Ο άλλος

________________
ΜΥ­ΣΤΗ­ΡΙΟ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΗΜΕ­ΡΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΕΠΙ­ΛΟ­ΓΟ

________________


Α  Υ  Τ  Ο  Κ  Ρ  Ι  Τ  Ι  Κ  Η

Η ιδέα ότι ένας συγ­γρα­φέ­ας εκ­παι­δεύ­ε­ται από το ίδιο του το έρ­γο επη­ρε­ά­ζει πο­λύ λί­γο το γε­γο­νός ότι από αυ­τό πρέ­πει να εκ­παι­δευ­τεί και το κοι­νό. Και ένα τρα­γι­κό, δρα­μα­τι­κό ή κω­μι­κό πρό­σω­πο ανή­κει σε αυ­τό, στο κοι­νό, πε­ρισ­σό­τε­ρο από ό,τι στον δρα­μα­τουρ­γό. Κα­θό­τι, γε­νι­κά, για έναν συγ­γρα­φέα δεν έχει και τό­ση ση­μα­σία αυ­τό που θέ­λει να πει όσο αυ­τό που λέ­ει χω­ρίς να το θέ­λει. Όμως όσον αφο­ρά στον άν­δρα πρω­τα­γω­νι­στή του Ο Άλ­λος μου —έρ­γο που ονό­μα­σα «μυ­στή­ριο»—, προ­έ­κυ­ψε από την εμ­μο­νή —και κα­λύ­τε­ρα όχι ανη­συ­χία—για το μυ­στή­ριο —και όχι πρό­βλη­μα— της προ­σω­πι­κό­τη­τας, του οδυ­νη­ρού συ­ναι­σθή­μα­τος της ταυ­τό­τη­τάς μας και της ατο­μι­κής και προ­σω­πι­κής μας συ­νέ­χειας. Βέ­βαια, εί­ναι φα­νε­ρό πως η ιστο­ρία του έρ­γου, αυ­τό που ονο­μά­ζε­ται υπό­θε­ση, δεν εί­ναι μό­νο μια αλ­λη­γο­ρία. Όπως δεν εί­ναι απλώς μια αλ­λη­γο­ρία η ιστο­ρία του Η ζωή εί­ναι όνει­ρο, του Καλ­δε­ρόν, αλ­λά η συ­γκε­κρι­μέ­νη ιστο­ρία έχει μια αξία από μό­νη της. Όπως την έχει και η ιστο­ρία του Οι­δί­πο­δα του Σο­φο­κλή —τό­σο πα­ρά­λο­γη για έναν ρε­α­λι­στή κρι­τι­κό— ανε­ξάρ­τη­τα από όλες τις ψυ­χο­λο­γι­κές ερ­μη­νεί­ες που πα­ρα­δό­θη­καν για αυ­τήν από την εμ­φά­νι­σή της ως τους χρό­νους του Φρόιντ και της ψυ­χα­νά­λυ­σης.
Για ένα τέ­τοιο έρ­γο, τέ­χνης, λο­γο­τε­χνι­κό ή, εάν θέ­λε­τε, ποι­η­τι­κό το δυ­στυ­χές γε­γο­νός εί­ναι να κρί­νε­ται όχι με κρι­τή­ριο καλ­λι­τε­χνι­κό, αι­σθη­τι­κό, αλ­λά με κρι­τή­ριο ηθι­κό. Να υπάρ­χουν, για πα­ρά­δειγ­μα, αδα­είς που να αρ­χί­ζουν να σχο­λιά­ζουν, να επι­κρί­νουν ή να επι­δο­κι­μά­ζουν τις θε­ω­ρί­ες όπου ένα δρα­μα­τι­κό πρό­σω­πο επι­χει­ρεί να εξη­γή­σει την υπό­στα­σή του. Για­τί υπάρ­χουν κά­ποιοι που επι­δί­δο­νται στο να αμ­φι­σβη­τούν τον Δον Χουάν, τον Σι­γι­σμούν­δο, τον Άμ­λετ ή οποιον­δή­πο­τε άλ­λο από τον κό­σμο του θε­ά­τρου.
Εί­ναι φυ­σι­κό ότι, εφό­σον σε ετού­το το «μυ­στή­ριο» αυ­τό που μας εν­δια­φέ­ρει εί­ναι η μύ­χια, η βα­θιά αλή­θεια του δρά­μα­τος της ψυ­χής, δεν προ­χώ­ρη­σα σε εκεί­νες τις αση­μα­ντό­τη­τες της ρε­α­λι­στι­κής τέ­χνης, ώστε να δι­καιο­λο­γώ τις ει­σό­δους και τις εξό­δους των υπο­κει­μέ­νων και να κά­νω σα­φείς άλ­λες λε­πτο­μέ­ρειες. Αυ­τό εί­ναι κα­λό να γί­νε­ται, όταν έχου­με να κά­νου­με με αν­δρεί­κε­λα, μα­ριο­νέ­τες ή κού­κλες. Οι κού­κλες πράγ­μα­τι πρέ­πει να υπό­κει­νται σε μια λο­γι­κή τε­χνι­κή. Η με­γα­λύ­τε­ρη αλή­θεια του χα­ρα­κτή­ρα και του πε­πρω­μέ­νου του Δον Άλ­βα­ρο του Δού­κα ντε Ρί­βας έγκει­ται στο ότι αυ­τός, ο συγ­γρα­φέ­ας του, χρειά­στη­κε να αρ­νη­θεί αυ­τή τη λο­γι­κή, που από άλ­λη άπο­ψη δεν ταυ­τί­ζε­ται με εκεί­νη της ιστο­ρί­ας. Αλ­λά σε αυ­τήν ακρι­βώς τη μύ­χια αλή­θεια κα­τόρ­θω­σαν να φτά­σουν με­ρι­κά από τα πιο πα­ρά­τολ­μα ρο­μα­ντι­κά δρά­μα­τα.
Μπο­ρεί κά­ποιος θε­α­τής να σκε­φτεί ότι δεν υπάρ­χει κα­μία δρο­σε­ρή αύ­ρα και κα­μία χιου­μο­ρι­στι­κή ανά­σα σε αυ­τό το σκο­τει­νό μυ­στή­ριο, και δεν θα έχει άδι­κο. Τί­πο­τα από την ιλα­ρό­τη­τα των κω­μι­κών χα­ρα­κτή­ρων των εθνι­κών κλα­σι­κών δρα­μά­των μας. Όμως κά­τι τέ­τοιο θα απο­σπού­σε την προ­σο­χή και δεν θέ­λη­σα να την απο­σπά­σω. Γνω­ρί­ζω τον κίν­δυ­νο που εγκυ­μο­νεί στο να δια­τη­ρεί­ται το σκοι­νί πά­ντα τε­ντω­μέ­νο, με την προ­σο­χή του θε­α­τή να κρέ­με­ται από μια κλω­στή, αλ­λά γνω­ρί­ζω και τον κίν­δυ­νο, με­γα­λύ­τε­ρο μάλ­λον, του να το χα­λα­ρώ­νεις για μια στιγ­μή. Από την άλ­λη, δεν έγρα­ψα αυ­τό το έρ­γο απλώς για να πε­ρά­σουν την ώρα τους οι πα­ρευ­ρι­σκό­με­νοι και οι πα­ρευ­ρι­σκό­με­νες, γλεί­φο­ντας ίσως σο­κο­λα­τά­κια.
Αυ­τό μπο­ρεί να μου αφαι­ρέ­σει κά­ποιο κοι­νό∙ αλ­λά μου μέ­νει κά­τι άλ­λο —το άλ­λο!—, το άλ­λο κοι­νό. Εκεί­νο όσων στέ­κο­νται μα­ζί μου κα­μιά φο­ρά στο χεί­λος του απύθ­με­νου πη­γα­διού της ατο­μι­κής αν­θρώ­πι­νης συ­νεί­δη­σής μας, και σκυμ­μέ­νοι από πά­νω του προ­σπα­θούν να ανα­κα­λύ­ψουν τη δι­κή τους αλή­θεια, την αλή­θεια των ίδιων των εαυ­τών τους.

Μι­γκέλ ντε Ου­να­μού­νο




Joaquín Sorolla: Πορτρέτο του Ουναμύνο (1912)
Joaquín Sorolla: Πορτρέτο του Ουναμύνο (1912)

ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ

Π Ρ Ο Σ Ω Π Α

Ο ΑΛΛΟΣ
ΕΡΝΕ­ΣΤΟ, αδελ­φός της Λά­ου­ρας
ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ, γυ­ναί­κα του Κό­σμε
ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ, γυ­ναί­κα του Ντα­μιάν
ΔΟΝ ΧΟΥΑΝ, ο οι­κο­γε­νεια­κός για­τρός
Η ΠΑΡΑ­ΜΑ­ΝΑ


ΣΚΗ­ΝΗ ΠΡΩ­ΤΗ


Ο Ερ­νέ­στο και ο δον Χουάν

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Λοι­πόν, Δον Χουάν: εσάς, που εί­στε ο για­τρός αυ­τού του σπι­τιού και λί­γο ψυ­χί­α­τρος μά­λι­στα, σας θερ­μο­πα­ρα­κα­λώ να μου εξη­γή­σε­τε το μυ­στή­ριό του και το μυ­στή­ριο της καη­μέ­νης της αδελ­φής μου της Λά­ου­ρας. Για­τί εδώ υπάρ­χει ένα μυ­στή­ριο…, το ανα­σαί­νεις και σφίγ­γε­ται το στή­θος σου. Ετού­το εν μέ­ρει μοιά­ζει με φυ­λα­κή, εν μέ­ρεο με νε­κρο­τα­φείο, εν μέ­ρη…

ΧΟΥΑΝ: Με φρε­νο­κο­μείο!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ακρι­βώς! Και αυ­τό το μυ­στή­ριο…

ΧΟΥΑΝ: Εί­ναι τρο­με­ρό, δον Ερ­νέ­στο, εί­ναι τρο­με­ρό!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Εγώ βέ­βαια δεν τον γνώ­ρι­ζα τον… Γνω­ρί­στη­καν και πα­ντρεύ­τη­καν όσο ήμου­να στην Αμε­ρι­κή, και όταν γύ­ρι­σα, βρή­κα αυ­τόν τον… πα­ρά­φρο­να.

ΧΟΥΑΝ: Σω­στά! Ο κου­νιά­δος σας, ο σύ­ζυ­γος της καη­μέ­νης της Λά­ου­ρας, έχει τρε­λα­θεί εντε­λώς.

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Αυ­τό το έχω ήδη κα­τα­λά­βει εγώ∙ αλ­λά εκεί­νη;

ΧΟΥΑΝ: Εκεί­νη; Τρε­λή από με­τα­δο­τι­κή ασθέ­νεια. Τους ενώ­νει και ταυ­τό­χρο­να τους χω­ρί­ζει μια κοι­νή φρί­κη…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Τους χω­ρί­ζει;

ΧΟΥΑΝ: Ναι∙ για­τί από τη μέ­ρα του μυ­στη­ρί­ου, που αυ­τός τρε­λά­θη­κε, δεν κοι­μού­νται πια μα­ζί. Αυ­τός κοι­μά­ται μό­νος του, και κλει­δώ­νε­ται στο δω­μά­τιο με τέ­τοιον τρό­πο που να μην μπο­ρείς να ακού­σεις τι λέ­ει στον ύπνο του. Και αυ­το­α­πο­κα­λεί­ται «ο άλ­λος». Όταν εκεί­νη, η γυ­ναί­κα του, τον φω­νά­ζει με το όνο­μά του, Κό­σμε, αυ­τός απα­ντά­ει: «Μα όχι, ο άλ­λος!» Και το χει­ρό­τε­ρο εί­ναι ότι εκεί­νη, η Λά­ου­ρα, δεν δεί­χνει να δί­νει ση­μα­σία σε μια τό­σο πα­ρά­ξε­νη ιδιο­τρο­πία, και εί­ναι σαν το θέ­μα του άλ­λου να έχει για αυ­τήν κά­ποια βα­ρύ­τη­τα ακα­τά­λη­πτη για τους υπό­λοι­πους. Εγώ δεν τους γνώ­ρι­ζα, πα­ρά μό­νο αφό­του, νιό­πα­ντροι, ήρ­θαν να ζή­σουν εδώ. Στην αρ­χή τα πή­γαι­ναν κα­λά και ζού­σαν με τά­ξη σαν σύ­ζυ­γοι∙ όμως ύστε­ρα από μια μοι­ραία μέ­ρα, τό­τε που επέ­στρε­ψε από ένα τα­ξί­δι εκεί­νη, η Λά­ου­ρα, η τρέ­λα μπή­κε σε αυ­τό το σπί­τι. Και η τρέ­λα, που με τα­λαι­πω­ρεί, λέ­γε­ται… ο άλ­λος!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Και εκεί­νη;

ΧΟΥΑΝ: Εκεί­νη; Ή προ­σποιεί­ται ότι αγνο­εί αυ­τό που συμ­βαί­νει ή το αγνο­εί.

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Πά­ει και­ρός…;

ΧΟΥΑΝ: Λί­γο πα­ρα­πά­νω από έναν μή­να. Θα πρέ­πει να βρι­σκό­τα­νε σε εξέ­λι­ξη∙ όμως εκ­δη­λώ­θη­κε πριν από λί­γο και­ρό. Να, έρ­χε­ται, και εσείς, ο αδερ­φός της, θα την κα­τα­λά­βε­τε κα­λύ­τε­ρα από ό,τι εγώ. [Κα­θώς ετοι­μά­ζε­ται να βγει μπαί­νει η Λά­ου­ρα.] Εδώ σας αφή­νω με τον αδερ­φό σας, να τα πεί­τε.



ΣΚΗ­ΝΗ ΙΙ

Ο Ερ­νέ­στο και η Λά­ου­ρα.

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Κοί­τα, Λα­ου­ρί­τσα, μί­λη­σα με τον για­τρό σας, για­τί εδώ μυ­ρί­ζει κά­ποιο μυ­στή­ριο, κά­ποια φρί­κη όπως λέ­ει αυ­τός. Τι συμ­βαί­νει ακρι­βώς;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: [Τρέ­μει και κοι­τά­ζει προς τα πί­σω.] Δεν ξέ­ρω…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: [Την πιά­νει από το μπρά­τσο.] Τι συμ­βαί­νει; Για­τί ο σύ­ζυ­γός σου κλει­δώ­νε­ται και κοι­μά­ται μό­νος του; Για­τί δεν θέ­λει να τον αιφ­νι­διά­σουν στον ύπνο, όταν ονει­ρεύ­ε­ται; Για­τί; Και τι εί­ναι αυ­τό το «ο άλ­λος»; Ποιος ή τι εί­ναι ο άλ­λος;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Αχ, Ερ­νέ­στο, Ερ­νέ­στο! Χω­ρίς αμ­φι­βο­λία ο καη­μέ­νος ο σύ­ζυ­γός μου τρε­λά­θη­κε και τον κα­τα­διώ­κει κά­ποιος που αυ­τός ονο­μά­ζει «ο άλ­λος». Εί­ναι μια μοι­ραία εμ­μο­νή∙ μοιά­ζει σαν στοι­χειω­μέ­νος, δαι­μο­νι­σμέ­νος, και λες και αυ­τός ο άλ­λος να εί­ναι ο φύ­λα­κας δαί­μο­νάς του… Τον ξάφ­νια­σα μια φο­ρά -και δεν εί­ναι εύ­κο­λο-, σαν να ήθε­λα να ξε­ρι­ζώ­σω από μέ­σα του τον άλ­λο. Ζή­τη­σα να κα­λύ­ψουν όλους τους κα­θρέ­πτες του σπι­τιού, και κά­ποια στιγ­μή που με έπια­σε να κοι­τά­ζο­μαι στο κα­θρε­φτά­κι μου, αυ­τό που χρειά­ζο­μαι για…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Φυ­σι­κά! Ο κα­θρέ­πτης εί­ναι εί­δος πρώ­της ανά­γκης για μια γυ­ναί­κα.

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Το μό­νο που μου έλει­πε! Μου φώ­να­ξε: «Μην κοι­τά­ζε­σαι στον κα­θρέ­φτη! Μην ψά­χνεις την άλ­λη!»

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Και… για­τί δεν βγαί­νει από το σπί­τι, να κά­νει κά­τι άλ­λο; Πά­ντα κλει­σμέ­νος…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Λέ­ει ότι βλέ­πει όλους τους αν­θρώ­πους σαν κα­θρέ­πτες και ότι δεν θα ήθε­λε να εί­ναι ού­τε με τον ίδιο του τον εαυ­τό…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Τι δια­βά­ζει;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Όχι, δεν έχει να κά­νει με κά­τι που δια­βά­ζει…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Όχι;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Όχι! Η δι­κή του δεν εί­ναι δον­κι­χω­τι­κή ιδιο­τρο­πία∙ δεν εί­ναι από το διά­βα­σμα, δεν εί­ναι από τα βι­βλία…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Και τι άλ­λο ξέ­ρεις;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Δεν θέ­λω να ξέ­ρω άλ­λα…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Όμως δεν μπο­ρεί­τε να ζεί­τε έτσι, και απαι­τεί­ται να μά­θου­με την αλή­θεια. Δεν σκο­πεύω να σε αφή­σω στη δι­καιο­δο­σία ενός τρε­λού. Θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ικα­νός για…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Αυ­τό όχι, Ερ­νέ­στο, αυ­τό όχι…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ποιος ξέ­ρει; Όμως πες μου την αλή­θεια, που την ξέ­ρεις… Και σε ρω­τώ και ξα­να­ρω­τώ για την αλή­θεια, για­τί θε­ω­ρώ ότι εδώ υπάρ­χει κά­τι πα­ρα­πά­νω από τρέ­λα. Δη­λα­δή, αυ­τός, ο σύ­ζυ­γός σου, ο Κό­σμε, εί­ναι ξε­κά­θα­ρα τρε­λός, και τε­λεί­ως τρε­λός, πα­ρ’ όλο που σκέ­φτε­ται λο­γι­κά, ή μάλ­λον, επει­δή σκέ­φτε­ται υπερ­βο­λι­κά λο­γι­κά∙ αλ­λά η τρέ­λα του έχει μια αι­τία, μια προ­έ­λευ­ση, και εσύ, η γυ­ναί­κα του, οφεί­λεις να την ξέ­ρεις…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Αυ­τές οι ασθέ­νειες…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Όχι, όχι∙ εσύ ξέ­ρεις για­τί εκ­δη­λώ­θη­κε και τι συ­νέ­βη εκεί­νη τη μέ­ρα που ο δον Χουάν ονο­μά­ζει μοι­ραία…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Ποια μέ­ρα;

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Τη μέ­ρα που, ενώ εσύ έλει­πες σε τα­ξί­δι, και αυ­τός ήταν εδώ, μό­νος με τον εαυ­τό του, ξέ­σπα­σε η τρέ­λα…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Μα αν εγώ ήμου­να μα­κριά…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Αλ­λά όταν γύ­ρι­σες και τον βρή­κες δια­φο­ρε­τι­κό, θα πρέ­πει να έμα­θες τι συ­νέ­βη. Μια τέ­τοια τρέ­λα δεν έρ­χε­ται τό­σο ξαφ­νι­κά χω­ρίς αφορ­μή, όποια και αν εί­ναι η αι­τία. Τι μπο­ρεί να συ­νέ­βη τη μοι­ραία μέ­ρα;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Μην με πιέ­ζεις άλ­λο, ρώ­τη­σέ τον αυ­τόν, να τος έρ­χε­ται.

ΣΚΗ­ΝΗ ΙΙΙ

Οι ίδιοι και ο Άλ­λος

ΑΛ­ΛΟΣ: [Μπαί­νο­ντας.] Τι πρέ­πει να με ρω­τή­σε­τε εμέ­να, Λά­ου­ρα;

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Εσέ­να, Κό­σμε…

ΑΛ­ΛΟΣ: Όχι εμέ­να, τον άλ­λο!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Ο αδερ­φός μου θέ­λει να σε ρω­τή­σει, αφού δεν σε γνώ­ρι­ζε…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ού­τε και μπο­ρώ να πω ότι τον γνω­ρί­ζω…

ΑΛ­ΛΟΣ: Ού­τε και εγώ τον εαυ­τό μου.

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Θέ­λει να σε ρω­τή­σει για το μυ­στή­ριο ετού­του του σπι­τιού…

ΑΛ­ΛΟΣ: Για το δι­κό μου;

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ναι, για το μυ­στή­ριό σου και για το μυ­στή­ριο εκεί­νης της μοι­ραί­ας μέ­ρας όταν, ενώ έλει­πε η γυ­ναί­κα σου και εσύ ήσουν κλει­σμέ­νος εδώ μέ­σα μό­νος με…

ΑΛ­ΛΟΣ: Με τον άλ­λο!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Σου ήρ­θε αυ­τή η πα­ρά­ξε­νη μα­νία. Και σε θερ­μο­πα­ρα­κα­λώ, Κό­σμε, να τον αφή­σεις τον άλ­λο και να μην μας ζα­λί­ζεις άλ­λο με αυ­τόν…

ΑΛ­ΛΟΣ: Να τον αφή­σω; Εύ­κο­λο εί­ναι να το λες…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Εντά­ξει, ξέ­σπα­σε μια κι έξω και ξε­φορ­τώ­σου ένα τέ­τοιο βά­ρος!

ΑΛ­ΛΟΣ: [Βα­δί­ζει σιω­πη­λός, ενώ οι άλ­λοι τον πα­ρα­κο­λου­θούν με το βλέμ­μα τους, σαν κά­ποιον που μι­λά­ει μό­νος του.] Κα­λά λοι­πόν: αν, στην πε­ρί­πτω­ση που επι­μεί­νω, αυ­τό που με τρώ­ει μέ­σα μου ξε­σπά­σει έξω και φω­νά­ξω στον ξύ­πνιο μου αυ­τό που αναμ­φί­βο­λα δη­λώ­νω στα όνει­ρά μου, όταν κλεί­νο­μαι για να κοι­μη­θώ, θα το βγά­λω έξω. Και θα εί­σαι εσύ, Ερ­νέ­στο, αυ­τός που θα το μά­θει. Λά­ου­ρα, φύ­γε!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Μα…

ΑΛ­ΛΟΣ: Σου εί­πα να φύ­γεις!, να φύ­γεις! Εσύ εί­σαι αυ­τή που δεν πρέ­πει να το ξέ­ρει. Αν και… το ξέ­ρεις;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Εγώ; Η Λά­ου­ρά σου…

ΑΛ­ΛΟΣ: Η Λά­ου­ρά μου τώ­ρα πια ζει σαν να ζού­σε με έναν νε­κρό. Φύ­γε, και θα δω αν με το να εξο­μο­λο­γη­θώ στον αδερ­φό σου, απο­κτή­σω νέα ζωή, να ξα­να­ζω­ντα­νέ­ψω. Φύ­γε! Σου εί­πα να φύ­γεις! Φύ­γε, φύ­γε!



ΣΚΗ­ΝΗ IV

Ο Άλ­λος και ο Ερ­νέ­στο.

Ο Άλ­λος πά­ει στην πόρ­τα και την κλει­δώ­νει από μέ­σα, με­τά φυ­λάσ­σει το κλει­δί αφού πρώ­τα το δα­γκώ­νει. Πά­ει στον Ερ­νέ­στο και τον προ­σκα­λεί να κα­θί­σει απέ­να­ντί του, σε άλ­λη ξύ­λι­νη πο­λυ­θρό­να, με ένα τρα­πε­ζά­κι ανά­με­σά τους. Κά­θε­ται, ακου­μπά­ει τους αγκώ­νες στο τρα­πε­ζά­κι, και το κε­φά­λι στις πα­λά­μες των χε­ριών του, και λέ­ει:

ΑΛ­ΛΟΣ: Λοι­πόν θα ακού­σεις την εξο­μο­λό­γη­σή μου… Όχι, όχι, εί­σαι ασφα­λής…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Εί­μαι ήρε­μος…

ΑΛ­ΛΟΣ: Οι άν­θρω­ποι φο­βού­νται πο­λύ να μεί­νουν μό­νοι με κά­ποιον που θε­ω­ρούν τρε­λό, πά­ντα επι­κίν­δυ­νο, όπως φο­βού­νται να μπουν νύ­χτα και μό­νοι τους σε ένα νε­κρο­τα­φείο. Ένας τρε­λός νο­μί­ζουν ότι εί­ναι όπως ένας νε­κρός. Και έχουν δί­κιο, για­τί ένας τρε­λός φέ­ρει μέ­σα του έναν νε­κρό…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Τε­λεί­ω­νε!

ΑΛ­ΛΟΣ: Μα αφού ακό­μα δεν άρ­χι­σα!...

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ε, λοι­πόν ξε­κί­να!

ΑΛ­ΛΟΣ: Αρ­χί­ζω! Θα εί­ναι τώ­ρα… δεν θυ­μά­μαι… Η αδελ­φή σου, η γυ­ναί­κα μου, έφυ­γε για να τα­κτο­ποι­ή­σει κά­ποιες οι­κο­γε­νεια­κές υπο­θέ­σεις, και εγώ την άφη­σα να πά­ει μό­νη, για­τί επι­θυ­μού­σα να μεί­νω μό­νος, να εξε­τά­σω έγ­γρα­φα, να κά­ψω ανα­μνή­σεις, να φτιά­ξω λί­πα­σμα με στά­χτη για τη μνή­μη μου… Χρεια­ζό­μουν να λο­γα­ρια­στώ, να συμ­φι­λιω­θώ με τον εαυ­τό μου. Και ένα από­γευ­μα, ενώ βρι­σκό­μουν εδώ που βρί­σκο­μαι…, αλ­λά βρί­σκο­μαι εδώ;

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ηρέ­μη­σε, Κό­σμε.

ΑΛ­ΛΟΣ: Ο άλ­λος, ο άλ­λος!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ηρέ­μη­σε, εί­σαι μα­ζί μου τώ­ρα…

ΑΛ­ΛΟΣ: Μα­ζί σου; Μα­ζί μου; Ήμου­να, λοι­πόν, όπως σου λέω, εδώ με τον εαυ­τό μου, όταν μου ανάγ­γει­λαν τον άλ­λο, και εί­δα τον εαυ­τό μου να μπαί­νει από εκεί, από αυ­τή την πόρ­τα… Όχι, μην ανα­στα­τώ­νε­σαι ού­τε να φο­βά­σαι. Και εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, πά­ρε το κλει­δί. [Του το δί­νει.] Α! μα πες μου, αν έχεις κα­νέ­να από εκεί­να τα κα­θρε­φτά­κια για να ισιώ­νεις τα μαλ­λιά σου και το μου­στά­κι σου…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ναι, εδώ το έχω. [Το βγά­ζει και του το δί­νει.]

ΑΛ­ΛΟΣ: Ένας κα­θρέ­φτης και ένα κλει­δί δεν μπο­ρούν να εί­ναι μα­ζί… [Σπά­ει τον κα­θρέ­φτη και τον πε­τά­ει.]

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Πά­με, συ­νέ­χι­σε, για­τί…

ΑΛ­ΛΟΣ: Μην φο­βά­σαι. Εί­δα τον εαυ­τό μου να μπαί­νω σαν να εί­χα ξε­κολ­λή­σει από έναν κα­θρέ­φτη, και με εί­δα να κά­θο­μαι εκεί, όπου εί­σαι εσύ… Μην αγ­γί­ζε­σαι, μη∙ δεν ονει­ρεύ­ε­σαι…, εί­σαι εσύ, εσύ ο ίδιος… Με εί­δα να μπαί­νω, και ο άλ­λος… εγώ… ένιω­σε όπως νιώ­θω, όπως νιώ­θεις… [Ο Ερ­νέ­στο αλ­λά­ζει στά­ση.] Και με κοί­τα­ζε στα­θε­ρά στα μά­τια ενώ κοι­τα­ζό­τα­νε στα μά­τια μου. [Ο Ερ­νέ­στο τα­ραγ­μέ­νος κα­τε­βά­ζει το βλέμ­μα του.] Και τό­τε αι­σθάν­θη­κα ότι έλιω­νε η συ­νεί­δη­σή μου, η ψυ­χή μου∙ ότι άρ­χι­ζα να ζω, ή κα­λύ­τε­ρα να ξε­ζώ, προς τα πί­σω, σε ανα­δρο­μή, σαν σε μία ται­νία που την προ­βάλ­λουν ανά­στρο­φα… Άρ­χι­σα να ζω προς τα πί­σω, προς το πα­ρελ­θόν, με πι­σω­γυ­ρί­σμα­τα, κα­τα­τρο­μαγ­μέ­νος… Και πέ­ρα­σε όλη η ζωή μου μπρο­στά από τα μά­τια μου και έγι­να και πά­λι εί­κο­σι χρο­νών, και δέ­κα, και πέ­ντε, και έγι­να παι­δί, παι­δί!, και όταν ένιω­θα στα άγια παι­δι­κά μου χεί­λη τη γεύ­ση του άγιου μη­τρι­κού γά­λα­τος…, ξε­γεν­νή­θη­κα…, πέ­θα­να… Πέ­θα­να όταν έφτα­σα στη στιγ­μή της γέν­νη­σής μου, στη στιγ­μή της γέν­νη­σής μας…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: [Προ­σπα­θώ­ντας να ση­κω­θεί.] Ξε­κου­ρά­σου!

ΑΛ­ΛΟΣ: Να ξε­κου­ρα­στώ; Να ξε­κου­ρα­στώ πια εγώ; Μα δεν μου έλε­γες να ξα­λα­φρώ­σω; Και πώς θέ­λεις να ξε­κου­ρα­στώ χω­ρίς να ξα­λα­φρώ­σω; Όχι, μην ση­κώ­νε­σαι… κά­θι­σε πά­λι και… φύ­λα­ξε το κλει­δί. Εί­μαι άκα­κος. Ή μή­πως σε πεί­ρα­ξε αυ­τό με το κα­θρε­φτά­κι;

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Εί­ναι που…

ΑΛ­ΛΟΣ: Ναι, εί­ναι που εί­ναι επι­κίν­δυ­νο να εί­σαι κλει­σμέ­νος με έναν τρε­λό, με έναν νε­κρό, αυ­τό δεν εί­ναι; Αλ­λά άκου­σε…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Τε­λεί­ω­νε, λοι­πόν.

ΑΛ­ΛΟΣ: Σε λί­γο άρ­χι­σε να επι­στρέ­φει η συ­νεί­δη­σή μου, ανα­στή­θη­κα∙ όμως κα­θό­μουν εκεί, όπου βρί­σκε­σαι εσύ, και εδώ, που εί­μαι, βρι­σκό­ταν το πτώ­μα μου… Εδώ, σε αυ­τήν ακρι­βώς την πο­λυ­θρό­να, εδώ βρι­σκό­ταν το πτώ­μα μου…, εδώ…, εδώ βρί­σκε­ται! Εγώ εί­μαι το πτώ­μα, εγώ εί­μαι ο νε­κρός! Εδώ βρι­σκό­ταν…, πε­λι­δνό… [Κρύ­βει τα μά­τια του.] Ακό­μα με βλέ­πω! Για μέ­να τα πά­ντα εί­ναι ένας κα­θρέ­φτης! Ακό­μα με βλέ­πω! Εδώ ήτα­νε, πε­λι­δνό, να με κοι­τά­ζει με τα νε­κρά του μά­τια, με μά­τια αιω­νιό­τη­τας, με τα μά­τια του όπου απο­τυ­πώ­θη­κε, σαν σε τρα­γι­κή επι­γρα­φή, η σκη­νή του θα­νά­του μου… Και για πά­ντα…, για πά­ντα…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Μα ξε­κου­ρά­σου, άν­θρω­πέ μου, ξε­κου­ρά­σου!

ΑΛ­ΛΟΣ: Α!, όχι, πο­τέ δεν θα μπο­ρέ­σω να ξε­κου­ρα­στώ πια…, πο­τέ…, ού­τε νε­κρός… Το πή­ρα και —πό­σο βα­ρύ ήταν!, πό­σο βα­ρύ εί­ναι!— το κα­τέ­βα­σα εκεί, σε ένα κε­λά­ρι, και εκεί το έκλει­σα και εκεί το έχω κλει­σμέ­νο…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Κα­λά…

ΑΛ­ΛΟΣ: Δεν υπάρ­χει κα­λά που να έχει κά­ποια αξία! Για­τί τώ­ρα αμέ­σως θα έρ­θεις μα­ζί μου, στο κε­λά­ρι, για να σου δεί­ξω το πτώ­μα του άλ­λου, εκεί­νου που πέ­θα­νε εδώ ακρι­βώς…! Εκεί κά­τω εί­ναι, στα σκο­τει­νά, να πε­θαί­νει στα σκο­τει­νά…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Μα, Κό­σμε!...

ΑΛ­ΛΟΣ: Έλα, άν­θρω­πέ μου, έλα και μην φο­βά­σαι τον νε­κρό∙ έλα… Εγώ θα πη­γαί­νω μπρο­στά και εσύ πί­σω, και αν έχεις όπλο, να με ση­μα­δεύ­ει…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Μην λες τέ­τοια πράγ­μα­τα…

ΑΛ­ΛΟΣ: Λέω; Ε, και; Λέω…! Το φρι­κτό εί­ναι να κά­νεις…, να κά­νεις… Έλα να δεις τον άλ­λο νε­κρό… Εγώ μπρο­στά… [Φεύ­γουν και η σκη­νή μέ­νει άδεια. Σε λί­γο χτυ­πούν την πόρ­τα. Η φω­νή της Λά­ου­ρας από έξω.]

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Κό­σμε! Κό­σμε! Κό­σμε! Άνοι­ξε. [Ησυ­χία.] Κό­σμε! Κό­σμε! Κό­σμε! Άνοι­ξε!

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Για­τί να κλει­δώ­θη­καν; Κό­σμε, γιε μου!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Δεν ακού­γε­ται κα­νείς… Πού να εί­ναι;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Μην φο­βά­σαι, αφού ο Ερ­νέ­στο εί­ναι μα­ζί του…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Ερ­νέ­στο! Ερ­νέ­στο! Ερ­νέ­στο! Πρέ­πει να σπά­σου­με την πόρ­τα.

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Πε­ρί­με­νε. Κό­σμε, γιε μου…!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Κό­σμε! Ερ­νέ­στο!

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Μα τι φο­βό­σουν;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Δεν ξέ­ρω∙ αλ­λά τώ­ρα τον φο­βά­μαι πε­ρισ­σό­τε­ρο από πο­τέ… Κό­σμε! Κό­σμε!

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Κό­σμε, γιε μου, άνοι­ξε.

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Κό­σμε, άνοι­ξέ μας, μην μας κλεί­νεις έξω έτσι∙ άνοι­ξέ μας!

ΑΛ­ΛΟΣ: [Μπαί­νει ακο­λου­θού­με­νος από τον Ερ­νέ­στο, που έρ­χε­ται τρο­μο­κρα­τη­μέ­νος.] Έρ­χο­μαι! Έρ­χο­μαι! Άνοι­ξε, Ερ­νέ­στο!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ερ­χό­μα­στε! [Ο Ερ­νέ­στο, χω­ρίς να πά­ψει να κοι­τά­ζει τον Άλ­λο, ανοί­γει την πόρ­τα.]

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: [Μπαί­νο­ντας.] Α! Δό­ξα τω Θεώ! Εσύ!

ΑΛ­ΛΟΣ: Τι θέ­λεις, Λά­ου­ρα; Τι θέ­λεις από μέ­να;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Εσύ;

ΑΛ­ΛΟΣ: Ναι, εγώ…, εγώ, ο ίδιος.

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: [Στη Λά­ου­ρα, δεί­χνο­ντας τον Άλ­λο με το κλει­δί.] Εδώ σε αφή­νω μα­ζί του, με τον σύ­ζυ­γό σου, για­τί εγώ πρέ­πει να μι­λή­σω με την πα­ρα­μά­να. [Παίρ­νο­ντάς την κα­τ’ ιδί­αν.] Τι μυ­στή­ριο υπάρ­χει σε αυ­τό το σπί­τι;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Σε όλα…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Μα, ένα πτώ­μα που γί­νε­ται πα­στό εκεί στο κε­λά­ρι στα σκο­τει­νά και που, από όσο μπο­ρού­με να ει­κά­σου­με, θα λέ­γα­με ότι εί­ναι του ίδιου του Κό­σμε;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Ο κα­κό­μοι­ρος ο γιος μου!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ποια­νού εί­ναι;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Μά­λι­στα, σας την έχει με­τα­δώ­σει, όπως και στη γυ­ναί­κα του, την τρέ­λα του…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Μα αφού το εί­δα, αφού το εί­δα με ετού­τα τα μά­τια που θα τα φά­ει το χώ­μα… μου το έδει­ξε στο φως ενός σπίρ­του, και απο­στρέ­φο­ντας το κε­φά­λι του… Εδώ υπάρ­χει ένα μυ­στή­ριο.

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Ας γί­νουν πα­στά και τα μυ­στή­ρια.

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ίσως κά­ποιο έγκλη­μα…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Αφή­στε τα εγκλή­μα­τα να σα­πί­σουν. Κα­κό­μοι­ρα παι­διά μου! Όσο για το θέ­μα με τον νε­κρό στα σκο­τει­νά, μην της πεί­τε τί­πο­τα της καη­με­νού­λας της Λά­ου­ρας. Δεν πρέ­πει να ξέ­ρει τί­πο­τα για αυ­τό…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Μα πρέ­πει να το δια­λευ­κά­νου­με…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Χω­ρίς να το ξέ­ρει εκεί­νη… Και πη­γαί­νε­τε να την ηρε­μή­σε­τε, για­τί δεν ξέ­ρω ακρι­βώς για ποιον λό­γο αυ­ξή­θη­κε η αγω­νία της… Δεν ξέ­ρω τι θέ­λει, τι φο­βά­ται για τον άντρα της… Πη­γαί­νε­τε να την ηρε­μή­σε­τε… [Στον Άλ­λο.] Άκου, γιε μου, έλα… [Ο Άλ­λος αφή­νει τη Λά­ου­ρα με τον Ερ­νέ­στο και πά­ει στην πα­ρα­μά­να.]

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Γιε μου, τι έκα­νες;

ΑΛ­ΛΟΣ: Πα­ρα­μά­να!

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Τι έκα­νες στον εαυ­τό σου;

ΑΛ­ΛΟΣ: Τι μου έκα­νε, να πεις…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: [Στη Λά­ου­ρα.] Μην επι­μέ­νεις, για­τί δεν μου τα εί­πες όλα…, όλα όσα υπάρ­χουν σε ετού­το το σπί­τι.

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Και τι υπάρ­χει;

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Τί­πο­τα δεν μου εί­πες για τον άλ­λο, Λά­ου­ρα.

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Και εσύ έτσι; Και εσύ μα­ζί του;

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Δεν ξέ­ρω ποιος εί­ναι ο σύ­ζυ­γός σου.

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Ού­τε κι εγώ…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Πώς τον γνώ­ρι­σες; Πώς τον πα­ντρεύ­τη­κες;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Θα σου πω∙ άσε με όμως τώ­ρα. Ο Κό­σμε με τρο­μά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο από πο­τέ. Όταν ετοι­μα­ζό­τα­νε να κλει­δω­θεί μα­ζί σου και μου εί­πε φύ­γε!, εί­δα το βά­θος της ψυ­χής του. Κοί­τα τον, μοιά­ζει σαν να δια­περ­νά το πά­τω­μα με το βλέμ­μα του ενώ ακού­ει την πα­ρα­μά­να.

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ναι, κοι­τά­ει κά­τω από το πά­τω­μα…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Το υπο­ψια­ζό­μου­να…, το εί­χα μα­ντέ­ψει… Το μά­ντε­ψα, ναι, για τη μοι­ραία μέ­ρα, το διά­βα­ζα στα μά­τια σου…

ΑΛ­ΛΟΣ: Μά­τια νε­κρού…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Μά­ντε­ψα αυ­τό που έκα­νες με…

ΑΛ­ΛΟΣ: Μην πεις το όνο­μά του! Εγώ εί­μαι ο άλ­λος! Και εσύ, πα­ρα­μά­να, πια δεν ξέ­ρεις ποιος εί­μαι…, το ξέ­χα­σες, έτσι δεν εί­ναι;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Ναι, το έχω ξε­χά­σει! Και σε έχω συγ­χω­ρέ­σει!

ΑΛ­ΛΟΣ: Και τον άλ­λο;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Τον έχω συγ­χω­ρέ­σει και τον άλ­λο. Σας έχω συγ­χω­ρέ­σει και τους δυο…

ΑΛ­ΛΟΣ: Μη­τέ­ρα! Αλ­λά κι αυ­τοί, θα το μά­θουν;

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: [Στον Άλ­λο.] Τώ­ρα ξε­κι­νά­ει εδώ μια άλ­λη ζωή.

ΑΛ­ΛΟΣ: Ένας άλ­λος θά­να­τος θέ­λεις να πεις…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Πρέ­πει να το φω­τί­σου­με, να το κα­θα­ρί­σου­με αυ­τό το σπί­τι… Φως! Φως!

ΑΛ­ΛΟΣ: Φως; Για­τί φως;

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Για να δεί­τε ο ένας τον άλ­λο, για να ιδω­θού­με όλοι.

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Κα­λύ­τε­ρα να μην ιδω­θού­με…

ΑΛ­ΛΟΣ: Το να βλέ­πεις τον εαυ­τό σου εί­ναι να πε­θαί­νεις, πα­ρα­μά­να. Ή να σκο­τώ­νε­σαι. Και πρέ­πει να ζή­σου­με, ακό­μα και στα σκο­τά­δια. Κα­λύ­τε­ρα στα σκο­τά­δια.

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Και τώ­ρα γί­νε ο εαυ­τός σου, σώ­σε τον εαυ­τό σου.

Αυ­λαία.

ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ


ΣΚΗ­ΝΗ ΠΡΩ­ΤΗ

Ο Ερ­νέ­στο, η Λά­ου­ρα και η Πα­ρα­μά­να.

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Τώ­ρα, πα­ρα­μά­να, την αλή­θεια, όλη την αλή­θεια!

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Όλη την αλή­θεια; Κα­νείς δεν θα την άντε­χε. Εγώ δεν θέ­λω να ξέ­ρω τί­πο­τα∙ εγώ έχω ξε­χά­σει τα πά­ντα∙ εγώ δεν ξέ­ρω κα­νέ­ναν πια. Και οι δύο ήταν σαν γιοι μου… Τον ένα τον με­γά­λω­σα εγώ, τον άλ­λο η μη­τέ­ρα του∙ αλ­λά και τους δυο τους αγα­πού­σα σαν μά­να εγώ, η πα­ρα­μά­να. Και τους δυο…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Μα ποιους δυο;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Τους δυο δί­δυ­μους. Τον Κό­σμε και τον Ντα­μιάν…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Τι ακούω, Λά­ου­ρα;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Ναι, να σας τα πει η αδελ­φή σας. Δεν θέ­λω να ξέ­ρω τί­πο­τα πια. Εγώ φεύ­γω. [Κα­τ’ ιδί­αν στον Ερ­νέ­στο.] Και όσο για το άλ­λο… ού­τε λέ­ξη!

Φεύ­γει.



ΣΚΗ­ΝΗ ΙΙ

Ο Ερ­νέ­στο και η Λά­ου­ρα.

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Τι ση­μαί­νει αυ­τό;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Θα σου πω… Όταν έφτα­σα εγώ στη Ρε­νά­δα, με τον πα­τέ­ρα μας -ο Θε­ός να τον ανα­παύ­ει!-, βρή­κα δυο δί­δυ­μους, τον Κό­σμε και τον Ντα­μιάν Ρε­δό­ντο, τό­σο όμοιους, που δεν υπήρ­χε τρό­πος να τους ξε­χω­ρί­σεις. Πα­ρορ­μη­τι­κοί και οι δύο! Που με ερω­τεύ­τη­καν, σαν τρε­λοί, και από εκεί γεν­νή­θη­κε ένα εν­δό­μυ­χο μί­σος, από ζή­λεια, με­τα­ξύ τους, ένα αδελ­φι­κό και τρυ­φε­ρό μί­σος. Έτσι όπως εγώ δεν τους ξε­χώ­ρι­ζα -χω­ρίς ού­τε ένα ίχνος ορα­τού ση­μα­διού που να τους δια­φο­ρο­ποιεί-, δεν εί­χα λό­γο να προ­τι­μή­σω τον έναν και όχι τον άλ­λο, και μά­λι­στα, ελ­λό­χευε κίν­δυ­νος στο να πα­ντρευ­τώ τον έναν ενώ θα έμε­νε ο άλ­λος κο­ντά…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ας τους εί­χες απορ­ρί­ψει και τους δυο…!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Αδύ­να­τον! Με κα­τέ­κτη­σαν! Με φλέρ­τα­ραν σαν δυο ανε­μο­στρό­βι­λοι. Ο αντα­γω­νι­σμός ήταν άγριος. Άρ­χι­σαν να μι­σιού­νται με ανεί­πω­το τρό­πο. Έφτα­σα στο ση­μείο να φο­βά­μαι, έφτα­σαν στο ση­μείο να φο­βού­νται ότι θα αλ­λη­λο­σκο­τώ­νο­νταν, κά­τι έτσι σαν αλ­λη­λο­αυ­το­κτο­νία. Και εγώ, ότι θα με κα­τα­κρε­ουρ­γού­σαν ηθι­κά. Δεν υπήρ­χε τρό­πος να τους αντι­στα­θώ. Και έτσι, με τον σά­λο τους, με κέρ­δι­σαν…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ποιος από τους δύο;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Και οι δύο…, ο ένας…, ο άλ­λος. Και απο­φά­σι­σαν ότι αυ­τός που δεν θα με πα­ντρευό­ταν θα απο­χω­ρού­σε. Εγώ δεν πα­ρα­βρέ­θη­κα στη λή­ψη της από­φα­σης. Με τρο­μο­κρα­τού­σε η ιδέα να τους δω μα­ζί. Η σκη­νή προ­μη­νυό­ταν μάλ­λον τρο­μα­κτι­κή.

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Εγώ θα έλε­γα κρύα και με μια ηρε­μία υπο­χθό­νια…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Δεν ξέ­ρω, δεν ήξε­ρα, δεν θέ­λη­σα να ξέ­ρω πώς το απο­φά­σι­σαν. Όφει­λαν να χω­ρί­σουν για πά­ντα… Πα­ντρεύ­τη­κα αυ­τόν που έμει­νε, αυ­τόν τον Κό­σμε…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Όμως αυ­τός… εί­ναι ο Κό­σμε;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Ε, τό­τε ποιος εί­ναι, αν όχι αυ­τός;

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ο άλ­λος, όπως λέ­ει ο ίδιος…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Ποιος; Ο Ντα­μιάν; Τι ευ­φυο­λό­γη­μα!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ηρέ­μη­σε!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Μα εδώ εί­ναι να τρε­λαί­νε­σαι… Ο κα­θέ­νας θα έλε­γε ότι εσύ τρε­λά­θη­κες κιό­λας… Να υπο­θέ­τεις ότι αυ­τός, ο άντρας μου, εί­ναι ο άλ­λος…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Συ­νέ­χι­σε!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Πα­ντρεύ­τη­κα τον Κό­σμε, και ο Ντα­μιάν έφυ­γε. Ο πα­τέ­ρας μου πέ­θα­νε αμέ­σως με­τά, και δεν πρέ­πει να εί­ναι άσχε­τα προς τον θά­να­τό του τα χτυ­πή­μα­τα στην καρ­διά που του έδω­σαν οι δυο μα­νια­κοί μνη­στή­ρες μου… Και λί­γο με­τά μας έγρα­ψε ο Ντα­μιάν ότι πα­ντρευό­ταν. Χά­ρη­κα, για­τί δια­λυό­ταν μια ανη­συ­χία μου, ότι κά­ποια μέ­ρα θα επέ­στρε­φε… Ο Κό­σμε πή­γε στον γά­μο του αδελ­φού του…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Κι εσύ;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Εγώ όχι, δεν ήθε­λα, δεν έπρε­πε, εγώ δεν τον ξα­να­εί­δα…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ποιον από τους δύο;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Άντε πά­λι, τον Ντα­μιάν! Και ύστε­ρα συ­νέ­βη ο κλο­νι­σμός του άντρα μου, όσο εγώ ήμουν μα­κριά. Όταν επέ­στρε­ψα, τον βρή­κα… άλ­λο!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Όπως ο ίδιος αυ­το­α­πο­κα­λεί­ται… Για­τί εί­χε επι­στρέ­ψει…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Ο άλ­λος…, ναι!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ο Ντα­μιάν;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Ο Ντα­μιάν όχι…, ο άλ­λος!

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: [Μπαί­νο­ντας.] Λά­ου­ρα, εί­ναι εδώ μία κυ­ρία που θέ­λει να σε δει. Έρ­χε­ται πο­λύ συγ­χυ­σμέ­νη… Να της πω να πε­ρά­σει;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Να πε­ρά­σει! Μεί­νε, Ερ­νέ­στο.

Η Πα­ρα­μά­να φεύ­γει.



ΣΚΗ­ΝΗ ΙΙΙ

Ο Ερ­νέ­στο, η Λά­ου­ρα και η Ντα­μιά­να.

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: [Μπαί­νο­ντας.] Η Λά­ου­ρα, η σύ­ζυ­γος του Κό­σμε Ρε­δό­ντο;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Εγώ εί­μαι. Και από ‘δώ, ο αδερ­φός μου ο Ερ­νέ­στο.

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Κι εγώ εί­μαι η Ντα­μιά­να, η σύ­ζυ­γος του Ντα­μιάν, του κου­νιά­δου σου, και έρ­χο­μαι για να μά­θω τι τον κά­να­τε τον άντρα μου…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Εγώ, τι τον έκα­να τον άντρα σου; Εγώ;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Θα εί­ναι λί­γο πα­ρα­πά­νω από ένας μή­νας που μου εί­πε ότι θα ερ­χό­ταν να δει τον αδερ­φό του, τον Κό­σμε σου∙ ότι θα ερ­χό­ταν να σας δει, και επει­δή δεν μου έγρα­φε, έγρα­ψα στον Κό­σμε για να τον ρω­τή­σω για εκεί­νον, αλ­λά κα­μία απά­ντη­ση… Και ξα­νά, και πά­λι, μα… τί­πο­τα! Και ήρ­θα για να μου πει τι ακρι­βώς έκα­νε τον αδερ­φό του…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Τι έκα­νε τον αδερ­φό του… ποιος;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Ο σύ­ζυ­γός σου… Ή τι τον έκα­νες τον άντρα μου…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Εγώ;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Ναι, εσύ. Και εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, τι τον έχε­τε κά­νει εσύ και ο σύ­ζυ­γός σου, τον άντρα μου.

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Τον άντρα σου;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Ναι, τον άντρα μου! Τι τον έχε­τε κά­νει…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Μα εγώ…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Πού τον έχε­τε;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Τι πού τον έχου­με; Εγώ…;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Εγώ…, εγώ…, εγώ…, τε­λεί­ω­νε! Πού τον έχε­τε;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Αλ­λά…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Φώ­να­ξε τον άντρα σου, ή όποιος κι αν εί­ναι…, φώ­να­ξέ τον, για να μου πει τι τον έκα­νε τον δι­κό μου… Φώ­να­ξέ τον!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Μην φω­νά­ζε­τε όμως έτσι…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Ναι, θα φω­νά­ζω… Φώ­να­ξέ τον, εί­πα, φώ­να­ξέ τον. Και δώ­σε μου ό,τι μου ανή­κει!



ΣΚΗ­ΝΗ IV

Οι πα­ρα­πά­νω και ο Άλ­λος.

Μπαί­νει ο Άλ­λος, αβί­α­στα. Η Ντα­μιά­να πά­ει να τον αγκα­λιά­σει, αλ­λά αυ­τός τρα­βιέ­ται φο­βι­σμέ­νος, κοι­τά­ζει τα χέ­ρια του και με­τά κα­λύ­πτει τα μά­τια του με αυ­τά και κου­νά­ει το κε­φά­λι νεύ­ο­ντας όχι.

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Ντα­μιάν!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Όχι, εί­ναι ο Κό­σμε!

ΑΛ­ΛΟΣ: Εγώ; Ο άλ­λος! Σας το εί­πα ήδη: ο άλ­λος!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: [Πη­γαί­νει προς το μέ­ρος του σαν σε αυ­το­ά­μυ­να.] Μα εσύ εί­σαι ο Κό­σμε, ο Κό­σμε μου…

ΑΛ­ΛΟΣ: Ο άλ­λος, εί­πα! Ο άλ­λος του άλ­λου! Εί­σα­στε τώ­ρα εδώ και οι δυο Ερι­νύ­ες; Ήρ­θα­τε να με κυ­νη­γή­σε­τε; Να με βα­σα­νί­σε­τε; Να εκ­δι­κη­θεί­τε; Να εκ­δι­κη­θεί­τε τον άλ­λο; Ήρ­θα­τε κιό­λας, Ερι­νύ­ες; Εσύ, Λά­ου­ρα…, εσύ, Ντα­μιά­να…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Μα πού εί­ναι ο Ντα­μιάν μου;

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ο Ντα­μιάν σας, κυ­ρία μου, ή ο άλ­λος, ο Κό­σμε σου, Λά­ου­ρα, εί­ναι νε­κρός και κλει­δω­μέ­νος στα σκο­τει­νά στο κε­λά­ρι. [Στον Άλ­λο.] Δο­λο­φό­νε! Αδερ­φο­κτό­νε!

ΑΛ­ΛΟΣ: [Σταυ­ρώ­νο­ντας τα χέ­ρια του.] Εγώ; Δο­λο­φό­νος εγώ; Αλ­λά ποιος εί­μαι εγώ; Ποιος εί­ναι ο δο­λο­φό­νος; Ποιος ο δο­λο­φό­νος; Ποιος ο δή­μιος; Ποιος το θύ­μα; Ποιος ο Κάιν; Ποιος ο Άβελ; Ποιος εί­μαι εγώ, ο Κό­σμε ή ο Ντα­μιάν; Ναι, ξε­σκε­πά­στη­κε το μυ­στή­ριο, λο­γι­κεύ­τη­κε η πα­ρα­φρο­σύ­νη, φα­νε­ρώ­θη­κε στο φως η σκιά. Οι δυο δί­δυ­μοι, που όπως ο Ησαύ και ο Ια­κώβ μά­λω­ναν ήδη από την κοι­λιά της μά­νας τους, με αδερ­φι­κό μί­σος, με μί­σος που ήταν δαι­μο­νι­κή αγά­πη, τα δυο αδέρ­φια συ­να­ντή­θη­καν… Όταν βρά­δια­σε ήτα­νε, εί­χε μό­λις πέ­σει ο ήλιος, τό­τε που λιώ­νουν οι σκιές και το πρά­σι­νο της φύ­σης γί­νε­ται μαύ­ρο… Να μι­σείς τον αδερ­φό σου έτσι όπως μι­σείς και τον ίδιο σου τον εαυ­τό! Και γε­μά­τοι με μί­σος για τον εαυ­τό σας, δια­τε­θει­μέ­νοι να αυ­το­κτο­νή­σε­τε ταυ­τό­χρο­να, για μια γυ­ναί­κα…, για άλ­λη γυ­ναί­κα…, καυ­γά­δι­σαν… Και ο ένας ένιω­σε ότι στα πα­γω­μέ­να από τη φρί­κη χέ­ρια του πά­γω­νε ο λαι­μός του άλ­λου… Και κοί­τα­ξε στα νε­κρά μά­τια του αδερ­φού μή­πως έβλε­πε μέ­σα τους νε­κρό και τον εαυ­τό του… Οι σκιές της νύ­χτας που ερ­χό­ταν πε­ριέ­βα­λαν τον πό­νο του άλ­λου… Και ο Θε­ός σιω­πού­σε… Και συ­νε­χί­ζει ακό­μα να σιω­πά! Ποιος εί­ναι ο νε­κρός; Ποιος εί­ναι ο πιο νε­κρός; Ποιος εί­ναι ο δο­λο­φό­νος;

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Εσύ εί­σαι ο δο­λο­φό­νος, ο δή­μιος, εσύ! Εκεί­νο το από­γευ­μα ο αδελ­φός σου ήρ­θε να σε δει, καυ­γα­δί­σα­τε, σί­γου­ρα από ζή­λεια, και εσύ σκό­τω­σες τον αδερ­φό σου…

ΑΛ­ΛΟΣ: Ακρι­βώς! Αλ­λά σε άμυ­να. Και ποιος εί­μαι εγώ;

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Εσύ; Ο Κάιν!

ΑΛ­ΛΟΣ: Κάιν! Κάιν! Κάιν! Το επα­να­λαμ­βά­νω ο ίδιος στον εαυ­τό μου κά­θε νύ­χτα, στα όνει­ρα, και γι’ αυ­τό κοι­μά­μαι μό­νος, κλει­δω­μέ­νος και μα­κριά απ’ όλους. Για να μην με ακούν…, για να μην ακούω εγώ τον εαυ­τό μου…! Κα­κό­μοι­ρε Κάιν! Αλ­λά επί­σης λέω ότι αν ο Κάιν δεν εί­χε σκο­τώ­σει τον Άβελ, ο Άβελ θα εί­χε σκο­τώ­σει τον Κάιν… Ήταν μοι­ραίο! Ήδη από παι­διά, στο σχο­λείο, για αστείο ρω­τού­σα­με αιφ­νι­δια­στι­κά: «Ποιος σκό­τω­σε τον Κάιν;» Και ο ερω­τώ­με­νος συ­νή­θως έπε­φτε στην πα­γί­δα και απα­ντού­σε: «Ο αδερ­φός του ο Άβελ.» Κι έτσι έγι­νε. Και τέ­λος πά­ντων, γί­νε­ται Κάιν επει­δή σκο­τώ­νει τον αδερ­φό ή τον σκο­τώ­νει επει­δή εί­ναι ο Κάιν;

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Δη­λα­δή, αν…

ΑΛ­ΛΟΣ: Δη­λα­δή, αν όποιος θέ­λεις από τους δυο, ο ένας…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ναι!

ΑΛ­ΛΟΣ: Εάν ο ένας δεν σκό­τω­νε τον άλ­λο, ο άλ­λος θα εί­χε σκο­τώ­σει τον έναν.

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Κι εσύ;

ΑΛ­ΛΟΣ: Εγώ; Ο ένας και ο άλ­λος, Κάιν και Άβελ, δή­μιος και θύ­μα!

ΣΚΗ­ΝΗ V

Οι πα­ρα­πά­νω, η Πα­ρα­μά­να και ο δον Χουάν.

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: [Μπαί­νει με τον δον Χουάν.] Επει­δή κα­τα­λά­βα­με τι συμ­βαί­νει…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Πα­ρα­μά­να!

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Πε­ρί­με­νε, Ντα­μιά­να! Επει­δή κα­τά­λα­βα τι συμ­βαί­νει και βλέ­πω ότι απο­κα­λύ­πτε­ται το μυ­στή­ριο -όχι ότι δια­λευ­καί­νε­ται-, έφε­ρα τον δον Χουάν, για­τί αυ­τό πρέ­πει να το συ­γκα­λύ­ψου­με, πρέ­πει να το θά­ψου­με εδώ.

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ο θαμ­μέ­νος εί­ναι ο άλ­λος.

ΑΛ­ΛΟΣ: Όχι, εί­μαι εγώ!

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Κοι­τάξ­τε, δον Χουάν, ο ένας από τους δυο μου γιους -για­τί εί­ναι τό­σο δι­κός μου αυ­τός που με­γά­λω­σα όσο και ο άλ­λος, πα­ρ’ όλο που δεν γέν­νη­σα κα­νέ­ναν τους-, ένας από τους γιους μου σκό­τω­σε τον άλ­λο, που από ό,τι φαί­νε­ται εί­ναι εκεί κά­τω, θαμ­μέ­νος ή κά­τι τέ­τοιο, και πρέ­πει να το τα­κτο­ποι­ή­σου­με αυ­τό, δον Χουάν. Με­τα­ξύ μας, εμείς οι έξι, πρέ­πει να θά­ψου­με σε αυ­τό το σπί­τι το μυ­στή­ριο, και να μην πά­ει πα­ρά πέ­ρα, να μην μα­θευ­τεί τί­πο­τα έξω από ‘δώ, να μην το μά­θει ο κό­σμος. Και εσείς, δον Χουάν, να μην πρέ­πει να κά­νε­τε κα­μία διά­γνω­ση. Σαν να μην ξέ­ρα­με τί­πο­τα για… τον αγνο­ού­με­νο. Κα­κό­μοι­ρο παι­δί μου!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Ακό­μα δεν εί­πα­με για το παι­δί…, το δι­κό μου…!

ΧΟΥΑΝ: Τι παι­δί, κυ­ρία μου;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Όποιο και αν εί­ναι!

ΧΟΥΑΝ: Μα εσείς τους ξε­χω­ρί­ζα­τε, τους ξε­χω­ρί­ζε­τε…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Τώ­ρα όχι, για­τί εί­ναι ένας.

ΧΟΥΑΝ: Όμως ο νε­κρός…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Νε­κροί και οι δύο πια…

ΑΛ­ΛΟΣ: Έτσι εί­ναι και έτσι θα εί­ναι!

ΧΟΥΑΝ: Κα­λύ­τε­ρα, ναι, να το απο­κρύ­ψου­με. Δη­λα­δή, αν η χή­ρα…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Αλ­λά, ποια εί­ναι;

ΑΛ­ΛΟΣ: Τι, σιω­παί­νε­τε; Ποια από εσάς δη­λώ­νει χή­ρα; Θέ­λε­τε να εί­στε χή­ρες και οι δυο; Ή και οι δυο γυ­ναί­κες μου; Ποιον θέ­λε­τε; Τον νε­κρό ή τον άλ­λο, τον πιο νε­κρό; Αλ­λά, βέ­βαια! Εσείς θέ­λε­τε τον φο­νιά, τον Κάιν, ας εί­ναι και από συ­μπό­νια, καη­με­νού­λη Κάιν! Αλ­λά εγώ σας λέω ότι επί­σης αξί­ζει τη συ­μπό­νια σας και ο Άβελ, καη­με­νού­λη Άβελ!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ας τον αφή­σου­με με τη συ­νεί­δη­σή του. Και τώ­ρα [Στη Ντα­μιά­να.] μεί­νε­τε, κυ­ρία, σε αυ­τό εδώ το σπί­τι μας… ή δι­κό σας…, και πε­ρι­μέ­νε­τε μέ­χρι όλα να ξε­κα­θα­ρι­στούν. Όμως πρώ­τα ελά­τε μα­ζί μου στο κε­λά­ρι να σας δεί­ξω… τον άλ­λο.

Φεύ­γουν ο Ερ­νέ­στο, η Λά­ου­ρα, η Ντα­μιά­να και ο δον Χουάν.

ΣΚΗ­ΝΗ VI

Ο Άλ­λος και η Πα­ρα­μά­να.

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Μα, γιε μου, γιε μου, τι έκα­νες στον αδερ­φό σου;

ΑΛ­ΛΟΣ: [Κλαί­γο­ντας με λυγ­μούς.] Τον φέ­ρω μέ­σα μου, νε­κρό, πα­ρα­μά­να. Με σκο­τώ­νει…, με σκο­τώ­νει… Θα με απο­τε­λειώ­σει… Ο Άβελ εί­ναι ανε­λέ­η­τος, πα­ρα­μά­να, ο Άβελ δεν συγ­χω­ρεί. Ο Άβελ εί­ναι κα­κός! Ναι, ναι∙ αν δεν τον σκό­τω­νε ο Κάιν, θα εί­χε σκο­τώ­σει αυ­τός τον Κάιν. Και τον σκο­τώ­νει…, με σκο­τώ­νει ο Άβελ. Άβελ, τι κά­νεις στον αδελ­φό σου; Αυ­τός που γί­νε­ται θύ­μα εί­ναι τό­σο κα­κός όσο αυ­τός που γί­νε­ται δή­μιος. Το να γί­νε­σαι θύ­μα εί­ναι μια εκ­δί­κη­ση δια­βο­λι­κή. Αχ, πα­ρα­μά­να!

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Κοί­τα…

ΑΛ­ΛΟΣ: [Κα­λύ­πτο­ντάς της το στό­μα.] Αφού σου έχω πει να μην τον ονο­μά­ζεις…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Αλ­λά πες μου εδώ, στην ακοή της καρ­διάς… Ναι, το έχω ξε­χά­σει, το έχω ξε­χά­σει…! Εσύ εί­σαι, εσύ θα εί­σαι για μέ­να και οι δυο. Για­τί οι δυο σας εί­σα­στε ένας. Θύ­μα ή θύ­της, τι ση­μα­σία έχει; Ο ένας εί­ναι ο άλ­λος!

ΑΛ­ΛΟΣ: Αυ­τή, πα­ρα­μά­να, αυ­τή εί­ναι η άγια αλή­θεια. Όλοι εί­μα­στε ένας…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Έλα εδώ. [Τον πλη­σιά­ζει στο στή­θος της.] Θυ­μά­σαι, όταν δεν ήταν στε­γνά; Όταν από αυ­τά έπι­νες τη ζωή; Πό­τε πό­τε σας άλ­λα­ζα με τη μά­να σας, και οι δυο θη­λά­σα­τε στα στή­θη μου, και οι δυο στα δι­κά της… Σας αλ­λά­ζα­με και εγώ άλ­λα­ζα στή­θος. Τη μια από αυ­τό, αυ­τό απ’ την πλευ­ρά της καρ­διάς∙ την άλ­λη από το άλ­λο…

ΑΛ­ΛΟΣ: Αυ­τό απ’ την πλευ­ρά του συ­κω­τιού!

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Και σή­με­ρα… εί­ναι στε­γνά.

ΑΛ­ΛΟΣ: Αλ­λά εκεί­να της μά­νας που μας γέν­νη­σε…!

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Εί­ναι χώ­μα πια…

ΑΛ­ΛΟΣ: Χώ­μα και ο άλ­λος… χώ­μα κι εγώ…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Για­τί τον μι­σού­σες, γιε μου;

ΑΛ­ΛΟΣ: Από τό­τε που ήμα­σταν μι­κρού­λη­δες υπέ­φε­ρα να με βλέ­πω έξω από τον εαυ­τό μου τον ίδιο…, δεν μπο­ρού­σα να αντέ­ξω εκεί­νο τον κα­θρέ­φτη…, δεν μπο­ρού­σα να με βλέ­πω έξω από εμέ­να… Ο δρό­μος για να μι­σή­σεις τον εαυ­τό σου εί­ναι να τον δεις έξω από εσέ­να τον ίδιο, να τον δεις σαν άλ­λο… Εκεί­νος ο φρι­κτός αντα­γω­νι­σμός για το ποιος θα μά­θαι­νε κα­λύ­τε­ρα το μά­θη­μα! Και αν το ήξε­ρα εγώ και εκεί­νος όχι, να βά­ζουν τον βαθ­μό σε αυ­τόν… Να μας ξε­χω­ρί­ζουν από το όνο­μα, από μια κορ­δέ­λα, ένα ρού­χο…! Να εί­μα­στε ένα όνο­μα! Αυ­τός, αυ­τός με έμα­θε να μι­σώ τον εαυ­τό μου…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Αλ­λά ήτα­νε κα­λός…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Γί­να­με κα­κοί και οι δύο… Όταν κά­ποιος δεν εί­ναι πά­ντα ένας, γί­νε­ται κα­κός… Για να γί­νεις κα­κός το πιο εύ­κο­λο εί­ναι να έχεις συ­νέ­χεια μπρο­στά σου έναν κα­θρέ­φτη, και ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο έναν κα­θρέ­φτη ζω­ντα­νό, που ανα­πνέ­ει…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Κι έπει­τα… η γυ­ναί­κα!

ΑΛ­ΛΟΣ: Οι γυ­ναί­κες, πα­ρα­μά­να, οι γυ­ναί­κες…, και η μία και η άλ­λη, η σα­γη­νευ­μέ­νη και η σα­γη­νεύ­τρα…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Ζού­με στη γη…

ΑΛ­ΛΟΣ: Στο μυ­στή­ριο, πα­ρα­μά­να, στο μυ­στή­ριο… Και εσύ με τη μη­τέ­ρα μου μας μά­θα­τε να προ­σευ­χό­μα­στε… Όλα δι­πλά…, όλα δι­πλά… Και ο Θε­ός δι­πλός…!

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Δι­πλός; Ο Θε­ός;

ΑΛ­ΛΟΣ: Το άλ­λο του όνο­μα εί­ναι το Πε­πρω­μέ­νο!

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Η Μοί­ρα!

ΑΛ­ΛΟΣ: Αυ­τή εί­ναι άλ­λη…, η γυ­ναί­κα του Πε­πρω­μέ­νου… Και ο Θε­ός άλ­λος εί­ναι…!

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Πώς το έκα­νες έτσι το καη­μέ­νο το κε­φά­λι σου, γιε μου!

ΑΛ­ΛΟΣ: Όχι, πώς μου το έκα­νε Αυ­τός, ο Θε­ός, το Πε­πρω­μέ­νο, ο Άλ­λος του ου­ρα­νού. Και όχι το κε­φά­λι, όχι…! την καρ­διά! Πά­ει να εκρα­γεί! Και η καρ­διά εί­ναι χώ­μα!

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Συ­γκρα­τή­σου!

ΑΛ­ΛΟΣ: Θυ­μά­μαι, πα­ρα­μά­να, όταν αυ­τός κι εγώ, οι δυο μας μα­ζί, εί­δα­με την τρα­γω­δία του Οι­δί­πο­δα, ο με­γα­λειώ­δης διε­ρευ­νη­τής, ο θεϊ­κός «ντε­τέ­κτιβ»… Μοιά­ζει σαν θέ­μα ται­νί­ας τρό­μου, πα­ρά­λο­γο, και εί­ναι το πιο μύ­χιο της αλή­θειας και της ζω­ής. Και αυ­τός χρειά­στη­κε να συ­γκρα­τη­θεί…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Συ­γκρα­τή­σου λοι­πόν!

ΑΛ­ΛΟΣ: Αλ­λά και εκεί­νες; Οι Ερι­νύ­ες; Με τις οποί­ες με κα­τα­τρύ­χει και με βα­σα­νί­ζει το Πε­πρω­μέ­νο, το δι­κό μου, το δι­κό μου Πε­πρω­μέ­νο και το δι­κό του; Αυ­τές οι Ερι­νύ­ες της Μοί­ρας, αυ­τές οι δυο χή­ρες…, αυ­τές οι αμο­λη­τές Ερι­νύ­ες;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Πρέ­πει να τις κα­τευ­νά­σεις!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: [Από το πα­ρα­σκή­νιο.] Να μου δώ­σε­τε τον άντρα μου!

ΑΛ­ΛΟΣ: Τον άντρα της;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: [Το ίδιο.] Να μου δώ­σε­τε τον άντρα μου!

ΑΛ­ΛΟΣ: Ποιος εί­ναι ο άντρας της, πα­ρα­μά­να;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Εσύ το ξέ­ρεις;

ΑΛ­ΛΟΣ: Εγώ;, εγώ δεν ξέ­ρω ποιος εί­μαι…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: [Το ίδιο.] Να μου δώ­σε­τε τον πα­τέ­ρα…

ΑΛ­ΛΟΣ: Πα­τέ­ρας; Δεν ξέ­ρω ποιος εί­μαι…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Κι εγώ ακό­μα λι­γό­τε­ρο…

Αυ­λαία.

ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ



ΣΚΗ­ΝΗ Ι

Ο Άλ­λος.

Στο βά­θος της σκη­νής, κυ­κλι­κός ολό­σω­μος κα­θρέ­πτης, που τον κρύ­βει ένα πα­ρα­βάν ο Άλ­λος κά­νει βόλ­τες με το κε­φά­λι σκυ­φτό και χει­ρο­νο­μώ­ντας σαν κά­ποιος που μι­λά­ει μό­νος του, μέ­χρι που τε­λι­κά τρα­βά­ει το πα­ρα­βάν απο­φα­σι­στι­κά και στα­μα­τά­ει μπρο­στά στον κα­θρέ­φτη, σταυ­ρώ­νει τα χέ­ρια και κοι­τά­ζε­ται για ένα λε­πτό. Κα­λύ­πτει το πρό­σω­πό του με τα χέ­ρια του, τα κοι­τά­ζει, έπει­τα τα απλώ­νει προς την ει­κό­να που αντα­να­κλά­ται σαν για να την πιά­σει από τον λαι­μό, όμως όταν βλέ­πει αυ­τά τα άλ­λα χέ­ρια να τον πλη­σιά­ζουν, τα στρέ­φει προς τον εαυ­τό του, στον ίδιο του τον λαι­μό σαν να θέ­λει να πνι­γεί. Ύστε­ρα, θύ­μα υπέρ­τα­της οδύ­νης, πέ­φτει στα γό­να­τα μπρο­στά στον κα­θρέ­πτη, στη­ρί­ζει το κε­φά­λι του στο τζά­μι και, κοι­τά­ζο­ντας στο πά­τω­μα, ξε­σπά­ει σε γο­ε­ρό κλά­μα.

ΣΚΗ­ΝΗ ΙΙ

Ο Άλ­λος και η Λά­ου­ρα.

Εκεί­νη τη στιγ­μή εμ­φα­νί­ζε­ται η Λά­ου­ρα, που στα­μα­τά­ει και πα­ρα­τη­ρεί. Νυ­χο­πα­τώ­ντας, τον πλη­σιά­ζει από πί­σω και βά­ζει το χέ­ρι της στον ώμο του.

ΑΛ­ΛΟΣ: [Ενώ γυ­ρί­ζει ξαφ­νια­σμέ­νος.] Ποιος;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Εγώ, η Λά­ου­ρά σου…

ΑΛ­ΛΟΣ: Εσύ…, η…, η τι…; Η…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Ναι, η Λά­ου­ρά σου!

ΑΛ­ΛΟΣ: Εσύ, γυ­ναί­κα μου;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Ναι, δεν εί­σαι εσύ ο άντρας μου;

ΑΛ­ΛΟΣ: Ο άντρας μου; Ο άντρας μου…, όχι! Ναι… ο δο­λο­φό­νος μου! Και δεν ξέ­ρω αν ήμουν δο­λο­φό­νος ή αυ­τό­χει­ρας.

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Μην το σκέ­φτε­σαι αυ­τό, άφη­σε τον νε­κρό και…

ΑΛ­ΛΟΣ: Ποιος εί­ναι ο νε­κρός; Ο αδερ­φός σου χρί­στη­κε δε­σμο­φύ­λα­κάς μου, μέ­χρι να ξε­κα­θα­ρι­στούν τα πράγ­μα­τα. Αλ­λά εγώ…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: [Κά­νο­ντάς τον να ση­κω­θεί από το πά­τω­μα.] Πρώ­τα απ’ όλα, άσε τον κα­θρέ­φτη και μην βα­σα­νί­ζε­σαι έτσι… Μην κοι­τά­ζε­σαι, μην κοι­τά­ζε­σαι…

ΑΛ­ΛΟΣ: [Ενώ ση­κώ­νε­ται.] Τον νε­κρό!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: [Παίρ­νει το πα­ρα­βάν και ξα­να­κα­λύ­πτει τον κα­θρέ­φτη. Πη­γαί­νει τον Άλ­λο σε έναν κα­να­πέ, όπου τον βά­ζει να κα­θί­σει.] Μην ξα­να­κοι­τα­χτείς…, μην σκο­τώ­νεις έτσι τον εαυ­τό σου…, ζή­σε, ζή­σε, ζή­σε… Εγώ ξέ­ρω κα­λά ποιος εί­σαι εσύ…

ΑΛ­ΛΟΣ: Αφού το βλέ­πεις, ο αδερ­φός σου, ο Ερ­νέ­στο, ο κου­νιά­δος μου…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Ο κου­νιά­δος σου; Άρα εγώ εί­μαι η γυ­ναί­κα σου;

ΑΛ­ΛΟΣ: Κά­νε λο­γα­ρια­σμό, και ας εί­μαι εγώ όποιος να ‘ναι…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Μα εσύ εί­σαι…

ΑΛ­ΛΟΣ: Ο άλ­λος, σου το έχω ήδη πει. Ο αδερ­φός σου χρί­στη­κε δε­σμο­φύ­λα­κάς μου, τρε­λο­για­τρός μου, μέ­χρι να ξε­κα­θα­ρι­στούν τα πράγ­μα­τα. Αλ­λά εγώ…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Εσύ…, εγώ ξέ­ρω κα­λά ποιος εί­σαι… Δεν χρειά­ζε­ται να το ξέ­ρω καν! Και εγώ εί­μαι η γυ­ναί­κα σου…

ΑΛ­ΛΟΣ: Ας εί­μαι όποιος να ‘ναι…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Ναι, όποιος και αν ήσου­να, για­τί… [Τρυ­πώ­νει στην αγκα­λιά του χα­διά­ρα και τον χαϊ­δεύ­ει, ενώ αυ­τός τη φι­λά­ει στο κε­φά­λι.] Κοί­τα, εφό­σον έλα­βα το πρώ­το σου φι­λί με­τά από το… γε­γο­νός…

ΑΛ­ΛΟΣ: Το έγκλη­μα… Πες το με το όνο­μά του!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Με­τά από εκεί­νο, που ξέ­ρω ότι χρειά­στη­κε να το κά­νεις σε αυ­το­ά­μυ­να.

ΑΛ­ΛΟΣ: Όλα τα εγκλή­μα­τα δια­πράτ­το­νται σε αυ­το­ά­μυ­να. Όλοι οι δο­λο­φό­νοι δο­λο­φο­νούν αμυ­νό­με­νοι. Αμύ­νο­νται ενά­ντια στον ίδιο τους τον εαυ­τό…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Άσε αυ­τές τις σκέ­ψεις και έλα…

ΑΛ­ΛΟΣ: Ναι, σε εσέ­να. Εσύ θέ­λεις να ξε­χά­σω…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Φυ­σι­κά!

ΑΛ­ΛΟΣ: Για­τί δεν μπο­ρώ να ξε­χά­σω…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Από τό­τε που έλα­βα το πρώ­το σου φι­λί, Ντα­μιάν…

ΑΛ­ΛΟΣ: [Σπρώ­χνο­ντάς την.] Ε! Εγώ δεν εί­μαι ο Ντα­μιάν…, εγώ δεν εί­μαι ο Κό­σμε, σου το έχω ήδη πει…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: [Κολ­λά­ει πά­νω του ξα­νά.] Όχι, αλ­λά δεν με ξε­γε­λάς…, αφού σε ξέ­ρω… Εκεί­νο το φι­λί εί­χε γεύ­ση αί­μα­τος, και ξέ­ρω ότι τον σκό­τω­σες…

ΑΛ­ΛΟΣ: Για σέ­να, έτσι;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Ναι, για μέ­να.

ΑΛ­ΛΟΣ: Δεν σε ανα­γνω­ρί­ζω, ποια εί­σαι;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Η Λά­ου­ρα, η Λά­ου­ρά σου…

ΑΛ­ΛΟΣ: Η Λά­ου­ρά μου!, αλ­λά ποια­νού;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Οποιου­δή­πο­τε από τους δύο… Η δι­κή σου!

ΑΛ­ΛΟΣ: Αυ­τό που θέ­λεις εσύ εί­ναι να μά­θεις τι γεύ­ση έχουν τα φι­λιά του άλ­λου, θέ­λεις τον Κάιν και όχι τον Άβελ, αυ­τόν που σκό­τω­σε…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Για μέ­να!

ΑΛ­ΛΟΣ: Και αν ήταν ο δι­κός σου, αυ­τός που σκό­τω­σε τον άντρα της άλ­λης, για να την απο­λαύ­σει;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Αδύ­να­τον! Αδύ­να­τον! Αν και… δεν ξέ­ρω…

ΑΛ­ΛΟΣ: Πό­σα ξέ­ρεις! Για να ξέ­ρεις, μια ερω­τευ­μέ­νη γυ­ναί­κα… Κι έπει­τα ήσουν ερω­τευ­μέ­νη με τον Ντα­μιάν, όχι με τον Κό­σμε, όχι με τον Κό­σμε σου; Έλα, απά­ντη­σε! Ήσουν ερω­τευ­μέ­νη με τον ξέ­νο σύ­ζυ­γο; Απά­ντη­σε, Λά­ου­ρα!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Εγώ… μα­ζί σου!

ΑΛ­ΛΟΣ: Λέ­γε, αφού έφτα­σες εσύ στη Ρε­νά­δα, όταν σε διεκ­δι­κή­σα­με, σχε­δόν σε απαι­τή­σα­με ερω­τι­κά και οι δύο, ποιος από τους δυο μας σε γο­ή­τευ­σε; Και οι δύο;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Έτσι όπως δεν σας ξε­χώ­ρι­ζα…!

ΑΛ­ΛΟΣ: Ναι αλ­λά η αγά­πη οφεί­λει να ξε­χω­ρί­ζει…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Μα αφού δεν δια­φέ­ρα­τε…!

ΑΛ­ΛΟΣ: Όχι, ε; Αχ, τρο­με­ρό μαρ­τύ­ριο να γεν­νιέ­σαι δι­πλός! Να μην εί­σαι πά­ντα ένας και πά­ντα ο ίδιος!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Και γι’ αυ­τό αρ­χί­σα­τε να μι­σεί­τε ο ένας τον άλ­λο;

ΑΛ­ΛΟΣ: Και ο κα­θέ­νας τον εαυ­τό του. Ο ζη­λιά­ρης μι­σεί τον εαυ­τό του. Μι­σεί τον εαυ­τό του αυ­τός που δεν νιώ­θει να δια­φέ­ρει. Και εσύ…, εσύ…, εσύ… [Σφίγ­γο­ντάς της το κε­φά­λι.] Εσύ πο­θού­σες…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Εσέ­να!

ΑΛ­ΛΟΣ: Όχι, τον άλ­λο! Πά­ντα αυ­τόν που δεν εί­χες μπρο­στά σου, τον από­ντα και, όταν μας έβλε­πες μα­ζί, μας μι­σού­σες και τους δύο. Αλ­λά ποιον πο­θού­σες; Έλα, ποιον;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Εσέ­να! Αφού σου το εί­πα ήδη, εσέ­να, εσέ­να, εσέ­να, εσέ­να, τον άλ­λο!

ΑΛ­ΛΟΣ: Πά­ντα επι­θυ­μού­με αυ­τόν που δεν έχου­με… Και τώ­ρα;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Τώ­ρα…

ΑΛ­ΛΟΣ: Τώ­ρα, ναι…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Εσέ­να, εσέ­να, εσέ­να, πά­ντα εσέ­να!

ΑΛ­ΛΟΣ: Όχι εμέ­να, τον νε­κρό…, τον άλ­λο!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Όμως ο άλ­λος…

ΑΛ­ΛΟΣ: Σω­στά, εί­μαι εγώ!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Δι­κός μου…, δι­κός μου…, δι­κός μου…

ΑΛ­ΛΟΣ: Δι­κός σου… Ποιος;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Εσύ.

ΑΛ­ΛΟΣ: Κι εγώ, ποιος; Πό­σο με ξέ­ρεις; Πού το ση­μά­δι; [Η Λά­ου­ρα προ­σπα­θεί παί­ζο­ντας να του γυ­μνώ­σει το στή­θος.] Κρά­τα τα χέ­ρια σου!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Δεν με αφή­νεις να το ψά­ξω;

ΑΛ­ΛΟΣ: Ναι, ναι, γυ­ναί­κα τε­λι­κά, πιο πο­λύ πε­ρί­ερ­γη από ερω­τι­κή. Πώς να εί­ναι ο άλ­λος εσω­τε­ρι­κά; Σε τι δια­φέ­ρουν; Πού να εί­ναι η ελιά, το κρυ­φό στίγ­μα που τους δια­φο­ρο­ποιεί; Και πού ξέ­ρεις αν ο άλ­λος δεν έχει το ίδιο ση­μά­δι;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Το ση­μά­δι που έκα­να εγώ;

ΑΛ­ΛΟΣ: Κρά­τα τα…, κρά­τα τα χέ­ρια σου! Γι’ αυ­τό δεν έμει­να πο­τέ γυ­μνός και κοι­μι­σμέ­νος δί­πλα σου. Κρά­τα τα χέ­ρια σου! Αχ!, οι γυ­ναί­κες εί­σα­στε σκέ­τος δό­λος…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Όπως τό­τε, από εκεί­νη τη μέ­ρα…

ΑΛ­ΛΟΣ: Δη­λα­δή, δεν με γνω­ρί­ζεις εμέ­να, τον δο­λο­φό­νο…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Ε, ναι, σε γνω­ρί­ζω!

ΑΛ­ΛΟΣ: [Κα­θώς ση­κώ­νε­ται.] Αλή­θεια με γνω­ρί­ζεις; Έλα εδώ. [Πιά­νει το κε­φά­λι της στα χέ­ρια του και την κοι­τά­ει στα μά­τια.] Δες με κα­λά, τι βλέ­πεις;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Αί­μα!

ΑΛ­ΛΟΣ: Γνω­ρί­ζεις τον Κάιν;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Ντα­μιάν! Κό­σμε!

ΑΛ­ΛΟΣ: Γνω­ρί­ζεις τον Άβελ!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Κό­σμε! Ντα­μιάν!

ΑΛ­ΛΟΣ: Γνω­ρί­ζεις τον άλ­λο;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Με σκο­τώ­νεις…, με σκο­τώ­νεις… Και να που την ακούω εκεί­νη…, την άλ­λη!

Φεύ­γει εσπευ­σμέ­να.

ΑΛ­ΛΟΣ: Η άλ­λη!

ΣΚΗ­ΝΗ ΙΙΙ

Ο Άλ­λος και η Ντα­μιά­να.

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Αυ­τό πρέ­πει να τε­λειώ­σει…

ΑΛ­ΛΟΣ: Όχι, να αρ­χί­σει!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Ακρι­βώς, αυ­τό πρέ­πει να αρ­χί­σει, Κό­σμε…

ΑΛ­ΛΟΣ: Κό­σμε; Όχι, εσύ ξέ­ρεις κα­λά ότι εί­μαι…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Ο άντρας μου!

ΑΛ­ΛΟΣ: Ο άντρας σου, ναι, αυ­τός που κα­τά­κτη­σες, τρο­με­ρή γυ­ναί­κα, γυ­ναί­κα από αί­μα…

Κά­θο­νται. Η Ντα­μιά­να εξου­σια­στι­κή τον παίρ­νει στην πο­διά της και τον χαϊ­δεύ­ει όπως ένα παι­δί.

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Αφού βλέ­πω πό­σο υπο­φέ­ρεις… Και για μέ­να! Για μέ­να τον σκό­τω­σες!

ΑΛ­ΛΟΣ: Σώ­πα, γυ­ναί­κα!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Για­τί δεν με φω­νά­ζεις Ντα­μιά­να;

ΑΛ­ΛΟΣ: Αυ­τό το όνο­μα…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Σου θυ­μί­ζει…, ξέ­ρω τι σου θυ­μί­ζει.

ΑΛ­ΛΟΣ: Τον άλ­λο! Εμέ­να!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Από τό­τε που σε γνώ­ρι­σα, όταν ήρ­θες στον γά­μο μας, δεν μπό­ρε­σα να ησυ­χά­σω από τον πό­θο. Ήμουν στην αγκα­λιά του άλ­λου και έλε­γα στον εαυ­τό μου: «Πώς να εί­ναι ο άλ­λος; Πώς τα φι­λιά του; Να εί­ναι το ίδιο;»

ΑΛ­ΛΟΣ: Δη­λα­δή, όταν μου πα­ρα­δό­θη­κες δεν ήσουν δι­κή μου;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Αφού εσύ εί­σαι…

ΑΛ­ΛΟΣ: Ο άλ­λος!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Όποιος κι αν εί­σαι… Ο άντρας μου!

ΑΛ­ΛΟΣ: Αλ­λά ποιος εί­μαι; Ξέ­ρεις;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Εί­μαι σί­γου­ρη!

ΑΛ­ΛΟΣ: Εγώ λοι­πόν όχι! Λέ­νε ότι το να τρε­λαί­νε­σαι εί­ναι να απο­ξε­νώ­νε­σαι, να γί­νε­σαι ξέ­νος, άλ­λος…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Μα ακό­μη δεν βρε­θή­κα­με…, δη­λα­δή, δεν ξα­να­βρε­θή­κα­με…, δεν βρε­θή­κα­με ακό­μα μό­νοι, εντε­λώς μό­νοι…

ΑΛ­ΛΟΣ: Ναι, δεν βρε­θή­κα­με και… δεν αγ­γι­χτή­κα­με! Μό­νοι και γυ­μνοί!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Ναι, πρέ­πει να σε γδύ­σω, σαν μι­κρό παι­δί∙ για να σε κοι­μί­σω, για να σε να­νου­ρί­σω…

ΑΛ­ΛΟΣ: Για να ψά­ξεις το ση­μά­δι!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Μα αφού δεν το χρειά­ζο­μαι! Αφού το βλέ­πω μέ­σα από τα ρού­χα σου…, το ση­μά­δι μου!

ΑΛ­ΛΟΣ: Αλή­θεια; Και τι ση­μά­δι; Τι στίγ­μα;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Αυ­τό του άντρα μου!

ΑΛ­ΛΟΣ: Και οι δυο μα­ζί με σκο­τώ­νε­τε… Και οι δυο σκο­τώ­σα­τε τον έναν…, και οι δυο θα σκο­τώ­σε­τε τον άλ­λο… [Ξε­σπά­ει σε κλά­μα­τα.]

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Τι αδύ­να­μος! Ναι λοι­πόν, θα σε σκο­τώ­σω. Εί­μαι δια­τε­θει­μέ­νη να σε σκο­τώ­σω, να σε σκο­τώ­σω από οδύ­νη, από τύ­ψεις, αν δεν ομο­λο­γή­σεις ότι εί­σαι ο άντρας μου, αυ­τός που εγώ κα­τά­κτη­σα, αν δεν φύ­γεις από αυ­τό το απε­χθές σπί­τι, του πε­θα­μέ­νου, της Λά­ου­ρας, αν δεν την αφή­σεις αυ­τήν, αν δεν έρ­θεις μα­ζί μου και μό­νο για μέ­να, μό­νο για μέ­να, μό­νο για μέ­να… Άφη­σε τον νε­κρό, άφη­σε τη γυ­ναί­κα του, τη χή­ρα, άφη­σε τον τρε­λο­για­τρό και έλα μα­ζί μου, οι δυο μας μό­νοι… Αυ­τή εί­ναι η χή­ρα… Όποιου κι αν εί­ναι! Για­τί… τώ­ρα, που εί­μα­στε πια μό­νοι, όλη την αλή­θεια: εγώ σας σα­γή­νε­ψα και τους δυο, σας έκα­να δι­κούς μου και τους δυο. Κι εσύ δεν απο­κα­λύ­πτε­σαι, δεν ομο­λο­γείς ποιος εί­σαι, για­τί εί­σαι δει­λός. Δει­λέ! Δει­λέ!

ΑΛ­ΛΟΣ: Εσύ μας έκα­νες να μι­σού­μα­στε, εσύ μας έκα­νες να σκο­τω­θού­με!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Εγώ ή… η άλ­λη;

ΑΛ­ΛΟΣ: Ζη­λεύ­εις;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Ναι, τρο­με­ρά! Εσύ, ο ένας ή ο άλ­λος, δεν μπο­ρείς να εί­σαι δι­κός της. Εγώ σας τρά­βη­ξα απ’ αυ­τήν! Την κα­τα­κτή­σα­τε για να χω­ρι­στεί­τε, για να μι­ση­θεί­τε, και εγώ σας κα­τά­κτη­σα για να σας ενώ­σω στην αγά­πη μου…

ΑΛ­ΛΟΣ: Εσύ μας χώ­ρι­σες, εσύ… Εσύ μας δη­λη­τη­ρί­α­σες τη ζωή…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Όχι εγώ, η άλ­λη!

ΑΛ­ΛΟΣ: Και οι δύο εί­σα­στε η άλ­λη! Και δεν δια­φο­ρο­ποιεί­στε σε τί­πο­τα∙ γυ­ναί­κες και οι δύο, στην τε­λι­κή. Όλες οι γυ­ναί­κες μία εί­ναι. Το ίδιο κά­νει του Κάιν ή του Άβελ. Δεν δια­φο­ρο­ποιεί­στε σε τί­πο­τα… Η ίδια μέ­γαι­ρα…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Δη­λα­δή μας μι­σείς πια…

ΑΛ­ΛΟΣ: Τό­σο όσο μι­σώ και τον εαυ­τό μου…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: [Πλη­σιά­ζει στο αφτί του.] Αλ­λά εσύ με έχεις… με έχεις στην κα­το­χή σου. Όχι: σε έχω…, σε έχω στην κα­το­χή μου.

ΑΛ­ΛΟΣ: Τι, δεν ξέ­ρεις; Δεν με ξέ­ρεις;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Ναι, σε έχω στην κα­το­χή μου!

ΑΛ­ΛΟΣ: Ε, τό­τε δεν θα ήθε­λες πια και τό­σο πο­λύ να με ξα­να­πο­κτή­σεις…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Γι’ αυ­τό!

ΑΛ­ΛΟΣ: Όχι, Ντα­μιά­να, όχι! Μην προ­δί­νεις τον εαυ­τό σου…!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Για­τί η άλ­λη…

ΑΛ­ΛΟΣ: Βέ­βαια! Ας εί­μαι εγώ όποιος να ‘ναι, ο Κό­σμε ή ο Ντα­μιάν, αυ­τός που έχεις ή δεν έχεις στην κα­το­χή σου, αυ­τό που θέ­λεις εί­ναι να μου αφαι­ρέ­σεις την άλ­λη…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Μα αφού εγώ, εκεί­νες τις μέ­ρες που ακο­λού­θη­σαν τον γά­μο, θυ­μά­σαι…; Για­τί τώ­ρα, σε αυ­τή τη στιγ­μή των με­γα­λύ­τε­ρων εκ­μυ­στη­ρεύ­σε­ων, πρέ­πει να τα εξο­μο­λο­γη­θού­με όλα: εκεί­νες τις πρώ­τες μέ­ρες του μή­να του μέ­λι­τος…

ΑΛ­ΛΟΣ: Του μή­να της πί­κρας!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Σας εί­χα και τους δυο, σας από­λαυ­σα και τους δυο, και εσέ­να και τον άλ­λο, σας απά­τη­σα και τους δυο…

ΑΛ­ΛΟΣ: Αυ­τό νό­μι­σες εσύ∙ αλ­λά με­τα­ξύ μας συμ­φω­νή­σα­με να σε εξα­πα­τή­σου­με και προ­σποι­η­θή­κα­με ότι πι­στέ­ψα­με την απά­τη σου. Και από­λαυ­σες μό­νο τον έναν. Για­τί έτσι όπως και οι δύο θε­λή­σα­με να κα­τα­κτή­σου­με την άλ­λη, και από εκεί γεν­νή­θη­κε το από κοι­νού μί­σος μας, έτσι και οι δύο θε­λή­σα­με να προ­στα­τευ­τού­με από την ορ­γή σου… Αυ­τός που ενέ­δι­δε εκεί­νες τις μέ­ρες ήταν ο άντρας σου, καη­με­νού­λης!, και εκεί­νος που σε απέρ­ρι­πτε προ­σποιού­με­νος τον κου­ρα­σμέ­νο και βα­ριε­στη­μέ­νο, ήταν ο άλ­λος, καη­με­νού­λης επί­σης! Και οι δύο τρέ­μα­με την ορ­γή σου…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Την αγά­πη μου!

ΑΛ­ΛΟΣ: Αγά­πη για… τον εαυ­τό σου! Και ήταν μία τρα­γι­κή δια­μά­χη. Και, όταν νό­μι­ζες ότι απο­λάμ­βα­νες και τους δύο, απο­λάμ­βα­νες τον έναν μό­νο.

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Και τον άλ­λο!

ΑΛ­ΛΟΣ: Όπως θέ­λεις…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Εσέ­να!

ΑΛ­ΛΟΣ: Δεν λες λοι­πόν πως ξέ­ρεις…;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Αχ, αχ, θα τρε­λα­θώ!

ΑΛ­ΛΟΣ: Και όχι από αγά­πη… Δη­λα­δή, ναι, από αγά­πη για τον εαυ­τό σου…, από γυ­ναι­κεία πε­ρη­φά­νεια…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Κοί­τα, εσύ… Τώ­ρα θα σου δώ­σω την από­δει­ξη ότι εσύ, όποιος κι αν εί­σαι, πρέ­πει να εί­σαι ο άντρας μου…

ΑΛ­ΛΟΣ: Από­δει­ξη;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Ναι, από­δει­ξη.

ΑΛ­ΛΟΣ: Δώ­σε μού τη.

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Θα γί­νω μη­τέ­ρα.

ΑΛ­ΛΟΣ: [Τρο­μο­κρα­τη­μέ­νος.] Τι; Τι λες;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Ότι θα γί­νω μη­τέ­ρα, ότι εί­μαι έγκυος από…

ΑΛ­ΛΟΣ: Από ποιον;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Από σέ­να.

ΑΛ­ΛΟΣ: Από μέ­να ή από τον άλ­λο;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Και από τους δύο, από τον ένα που εί­σα­στε. Και ποιος ξέ­ρει, μπο­ρεί να γεν­νή­σω δυο…, για­τί τους νιώ­θω να πα­λεύ­ουν.

ΑΛ­ΛΟΣ: Δυο; Κι άλ­λοι δυο; Αμάν!, πά­ει τρε­λα­θή­κα­με…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Μό­νο οι τρε­λοί γεν­νούν.

ΑΛ­ΛΟΣ: Και σκο­τώ­νουν. Και ο Θε­ός δεν μπο­ρεί, δεν πρέ­πει να με κα­τα­δι­κά­σει έτσι, ώστε να έχω παι­διά, να ξα­να­γί­νω πά­λι… άλ­λος.

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Λοι­πόν θα γί­νεις. Για­τί θα σου δώ­σω… άλ­λον έναν, άλ­λον έναν εσύ.

ΑΛ­ΛΟΣ: Ξα­νά; Να ξα­να­γεν­νη­θώ; Να ξα­να­πε­θά­νω; Ωχ, όχι, όχι, όχι!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Ποια­νού εί­ναι το παι­δί, για πες;

ΑΛ­ΛΟΣ: Εγώ δεν μπο­ρώ να κά­νω παι­διά. Ο Θε­ός δεν μπο­ρεί να με κα­τα­δι­κά­σει έτσι, ώστε να κά­νω παι­διά…, να ξα­να­γί­νω πά­λι άλ­λος.

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Και η Λά­ου­ρα;

ΑΛ­ΛΟΣ: Α, η άλ­λη…! Και οι δυο τους εί­ναι άλ­λη! Πά­ψε πια!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Της το λες αυ­τό της άλ­λης;

ΑΛ­ΛΟΣ: Της άλ­λης… Και οι δυο εί­στε άλ­λη!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Ας έρ­θει λοι­πόν, να τε­λειώ­νου­με. Μπρο­στά και στις δυο…, διά­λε­ξε! Και οι δυο μα­ζί θα σε γδύ­σου­με. Πάω να τη φέ­ρω!

ΑΛ­ΛΟΣ: [Προ­σπα­θεί να τη στα­μα­τή­σει.] Όχι, όχι, μην τη φέ­ρεις, όχι! Δεν θέ­λω να σας δω μα­ζί!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Άσε με, Κάιν, Κάιν μου!



ΣΚΗ­ΝΗ IV

Ο Άλ­λος μό­νος.

ΑΛ­ΛΟΣ: Κάιν! Κάιν! Κάιν! Και τώ­ρα πα­ρα­δο­μέ­νος στις Ερι­νύ­ες, στις δυο Ερι­νύ­ες, σε αυ­τή την Ερι­νύα πά­νω απ’ όλα. Και οι δυο μα­ζί, η σα­γη­νευ­μέ­νη και η σα­γη­νεύ­τρα, η κα­τα­κτη­μέ­νη και η κα­τα­κτή­τρια, θα με σκο­τώ­σουν…



ΣΚΗ­ΝΗ V

Ο Άλ­λος, η Ντα­μιά­να και η Λά­ου­ρα.

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Αυ­τό πρέ­πει να τε­λειώ­σει, Λά­ου­ρα, πρέ­πει να τε­λειώ­σει. [Απευ­θύ­νε­ται στον Άλ­λο.] Εσύ…

ΑΛ­ΛΟΣ: Ποιος;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Κάιν! Όποιος κι αν εί­σαι! Κάιν, Κάιν μου, για­τί εσύ εί­σαι ο Κάιν μου, αφού για χά­ρη μου σκό­τω­σες…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Όχι, σκό­τω­σε για χά­ρη μου και σε αυ­το­ά­μυ­να…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Σε αυ­το­ά­μυ­να ή σε επί­θε­ση, τι ση­μα­σία έχει; Εξάλ­λου αυ­τός πρέ­πει να το απο­φα­σί­σει. Εσύ, Κάιν, κρά­τη­σε τη μία, εμέ­να, τη μη­τέ­ρα, και την άλ­λη διώ­ξε την ή… σκό­τω­σέ την! Εσύ με τη μη­τέ­ρα του παι­διού σου.

ΑΛ­ΛΟΣ: Εγώ…, ο άλ­λος, θα κρα­τή­σω την άλ­λη!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Και ποια εί­ναι αυ­τή;

ΑΛ­ΛΟΣ: Η γυ­ναί­κα μου!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ ΚΑΙ ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: [Ταυ­τό­χρο­να.] Εγώ…, εγώ…, εγώ…

ΑΛ­ΛΟΣ: Αυ­τή που μι­σεί τον εαυ­τό της όπως με μι­σώ και εγώ ο ίδιος, αυ­τή που νιώ­θει πά­νω της το έγκλη­μα…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Εγώ το νιώ­θω, εγώ! Και σαν από­δει­ξη ότι το νιώ­θω σκό­τω­σέ την. Για­τί, αν δεν τη σκο­τώ­σεις εσύ, εγώ…

ΑΛ­ΛΟΣ: Κι άλ­λο θά­να­το;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Ναι, κι άλ­λο θά­να­το! Το αί­μα δια­γρά­φε­ται μό­νο με αί­μα. Σκό­τω­σέ την και θά­ψε την εκεί κά­τω, εκεί που εί­ναι ο νε­κρός∙ με τον άλ­λο, με τον άντρα της… Για­τί αυ­τή εί­ναι η γυ­ναί­κα του νε­κρού, του ητ­τη­μέ­νου, όποιος κι αν εί­ναι…

ΑΛ­ΛΟΣ: Ο ητ­τη­μέ­νος; Και ποιος εί­ναι ο ητ­τη­μέ­νος; Αυ­τός ή εγώ;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Εσύ εί­σαι ο ζω­ντα­νός, εσύ εί­σαι ο πα­τέ­ρας!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Και ποιος εί­ναι ο πα­τέ­ρας;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Όχι ο άντρας σου.

ΑΛ­ΛΟΣ: Όχι, εγώ εί­μαι ο πιο νε­κρός!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Κα­λά λοι­πόν, αν εί­σαι ο πιο νε­κρός, σκό­τω­σέ την!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Α, όχι, όχι, όχι! Φτά­νει! Με σκο­πό να ζή­σει και να μην ανα­κα­λυ­φθεί το έγκλη­μα, όποιος και αν εί­ναι ο φο­νιάς -που εγώ ξέ­ρω κα­λά ποιος εί­ναι-, εγώ θα φύ­γω… Τον αφή­νω σε σέ­να… Δεν μπο­ρού­με να τον μοι­ρα­στού­με… Σου τον χα­ρί­ζω…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Όπως στη σο­λο­μώ­ντεια λύ­ση, ε; Κα­λέ, η έξυ­πνη, η ιδιο­φυία, η γεν­ναιό­δω­ρη! Όπως όλες οι δει­λές, όπως όλες οι κα­τα­κτη­μέ­νες, όπως όλες οι σα­γη­νευ­μέ­νες, όπως όλες οι αγα­πη­τι­κές…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Εγώ…; Εγώ… αγα­πη­τι­κιά;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Ναι, εσύ, η αγα­πη­τι­κιά!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Κι εσύ;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Εγώ; Εγώ η κα­τα­κτή­τρια∙ εγώ, η σα­γη­νεύ­τρα∙ εγώ, αυ­τή που αγα­πά­ει∙ εγώ… η γυ­ναί­κα! Η γυ­ναί­κα και του ενός και του άλ­λου, και των δύο! Και εσύ μό­νο η αγα­πη­τι­κιά! Ο Κάιν δεν εί­χε αγα­πη­τι­κιά, εί­χε γυ­ναί­κα, γυ­ναί­κα που αγα­πού­σε και τον κα­τά­κτη­σε! Η αγα­πη­τι­κιά ήταν του Άβελ… ο Άβελ ήταν ο κα­τα­κτη­τής∙ ο Κάιν, ο καη­με­νού­λης, ο καη­με­νού­λης ο Κάιν ο κα­τα­κτη­μέ­νος, ο σα­γη­νευ­μέ­νος, ο… αγα­πη­τι­κός! Ο Άβελ δεν ήξε­ρε να υπο­φέ­ρει! Εσύ δεν εί­χες πα­ρά μό­νο τον έναν, και ήταν εκεί­νος αυ­τός που σε εί­χε, ενώ εγώ τους εί­χα και τους δύο, και τους δύο, αυ­τόν που σε έκα­νε δι­κή του και τον άλ­λο…, και τους δύο!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Λες ψέ­μα­τα…, λες ψέ­μα­τα…, λες ψέ­μα­τα…!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Και οι δυο ήταν δι­κοί μου…, για μέ­να σκο­τώ­θη­καν… Και εί­ναι πιο δι­κός μου αυ­τός, αυ­τός που ζει, για­τί εί­χε πε­ρισ­σό­τε­ρη δύ­να­μη ή πε­ρισ­σό­τε­ρη τύ­χη, για­τί κα­τά­φε­ρε να σκο­τώ­σει τον άλ­λο. Και κα­τά­φε­ρε να τον σκο­τώ­σει, για να γί­νει πιο δι­κός μου. Εγώ του έδω­σα δύ­να­μη ή τύ­χη. Έχω εδώ στα σπλά­χνα μου… Και τώ­ρα πρέ­πει να εκ­δι­κη­θού­με αυ­τόν τον θά­να­το… Και ένας θά­να­τος εξι­λε­ώ­νε­ται μό­νο…

ΑΛ­ΛΟΣ: Με άλ­λον…, ξέ­ρω!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Λοι­πόν;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Με σκο­τώ­νε­τε…, με σκο­τώ­νε­τε… Σκο­τώ­νεις τη Λά­ου­ρά σου…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Λά­ου­ρά του…; Εί­ναι δι­κός μου, δι­κός μου, δι­κός μου…, ο άντρας μου…, ο Κάιν μου…, το έγκλη­μα τον έκα­νε δι­κό μου…

ΑΛ­ΛΟΣ: Μην φω­νά­ζε­τε, για­τί θα μας ακού­σει ο δε­σμο­φύ­λα­κας, ο τρε­λο­για­τρός… Και θα μας ακού­σει το Πε­πρω­μέ­νο, ο Άλ­λος εκεί πά­νω [Δεί­χνο­ντας τον ου­ρα­νό.] και εκεί κά­τω [Δεί­χνο­ντας τη γη.].

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Ας ακού­σει και ας έρ­θει, και ας τε­λειώ­σει αυ­τό επι­τέ­λους… Για­τί όλοι έχου­με τρε­λα­θεί πια εδώ πέ­ρα…



ΣΚΗ­ΝΗ VI

Οι πα­ρα­πά­νω και ο Ερ­νέ­στο.

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: [Μπαί­νο­ντας.] Ήρ­θε και ο τρε­λο­για­τρός!

ΑΛ­ΛΟΣ: Και δε­σμο­φύ­λα­κας και ανα­κρι­τής για το έγκλη­μα!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Θα μά­θου­με πο­τέ την αλή­θεια;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Αυ­τή, η αδερ­φή σου, η κα­τα­κτη­μέ­νη, η σα­γη­νευ­μέ­νη, η αγα­πη­τι­κιά, η ψό­φια γα­τού­λα, εξώ­θη­σε τον Ντα­μιάν μου να σκο­τώ­σει τον Κό­σμε της. Ήθε­λε να ξέ­ρει τι γεύ­ση έχει ο άλ­λος…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Όχι, αυ­τή ήταν, η κα­τα­κτή­τρια, η λυσ­σα­σμέ­νη θη­λυ­κιά τί­γρη, που, ερω­τευ­μέ­νη με τον Κό­σμε μου, ήθε­λε να τον κά­νει αγα­πη­τι­κό της και έστει­λε τον άντρα της, για να σκο­τω­θεί από τον δι­κό μου. Αυ­τή ήθε­λε να ξέ­ρει τι γεύ­ση έχει ο άλ­λος….

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Το ήξε­ρα!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: [Στον Άλ­λο.] Και εσύ;

ΑΛ­ΛΟΣ: Εγώ; Εγώ δεν μπο­ρώ άλ­λο με τον εαυ­τό μου και φεύ­γω. Η μια κρα­τιέ­ται από τον έναν, η άλ­λη από τον άλ­λο, και οι δύο μα­ζί με ξε­σκί­ζουν. Εί­ναι φρι­κτό να πρέ­πει να σέρ­νεις μα­ζί σου αυ­τές τις Ερι­νύ­ες της Μοί­ρας, του Πε­πρω­μέ­νου, αμο­λη­μέ­νες… Εί­ναι φρι­κτό να πρέ­πει να κου­βα­λάς στην πλά­τη σου έναν νε­κρό και πά­νω του δυο γυ­ναί­κες… Και η τι­μω­ρία του άντρα που κα­τα­κτά μια γυ­ναί­κα εί­ναι να κα­τα­κτιέ­ται από άλ­λη. Ο σα­γη­νευ­τής κα­τα­λή­γει σα­γη­νευ­μέ­νος. Και εί­ναι φο­βε­ρό πράγ­μα να μην μπο­ρείς να εί­σαι ένας, ένας, πά­ντα ένας και ο ίδιος, ένας… Να γεν­νιέ­σαι μό­νος για να πε­θαί­νεις μό­νος! Να πε­θαί­νεις μό­νος, μό­νος, μό­νος…! Να πρέ­πει να πε­θαί­νεις με άλ­λον, με τον άλ­λο, με τους άλ­λους… Με σκο­τώ­νει ο άλ­λος, με σκο­τώ­νει… Αλ­λά, τέ­λος πά­ντων, γεν­νη­θή­τω το θέ­λη­μά σου, ως εν ου­ρα­νώ και επί της γης! Και για εκεί φεύ­γω!

Φεύ­γει.



ΣΚΗ­ΝΗ VΙΙ

Ο Ερ­νέ­στο, η Λά­ου­ρα και η Ντα­μιά­να.

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Να σας πω, Ντα­μιά­να, αυ­τό δεν μπο­ρεί ού­τε πρέ­πει να συ­νε­χί­σει έτσι. Αυ­τό, σπί­τι μου τώ­ρα πια, δεν μπο­ρεί να συ­νε­χί­σει να εί­ναι ένα σπί­τι τρε­λών και ένα νε­κρο­τα­φείο… Και μια κό­λα­ση… Θα θά­ψου­με το έγκλη­μα και τον νε­κρό, αλ­λά…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Και πρέ­πει να φύ­γω χω­ρίς τον… Κάιν μου; Όχι, όχι, αυ­τό δεν γί­νε­ται, δεν πρέ­πει να γί­νει! Θα πά­ρω μα­ζί μου αυ­τόν που μου ανή­κει, τον… αγα­πη­τι­κό μου, μα­κριά, πο­λύ μα­κριά, και αυ­τή θα μεί­νει εδώ χή­ρα, με τον νε­κρό, με τον σύ­ζυ­γό της…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Πά­ρε τον, σου το εί­πα!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Όχι! Δεν θα τον πά­ρει…, δεν μπο­ρεί να τον πά­ρει…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Θα χά­σω τον άντρα μου.

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Άντρα σου; Το έγκλη­μα, όποιος κι αν εί­ναι ο δο­λο­φό­νος, τον έκα­νε δι­κό μου, δι­κό μου, δι­κό μου… Έλα εδώ. [Πιά­νο­ντάς της τα μπρά­τσα και κοι­τά­ζο­ντάς την στα μά­τια.] Δεν τον βλέ­πεις; Δεν τον βλέ­πεις;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Άσε με, δαί­μο­να!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Δεν τον βλέ­πεις; Δεν βλέ­πεις τη σκη­νή; Δεν βλέ­πεις αυ­τόν που σε κα­τά­κτη­σε, τον έναν ή τον άλ­λο, κα­τα­κτη­μέ­νο από εμέ­να, να μέ­νει μό­νος και ακέ­ραιος για μέ­να; Για­τί όταν ήρ­θα εγώ, με εί­χε κα­λέ­σει ο… Κάιν.

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Λες ψέ­μα­τα, λες ψέ­μα­τα, λες ψέ­μα­τα!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Πώς λέω ψέ­μα­τα; Όχι, εί­ναι η αλή­θεια! Το ότι δεν απα­ντού­σε τα γράμ­μα­τά μου βέ­βαια και ήταν ψέ­μα! Με κά­λε­σε…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Λες ψέ­μα­τα, λες ψέ­μα­τα, λες ψέ­μα­τα!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Εδώ λέ­τε όλοι ψέ­μα­τα και ού­τε υπάρ­χει τρό­πος να μά­θου­με την πραγ­μα­τι­κή αλή­θεια. Μό­νο ένα πράγ­μα εί­ναι βέ­βαιο και ολο­φά­νε­ρο και εί­ναι ότι, όποιος θέ­λει ας εί­ναι…, ετού­τος εί­ναι ένας αδελ­φο­κτό­νος που έφε­ρε την πιο ζο­φε­ρή κό­λα­ση σε αυ­τό το σπί­τι, και σύμ­φω­να με τη θεία δί­κη του αξί­ζει…

ΑΛ­ΛΟΣ: [Από μέ­σα.] Ο θά­να­τος! Να πε­θά­νεις Κάιν! Κάιν, Κάιν, Κάιν, τι έκα­νες στον αδερ­φό σου; [Ο Ερ­νέ­στο συ­γκρα­τεί τις δυο γυ­ναί­κες που θέ­λουν να τρέ­ξουν σ’ αυ­τόν κλεί­νο­ντάς τους τον δρό­μο.]

ΑΛ­ΛΟΣ: [Από μέ­σα.] Λά­ου­ρα!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Η φω­νή του!

ΑΛ­ΛΟΣ: [Από μέ­σα.] Ντα­μιά­να!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Αυ­τή βέ­βαια εί­ναι η φω­νή του.

ΑΛ­ΛΟΣ: [Από μέ­σα.] Να­μιά­να! Εκεί σου αφή­σα­με την κα­τα­ρα­μέ­νη μας σπο­ρά, εκεί συ­νε­χί­ζουν να υπάρ­χουν κι άλ­λοι από μας… Οι Ερι­νύ­ες…, οι Ερι­νύ­ες! Να πε­θά­νεις Κάιν! Να πε­θά­νεις Άβελ! Με κλει­δί ή με κα­θρέ­φτη, να πε­θά­νε­τε! [Ακού­γε­ται ένα σώ­μα να πέ­φτει, ενώ οι γυ­ναί­κες στέ­κο­νται τρο­μο­κρα­τη­μέ­νες. Ο Ερ­νέ­στο τρέ­χει να δει τι έγι­νε.] 



ΣΚΗ­ΝΗ VΙ­ΙΙ

Η Λά­ου­ρα και η Ντα­μιά­να.

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Εσύ τον σκό­τω­σες…, τον άντρα μου!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Δι­κοί μου ήταν και οι δύο! [Συ­γκρα­τώ­ντας τη Λά­ου­ρα, που θέ­λει να βγει.] Για­τί; Για να δεις τον άλ­λο νε­κρό; Τώ­ρα σί­γου­ρα εί­ναι ένας και οι δυο μα­ζί∙ και οι δυο νε­κροί… Άφη­σε τους νε­κρούς στην ησυ­χία τους!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Εσύ τον σκό­τω­σες…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Μπα! Αυ­τοί σκο­τώ­θη­καν, αυ­τοί…, καη­με­νού­λη­δες! Εγώ εί­μαι η μη­τέ­ρα.

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Και ποιος ο πα­τέ­ρας; Εί­σαι σί­γου­ρη ότι αυ­τό το παι­δί που πε­ρι­μέ­νεις…

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Που το έχω ήδη…

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Εί­ναι του… συ­ζύ­γου σου;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Του δι­κού μου ή του δι­κού σου, το ίδιο κά­νει.

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Φρί­κη! Φρί­κη!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Με φρί­κες υφαί­νε­ται η ευ­τυ­χία, που εί­ναι ο θρί­αμ­βος. Εί­ναι η ζωή, καη­με­νού­λα Αβε­λί­να αρ­σε­νι­κο­θή­λυ­κη, εί­ναι η ζωή! Όταν δί­νεις ζωή δί­νεις θά­να­το! Ένας μη­τρι­κός κόλ­πος εί­ναι λί­κνο.

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Ο δι­κός σου εί­ναι τά­φος.

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Ο τά­φος εί­ναι λί­κνο και το λί­κνο τά­φος, που δί­νει ζωή σε έναν άντρα για να ονει­ρεύ­ε­ται τη ζωή -μό­νο το όνει­ρο εί­ναι ζωή-, δί­νει θά­να­το σε έναν άγ­γε­λο που κοι­μό­ταν σε μια φρι­κτή αιώ­νια ευ­τυ­χία…, αιώ­νια, για­τί εί­ναι άδεια. Το λί­κνο εί­ναι τά­φος, τα μη­τρι­κά σπλά­χνα εί­ναι μνή­μα. 

ΣΚΗ­ΝΗ ΙΧ

Οι πα­ρα­πά­νω, η Πα­ρα­μά­να και με­τά ο Ερ­νέ­στο.

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Τι έγι­νε; Λύ­θη­κε; [Πη­γαί­νει προς το δω­μά­τιο όπου κεί­τε­ται ο Άλ­λος.] Γιε μου! Γιε μου! Το φο­βό­μουν…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: [Επι­στρέ­φει.] Ποιος εί­ναι;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Τώ­ρα; Ο άλ­λος! Και οι δύο! Να τους θά­ψου­με μα­ζί τώ­ρα.

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: [Στην Ντα­μιά­να.] Φό­νισ­σα! Φό­νισ­σα! Φό­νισ­σα! Κα­ΐ­να! Εσύ τους σκό­τω­σες και τους δύο, εσύ, Κα­ΐ­να!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Καη­με­νού­λα… θύ­μα! Καη­με­νού­λα… αγα­πη­τι­κιά! Καη­με­νού­λα… χή­ρα και των δυο! Καη­με­νού­λα Αβε­λί­να αρ­σε­νι­κο­θή­λυ­κη! Αβε­λί­να η αθώα, η απο­πλα­νη­μέ­νη βο­σκο­πού­λα, η ερω­τευ­μέ­νη βο­σκο­πού­λα! Το ίδιο της έκα­νε ο ένας ή ο άλ­λος…∙ ήτα­νε του πρώ­του που θα την έπαιρ­νε…∙ θή­ρα­μα του πρώ­του αρ­πα­κτι­κού… Φτω­χό πράο αρ­νά­κι! Φτω­χού­λα Αβε­λί­να! Καη­μέ­νη ερω­τευ­μέ­νη βο­σκο­πού­λα! Άντε, άντε, πρό­σφε­ρε στον Θεό σου τους αμνούς σου, καη­με­νού­λα Αβε­λί­να…! Εγώ φεύ­γω με τον δι­κό μου, με τον γιo μου… ή γιους…, και παίρ­νω και τον πα­τέ­ρα τους…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Θα σω­πά­σε­τε επι­τέ­λους, Ερι­νύ­ες; Αφή­στε ήσυ­χους τους νε­κρούς!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Οι νε­κροί εί­ναι που δεν αφή­νουν ήσυ­χους τους ζω­ντα­νούς, εί­ναι οι νε­κροί μας… οι άλ­λοι!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Εγώ θέ­λω να πε­θά­νω… Για­τί να ζω πια…;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Εγώ, όχι! Εγώ πρέ­πει να ζή­σω για να δώ­σω ζωή σε κά­ποιον άλ­λο: στον γιο… ή γιους… Πού να ξέ­ρω μή­πως κου­βα­λάω δύο…!

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Φρί­κη!

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Φρί­κη; Δύο, όπως ο Ησαύ και ο Ια­κώβ. Μα πες μας, πα­ρα­μά­να, μή­πως δεν μά­λω­ναν και εκεί­νοι στα σπλά­χνα της μά­νας τους, για το ποιος θα έβγαι­νε πρώ­τος στον κό­σμο;

ΛΑ­ΟΥ­ΡΑ: Και πώς το ξέ­ρεις;

ΝΤΑ­ΜΙΑ­ΝΑ: Για­τί νιώ­θω μά­χη στα σπλά­χνα μου. Για το ποιος θα βγει πρώ­τος στον κό­σμο για να βγά­λει έπει­τα πρώ­τος τον άλ­λο από τον κό­σμο… Εσύ να­νού­ρι­σε τους νε­κρούς σου, κι εγώ θα να­νου­ρί­σω τους ζω­ντα­νούς μου. Εσύ, αφού δεν υπήρ­ξε κα­νείς άντρας σου, δεν θα δώ­σεις ζωή σε κα­νέ­ναν άλ­λο. Η ζωή σκο­τώ­νει, αλ­λά δί­νει ζωή, δί­νει ζωή στον ίδιο τον θά­να­το. [Κοι­τά­ζο­ντας την κοι­λιά της και σταυ­ρώ­νο­ντας τα χέ­ρια πά­νω της.] Τι ηρε­μία τώ­ρα, γιε μου, τι γλυ­κιά και θλι­βε­ρή ηρε­μία άνευ πε­ριε­χο­μέ­νου! Ο… νε­κρός μου, και εσύ ο ζω­ντα­νός μου!, ζωή μου!, γιε μου! [Στη Λά­ου­ρα.] Φύ­γε ει­ρη­νι­κά με τον αδερ­φό σου. Εγώ κα­τά­φε­ρα τη μη­τρό­τη­τα με πό­λε­μο, και δεν πε­ρι­μέ­νω πια ει­ρή­νη. Εδώ σε αυ­τή την ψευ­δοει­ρή­νη στα σπλά­χνα μου, λί­κνο και τά­φο, ξα­να­γεν­νιέ­ται η αιώ­νια αδελ­φι­κή δια­μά­χη. Εδώ πε­ρι­μέ­νουν να απο­κοι­μη­θούν και να αρ­χί­σουν να ονει­ρεύ­ο­νται… άλ­λοι.

Αυ­λαία.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ


Ο Ερ­νέ­στο, ο δον Χουάν και η Πα­ρα­μά­να κά­θο­νται γύ­ρω από ένα τρα­πε­ζά­κι.

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Από νο­μι­κή άπο­ψη, η υπό­θε­ση δεν έχει πια κα­νέ­να εν­δια­φέ­ρον. Όποιος και αν εί­ναι αυ­τός που σκο­τώ­θη­κε από τον άλ­λο και με­τά αυ­τός που αυ­το­κτό­νη­σε, η κα­τά­στα­ση των δύο χή­ρων εί­ναι βέ­βαιη και δεν υπάρ­χει λό­γος να εμ­βα­θύ­νου­με στο έγκλη­μα ενός πα­ρά­φρο­να…

ΧΟΥΑΝ: Πα­ρα­μέ­νει όμως το μυ­στή­ριο, και τα μυ­στή­ρια πρέ­πει να δια­λευ­καί­νο­νται…, να δια­λύ­ο­νται…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Και για­τί; Αφή­στε να σα­πί­σει το μυ­στή­ριο όπως σα­πί­ζουν και οι δυο νε­κροί, κα­κό­μοι­ροι γιοι μου!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Μα πεί­τε μας, πα­ρα­μά­να, εσείς που το ξέ­ρε­τε: ποιος ήταν ο νε­κρός; Και για­τί καυ­γά­δι­σαν;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Ποιος νε­κρός; Ο πρώ­τος ή ο δεύ­τε­ρος; Αυ­τός που σκό­τω­σε τον άλ­λο ή αυ­τός που σκο­τώ­θη­κε μό­νος του; Ή, κα­λύ­τε­ρα, αυ­τός που κα­τέ­λη­ξε νε­κρός από τον… έναν.

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Δεν έχει ση­μα­σία! Ποιος ήταν αυ­τός ο μο­να­δι­κός που γνώ­ρι­σα εγώ, και που αυ­το­κτό­νη­σε;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Ρώ­τη­σε τον ίδιο!

ΧΟΥΑΝ: Ήταν τρε­λός!

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Σω­στά! Όλοι εί­μα­στε, λί­γο ή πο­λύ. Αν δεν εί­σαι τρε­λός δεν μπο­ρείς να ζή­σεις μα­ζί με τρε­λούς. Και ού­τε και αυ­τός θα ήξε­ρε ποιος εί­ναι…

ΧΟΥΑΝ: Και εκεί­νες;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Εκεί­νες; Κι αυ­τές τρε­λές…, και οι δύο τρε­λές! Τρε­λές από πό­θο για τον Κάιν. Κά­θε μια τους επι­θυ­μού­σε τον άλ­λο, αυ­τόν που δεν γνώ­ρι­σε κα­τ’ ιδί­αν, και ο πό­θος τις τύ­φλω­σε και νό­μι­σαν πως ήταν ο άλ­λος, αυ­τός της άλ­λης… Μά­λι­στα, και οι δύο στο τέ­λος κα­τέ­λη­ξαν τρε­λά γοη­τευ­μέ­νες από τον φο­νιά, από τον Κάιν, νο­μί­ζο­ντας η κά­θε μια τους, η κά­θε μια τους ήθε­λε να πι­στέ­ψει ότι σκό­τω­σε για εκεί­νη… Μια γυ­ναί­κα που εί­ναι γυ­ναί­κα, δη­λα­δή, μη­τέ­ρα, ερω­τεύ­ε­ται τον Κάιν και όχι τον Άβελ, για­τί ο Κάιν εί­ναι αυ­τός που υπο­φέ­ρει, που πά­σχει… Κα­νείς δεν έχει εμπνεύ­σει με­γα­λύ­τε­ρα πά­θη από ό,τι οι με­γά­λοι εγκλη­μα­τί­ες…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Όμως η Ντα­μιά­να, όταν ήρ­θε εδώ στο σπί­τι, ανα­ζη­τώ­ντας τον σύ­ζυ­γό της, νό­μι­ζε ότι εί­χε εξα­φα­νι­στεί ή μή­πως ήρ­θε ει­δο­ποι­η­μέ­νη από τον άλ­λο, από τον σύ­ζυ­γο της Λά­ου­ρας, για να γί­νει δι­κή του; Ή την κά­λε­σε ο Ντα­μιάν;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Και ποιος ξέ­ρει…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Αυ­τή, η Ντα­μιά­να, όταν έφτα­σε, εί­πε πρώ­τα μία εκ­δο­χή, και με­τά, λί­γο πριν σκο­τω­θεί ο δεύ­τε­ρος, εί­πε άλ­λη… Πό­τε εί­πε ψέ­μα­τα;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Που να ξέ­ρω εγώ… Ίσως και τις δυο φο­ρές…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Δεν εί­ναι δυ­να­τόν!

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Ψέ­μα­τα λέ­με, όταν λέ­με μια αλή­θεια χω­ρίς να την πι­στεύ­ου­με… Αλ­λά για­τί να ανα­σκα­λεύ­ου­με το μυ­στή­ριο;

ΧΟΥΑΝ: Και αυ­τός; Αυ­τός ο ίδιος, πα­ρα­μά­να; Πες μας, πα­ρα­μά­να, αυ­τός στην τρέ­λα του πί­στευε πράγ­μα­τι ότι ήταν ο άλ­λος;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Κα­κό­μοι­ρε γιε μου! Αυ­τόν, τον φο­νιά, οι τύ­ψεις τον έκα­ναν να πι­στεύ­ει ότι ήταν το θύ­μα, ότι ήταν ο νε­κρός…! Ο δή­μιος νο­μί­ζει πως εί­ναι το θύ­μα∙ φέ­ρει μέ­σα του το πτώ­μα του θύ­μα­τος, και εδώ βρί­σκε­ται η οδύ­νη του. Η τι­μω­ρία του Κάιν εί­ναι να νιώ­θει Άβελ, και του Άβελ να νιώ­θει Κάιν…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Από τό­τε που ήρ­θε ο θά­να­τος στον κό­σμο, κα­τά συ­νέ­πεια της πτώ­σης των δυο προ­πα­τό­ρων μας, των γο­νιών του Κάιν και του Άβελ, ζού­με πε­θαί­νο­ντας…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Αφού η ζωή εί­ναι ένα έγκλη­μα…

ΧΟΥΑΝ: Και εσείς, κυ­ρία μου, εσείς; Εσείς τους ξε­χω­ρί­ζα­τε… Εάν εκεί­νες, τυ­φλές από πό­θο, δεν τον ανα­γνώ­ρι­σαν, εσείς, πα­ρα­μά­να, φω­τι­σμέ­νη από μη­τρι­κή αγά­πη, τον ανα­γνω­ρί­σα­τε, τον ξε­χω­ρί­σα­τε… Ποιος ήταν;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Το έχω ξε­χά­σει! Η συ­μπό­νια, η ευ­σπλα­χνία, η αγά­πη, ξε­χνούν. Εγώ αγα­πώ τό­σο τον Κάιν όσο και τον Άβελ, τό­σο τον έναν όσο και τον άλ­λο. Και θέ­λω τον Άβελ ως έναν εν δυ­νά­μει Κάιν, ως έναν που επι­θυ­μεί να γί­νει Κάιν… Αγα­πώ τον αθώο για ό,τι υπο­φέ­ρει συ­γκρα­τώ­ντας μέ­σα του τον ένο­χο. Πώς τους βα­ραί­νει η εντι­μό­τη­τά τους τούς έντι­μους! Τό­σο όσο η ατι­μία τους άτι­μους…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Η ευ­σπλα­χνία απο­σιω­πά όλα τα αμαρ­τή­μα­τα, θα έλε­γε ο άγιος Πέ­τρος…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Η ευ­σπλα­χνία ξε­χνά, η συγ­γνώ­μη εί­ναι λη­σμο­νιά. Αλ­λοί­μο­νο σε αυ­τόν που συγ­χω­ρεί χω­ρίς να ξε­χνά! Εί­ναι η πιο δια­βο­λι­κή εκ­δί­κη­ση… Πρέ­πει να συγ­χω­ρού­με στον εγκλη­μα­τία το έγκλη­μα, στον ενά­ρε­το την αρε­τή του, στον υπε­ρό­πτη την υπε­ρο­ψία του, στον τα­πει­νό την τα­πει­νό­τη­τα. Πρέ­πει να συγ­χω­ρού­με σε όλους το ότι γεν­νή­θη­καν…

ΧΟΥΑΝ: Όμως πά­ντα πα­ρα­μέ­νει το μυ­στή­ριο…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Το μυ­στή­ριο; Το μυ­στή­ριο εί­ναι η μοί­ρα…, το πε­πρω­μέ­νο… Για ποιον λό­γο να δια­λευ­καν­θεί; Για­τί, αν γνω­ρί­ζα­με το πε­πρω­μέ­νο μας, το μέλ­λον μας, την ακρι­βή μέ­ρα του θα­νά­του μας, θα μπο­ρού­σα­με να ζή­σου­με; Μπο­ρεί να ζει κά­ποιος με προ­θε­σμία; Κλεί­στε τα μά­τια σας στο μυ­στή­ριο! Η αβε­βαιό­τη­τα της ύψι­στης ώρας μας μάς επι­τρέ­πει να ζού­με, το μυ­στι­κό του ρι­ζι­κού μας, της αλη­θι­νής μας προ­σω­πι­κό­τη­τας μας επι­τρέ­πει να ονει­ρευό­μα­στε… Ας ονει­ρευό­μα­στε, λοι­πόν, αλ­λά χω­ρίς να ψά­χνου­με λύ­ση στο όνει­ρο… Η ζωή εί­ναι το όνει­ρο…, ας ονει­ρευ­τού­με τη δύ­να­μη του πε­πρω­μέ­νου…

ΧΟΥΑΝ: Όμως το μυ­στι­κό! Να ζού­με χω­ρίς να γνω­ρί­ζου­με το μυ­στι­κό του πα­ρελ­θό­ντος…, χω­ρίς να ξέ­ρου­με ποιος ήταν, τι ήταν αυ­τό που έγι­νε…, να υπο­χω­ρή­σου­με έτσι στην άγνοια… να μην έχου­με τη λύ­ση…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Άν­θρω­πος της επι­στή­μης, τέ­λος πά­ντων…

ΧΟΥΑΝ: Όχι, άν­θρω­πος, άν­θρω­πος…, άν­θρω­πος που θέ­λει να μά­θει το μυ­στι­κό…, το αί­νιγ­μα…

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Κα­λά λοι­πόν, δον Χουάν, εσείς που εί­στε οξυ­δερ­κής, μα­ζέψ­τε όλες τις ανα­μνή­σεις που φυ­λά­ει ο νε­κρός, μα­ζέψ­τε τις ανα­μνή­σεις που οι άλ­λοι έχουν από αυ­τόν, με­λε­τή­στε τις, ελέγ­ξτε τις, αντι­πα­ρα­βάλ­λε­τέ τις, και θα φτά­σε­τε στη… λύ­ση σας.

ΧΟΥΑΝ: Η λύ­ση μου! Όμως δεν εί­ναι η δι­κή μου λύ­ση αυ­τή που ψά­χνω, πα­ρά όλων…

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Κι εγώ επί­σης.

ΧΟΥΑΝ: Ας υπο­θέ­σου­με ότι αυ­τό το ζή­τη­μα έβγαι­νε στο φως της δη­μο­σιό­τη­τας… Ψά­χνω τη δη­μό­σια λύ­ση!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Αυ­τή, τη δη­μό­σια λύ­ση!

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Τη δη­μό­σια λύ­ση; Αυ­τή εί­ναι που πρέ­πει να μας απα­σχο­λεί λι­γό­τε­ρο. Κρα­τεί­στε ο κα­θέ­νας τη δι­κή του και… αρ­κεί!

ΧΟΥΑΝ ΚΑΙ ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Αλ­λά το μυ­στή­ριο;

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Θέ­λε­τε, κύ­ριοι, να ξέ­ρε­τε το μυ­στή­ριο;

ΧΟΥΑΝ: Η αλή­θεια θε­ρα­πεύ­ει!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Η αλή­θεια επι­λύ­ει!

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: [Ση­κώ­νε­ται και μι­λά­ει με επι­ση­μό­τη­τα.] Το μυ­στή­ριο! Εγώ δεν ξέ­ρω ποια εί­μαι, εσείς δεν ξέ­ρε­τε ποιοι εί­στε, ο αφη­γη­τής δεν ξέ­ρει ποιος εί­ναι. [Όπου λέ­ει: «ο αφη­γη­τής δεν ξέ­ρει ποιος εί­ναι», μπο­ρεί να πει: «ο Ου­να­μού­νο δεν ξέ­ρει ποιος εί­ναι».] Κα­νείς από όσους μας ακού­νε δεν ξέ­ρει ποιος εί­ναι. Κά­θε άν­θρω­πος πε­θαί­νει, όταν το Πε­πρω­μέ­νο γρά­φει τον θά­να­τό του, χω­ρίς να έχει γνω­ρί­σει τον εαυ­τό του, και όλοι οι θά­να­τοι εί­ναι αυ­το­κτο­νί­ες, όπως του Κάιν. Ας συγ­χω­ρή­σου­με ο ένας τον άλ­λο, για να μας συγ­χω­ρέ­σει όλους ο Θε­ός!

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Και εσείς, πα­ρα­μά­να, θα συ­νε­χί­σε­τε να ζεί­τε σε ετού­το το σπί­τι του θα­νά­του, στο σπί­τι σας, πα­ρα­μά­να.

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Σπί­τι μου;

ΕΡ­ΝΕ­ΣΤΟ: Ναι, δι­κό σας και των νε­κρών.

Φεύ­γει.

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: [Στον δον Χουάν.] Μας αφή­νουν μό­νους, μα­ζί τους…

ΧΟΥΑΝ: Με τους τρε­λούς και τους νε­κρούς.

ΠΑ­ΡΑ­ΜΑ­ΝΑ: Τε­λι­κά, τα δύο με­γα­λύ­τε­ρα μυ­στή­ρια, δον Χουάν, εί­ναι η τρέ­λα και ο θά­να­τος.

ΧΟΥΑΝ: Και πιο πο­λύ ακό­μα για έναν για­τρό.

Αυ­λαία.