Να πει πως είναι αυτή ή μήπως όχι;

Να πει πως είναι αυτή  ή μήπως όχι;



Αν και η αι­μορ­ρα­γία στο δε­ξί μπρά­τσο δεν στα­μα­τού­σε, ση­κώ­θη­κε να τη­λε­φω­νή­σει στην αστυ­νο­μία. Ήθε­λε να δη­λώ­σει την εξα­φά­νι­σή της, πριν εί­ναι αρ­γά. Η δυ­σκο­λία ήταν ότι εί­χαν πε­ρά­σει αρ­κε­τές ώρες, ώσπου να κα­τα­λά­βει ότι η γυ­ναί­κα του έλει­πε. Πρέ­πει να έφυ­γε μό­λις τον πή­ρε ο ύπνος και τώ­ρα εί­χε αρ­χί­σει να ξη­με­ρώ­νει. Από την Άμε­ση Δρά­ση του εί­παν ότι θα δρά­σουν άμε­σα. Πρώ­τα του έκα­ναν διά­φο­ρες ερω­τή­σεις. Όνο­μα, τη­λέ­φω­νο, διεύ­θυν­ση. Απά­ντη­σε σε όλα. Στις ερω­τή­σεις Συ­νά­δελ­φοι και στέ­κια, φί­λοι και εχθροί δεν ήξε­ρε τι να πει. Ζού­σαν πά­ντα μό­νοι κλει­σμέ­νοι στο σπί­τι. Οι δυο τους.
Πα­ρέ­λει­ψε να τους πει ότι θα εί­χε κι αυ­τή αι­μορ­ρα­γία στο αρι­στε­ρό μπρά­τσο, αν και με­τά­νιω­σε, για­τί θα διευ­κό­λυ­νε τις έρευ­νες η πλη­ρο­φο­ρία αυ­τή. Όμως δεν ήθε­λε να μι­λή­σει για την κοι­νή τους ζωή. Ακό­μη δεν εί­χε κα­τα­λά­βει και ο ίδιος πώς κα­τά­φε­ραν να ζή­σουν τό­σα χρό­νια ο ένας κολ­λη­μέ­νος με τον άλ­λο. Του φαι­νό­ταν ήδη πε­ρί­ερ­γο που μι­λού­σε στο τη­λέ­φω­νο, χω­ρίς να εί­ναι δί­πλα του εκεί­νη να τον ακού­ει.

Όταν πα­ντρεύ­τη­καν, δεν εί­χαν υπο­λο­γί­σει τις συ­νέ­πειες, ήταν πο­λύ ερω­τευ­μέ­νοι. Δεν εί­χαν κα­μιά αμ­φι­βο­λία, ήθε­λαν να ζή­σουν για πά­ντα μα­ζί, δί­πλα ο ένας στον άλ­λο. Απο­φά­σι­σαν να ζουν ενω­μέ­νοι στα μπρά­τσα, έγι­ναν μο­νό­χει­ρες. Εκεί­νη προ­τί­μη­σε να χα­ρα­μί­σει το αρι­στε­ρό για να έχει ελεύ­θε­ρο το δε­ξί για τις δου­λειές του σπι­τιού. Εκεί­νος έμα­θε να ερ­γά­ζε­ται εξ απο­στά­σε­ως πλη­κτρο­λο­γώ­ντας μό­νο με το αρι­στε­ρό. Δεν εί­χαν κα­νέ­να πρό­βλη­μα για εί­κο­σι ολό­κλη­ρα χρό­νια, πα­ντού και πά­ντα μα­ζί. Μέ­χρι χθες, που εκεί­νη έκο­ψε σι­γά σι­γά και απα­λά το δε­σμό που τους ένω­νε κι εξα­φα­νί­στη­κε. Το τραύ­μα του, ζε­στό ακό­μη, δεν πο­νού­σε πο­λύ. Έπει­τα η αι­μορ­ρα­γία θα στα­μα­τού­σε σύ­ντο­μα, του εί­πε ο για­τρός στο τη­λέ­φω­νο. Ήταν θέ­μα χρό­νου να επου­λω­θεί η συ­νή­θεια και να υπο­χω­ρή­σει η χρό­νια εξάρ­τη­ση.
Εκεί­νη πέ­τα­ξε το κο­πί­δι στα σκου­πί­δια και χά­θη­κε μέ­σα στη νύ­χτα. Της φά­νη­κε στην αρ­χή πε­ρί­ερ­γο που περ­πα­τού­σε μό­νη της χω­ρίς εκεί­νον κολ­λη­μέ­νο στο αρι­στε­ρό της μπρά­τσο. Ύστε­ρα άρ­χι­σε να τρέ­χει ανά­λα­φρη, ώσπου μπή­κε στο πρώ­το μπαρ που βρή­κε ανοι­χτό. Στην τουα­λέ­τα έβγα­λε την μπλού­ζα και κοί­τα­ξε το τραύ­μα της στον κα­θρέ­φτη. Δεν αι­μορ­ρα­γού­σε και δεν πο­νού­σε πια. Έμει­νε μό­νο το ση­μά­δι μιας πα­λιάς πλη­γής ή πλή­ξης. Κά­θι­σε και ζή­τη­σε ένα οποιο­δή­πο­τε πο­τό, αρ­κεί να εί­ναι δυ­να­τό, ήθε­λε να ξε­χά­σει. Της πρό­τει­ναν τε­κί­λα sunrise. Εί­πε Εντά­ξει. Πιο πο­λύ γι΄ αυ­τό το sunrise. Εί­χε κά­τι από αυ­τό που ξη­μέ­ρω­νε σι­γά σι­γά μέ­σα της. Σή­κω­νε το πο­τή­ρι και με τα δύο της χέ­ρια ελεύ­θε­ρα. Από τη χα­ρά της κέ­ρα­σε όλο το μα­γα­ζί.

Όταν μπή­καν μέ­σα οι αστυ­νο­μι­κοί, άκου­σε να φω­νά­ζουν το όνο­μά της. Γύ­ρι­σε και τους κοί­τα­ξε. Για μια στιγ­μή αμ­φι­τα­λα­ντεύ­τη­κε. Να πει πως εί­ναι αυ­τή ή μή­πως όχι; Στο τέ­λος, τους γύ­ρι­σε την πλά­τη, βύ­θι­σε το βλέμ­μα της στο πο­τό κι έμει­νε σιω­πη­λή, μέ­χρι να φύ­γουν.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: