Πέντε ποιήματα

Πέντε ποιήματα

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ                  

Mην ξεχάσω να γυρίσω τα πανιά, ο Θησέας με ειδοποίησε, δεν επιτρέπεται τέτοια απερισκεψία. Φθινόπωρο στον ορίζοντα. Τα ώριμα βατόμουρα της ποιήτριας –θα μπορούσα και να την αγαπήσω– συνιστούν τον μικροσκοπικό μου κήπο. Στην ντουλάπα η μπέρτα μου ονειρεύεται την τέλεια απορρόφηση μου. Απόθεσα τις κάλτσες που μου αγόρασες, λεπτές μεταξωτές, δίπλα στον καθρέφτη. Είναι η εποχή του μούστου, του κρασιού. Κι εγώ ονειρεύομαι ένα μικρό σπίτι στη θάλασσα, όπου μέσα θα διανυκτερεύουμε όλοι: σκέψεις, οι ήχοι μου, τα χείλη της βυσσινιάς, οι στέγες των νεκρών, ο ύπνος, πιθανώς και μια ροδοδάχτυλη ανατολή. Σαν εκείνη της τελευταίας ραψωδίας του Ομήρου, την ελεητική, όπου οι δυο ήρωες κυλίστηκαν στο πάτωμα σαν χρωματιστές μπαλίτσες.


ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Τώρα ξέρεις. Ότι υπήρξα θάλασσα και πεταλούδα, ολίγον αθυρόστομη. Ότι μου δάνεισες τον τριχωτό σου μίσχο για να σε ιστορήσω. Ανάμεσα σε τόσες με φαρδιά στόματα και μάτια, αναπολείς το δικό μου στόμα το διάπυρο και τα αγεωμέτρητα ταξίδια του. Το κελυφώδες χνούδι τους που έσκυψες μια νύχτα πίνοντας βότκα ή ρούμι εξωτικό κι αποκοιμήθηκες. Από μακριά το νεκρομαντείο της τύχης φυσούσε απαλή αιωνιότητα. Με αποχαιρετισμούς. Πλατύφυλλους.


ΑΦΡΟΔΙΤΗ

Σε άκουγα και φυλαγόμουν. Αυτή η εξαίσια ως το κόκκαλο πλάτη. Μαλλιά που άμα αφήνονταν, θα χιμούσαν σαν πάνθηρες στο παρόν μου. Είχα ξεχάσει τη λατρεία του έρωτα, τα τολμηρά σύνορα, τις ενδιάμεσες περιοχές των πλασμάτων που κρύβονται απ’ τη φθορά και το χρόνο. Ο κίνδυνος είχε μυριστεί το θεϊκό μου μερίδιο. Το σούρουπο με έβρισκε αδύναμο στην πρώτη γραμμή, είχα ξεχάσει. Γύρισες να με δεις, με σκέπαζες με ξέθαβες, δεν καταλάβαινα. Εντέλει αμφισβήτησες ένα νεκροταφείο φλέβες και νευρώνες. Κάποιες νύχτες, όταν κοιμάμαι, σ’ ονειρεύομαι. Μ’ ένα σχοινί, περασμένο στην κοιλιά, πάνω σε πρόστυχο βάθρο, χωρίς βλέμμα, ούτε γλώσσα, έρημη σε πλήθος παμφάγα μάτια.

Και η δική μου φτέρνα

Έτοιμη.

ΜΑΝΤHΣ

Όταν δύει ο ήλιος και οι σκιές υποχωρούν, γίνομαι βαριά και υλική, ασύλληπτα γυμνασμένη στα τερτίπια της ύπαρξης. Με διανύουν πέτρες, ρήξεις, θεοί. Όλα θα έχουν το λόγο τους. Σε λίγο θα απομείνει το κουφάρι μου μόνο, συντεταγμένο στην άπιαστη εικόνα του μέλλοντος μου: χείλη, στόμα, χέρια και σπυριά αθανασίας.


ΜΝΗΜΗ

Έτσι θα σε ήθελα, μνήμη. Αμίλητη, με παφλασμό υπάκουο στη μυρωδιά των μήλων. Ή όπως πέφτουν βαριές σταγόνες στην επιφάνεια του νερού. Που και που να στέλνεις σημάδι αναγνώρισης παραβιάζοντας την κλειστή είσοδο της σπηλιάς. Τη γεμάτη βόμβο μελισσών. Κάποτε.

[Σήμερα η αυγή ήταν διαφορετική. Σαν να είχε αδειάσει όλη τη βαφή της στα μαλλιά μου]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: