«Η νύχτα των μυστικών», του Άκη Δήμου

«Η νύχτα των μυστικών», του Άκη Δήμου

Στον κόσμο των επιθυμιών λίγες εκπληρώνονται και πολλές μένουν ανεκπλήρωτες. Οι ήρωες του Τσέχωφ άλλο ονειρεύονται κι άλλο ζουν, οι χαρακτήρες πάλι του «Γυάλινου κόσμου» του Ουίλιαμς καταφεύγουν στο ζωτικό ψέμα για ν’ αντέξουν τη ζωή τους, ενώ η «Νόρα» του Ίψεν φεύγει, δεν ξέρουμε που πηγαίνει κι αν θα γυρίσει, πάντως φεύγει επειδή κατά τον Άγγελο Τερζάκη έχει χάσει την εμπιστοσύνη της στον κόσμο των ανθρώπων. Οι ήρωες της «Νύχτας των μυστικών» του Άκη Δήμου ποιοι είναι και τι κάνουν;

Ως κεντρική αρτηρία του έργου θεωρώ ότι ορίζεται η σύγκρουση ονείρου και πραγματικότητας. Σε μία πρώτη ανάγνωση, τον ονειρικό κόσμο εκπροσωπούν τα τέσσερα μέλη του τσίρκου κι αυτόν της σκληρής-εφιαλτικής πραγματικότητας εμείς οι θεατές μαζί με το ζευγάρι του έργου, τον Κωνσταντίνο (Αλέξανδρο Βάρθη) και τη Μιράντα (Ελίζα Σκολίδη), που ευφυώς η σκηνοθέτης Αικατερίνη Παπαγεωργίου τους βάζει να κατεβαίνουν τα σκαλιά της πίσω πόρτας του «θεάτρου Μπέλος», στην αρχή της δεύτερης σκηνής, ωσάν δύο αργοπορημένοι θεατές, ένα τσακωμένο ζευγάρι: ο άντρας δεν θέλει να πάει στο θέατρο και η γυναίκα του τον σέρνει με το ζόρι στο «βασίλειο της ουτοπίας».

Με μία πιο προσεκτική ματιά όμως διαπιστώνει κανείς το αλισβερίσι των δύο κόσμων. Αυτοί που δεν πιστεύουν πια στο όνειρο είναι και αυτοί που το ευαγγελίζονται: τα τέσσερα μέλη του θιάσου του τσίρκου γνωρίζουν από πρώτο χέρι την ουτοπία της μαγείας.

Ο μάγος (Ορέστης Τζιόβας) θα ομολογήσει για το επάγγελμά του: «Βαρέθηκα. Κάθε βράδυ τα ίδια… Από δέκα χρονών» και μετά από λίγο θα το χρησιμοποιήσει για να ανταγωνιστεί και να αποδομήσει, λεκτικά και πρακτικά, τον λογικοκρατούμενο Κωνσταντίνο, την προσωποποίηση της πεζής πραγματικότητας, με στόχο να του πάρει τη γυναίκα του, τη Μιράντα. Στην ουσία όμως αυτοί οι δύο άρρενες χαρακτήρες μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό εκπροσωπώντας την πατριαρχική εξουσία. «Δεν είσαι πια αυτή που ήσουν, Μιράντα. Μακριά από μένα είσαι χαμένη» θα επιχειρηματολογήσει ο Κωνσταντίνος στην αρχή του έργου, επιχείρημα που κινείται στην ίδια κατεύθυνση με αυτό του μάγου, λίγο πιο κάτω, προς τη Μάρθα Ραντέσκου (Εριφύλη Κιτζόγλου), όταν θ’ αντικρούσει στα παράπονά της: «δεν θα ’βρισκες αλλού δουλειά με τρύπιες φλέβες».

Αλλά και ο βοηθός του μάγου, ο Νικόλας (Τάσος Λέκκας), ζηλεύει τη ζωή του Κωνσταντίνου, ναι, αυτή την πεζή καπιταλιστική πραγματικότητα του Κωνσταντίνου, και κυρίως, μπορεί να μην το ομολογεί ευθαρσώς, αλλά ποθεί κι αυτός τη Μιράντα· «Εγώ ας πούμε, θα ήθελα να έχω ωραία μάτια, σαν τα δικά σου», ομολογεί στον Κωνσταντίνο, «κι ό,τι κοιτάζω να γίνεται δικό μου…Να ζω σ’ ένα μεγάλο διαμέρισμα, να οδηγώ ένα μεγάλο αμάξι…», ν’ αποκτήσει δηλαδή μία ζωή ανθρώπινη, στα εξωτερικά της χαρακτηριστικά, σύμφωνα πάντα με τα σημερινά πρότυπα.

Η Μιράντα, λοιπόν, αποτελεί το μήλον της έριδος, ενώ γύρω της ξεδιπλώνεται και η πλοκή. Επιλέγει να μπει στο τσίρκο, εγκαταλείποντας μία κακοποιητική σχέση, να διαφύγει από τη σκληρή καθημερινότητα και να πιστέψει στον ονειρικό κόσμο.

Η Μάρθα, το πρώτο γυναικείο ‘‘Μ’’ του τσίρκου, η γυναίκα-φίδι, αφού της συστηθεί λέγοντάς της: «ένα βήμα πριν την παράνοια είμαι. Και τι δεν θα ’δινα να ήμουν πουλί, Γεράκι, ας πούμε…», γλάρος θα προσθέσω εγώ, θ’ αρχίσει στη συνέχεια να τη βλέπει ανταγωνιστικά προσπαθώντας μέχρι και ν’ αποπλανήσει τον άντρα της, τον Κωνσταντίνο. Όμως, ουσιαστικά η Μάρθα καμουφλάρει το συναισθηματισμό της υιοθετώντας το προσωπείο της κακιάς· δείχνει αρπαχτικό αλλά στην πράξη είναι κι αυτή ένα ακόμα γυναικείο θύμα της φαλλοκρατικής εξουσίας του μάγου.

Στον αντίποδα κινείται το δεύτερο γυναικείο ‘‘Μ’’ του θιάσου, η Μις Κολοράντο (Γιώργος Μαρτίνος), που καλωσορίζει το ‘‘ξένο στοιχείο’’, τη Μιράντα. Κρατάει, αρχής γενομένης από την προσωπική της κατάσταση, μία πιο νηφάλια στάση. Λυπάται μεν για τη ζωή της αλλά αντέχει τη μοναξιά της. Έχει αποδεχτεί το μάγο έτσι όπως είναι, αυτόν τον σύγχρονο Δον Ζουάν, δεν προσπαθεί να τον αλλάξει, τον έχει συγχωρήσει, τον αγαπάει! Δεν ελπίζει σε τίποτα κι είναι ελεύθερη, για να παραφράσω και το Νίκο Καζαντζάκη! Αυτό ξέρει για τη ζωή κι αυτό προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει στη ‘‘μικρή’’ Μιράντα προτρέποντάς τη να χωρίσει τον Κωνσταντίνο για να ελευθερωθεί. Η λύση για τη Μις Κολοράντο, που την έχει άλλωστε εφαρμόσει πρώτα στη δική της ζωή, δεν είναι άλλη από την καταφυγή στο χιούμορ· «funny tears», μία φράση εξαιρετικής σημασίας που συμπυκνώνει μοναδικά το DNA του έργου του Δήμου.

Όπως και να έχει, οι τέσσερις χαρακτήρες του τσίρκου είναι συμβιβασμένοι· όλοι τους δυσαρεστημένοι από τη ζωή τους στο «βασίλειο της ουτοπίας»· όλοι τους Τσεχωφικοί ήρωες· όλοι τους, τόσο μα τόσο σημερινοί άνθρωποι του δυτικού καπιταλιστικού κόσμου, ποθούν διακαώς αυτό που δεν έχουν. Ο ερχομός, λοιπόν, στο τσίρκο του τρίτου ‘‘Μ’’, της Μιράντας, τι φέρνει;

Πέραν της αποκάλυψης, εν είδει εκατέρωθεν εξομολογήσεων, των δύο μεγάλων μυστικών που θα εκμυστηρευτούν λίγο πριν το τέλος του έργου πρώτα η Μιράντα στο μάγο –έχει σημασία ότι είναι πρώτη– και ακολούθως εκείνος, άμα τη εμφανίσει της Μιράντας, τι άλλο έρχεται στο «βασίλειο της ουτοπίας;»

Έρχεται για το μάγο η Νόρα Τζόις, ο χαμένος και αναντικατάστατος έρωτάς του; Έρχεται για το συγγραφέα Άκη Δήμου η Ιψενική «Νόρα», βλέπουμε δηλαδή πού πηγαίνει η διάσημη ηρωίδα όταν εγκαταλείπει τον άντρα της στο τέλος του Ιψενικού δράματος; Έρχεται η σωτηρία της σχέσης του ζευγαριού Κωνσταντίνου-Μιράντας; Έρχεται μία εξιλέωση για το μάγο όταν βρίσκει το θάρρος να εξομολογηθεί το έγκλημά του στη Μιράντα; Έρχεται μία ενηλικίωση για τη Νόρα-Μιράντα;

Ένα είναι σίγουρο, «αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις». Ο Άκης Δήμου αρχίζει το κτίσιμο της Μιράντας από εκεί που τελειώνει ο Σαίξπηρ. Στο κύκνειο άσμα του, την «Τρικυμία» (έργο γραμμένο το 1623), ο «Βάρδος του Έιβον» προσφεύγει στη μαγεία και δίνει χώρο στη συγχώρεση. Εν συνεχεία, η Μιράντα θα ‘‘ταξιδέψει ανά τους αιώνες’’ και θα ‘‘συναντηθεί’’ με τη Νόρα Τζόις. Ο Δήμου παίρνει λοιπόν την Ιψενική «Νόρα» (έργο του 1879) και τη μεταφέρει στον ‘‘κάτω κόσμο’’, όχι τόσο του Ομηρικού-Τζοϊσιανού Άδη (ο Οδυσσέας του Τζόις άρχισε να δημοσιεύεται το 1918), αλλά σε αυτόν της αδυσώπητης καθημερινότητας και πρωτίστως στον κόσμο του ασυνειδήτου της. Ο ίδιος ο χώρος άλλωστε, το υπόγειο του «θεάτρου Μπέλος», όπως και τα σκαλιά που κατεβαίνει το ζευγάρι στην αρχή της παράστασης αναδεικνύουν μοναδικά αυτή τη διάσταση του έργου.

Κείμενο και σκηνοθεσία, με σουρεαλιστικά μέσα, οδηγούν τη Μιράντα στο ταξίδι της ελευθερίας που δεν είναι άλλο από την υγιή δέσμευση, από τον αμοιβαίο σεβασμό και την ουσιαστική επικοινωνία στη σχέση. Θα χωρέσουν Μιράντα και Κωνσταντίνος ΜΑΖΙ μέσα σ’ ένα σακάκι; Μία πάλη που θα τονίσει η σκηνοθέτης και θα εικονοποιήσει υποδειγματικά η Ελίζα Σκολίδη υπό τη χορογραφία της Λιατζιβίρη στη δωδέκατη σκηνή του έργου. Θα ζήσουν αρμονικά από τούδε και στο εξής; Κανείς δεν το ξέρει… Κανείς δεν ξέρει πόσους από τους θεατές θα συνεπάρει η μαγεία της παράστασης…Πολλοί, για να μην πω οι περισσότεροι, θα συνεχίσουν με Σισύφεια βαρυθυμία τη ρουτίνα τους, όπως θα κάνουν οι τέσσερις χαρακτήρες του τσίρκου. Μονόδρομος τα ζωτικά ψέματα (φερειπείν, βλέπουμε το Νικόλα στην τελευταία σκηνή του έργου να συνεχίζει να τρέφεται από το ζωτικό του ψέμα συντηρώντας τον πρώτο του ανεκπλήρωτο έρωτα για την αδικοχαμένη Νόρα), μονόδρομος τα funny tears, αυτή η χαρμολύπη που παίρνει σάρκα και οστά στο επαναλαμβανόμενο πικρό γελάκι του Νικόλα και στο αδιάκοπο μεν, χαρωπό δε σκούπισμά του καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Με πολλά ευρήματα και ιδιαίτερη ευαισθησία η σκηνοθέτης δημιούργησε έναν χαρακτήρα ανάγλυφο που σε συνδυασμό με το απαράμιλλο παίξιμο του Τάσου Λέκκα θα καταγραφούν στη θεατρική ιστοριογραφία.

«Η νύχτα των μυστικών» ως έργο, αλλά και ως σκηνοθετική προσέγγιση, κινούνται στο χώρο του μεταθεάτρου καθρεφτίζοντας τους έξι χαρακτήρες πάνω στους θεατές και τανάπαλιν, επιδιώκοντας να αναδείξουν το τσίρκο και εν γένει το θέατρο ως «το μέρος που μεταμορφώνει τη σκόνη σε χρυσόσκονη», φράση του Ζαν Ζενέ που παραθέτει και η Παπαγεωργίου στο σκηνοθετικό της σημείωμα.
[ Σκηνοθεσία Αικατερίνης Παπαγεωργίου (2007) ]

«Funny tears» λοιπόν για τα σκονισμένα στενά της Πλάκας, στα πέριξ της χρυσόσκονης του Θεάτρου Μπέλος!