Πωλητής ραμφών

Πωλητής ραμφών

Από τό­τε που στα­μά­τη­σε να μι­λά, της ανέ­θε­σαν την ηλε­κτρο­νι­κή αλ­λη­λο­γρα­φία. Η αλή­θεια εί­ναι ότι δεν το πε­ρί­με­νε να την κρα­τή­σουν στη δου­λειά. Στα δια­λείμ­μα­τα οι συ­νά­δελ­φοί της κα­τε­βαί­νουν στο κα­φέ, κα­πνί­ζουν και φλυα­ρούν. Εκεί­νη όμως όχι. Προ­τι­μά να μέ­νει μό­νη στο άδειο γρα­φείο με την οθό­νη ανοι­χτή . Θα μπο­ρού­σε να εί­ναι πο­λύ ευ­χα­ρι­στη­μέ­νη, όμως από τό­τε που το απο­φά­σι­σε έχει ανα­στα­τω­θεί. Αντι­λαμ­βά­νε­ται τις δυ­σκο­λί­ες, αλ­λά εί­ναι σί­γου­ρη γι' αυ­τό που πά­ει να κά­νει, δεν έχει την πα­ρα­μι­κρή αμ­φι­βο­λία. Θέ­λει μό­νο να μά­θει τα πά­ντα, να εί­ναι ενη­με­ρω­μέ­νη. Βά­ζει στην ανα­ζή­τη­ση τη λέ­ξη Απο­δη­μη­τι­κά.

Με πρω­το­βου­λία του Πε­ρι­βαλ­λο­ντο­λο­γι­κού Προ­γράμ­μα­τος των Ηνω­μέ­νων Εθνών (UNEP), η Πα­γκό­σμια Ημέ­ρα Απο­δη­μη­τι­κών Πτη­νών (Word Migratory Bird Day) γιορ­τά­ζε­ται κά­θε χρό­νο το δεύ­τε­ρο Σάβ­βα­το του Οκτω­βρί­ου , οπό­τε αρ­χί­ζει η πε­ρί­ο­δος με­τα­νά­στευ­σης για τις θερ­μές χώ­ρες.

Θα μπο­ρού­σε η Πα­γκό­σμια Ημέ­ρα Απο­δη­μη­τι­κών Πτη­νών να εί­ναι μια από τις άχρη­στες πλη­ρο­φο­ρί­ες της ημέ­ρας, αν δεν την ανά­γκα­ζε να έρ­θει αντι­μέ­τω­πη με το επεί­γον του θέ­μα­τος. Συ­νει­δη­το­ποιεί πό­σο λί­γος εί­ναι ο χρό­νος που απο­μέ­νει και την πιά­νει πα­νι­κός. Ως το δεύ­τε­ρο Σάβ­βα­το Οκτω­βρί­ου έχει μό­νο τρεις μή­νες. Αφή­νει τον υπο­λο­γι­στή ανοι­χτό, την τσά­ντα της στο γρα­φείο και τρέ­χει στο πάρ­κο.

Το χε­λι­δό­νι την κα­θη­συ­χά­ζει. Εκεί­νη δεν μπο­ρεί να μι­λή­σει τη γλώσ­σα του. Έχει προ­φα­νώς ανα­το­μι­κές δυ­σκο­λί­ες. Της λεί­πει, για πα­ρά­δειγ­μα, το ράμ­φος. Αλ­λά το χε­λι­δό­νι την κα­τα­λα­βαί­νει και απα­ντά. Κι αυ­τή κα­τα­λα­βαί­νει τα πά­ντα. Δεν το έχει πει σε κα­νέ­ναν. Από τό­τε που έπα­ψε να μι­λά, η γλώσ­σα της ξε­συ­νή­θι­σε την αν­θρώ­πι­νη ομι­λία. Χά­θη­καν πρώ­τα τα σύμ­φω­να, ύστε­ρα τα φω­νή­ε­ντα. Της έμει­ναν μό­νο τα α και ο, μια λε­πτή κλω­στή που τη συν­δέ­ει ακό­μη με τους άλ­λους. Την κα­τα­λα­βαί­νουν μό­νο τα ζώα πια και, κυ­ρί­ως, τα αδέ­σπο­τα και τα που­λιά. Με τα σκυ­λιά που έχουν αφε­ντι­κά, έχει πρό­βλη­μα, για­τί τα πε­ρισ­σό­τε­ρα εί­ναι εκ­παι­δευ­μέ­να σαν άν­θρω­ποι. Εντο­λές όπως "κά­τσε", "μεί­νε" ή "μα­ζί" , τις παί­ζουν στα δά­χτυ­λα και τις εκτε­λούν αμέ­σως .

Το χε­λι­δό­νι εί­ναι και­νούρ­για γνω­ρι­μία, αλ­λά εί­ναι σαν να το ξέ­ρει χρό­νια. Σε λί­γο θα φύ­γει και ίσως να μην το ξα­να­δεί. Ο χρό­νος και η από­στα­ση ξε­θω­ριά­ζουν τις σχέ­σεις. Θέ­λει πο­λύ να τα­ξι­δέ­ψει μα­ζί του, και μα­ζί με όλα τα χε­λι­δό­νια του πάρ­κου, για τις θερ­μές χώ­ρες του νό­του, να ζή­σει κο­ντά τους για πά­ντα. Ελ­πί­ζει μό­νο να κα­τα­φέ­ρει σύ­ντο­μα να τα­κτο­ποι­ή­σει τις εκ­κρε­μό­τη­τες.

Σή­με­ρα γυρ­νώ­ντας από τη δου­λειά, στο σταθ­μό Ομό­νοια του με­τρό ακού­ει κα­θα­ρά το κε­λά­η­δη­μα ενός που­λιού. Μπο­ρεί να κουρ­νιά­ζει σε ένα υπό­γειο δέ­ντρο που με­γα­λώ­νει εδώ, στις σκο­τει­νές δια­δρο­μές ανά­με­σα στους σταθ­μούς. Κα­νείς δεν το έχει δει. Στή­νει αυ­τί. Κα­τα­λα­βαί­νει κά­ποιες λέ­ξεις, αλ­λά και πά­λι δεν εί­ναι σί­γου­ρη. Τα λό­για του που­λιού εί­ναι κά­πως μπερ­δε­μέ­να. Σαν να προ­σπα­θεί να μι­λή­σει μιαν άγνω­στη γλώσ­σα που, ωστό­σο, της θυ­μί­ζει κά­τι αν­θρώ­πι­νο. Ένα που­λί που προ­σπα­θεί να γί­νει άν­θρω­πος; Ή, μή­πως, ένας άν­θρω­πος που προ­σπα­θεί να γί­νει που­λί; Ψά­χνει να βρει από πού έρ­χε­ται το κε­λά­η­δη­μα, προ­σπα­θεί ν' αφου­γκρα­στεί, πά­ει κό­ντρα στο πλή­θος που συ­νω­στί­ζε­ται στη σκά­λα. Την σπρώ­χνουν, κά­τι λέ­νε, κι αυ­τή α… ο.. ζη­τά­ει συγ­γνώ­μη.

Επι­τέ­λους βρί­σκει αυ­τό που ανα­ζη­τά. Στο τρί­το επί­πε­δο, στο ση­μείο όπου δια­σταυ­ρώ­νε­ται η κόκ­κι­νη με την πρά­σι­νη γραμ­μή, εκεί ακρι­βώς, στο δι­κό της ση­μείο μη­δέν, συ­να­ντά­ει έναν άν­θρω­πο που κε­λαη­δά­ει. Έχει στο στό­μα του κά­τι σαν μι­κρή σφυ­ρί­χτρα. Έχει το ράμ­φος που της λεί­πει. Πά­νω σε ένα μι­κρό, λυό­με­νο τρα­πε­ζά­κι εί­ναι αρα­δια­σμέ­να σε σει­ρές ράμ­φη συ­σκευα­σμέ­να πρό­χει­ρα σε νάι­λον σα­κου­λά­κια. Τα που­λά­ει φθη­νά. Ο άν­θρω­πος δεν στα­μα­τά­ει να κε­λαη­δά­ει. Κά­νει επί­δει­ξη του εμπο­ρεύ­μα­τος σε υπο­ψή­φιους αγο­ρα­στές. Γύ­ρω περ­νούν βια­στι­κοί υπάλ­λη­λοι, δι­κη­γό­ροι, πα­πά­δες, ερ­γά­τες, με­τα­νά­στες. Δεν τους εν­δια­φέ­ρουν κα­θό­λου τα ράμ­φη. Εκεί­νος συ­νε­χί­ζει. Ένας άν­θρω­πος που κε­λαη­δά­ει. Θέ­α­μα εντυ­πω­σια­κό μό­νο για παι­διά.

Αυ­τός εί­ναι ο τε­λευ­ταί­ος πω­λη­τής ραμ­φών. Προ­λα­βαί­νει ν' αγο­ρά­σει ένα, πριν μα­ζέ­ψει το εμπό­ρευ­μά του στη νάι­λον τσά­ντα, πριν κλεί­σει το τρα­πε­ζά­κι και το πά­ρει στον ώμο προ­χω­ρώ­ντας αρ­γά κά­τω από τα φώ­τα νέ­ον προς την πρά­σι­νη γραμ­μή.

Στο σπί­τι κά­νει πρό­βες. Με κα­θη­με­ρι­νή εξά­σκη­ση εί­ναι σί­γου­ρη ότι σε τρεις μή­νες από τώ­ρα θα κα­τα­φέ­ρει να κε­λαη­δά­ει. Τε­λευ­ταία εκ­κρε­μό­τη­τα εί­ναι πλέ­ον τα φτε­ρά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: