013 σκέ­φτο­μαι να τα δια­ο­λο­στεί­λω με τρί­πο­ντο αλ­λά εί­μαι τό­σο ‘‘κα­μέ­νο­ς’’ στο μπά­σκετ που δεν με κό­βω να ευ­στο­χώ από τό­σο μα­κριά. Βή­μα 2014 μου τη βι­δώ­νει και με πά­θος τα σκί­ζω στα τέσ­σε­ρα. Πα­νέ­τοι­μος κά­νω το με­γά­λο βή­μα (ορ­θό­τε­ρα άλ­μα) του 2015. Δεν ήθε­λε πο­λύ, έχα­σα την ισορ­ρο­πία μου. Στο πα­ρα­τσάκ και θα με έβρι­σκε το κα­λο­καί­ρι με το ένα πό­δι εκτός! Δεν πει­ρά­ζει, κω­λο­τού­μπα, και τι έγι­νε; Ση­κώ­νο­μαι όρ­θιος. Βή­μα 2016 σα να μην συμ­βαί­νει τί­πο­τα, κύ­ριος, με ύφος ‘‘πολ­λά­κι­ς’’ ανοί­γω την πόρ­τα του μπά­νιου. Βή­μα 2017 αρ­χί­ζω να ου­ρώ. Χύ­νε­ται νε­ρό στο νε­ρό μου. Στρο­φή 180 μοι­ρών. Χύ­νε­ται νε­ρό στο πέ­ος μου. Χύ­νε­ται νε­ρό στα χέ­ρια μου. Χύ­νε­ται σα­πού­νι στα χέ­ρια μου. ‘‘Νί­πτω τας Χεί­ρας μου­’’. Χύ­νε­ται νε­ρό στα χέ­ρια μου. Γε­μί­ζω τη βούρ­τσα με την οδο­ντό­κρε­μα της αδερ­φής μου (κα­λά να πά­θει η απρό­σε­χτη που την ξέ­χα­σε σπί­τι μου). Τα δό­ντια μου αρ­χί­ζουν να την φα­σώ­νουν (τη βούρ­τσα, βε­βαί­ως-βε­βαί­ως). Χύ­νε­ται νε­ρό στο στό­μα μου. Κά­νω γαρ­γά­ρες (από μι­κρός το αντι­με­τώ­πι­ζα σαν παι­χνί­δι αυ­τό!) Φτύ­νω μέ­σα στο νι­πτή­ρα (κι αυ­τό από μι­κρός το αντι­με­τώ­πι­ζα σαν παι­χνί­δι!) Χύ­νε­ται νε­ρό στα χέ­ρια μου. Χύ­νε­ται νε­ρό στο πρό­σω­πό μου. Κοι­τιέ­μαι στον κα­θρέ­φτη και πα­τάω pause. Βρε τι ωραί­ος γκό­με­νος που εί­μαι. Άκου­σε κει να με πα­ρο­μοιά­ζουν με τον Mr. Bean. Πραγ­μα­τι­κά, δεν μπο­ρώ να βρω κα­μία ατέ­λεια πά­νω μου. Εί­ναι αυ­τό που λέ­νε, χύ­νω με την πάρ­τι μου! Βή­μα 2018 κλεί­νω την πόρ­τα του μπά­νιου και σκύ­βω στα τέσ­σε­ρα για να μα­ζέ­ψω τα κομ­μα­τια­σμέ­να κοι­νό­χρη­στα. Βή­μα 2019 έχει δί­κιο η αρ­χαιο­λό­γος Μι­νέρ­βα, δεν κα­τέ­χω αυ­τή την ΤΕ­ΧΝΗ, θ’ απευ­θυν­θώ στο Δη­μη­τρά­κη Μω­ρα­ΐ­τη που πιά­νουν τα χέ­ρια του. Βή­μα 2020 αφή­νω τα απλή­ρω­τα ‘‘βια­σμέ­να­’’ κοι­νό­χρη­στα στην κα­ρέ­κλα δί­πλα από το κρε­βά­τι μου και πα­ρα­με­ρί­ζω την κου­βέρ­τα με το πα­νω­σέ­ντο­νο. Αυ­τή τη στιγ­μή εί­μαι κα­θι­στός πά­νω στο κα­τω­σέ­ντο­νο του κρε­βα­τιού μου, ελα­φρά κυρ­τός, και με πιά­νει ένας μι­κρός βή­χας. Βρε λες; Ση­κώ­νω τα πό­δια μου, τα χώ­νω μέ­σα, γυρ­νάω μπρού­μυ­τα και τρα­βάω πά­νω μου την κου­βέρ­τα μέ­χρι να μ’ αγκα­λιά­σει κα­λά-κα­λά. Του­λά­χι­στον η μέ­ση μου δεν με πο­νά­ει τό­σο. Κά­τι εί­ναι κι αυ­τό. Εί­μαι νέ­ος ακό­μα. Κά­τι εί­ναι κι αυ­τό. Κα­λη­νύ­χτα, μό­λις ξε­κί­νη­σε ο αγώ­νας μου για να κοι­μη­θώ.

      Μό­νος.

     

Ο       ν       ε       ι       ρ       ε       ύ       ο       μ       α         ι

βήμα                                               2021

Τ η ν

Ε

Λ

Λ

Ε

Υ

Θ

Ε

Ρ

Ι

Α.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: