Ο άλλος

________________
ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΕΠΙΛΟΓΟ

________________


Α  Υ  Τ  Ο  Κ  Ρ  Ι  Τ  Ι  Κ  Η

Η ιδέα ότι ένας συγγραφέας εκπαιδεύεται από το ίδιο του το έργο επηρεάζει πολύ λίγο το γεγονός ότι από αυτό πρέπει να εκπαιδευτεί και το κοινό. Και ένα τραγικό, δραματικό ή κωμικό πρόσωπο ανήκει σε αυτό, στο κοινό, περισσότερο από ό,τι στον δραματουργό. Καθότι, γενικά, για έναν συγγραφέα δεν έχει και τόση σημασία αυτό που θέλει να πει όσο αυτό που λέει χωρίς να το θέλει. Όμως όσον αφορά στον άνδρα πρωταγωνιστή του Ο Άλλος μου —έργο που ονόμασα «μυστήριο»—, προέκυψε από την εμμονή —και καλύτερα όχι ανησυχία—για το μυστήριο —και όχι πρόβλημα— της προσωπικότητας, του οδυνηρού συναισθήματος της ταυτότητάς μας και της ατομικής και προσωπικής μας συνέχειας. Βέβαια, είναι φανερό πως η ιστορία του έργου, αυτό που ονομάζεται υπόθεση, δεν είναι μόνο μια αλληγορία. Όπως δεν είναι απλώς μια αλληγορία η ιστορία του Η ζωή είναι όνειρο, του Καλδερόν, αλλά η συγκεκριμένη ιστορία έχει μια αξία από μόνη της. Όπως την έχει και η ιστορία του Οιδίποδα του Σοφοκλή —τόσο παράλογη για έναν ρεαλιστή κριτικό— ανεξάρτητα από όλες τις ψυχολογικές ερμηνείες που παραδόθηκαν για αυτήν από την εμφάνισή της ως τους χρόνους του Φρόιντ και της ψυχανάλυσης.
Για ένα τέτοιο έργο, τέχνης, λογοτεχνικό ή, εάν θέλετε, ποιητικό το δυστυχές γεγονός είναι να κρίνεται όχι με κριτήριο καλλιτεχνικό, αισθητικό, αλλά με κριτήριο ηθικό. Να υπάρχουν, για παράδειγμα, αδαείς που να αρχίζουν να σχολιάζουν, να επικρίνουν ή να επιδοκιμάζουν τις θεωρίες όπου ένα δραματικό πρόσωπο επιχειρεί να εξηγήσει την υπόστασή του. Γιατί υπάρχουν κάποιοι που επιδίδονται στο να αμφισβητούν τον Δον Χουάν, τον Σιγισμούνδο, τον Άμλετ ή οποιονδήποτε άλλο από τον κόσμο του θεάτρου.
Είναι φυσικό ότι, εφόσον σε ετούτο το «μυστήριο» αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η μύχια, η βαθιά αλήθεια του δράματος της ψυχής, δεν προχώρησα σε εκείνες τις ασημαντότητες της ρεαλιστικής τέχνης, ώστε να δικαιολογώ τις εισόδους και τις εξόδους των υποκειμένων και να κάνω σαφείς άλλες λεπτομέρειες. Αυτό είναι καλό να γίνεται, όταν έχουμε να κάνουμε με ανδρείκελα, μαριονέτες ή κούκλες. Οι κούκλες πράγματι πρέπει να υπόκεινται σε μια λογική τεχνική. Η μεγαλύτερη αλήθεια του χαρακτήρα και του πεπρωμένου του Δον Άλβαρο του Δούκα ντε Ρίβας έγκειται στο ότι αυτός, ο συγγραφέας του, χρειάστηκε να αρνηθεί αυτή τη λογική, που από άλλη άποψη δεν ταυτίζεται με εκείνη της ιστορίας. Αλλά σε αυτήν ακριβώς τη μύχια αλήθεια κατόρθωσαν να φτάσουν μερικά από τα πιο παράτολμα ρομαντικά δράματα.
Μπορεί κάποιος θεατής να σκεφτεί ότι δεν υπάρχει καμία δροσερή αύρα και καμία χιουμοριστική ανάσα σε αυτό το σκοτεινό μυστήριο, και δεν θα έχει άδικο. Τίποτα από την ιλαρότητα των κωμικών χαρακτήρων των εθνικών κλασικών δραμάτων μας. Όμως κάτι τέτοιο θα αποσπούσε την προσοχή και δεν θέλησα να την αποσπάσω. Γνωρίζω τον κίνδυνο που εγκυμονεί στο να διατηρείται το σκοινί πάντα τεντωμένο, με την προσοχή του θεατή να κρέμεται από μια κλωστή, αλλά γνωρίζω και τον κίνδυνο, μεγαλύτερο μάλλον, του να το χαλαρώνεις για μια στιγμή. Από την άλλη, δεν έγραψα αυτό το έργο απλώς για να περάσουν την ώρα τους οι παρευρισκόμενοι και οι παρευρισκόμενες, γλείφοντας ίσως σοκολατάκια.
Αυτό μπορεί να μου αφαιρέσει κάποιο κοινό∙ αλλά μου μένει κάτι άλλο —το άλλο!—, το άλλο κοινό. Εκείνο όσων στέκονται μαζί μου καμιά φορά στο χείλος του απύθμενου πηγαδιού της ατομικής ανθρώπινης συνείδησής μας, και σκυμμένοι από πάνω του προσπαθούν να ανακαλύψουν τη δική τους αλήθεια, την αλήθεια των ίδιων των εαυτών τους.

Μιγκέλ ντε Ουναμούνο




Joaquín Sorolla: Πορτρέτο του Ουναμύνο (1912)
Joaquín Sorolla: Πορτρέτο του Ουναμύνο (1912)

ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ

Π Ρ Ο Σ Ω Π Α

Ο ΑΛΛΟΣ
ΕΡΝΕΣΤΟ, αδελφός της Λάουρας
ΛΑΟΥΡΑ, γυναίκα του Κόσμε
ΝΤΑΜΙΑΝΑ, γυναίκα του Νταμιάν
ΔΟΝ ΧΟΥΑΝ, ο οικογενειακός γιατρός
Η ΠΑΡΑΜΑΝΑ


ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ


Ο Ερνέστο και ο δον Χουάν

ΕΡΝΕΣΤΟ: Λοιπόν, Δον Χουάν: εσάς, που είστε ο γιατρός αυτού του σπιτιού και λίγο ψυχίατρος μάλιστα, σας θερμοπαρακαλώ να μου εξηγήσετε το μυστήριό του και το μυστήριο της καημένης της αδελφής μου της Λάουρας. Γιατί εδώ υπάρχει ένα μυστήριο…, το ανασαίνεις και σφίγγεται το στήθος σου. Ετούτο εν μέρει μοιάζει με φυλακή, εν μέρεο με νεκροταφείο, εν μέρη…

ΧΟΥΑΝ: Με φρενοκομείο!

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ακριβώς! Και αυτό το μυστήριο…

ΧΟΥΑΝ: Είναι τρομερό, δον Ερνέστο, είναι τρομερό!

ΕΡΝΕΣΤΟ: Εγώ βέβαια δεν τον γνώριζα τον… Γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν όσο ήμουνα στην Αμερική, και όταν γύρισα, βρήκα αυτόν τον… παράφρονα.

ΧΟΥΑΝ: Σωστά! Ο κουνιάδος σας, ο σύζυγος της καημένης της Λάουρας, έχει τρελαθεί εντελώς.

ΕΡΝΕΣΤΟ: Αυτό το έχω ήδη καταλάβει εγώ∙ αλλά εκείνη;

ΧΟΥΑΝ: Εκείνη; Τρελή από μεταδοτική ασθένεια. Τους ενώνει και ταυτόχρονα τους χωρίζει μια κοινή φρίκη…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Τους χωρίζει;

ΧΟΥΑΝ: Ναι∙ γιατί από τη μέρα του μυστηρίου, που αυτός τρελάθηκε, δεν κοιμούνται πια μαζί. Αυτός κοιμάται μόνος του, και κλειδώνεται στο δωμάτιο με τέτοιον τρόπο που να μην μπορείς να ακούσεις τι λέει στον ύπνο του. Και αυτοαποκαλείται «ο άλλος». Όταν εκείνη, η γυναίκα του, τον φωνάζει με το όνομά του, Κόσμε, αυτός απαντάει: «Μα όχι, ο άλλος!» Και το χειρότερο είναι ότι εκείνη, η Λάουρα, δεν δείχνει να δίνει σημασία σε μια τόσο παράξενη ιδιοτροπία, και είναι σαν το θέμα του άλλου να έχει για αυτήν κάποια βαρύτητα ακατάληπτη για τους υπόλοιπους. Εγώ δεν τους γνώριζα, παρά μόνο αφότου, νιόπαντροι, ήρθαν να ζήσουν εδώ. Στην αρχή τα πήγαιναν καλά και ζούσαν με τάξη σαν σύζυγοι∙ όμως ύστερα από μια μοιραία μέρα, τότε που επέστρεψε από ένα ταξίδι εκείνη, η Λάουρα, η τρέλα μπήκε σε αυτό το σπίτι. Και η τρέλα, που με ταλαιπωρεί, λέγεται… ο άλλος!

ΕΡΝΕΣΤΟ: Και εκείνη;

ΧΟΥΑΝ: Εκείνη; Ή προσποιείται ότι αγνοεί αυτό που συμβαίνει ή το αγνοεί.

ΕΡΝΕΣΤΟ: Πάει καιρός…;

ΧΟΥΑΝ: Λίγο παραπάνω από έναν μήνα. Θα πρέπει να βρισκότανε σε εξέλιξη∙ όμως εκδηλώθηκε πριν από λίγο καιρό. Να, έρχεται, και εσείς, ο αδερφός της, θα την καταλάβετε καλύτερα από ό,τι εγώ. [Καθώς ετοιμάζεται να βγει μπαίνει η Λάουρα.] Εδώ σας αφήνω με τον αδερφό σας, να τα πείτε.



ΣΚΗΝΗ ΙΙ

Ο Ερνέστο και η Λάουρα.

ΕΡΝΕΣΤΟ: Κοίτα, Λαουρίτσα, μίλησα με τον γιατρό σας, γιατί εδώ μυρίζει κάποιο μυστήριο, κάποια φρίκη όπως λέει αυτός. Τι συμβαίνει ακριβώς;

ΛΑΟΥΡΑ: [Τρέμει και κοιτάζει προς τα πίσω.] Δεν ξέρω…

ΕΡΝΕΣΤΟ: [Την πιάνει από το μπράτσο.] Τι συμβαίνει; Γιατί ο σύζυγός σου κλειδώνεται και κοιμάται μόνος του; Γιατί δεν θέλει να τον αιφνιδιάσουν στον ύπνο, όταν ονειρεύεται; Γιατί; Και τι είναι αυτό το «ο άλλος»; Ποιος ή τι είναι ο άλλος;

ΛΑΟΥΡΑ: Αχ, Ερνέστο, Ερνέστο! Χωρίς αμφιβολία ο καημένος ο σύζυγός μου τρελάθηκε και τον καταδιώκει κάποιος που αυτός ονομάζει «ο άλλος». Είναι μια μοιραία εμμονή∙ μοιάζει σαν στοιχειωμένος, δαιμονισμένος, και λες και αυτός ο άλλος να είναι ο φύλακας δαίμονάς του… Τον ξάφνιασα μια φορά -και δεν είναι εύκολο-, σαν να ήθελα να ξεριζώσω από μέσα του τον άλλο. Ζήτησα να καλύψουν όλους τους καθρέπτες του σπιτιού, και κάποια στιγμή που με έπιασε να κοιτάζομαι στο καθρεφτάκι μου, αυτό που χρειάζομαι για…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Φυσικά! Ο καθρέπτης είναι είδος πρώτης ανάγκης για μια γυναίκα.

ΛΑΟΥΡΑ: Το μόνο που μου έλειπε! Μου φώναξε: «Μην κοιτάζεσαι στον καθρέφτη! Μην ψάχνεις την άλλη!»

ΕΡΝΕΣΤΟ: Και… γιατί δεν βγαίνει από το σπίτι, να κάνει κάτι άλλο; Πάντα κλεισμένος…

ΛΑΟΥΡΑ: Λέει ότι βλέπει όλους τους ανθρώπους σαν καθρέπτες και ότι δεν θα ήθελε να είναι ούτε με τον ίδιο του τον εαυτό…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Τι διαβάζει;

ΛΑΟΥΡΑ: Όχι, δεν έχει να κάνει με κάτι που διαβάζει…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Όχι;

ΛΑΟΥΡΑ: Όχι! Η δική του δεν είναι δονκιχωτική ιδιοτροπία∙ δεν είναι από το διάβασμα, δεν είναι από τα βιβλία…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Και τι άλλο ξέρεις;

ΛΑΟΥΡΑ: Δεν θέλω να ξέρω άλλα…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Όμως δεν μπορείτε να ζείτε έτσι, και απαιτείται να μάθουμε την αλήθεια. Δεν σκοπεύω να σε αφήσω στη δικαιοδοσία ενός τρελού. Θα μπορούσε να είναι ικανός για…

ΛΑΟΥΡΑ: Αυτό όχι, Ερνέστο, αυτό όχι…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ποιος ξέρει; Όμως πες μου την αλήθεια, που την ξέρεις… Και σε ρωτώ και ξαναρωτώ για την αλήθεια, γιατί θεωρώ ότι εδώ υπάρχει κάτι παραπάνω από τρέλα. Δηλαδή, αυτός, ο σύζυγός σου, ο Κόσμε, είναι ξεκάθαρα τρελός, και τελείως τρελός, παρ’ όλο που σκέφτεται λογικά, ή μάλλον, επειδή σκέφτεται υπερβολικά λογικά∙ αλλά η τρέλα του έχει μια αιτία, μια προέλευση, και εσύ, η γυναίκα του, οφείλεις να την ξέρεις…

ΛΑΟΥΡΑ: Αυτές οι ασθένειες…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Όχι, όχι∙ εσύ ξέρεις γιατί εκδηλώθηκε και τι συνέβη εκείνη τη μέρα που ο δον Χουάν ονομάζει μοιραία…

ΛΑΟΥΡΑ: Ποια μέρα;

ΕΡΝΕΣΤΟ: Τη μέρα που, ενώ εσύ έλειπες σε ταξίδι, και αυτός ήταν εδώ, μόνος με τον εαυτό του, ξέσπασε η τρέλα…

ΛΑΟΥΡΑ: Μα αν εγώ ήμουνα μακριά…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Αλλά όταν γύρισες και τον βρήκες διαφορετικό, θα πρέπει να έμαθες τι συνέβη. Μια τέτοια τρέλα δεν έρχεται τόσο ξαφνικά χωρίς αφορμή, όποια και αν είναι η αιτία. Τι μπορεί να συνέβη τη μοιραία μέρα;

ΛΑΟΥΡΑ: Μην με πιέζεις άλλο, ρώτησέ τον αυτόν, να τος έρχεται.

ΣΚΗΝΗ ΙΙΙ

Οι ίδιοι και ο Άλλος

ΑΛΛΟΣ: [Μπαίνοντας.] Τι πρέπει να με ρωτήσετε εμένα, Λάουρα;

ΕΡΝΕΣΤΟ: Εσένα, Κόσμε…

ΑΛΛΟΣ: Όχι εμένα, τον άλλο!

ΛΑΟΥΡΑ: Ο αδερφός μου θέλει να σε ρωτήσει, αφού δεν σε γνώριζε…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ούτε και μπορώ να πω ότι τον γνωρίζω…

ΑΛΛΟΣ: Ούτε και εγώ τον εαυτό μου.

ΛΑΟΥΡΑ: Θέλει να σε ρωτήσει για το μυστήριο ετούτου του σπιτιού…

ΑΛΛΟΣ: Για το δικό μου;

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ναι, για το μυστήριό σου και για το μυστήριο εκείνης της μοιραίας μέρας όταν, ενώ έλειπε η γυναίκα σου και εσύ ήσουν κλεισμένος εδώ μέσα μόνος με…

ΑΛΛΟΣ: Με τον άλλο!

ΕΡΝΕΣΤΟ: Σου ήρθε αυτή η παράξενη μανία. Και σε θερμοπαρακαλώ, Κόσμε, να τον αφήσεις τον άλλο και να μην μας ζαλίζεις άλλο με αυτόν…

ΑΛΛΟΣ: Να τον αφήσω; Εύκολο είναι να το λες…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Εντάξει, ξέσπασε μια κι έξω και ξεφορτώσου ένα τέτοιο βάρος!

ΑΛΛΟΣ: [Βαδίζει σιωπηλός, ενώ οι άλλοι τον παρακολουθούν με το βλέμμα τους, σαν κάποιον που μιλάει μόνος του.] Καλά λοιπόν: αν, στην περίπτωση που επιμείνω, αυτό που με τρώει μέσα μου ξεσπάσει έξω και φωνάξω στον ξύπνιο μου αυτό που αναμφίβολα δηλώνω στα όνειρά μου, όταν κλείνομαι για να κοιμηθώ, θα το βγάλω έξω. Και θα είσαι εσύ, Ερνέστο, αυτός που θα το μάθει. Λάουρα, φύγε!

ΛΑΟΥΡΑ: Μα…

ΑΛΛΟΣ: Σου είπα να φύγεις!, να φύγεις! Εσύ είσαι αυτή που δεν πρέπει να το ξέρει. Αν και… το ξέρεις;

ΛΑΟΥΡΑ: Εγώ; Η Λάουρά σου…

ΑΛΛΟΣ: Η Λάουρά μου τώρα πια ζει σαν να ζούσε με έναν νεκρό. Φύγε, και θα δω αν με το να εξομολογηθώ στον αδερφό σου, αποκτήσω νέα ζωή, να ξαναζωντανέψω. Φύγε! Σου είπα να φύγεις! Φύγε, φύγε!



ΣΚΗΝΗ IV

Ο Άλλος και ο Ερνέστο.

Ο Άλλος πάει στην πόρτα και την κλειδώνει από μέσα, μετά φυλάσσει το κλειδί αφού πρώτα το δαγκώνει. Πάει στον Ερνέστο και τον προσκαλεί να καθίσει απέναντί του, σε άλλη ξύλινη πολυθρόνα, με ένα τραπεζάκι ανάμεσά τους. Κάθεται, ακουμπάει τους αγκώνες στο τραπεζάκι, και το κεφάλι στις παλάμες των χεριών του, και λέει:

ΑΛΛΟΣ: Λοιπόν θα ακούσεις την εξομολόγησή μου… Όχι, όχι, είσαι ασφαλής…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Είμαι ήρεμος…

ΑΛΛΟΣ: Οι άνθρωποι φοβούνται πολύ να μείνουν μόνοι με κάποιον που θεωρούν τρελό, πάντα επικίνδυνο, όπως φοβούνται να μπουν νύχτα και μόνοι τους σε ένα νεκροταφείο. Ένας τρελός νομίζουν ότι είναι όπως ένας νεκρός. Και έχουν δίκιο, γιατί ένας τρελός φέρει μέσα του έναν νεκρό…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Τελείωνε!

ΑΛΛΟΣ: Μα αφού ακόμα δεν άρχισα!...

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ε, λοιπόν ξεκίνα!

ΑΛΛΟΣ: Αρχίζω! Θα είναι τώρα… δεν θυμάμαι… Η αδελφή σου, η γυναίκα μου, έφυγε για να τακτοποιήσει κάποιες οικογενειακές υποθέσεις, και εγώ την άφησα να πάει μόνη, γιατί επιθυμούσα να μείνω μόνος, να εξετάσω έγγραφα, να κάψω αναμνήσεις, να φτιάξω λίπασμα με στάχτη για τη μνήμη μου… Χρειαζόμουν να λογαριαστώ, να συμφιλιωθώ με τον εαυτό μου. Και ένα απόγευμα, ενώ βρισκόμουν εδώ που βρίσκομαι…, αλλά βρίσκομαι εδώ;

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ηρέμησε, Κόσμε.

ΑΛΛΟΣ: Ο άλλος, ο άλλος!

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ηρέμησε, είσαι μαζί μου τώρα…

ΑΛΛΟΣ: Μαζί σου; Μαζί μου; Ήμουνα, λοιπόν, όπως σου λέω, εδώ με τον εαυτό μου, όταν μου ανάγγειλαν τον άλλο, και είδα τον εαυτό μου να μπαίνει από εκεί, από αυτή την πόρτα… Όχι, μην αναστατώνεσαι ούτε να φοβάσαι. Και εν πάση περιπτώσει, πάρε το κλειδί. [Του το δίνει.] Α! μα πες μου, αν έχεις κανένα από εκείνα τα καθρεφτάκια για να ισιώνεις τα μαλλιά σου και το μουστάκι σου…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ναι, εδώ το έχω. [Το βγάζει και του το δίνει.]

ΑΛΛΟΣ: Ένας καθρέφτης και ένα κλειδί δεν μπορούν να είναι μαζί… [Σπάει τον καθρέφτη και τον πετάει.]

ΕΡΝΕΣΤΟ: Πάμε, συνέχισε, γιατί…

ΑΛΛΟΣ: Μην φοβάσαι. Είδα τον εαυτό μου να μπαίνω σαν να είχα ξεκολλήσει από έναν καθρέφτη, και με είδα να κάθομαι εκεί, όπου είσαι εσύ… Μην αγγίζεσαι, μη∙ δεν ονειρεύεσαι…, είσαι εσύ, εσύ ο ίδιος… Με είδα να μπαίνω, και ο άλλος… εγώ… ένιωσε όπως νιώθω, όπως νιώθεις… [Ο Ερνέστο αλλάζει στάση.] Και με κοίταζε σταθερά στα μάτια ενώ κοιταζότανε στα μάτια μου. [Ο Ερνέστο ταραγμένος κατεβάζει το βλέμμα του.] Και τότε αισθάνθηκα ότι έλιωνε η συνείδησή μου, η ψυχή μου∙ ότι άρχιζα να ζω, ή καλύτερα να ξεζώ, προς τα πίσω, σε αναδρομή, σαν σε μία ταινία που την προβάλλουν ανάστροφα… Άρχισα να ζω προς τα πίσω, προς το παρελθόν, με πισωγυρίσματα, κατατρομαγμένος… Και πέρασε όλη η ζωή μου μπροστά από τα μάτια μου και έγινα και πάλι είκοσι χρονών, και δέκα, και πέντε, και έγινα παιδί, παιδί!, και όταν ένιωθα στα άγια παιδικά μου χείλη τη γεύση του άγιου μητρικού γάλατος…, ξεγεννήθηκα…, πέθανα… Πέθανα όταν έφτασα στη στιγμή της γέννησής μου, στη στιγμή της γέννησής μας…

ΕΡΝΕΣΤΟ: [Προσπαθώντας να σηκωθεί.] Ξεκουράσου!

ΑΛΛΟΣ: Να ξεκουραστώ; Να ξεκουραστώ πια εγώ; Μα δεν μου έλεγες να ξαλαφρώσω; Και πώς θέλεις να ξεκουραστώ χωρίς να ξαλαφρώσω; Όχι, μην σηκώνεσαι… κάθισε πάλι και… φύλαξε το κλειδί. Είμαι άκακος. Ή μήπως σε πείραξε αυτό με το καθρεφτάκι;

ΕΡΝΕΣΤΟ: Είναι που…

ΑΛΛΟΣ: Ναι, είναι που είναι επικίνδυνο να είσαι κλεισμένος με έναν τρελό, με έναν νεκρό, αυτό δεν είναι; Αλλά άκουσε…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Τελείωνε, λοιπόν.

ΑΛΛΟΣ: Σε λίγο άρχισε να επιστρέφει η συνείδησή μου, αναστήθηκα∙ όμως καθόμουν εκεί, όπου βρίσκεσαι εσύ, και εδώ, που είμαι, βρισκόταν το πτώμα μου… Εδώ, σε αυτήν ακριβώς την πολυθρόνα, εδώ βρισκόταν το πτώμα μου…, εδώ…, εδώ βρίσκεται! Εγώ είμαι το πτώμα, εγώ είμαι ο νεκρός! Εδώ βρισκόταν…, πελιδνό… [Κρύβει τα μάτια του.] Ακόμα με βλέπω! Για μένα τα πάντα είναι ένας καθρέφτης! Ακόμα με βλέπω! Εδώ ήτανε, πελιδνό, να με κοιτάζει με τα νεκρά του μάτια, με μάτια αιωνιότητας, με τα μάτια του όπου αποτυπώθηκε, σαν σε τραγική επιγραφή, η σκηνή του θανάτου μου… Και για πάντα…, για πάντα…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Μα ξεκουράσου, άνθρωπέ μου, ξεκουράσου!

ΑΛΛΟΣ: Α!, όχι, ποτέ δεν θα μπορέσω να ξεκουραστώ πια…, ποτέ…, ούτε νεκρός… Το πήρα και —πόσο βαρύ ήταν!, πόσο βαρύ είναι!— το κατέβασα εκεί, σε ένα κελάρι, και εκεί το έκλεισα και εκεί το έχω κλεισμένο…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Καλά…

ΑΛΛΟΣ: Δεν υπάρχει καλά που να έχει κάποια αξία! Γιατί τώρα αμέσως θα έρθεις μαζί μου, στο κελάρι, για να σου δείξω το πτώμα του άλλου, εκείνου που πέθανε εδώ ακριβώς…! Εκεί κάτω είναι, στα σκοτεινά, να πεθαίνει στα σκοτεινά…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Μα, Κόσμε!...

ΑΛΛΟΣ: Έλα, άνθρωπέ μου, έλα και μην φοβάσαι τον νεκρό∙ έλα… Εγώ θα πηγαίνω μπροστά και εσύ πίσω, και αν έχεις όπλο, να με σημαδεύει…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Μην λες τέτοια πράγματα…

ΑΛΛΟΣ: Λέω; Ε, και; Λέω…! Το φρικτό είναι να κάνεις…, να κάνεις… Έλα να δεις τον άλλο νεκρό… Εγώ μπροστά… [Φεύγουν και η σκηνή μένει άδεια. Σε λίγο χτυπούν την πόρτα. Η φωνή της Λάουρας από έξω.]

ΛΑΟΥΡΑ: Κόσμε! Κόσμε! Κόσμε! Άνοιξε. [Ησυχία.] Κόσμε! Κόσμε! Κόσμε! Άνοιξε!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Γιατί να κλειδώθηκαν; Κόσμε, γιε μου!

ΛΑΟΥΡΑ: Δεν ακούγεται κανείς… Πού να είναι;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Μην φοβάσαι, αφού ο Ερνέστο είναι μαζί του…

ΛΑΟΥΡΑ: Ερνέστο! Ερνέστο! Ερνέστο! Πρέπει να σπάσουμε την πόρτα.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Περίμενε. Κόσμε, γιε μου…!

ΛΑΟΥΡΑ: Κόσμε! Ερνέστο!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Μα τι φοβόσουν;

ΛΑΟΥΡΑ: Δεν ξέρω∙ αλλά τώρα τον φοβάμαι περισσότερο από ποτέ… Κόσμε! Κόσμε!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Κόσμε, γιε μου, άνοιξε.

ΛΑΟΥΡΑ: Κόσμε, άνοιξέ μας, μην μας κλείνεις έξω έτσι∙ άνοιξέ μας!

ΑΛΛΟΣ: [Μπαίνει ακολουθούμενος από τον Ερνέστο, που έρχεται τρομοκρατημένος.] Έρχομαι! Έρχομαι! Άνοιξε, Ερνέστο!

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ερχόμαστε! [Ο Ερνέστο, χωρίς να πάψει να κοιτάζει τον Άλλο, ανοίγει την πόρτα.]

ΛΑΟΥΡΑ: [Μπαίνοντας.] Α! Δόξα τω Θεώ! Εσύ!

ΑΛΛΟΣ: Τι θέλεις, Λάουρα; Τι θέλεις από μένα;

ΛΑΟΥΡΑ: Εσύ;

ΑΛΛΟΣ: Ναι, εγώ…, εγώ, ο ίδιος.

ΕΡΝΕΣΤΟ: [Στη Λάουρα, δείχνοντας τον Άλλο με το κλειδί.] Εδώ σε αφήνω μαζί του, με τον σύζυγό σου, γιατί εγώ πρέπει να μιλήσω με την παραμάνα. [Παίρνοντάς την κατ’ ιδίαν.] Τι μυστήριο υπάρχει σε αυτό το σπίτι;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Σε όλα…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Μα, ένα πτώμα που γίνεται παστό εκεί στο κελάρι στα σκοτεινά και που, από όσο μπορούμε να εικάσουμε, θα λέγαμε ότι είναι του ίδιου του Κόσμε;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Ο κακόμοιρος ο γιος μου!

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ποιανού είναι;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Μάλιστα, σας την έχει μεταδώσει, όπως και στη γυναίκα του, την τρέλα του…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Μα αφού το είδα, αφού το είδα με ετούτα τα μάτια που θα τα φάει το χώμα… μου το έδειξε στο φως ενός σπίρτου, και αποστρέφοντας το κεφάλι του… Εδώ υπάρχει ένα μυστήριο.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Ας γίνουν παστά και τα μυστήρια.

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ίσως κάποιο έγκλημα…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Αφήστε τα εγκλήματα να σαπίσουν. Κακόμοιρα παιδιά μου! Όσο για το θέμα με τον νεκρό στα σκοτεινά, μην της πείτε τίποτα της καημενούλας της Λάουρας. Δεν πρέπει να ξέρει τίποτα για αυτό…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Μα πρέπει να το διαλευκάνουμε…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Χωρίς να το ξέρει εκείνη… Και πηγαίνετε να την ηρεμήσετε, γιατί δεν ξέρω ακριβώς για ποιον λόγο αυξήθηκε η αγωνία της… Δεν ξέρω τι θέλει, τι φοβάται για τον άντρα της… Πηγαίνετε να την ηρεμήσετε… [Στον Άλλο.] Άκου, γιε μου, έλα… [Ο Άλλος αφήνει τη Λάουρα με τον Ερνέστο και πάει στην παραμάνα.]

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Γιε μου, τι έκανες;

ΑΛΛΟΣ: Παραμάνα!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Τι έκανες στον εαυτό σου;

ΑΛΛΟΣ: Τι μου έκανε, να πεις…

ΕΡΝΕΣΤΟ: [Στη Λάουρα.] Μην επιμένεις, γιατί δεν μου τα είπες όλα…, όλα όσα υπάρχουν σε ετούτο το σπίτι.

ΛΑΟΥΡΑ: Και τι υπάρχει;

ΕΡΝΕΣΤΟ: Τίποτα δεν μου είπες για τον άλλο, Λάουρα.

ΛΑΟΥΡΑ: Και εσύ έτσι; Και εσύ μαζί του;

ΕΡΝΕΣΤΟ: Δεν ξέρω ποιος είναι ο σύζυγός σου.

ΛΑΟΥΡΑ: Ούτε κι εγώ…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Πώς τον γνώρισες; Πώς τον παντρεύτηκες;

ΛΑΟΥΡΑ: Θα σου πω∙ άσε με όμως τώρα. Ο Κόσμε με τρομάζει περισσότερο από ποτέ. Όταν ετοιμαζότανε να κλειδωθεί μαζί σου και μου είπε φύγε!, είδα το βάθος της ψυχής του. Κοίτα τον, μοιάζει σαν να διαπερνά το πάτωμα με το βλέμμα του ενώ ακούει την παραμάνα.

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ναι, κοιτάει κάτω από το πάτωμα…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Το υποψιαζόμουνα…, το είχα μαντέψει… Το μάντεψα, ναι, για τη μοιραία μέρα, το διάβαζα στα μάτια σου…

ΑΛΛΟΣ: Μάτια νεκρού…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Μάντεψα αυτό που έκανες με…

ΑΛΛΟΣ: Μην πεις το όνομά του! Εγώ είμαι ο άλλος! Και εσύ, παραμάνα, πια δεν ξέρεις ποιος είμαι…, το ξέχασες, έτσι δεν είναι;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Ναι, το έχω ξεχάσει! Και σε έχω συγχωρέσει!

ΑΛΛΟΣ: Και τον άλλο;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Τον έχω συγχωρέσει και τον άλλο. Σας έχω συγχωρέσει και τους δυο…

ΑΛΛΟΣ: Μητέρα! Αλλά κι αυτοί, θα το μάθουν;

ΕΡΝΕΣΤΟ: [Στον Άλλο.] Τώρα ξεκινάει εδώ μια άλλη ζωή.

ΑΛΛΟΣ: Ένας άλλος θάνατος θέλεις να πεις…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Πρέπει να το φωτίσουμε, να το καθαρίσουμε αυτό το σπίτι… Φως! Φως!

ΑΛΛΟΣ: Φως; Γιατί φως;

ΕΡΝΕΣΤΟ: Για να δείτε ο ένας τον άλλο, για να ιδωθούμε όλοι.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Καλύτερα να μην ιδωθούμε…

ΑΛΛΟΣ: Το να βλέπεις τον εαυτό σου είναι να πεθαίνεις, παραμάνα. Ή να σκοτώνεσαι. Και πρέπει να ζήσουμε, ακόμα και στα σκοτάδια. Καλύτερα στα σκοτάδια.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Και τώρα γίνε ο εαυτός σου, σώσε τον εαυτό σου.

Αυλαία.

ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ


ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

Ο Ερνέστο, η Λάουρα και η Παραμάνα.

ΕΡΝΕΣΤΟ: Τώρα, παραμάνα, την αλήθεια, όλη την αλήθεια!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Όλη την αλήθεια; Κανείς δεν θα την άντεχε. Εγώ δεν θέλω να ξέρω τίποτα∙ εγώ έχω ξεχάσει τα πάντα∙ εγώ δεν ξέρω κανέναν πια. Και οι δύο ήταν σαν γιοι μου… Τον ένα τον μεγάλωσα εγώ, τον άλλο η μητέρα του∙ αλλά και τους δυο τους αγαπούσα σαν μάνα εγώ, η παραμάνα. Και τους δυο…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Μα ποιους δυο;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Τους δυο δίδυμους. Τον Κόσμε και τον Νταμιάν…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Τι ακούω, Λάουρα;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Ναι, να σας τα πει η αδελφή σας. Δεν θέλω να ξέρω τίποτα πια. Εγώ φεύγω. [Κατ’ ιδίαν στον Ερνέστο.] Και όσο για το άλλο… ούτε λέξη!

Φεύγει.



ΣΚΗΝΗ ΙΙ

Ο Ερνέστο και η Λάουρα.

ΕΡΝΕΣΤΟ: Τι σημαίνει αυτό;

ΛΑΟΥΡΑ: Θα σου πω… Όταν έφτασα εγώ στη Ρενάδα, με τον πατέρα μας -ο Θεός να τον αναπαύει!-, βρήκα δυο δίδυμους, τον Κόσμε και τον Νταμιάν Ρεδόντο, τόσο όμοιους, που δεν υπήρχε τρόπος να τους ξεχωρίσεις. Παρορμητικοί και οι δύο! Που με ερωτεύτηκαν, σαν τρελοί, και από εκεί γεννήθηκε ένα ενδόμυχο μίσος, από ζήλεια, μεταξύ τους, ένα αδελφικό και τρυφερό μίσος. Έτσι όπως εγώ δεν τους ξεχώριζα -χωρίς ούτε ένα ίχνος ορατού σημαδιού που να τους διαφοροποιεί-, δεν είχα λόγο να προτιμήσω τον έναν και όχι τον άλλο, και μάλιστα, ελλόχευε κίνδυνος στο να παντρευτώ τον έναν ενώ θα έμενε ο άλλος κοντά…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ας τους είχες απορρίψει και τους δυο…!

ΛΑΟΥΡΑ: Αδύνατον! Με κατέκτησαν! Με φλέρταραν σαν δυο ανεμοστρόβιλοι. Ο ανταγωνισμός ήταν άγριος. Άρχισαν να μισιούνται με ανείπωτο τρόπο. Έφτασα στο σημείο να φοβάμαι, έφτασαν στο σημείο να φοβούνται ότι θα αλληλοσκοτώνονταν, κάτι έτσι σαν αλληλοαυτοκτονία. Και εγώ, ότι θα με κατακρεουργούσαν ηθικά. Δεν υπήρχε τρόπος να τους αντισταθώ. Και έτσι, με τον σάλο τους, με κέρδισαν…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ποιος από τους δύο;

ΛΑΟΥΡΑ: Και οι δύο…, ο ένας…, ο άλλος. Και αποφάσισαν ότι αυτός που δεν θα με παντρευόταν θα αποχωρούσε. Εγώ δεν παραβρέθηκα στη λήψη της απόφασης. Με τρομοκρατούσε η ιδέα να τους δω μαζί. Η σκηνή προμηνυόταν μάλλον τρομακτική.

ΕΡΝΕΣΤΟ: Εγώ θα έλεγα κρύα και με μια ηρεμία υποχθόνια…

ΛΑΟΥΡΑ: Δεν ξέρω, δεν ήξερα, δεν θέλησα να ξέρω πώς το αποφάσισαν. Όφειλαν να χωρίσουν για πάντα… Παντρεύτηκα αυτόν που έμεινε, αυτόν τον Κόσμε…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Όμως αυτός… είναι ο Κόσμε;

ΛΑΟΥΡΑ: Ε, τότε ποιος είναι, αν όχι αυτός;

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ο άλλος, όπως λέει ο ίδιος…

ΛΑΟΥΡΑ: Ποιος; Ο Νταμιάν; Τι ευφυολόγημα!

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ηρέμησε!

ΛΑΟΥΡΑ: Μα εδώ είναι να τρελαίνεσαι… Ο καθένας θα έλεγε ότι εσύ τρελάθηκες κιόλας… Να υποθέτεις ότι αυτός, ο άντρας μου, είναι ο άλλος…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Συνέχισε!

ΛΑΟΥΡΑ: Παντρεύτηκα τον Κόσμε, και ο Νταμιάν έφυγε. Ο πατέρας μου πέθανε αμέσως μετά, και δεν πρέπει να είναι άσχετα προς τον θάνατό του τα χτυπήματα στην καρδιά που του έδωσαν οι δυο μανιακοί μνηστήρες μου… Και λίγο μετά μας έγραψε ο Νταμιάν ότι παντρευόταν. Χάρηκα, γιατί διαλυόταν μια ανησυχία μου, ότι κάποια μέρα θα επέστρεφε… Ο Κόσμε πήγε στον γάμο του αδελφού του…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Κι εσύ;

ΛΑΟΥΡΑ: Εγώ όχι, δεν ήθελα, δεν έπρεπε, εγώ δεν τον ξαναείδα…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ποιον από τους δύο;

ΛΑΟΥΡΑ: Άντε πάλι, τον Νταμιάν! Και ύστερα συνέβη ο κλονισμός του άντρα μου, όσο εγώ ήμουν μακριά. Όταν επέστρεψα, τον βρήκα… άλλο!

ΕΡΝΕΣΤΟ: Όπως ο ίδιος αυτοαποκαλείται… Γιατί είχε επιστρέψει…

ΛΑΟΥΡΑ: Ο άλλος…, ναι!

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ο Νταμιάν;

ΛΑΟΥΡΑ: Ο Νταμιάν όχι…, ο άλλος!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: [Μπαίνοντας.] Λάουρα, είναι εδώ μία κυρία που θέλει να σε δει. Έρχεται πολύ συγχυσμένη… Να της πω να περάσει;

ΛΑΟΥΡΑ: Να περάσει! Μείνε, Ερνέστο.

Η Παραμάνα φεύγει.



ΣΚΗΝΗ ΙΙΙ

Ο Ερνέστο, η Λάουρα και η Νταμιάνα.

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: [Μπαίνοντας.] Η Λάουρα, η σύζυγος του Κόσμε Ρεδόντο;

ΛΑΟΥΡΑ: Εγώ είμαι. Και από ‘δώ, ο αδερφός μου ο Ερνέστο.

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Κι εγώ είμαι η Νταμιάνα, η σύζυγος του Νταμιάν, του κουνιάδου σου, και έρχομαι για να μάθω τι τον κάνατε τον άντρα μου…

ΛΑΟΥΡΑ: Εγώ, τι τον έκανα τον άντρα σου; Εγώ;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Θα είναι λίγο παραπάνω από ένας μήνας που μου είπε ότι θα ερχόταν να δει τον αδερφό του, τον Κόσμε σου∙ ότι θα ερχόταν να σας δει, και επειδή δεν μου έγραφε, έγραψα στον Κόσμε για να τον ρωτήσω για εκείνον, αλλά καμία απάντηση… Και ξανά, και πάλι, μα… τίποτα! Και ήρθα για να μου πει τι ακριβώς έκανε τον αδερφό του…

ΛΑΟΥΡΑ: Τι έκανε τον αδερφό του… ποιος;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ο σύζυγός σου… Ή τι τον έκανες τον άντρα μου…

ΛΑΟΥΡΑ: Εγώ;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ναι, εσύ. Και εν πάση περιπτώσει, τι τον έχετε κάνει εσύ και ο σύζυγός σου, τον άντρα μου.

ΛΑΟΥΡΑ: Τον άντρα σου;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ναι, τον άντρα μου! Τι τον έχετε κάνει…

ΛΑΟΥΡΑ: Μα εγώ…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Πού τον έχετε;

ΛΑΟΥΡΑ: Τι πού τον έχουμε; Εγώ…;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Εγώ…, εγώ…, εγώ…, τελείωνε! Πού τον έχετε;

ΛΑΟΥΡΑ: Αλλά…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Φώναξε τον άντρα σου, ή όποιος κι αν είναι…, φώναξέ τον, για να μου πει τι τον έκανε τον δικό μου… Φώναξέ τον!

ΛΑΟΥΡΑ: Μην φωνάζετε όμως έτσι…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ναι, θα φωνάζω… Φώναξέ τον, είπα, φώναξέ τον. Και δώσε μου ό,τι μου ανήκει!



ΣΚΗΝΗ IV

Οι παραπάνω και ο Άλλος.

Μπαίνει ο Άλλος, αβίαστα. Η Νταμιάνα πάει να τον αγκαλιάσει, αλλά αυτός τραβιέται φοβισμένος, κοιτάζει τα χέρια του και μετά καλύπτει τα μάτια του με αυτά και κουνάει το κεφάλι νεύοντας όχι.

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Νταμιάν!

ΛΑΟΥΡΑ: Όχι, είναι ο Κόσμε!

ΑΛΛΟΣ: Εγώ; Ο άλλος! Σας το είπα ήδη: ο άλλος!

ΛΑΟΥΡΑ: [Πηγαίνει προς το μέρος του σαν σε αυτοάμυνα.] Μα εσύ είσαι ο Κόσμε, ο Κόσμε μου…

ΑΛΛΟΣ: Ο άλλος, είπα! Ο άλλος του άλλου! Είσαστε τώρα εδώ και οι δυο Ερινύες; Ήρθατε να με κυνηγήσετε; Να με βασανίσετε; Να εκδικηθείτε; Να εκδικηθείτε τον άλλο; Ήρθατε κιόλας, Ερινύες; Εσύ, Λάουρα…, εσύ, Νταμιάνα…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Μα πού είναι ο Νταμιάν μου;

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ο Νταμιάν σας, κυρία μου, ή ο άλλος, ο Κόσμε σου, Λάουρα, είναι νεκρός και κλειδωμένος στα σκοτεινά στο κελάρι. [Στον Άλλο.] Δολοφόνε! Αδερφοκτόνε!

ΑΛΛΟΣ: [Σταυρώνοντας τα χέρια του.] Εγώ; Δολοφόνος εγώ; Αλλά ποιος είμαι εγώ; Ποιος είναι ο δολοφόνος; Ποιος ο δολοφόνος; Ποιος ο δήμιος; Ποιος το θύμα; Ποιος ο Κάιν; Ποιος ο Άβελ; Ποιος είμαι εγώ, ο Κόσμε ή ο Νταμιάν; Ναι, ξεσκεπάστηκε το μυστήριο, λογικεύτηκε η παραφροσύνη, φανερώθηκε στο φως η σκιά. Οι δυο δίδυμοι, που όπως ο Ησαύ και ο Ιακώβ μάλωναν ήδη από την κοιλιά της μάνας τους, με αδερφικό μίσος, με μίσος που ήταν δαιμονική αγάπη, τα δυο αδέρφια συναντήθηκαν… Όταν βράδιασε ήτανε, είχε μόλις πέσει ο ήλιος, τότε που λιώνουν οι σκιές και το πράσινο της φύσης γίνεται μαύρο… Να μισείς τον αδερφό σου έτσι όπως μισείς και τον ίδιο σου τον εαυτό! Και γεμάτοι με μίσος για τον εαυτό σας, διατεθειμένοι να αυτοκτονήσετε ταυτόχρονα, για μια γυναίκα…, για άλλη γυναίκα…, καυγάδισαν… Και ο ένας ένιωσε ότι στα παγωμένα από τη φρίκη χέρια του πάγωνε ο λαιμός του άλλου… Και κοίταξε στα νεκρά μάτια του αδερφού μήπως έβλεπε μέσα τους νεκρό και τον εαυτό του… Οι σκιές της νύχτας που ερχόταν περιέβαλαν τον πόνο του άλλου… Και ο Θεός σιωπούσε… Και συνεχίζει ακόμα να σιωπά! Ποιος είναι ο νεκρός; Ποιος είναι ο πιο νεκρός; Ποιος είναι ο δολοφόνος;

ΕΡΝΕΣΤΟ: Εσύ είσαι ο δολοφόνος, ο δήμιος, εσύ! Εκείνο το απόγευμα ο αδελφός σου ήρθε να σε δει, καυγαδίσατε, σίγουρα από ζήλεια, και εσύ σκότωσες τον αδερφό σου…

ΑΛΛΟΣ: Ακριβώς! Αλλά σε άμυνα. Και ποιος είμαι εγώ;

ΕΡΝΕΣΤΟ: Εσύ; Ο Κάιν!

ΑΛΛΟΣ: Κάιν! Κάιν! Κάιν! Το επαναλαμβάνω ο ίδιος στον εαυτό μου κάθε νύχτα, στα όνειρα, και γι’ αυτό κοιμάμαι μόνος, κλειδωμένος και μακριά απ’ όλους. Για να μην με ακούν…, για να μην ακούω εγώ τον εαυτό μου…! Κακόμοιρε Κάιν! Αλλά επίσης λέω ότι αν ο Κάιν δεν είχε σκοτώσει τον Άβελ, ο Άβελ θα είχε σκοτώσει τον Κάιν… Ήταν μοιραίο! Ήδη από παιδιά, στο σχολείο, για αστείο ρωτούσαμε αιφνιδιαστικά: «Ποιος σκότωσε τον Κάιν;» Και ο ερωτώμενος συνήθως έπεφτε στην παγίδα και απαντούσε: «Ο αδερφός του ο Άβελ.» Κι έτσι έγινε. Και τέλος πάντων, γίνεται Κάιν επειδή σκοτώνει τον αδερφό ή τον σκοτώνει επειδή είναι ο Κάιν;

ΕΡΝΕΣΤΟ: Δηλαδή, αν…

ΑΛΛΟΣ: Δηλαδή, αν όποιος θέλεις από τους δυο, ο ένας…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ναι!

ΑΛΛΟΣ: Εάν ο ένας δεν σκότωνε τον άλλο, ο άλλος θα είχε σκοτώσει τον έναν.

ΕΡΝΕΣΤΟ: Κι εσύ;

ΑΛΛΟΣ: Εγώ; Ο ένας και ο άλλος, Κάιν και Άβελ, δήμιος και θύμα!

ΣΚΗΝΗ V

Οι παραπάνω, η Παραμάνα και ο δον Χουάν.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: [Μπαίνει με τον δον Χουάν.] Επειδή καταλάβαμε τι συμβαίνει…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Παραμάνα!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Περίμενε, Νταμιάνα! Επειδή κατάλαβα τι συμβαίνει και βλέπω ότι αποκαλύπτεται το μυστήριο -όχι ότι διαλευκαίνεται-, έφερα τον δον Χουάν, γιατί αυτό πρέπει να το συγκαλύψουμε, πρέπει να το θάψουμε εδώ.

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ο θαμμένος είναι ο άλλος.

ΑΛΛΟΣ: Όχι, είμαι εγώ!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Κοιτάξτε, δον Χουάν, ο ένας από τους δυο μου γιους -γιατί είναι τόσο δικός μου αυτός που μεγάλωσα όσο και ο άλλος, παρ’ όλο που δεν γέννησα κανέναν τους-, ένας από τους γιους μου σκότωσε τον άλλο, που από ό,τι φαίνεται είναι εκεί κάτω, θαμμένος ή κάτι τέτοιο, και πρέπει να το τακτοποιήσουμε αυτό, δον Χουάν. Μεταξύ μας, εμείς οι έξι, πρέπει να θάψουμε σε αυτό το σπίτι το μυστήριο, και να μην πάει παρά πέρα, να μην μαθευτεί τίποτα έξω από ‘δώ, να μην το μάθει ο κόσμος. Και εσείς, δον Χουάν, να μην πρέπει να κάνετε καμία διάγνωση. Σαν να μην ξέραμε τίποτα για… τον αγνοούμενο. Κακόμοιρο παιδί μου!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ακόμα δεν είπαμε για το παιδί…, το δικό μου…!

ΧΟΥΑΝ: Τι παιδί, κυρία μου;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Όποιο και αν είναι!

ΧΟΥΑΝ: Μα εσείς τους ξεχωρίζατε, τους ξεχωρίζετε…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Τώρα όχι, γιατί είναι ένας.

ΧΟΥΑΝ: Όμως ο νεκρός…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Νεκροί και οι δύο πια…

ΑΛΛΟΣ: Έτσι είναι και έτσι θα είναι!

ΧΟΥΑΝ: Καλύτερα, ναι, να το αποκρύψουμε. Δηλαδή, αν η χήρα…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Αλλά, ποια είναι;

ΑΛΛΟΣ: Τι, σιωπαίνετε; Ποια από εσάς δηλώνει χήρα; Θέλετε να είστε χήρες και οι δυο; Ή και οι δυο γυναίκες μου; Ποιον θέλετε; Τον νεκρό ή τον άλλο, τον πιο νεκρό; Αλλά, βέβαια! Εσείς θέλετε τον φονιά, τον Κάιν, ας είναι και από συμπόνια, καημενούλη Κάιν! Αλλά εγώ σας λέω ότι επίσης αξίζει τη συμπόνια σας και ο Άβελ, καημενούλη Άβελ!

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ας τον αφήσουμε με τη συνείδησή του. Και τώρα [Στη Νταμιάνα.] μείνετε, κυρία, σε αυτό εδώ το σπίτι μας… ή δικό σας…, και περιμένετε μέχρι όλα να ξεκαθαριστούν. Όμως πρώτα ελάτε μαζί μου στο κελάρι να σας δείξω… τον άλλο.

Φεύγουν ο Ερνέστο, η Λάουρα, η Νταμιάνα και ο δον Χουάν.

ΣΚΗΝΗ VI

Ο Άλλος και η Παραμάνα.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Μα, γιε μου, γιε μου, τι έκανες στον αδερφό σου;

ΑΛΛΟΣ: [Κλαίγοντας με λυγμούς.] Τον φέρω μέσα μου, νεκρό, παραμάνα. Με σκοτώνει…, με σκοτώνει… Θα με αποτελειώσει… Ο Άβελ είναι ανελέητος, παραμάνα, ο Άβελ δεν συγχωρεί. Ο Άβελ είναι κακός! Ναι, ναι∙ αν δεν τον σκότωνε ο Κάιν, θα είχε σκοτώσει αυτός τον Κάιν. Και τον σκοτώνει…, με σκοτώνει ο Άβελ. Άβελ, τι κάνεις στον αδελφό σου; Αυτός που γίνεται θύμα είναι τόσο κακός όσο αυτός που γίνεται δήμιος. Το να γίνεσαι θύμα είναι μια εκδίκηση διαβολική. Αχ, παραμάνα!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Κοίτα…

ΑΛΛΟΣ: [Καλύπτοντάς της το στόμα.] Αφού σου έχω πει να μην τον ονομάζεις…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Αλλά πες μου εδώ, στην ακοή της καρδιάς… Ναι, το έχω ξεχάσει, το έχω ξεχάσει…! Εσύ είσαι, εσύ θα είσαι για μένα και οι δυο. Γιατί οι δυο σας είσαστε ένας. Θύμα ή θύτης, τι σημασία έχει; Ο ένας είναι ο άλλος!

ΑΛΛΟΣ: Αυτή, παραμάνα, αυτή είναι η άγια αλήθεια. Όλοι είμαστε ένας…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Έλα εδώ. [Τον πλησιάζει στο στήθος της.] Θυμάσαι, όταν δεν ήταν στεγνά; Όταν από αυτά έπινες τη ζωή; Πότε πότε σας άλλαζα με τη μάνα σας, και οι δυο θηλάσατε στα στήθη μου, και οι δυο στα δικά της… Σας αλλάζαμε και εγώ άλλαζα στήθος. Τη μια από αυτό, αυτό απ’ την πλευρά της καρδιάς∙ την άλλη από το άλλο…

ΑΛΛΟΣ: Αυτό απ’ την πλευρά του συκωτιού!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Και σήμερα… είναι στεγνά.

ΑΛΛΟΣ: Αλλά εκείνα της μάνας που μας γέννησε…!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Είναι χώμα πια…

ΑΛΛΟΣ: Χώμα και ο άλλος… χώμα κι εγώ…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Γιατί τον μισούσες, γιε μου;

ΑΛΛΟΣ: Από τότε που ήμασταν μικρούληδες υπέφερα να με βλέπω έξω από τον εαυτό μου τον ίδιο…, δεν μπορούσα να αντέξω εκείνο τον καθρέφτη…, δεν μπορούσα να με βλέπω έξω από εμένα… Ο δρόμος για να μισήσεις τον εαυτό σου είναι να τον δεις έξω από εσένα τον ίδιο, να τον δεις σαν άλλο… Εκείνος ο φρικτός ανταγωνισμός για το ποιος θα μάθαινε καλύτερα το μάθημα! Και αν το ήξερα εγώ και εκείνος όχι, να βάζουν τον βαθμό σε αυτόν… Να μας ξεχωρίζουν από το όνομα, από μια κορδέλα, ένα ρούχο…! Να είμαστε ένα όνομα! Αυτός, αυτός με έμαθε να μισώ τον εαυτό μου…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Αλλά ήτανε καλός…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Γίναμε κακοί και οι δύο… Όταν κάποιος δεν είναι πάντα ένας, γίνεται κακός… Για να γίνεις κακός το πιο εύκολο είναι να έχεις συνέχεια μπροστά σου έναν καθρέφτη, και ακόμα περισσότερο έναν καθρέφτη ζωντανό, που αναπνέει…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Κι έπειτα… η γυναίκα!

ΑΛΛΟΣ: Οι γυναίκες, παραμάνα, οι γυναίκες…, και η μία και η άλλη, η σαγηνευμένη και η σαγηνεύτρα…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Ζούμε στη γη…

ΑΛΛΟΣ: Στο μυστήριο, παραμάνα, στο μυστήριο… Και εσύ με τη μητέρα μου μας μάθατε να προσευχόμαστε… Όλα διπλά…, όλα διπλά… Και ο Θεός διπλός…!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Διπλός; Ο Θεός;

ΑΛΛΟΣ: Το άλλο του όνομα είναι το Πεπρωμένο!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Η Μοίρα!

ΑΛΛΟΣ: Αυτή είναι άλλη…, η γυναίκα του Πεπρωμένου… Και ο Θεός άλλος είναι…!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Πώς το έκανες έτσι το καημένο το κεφάλι σου, γιε μου!

ΑΛΛΟΣ: Όχι, πώς μου το έκανε Αυτός, ο Θεός, το Πεπρωμένο, ο Άλλος του ουρανού. Και όχι το κεφάλι, όχι…! την καρδιά! Πάει να εκραγεί! Και η καρδιά είναι χώμα!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Συγκρατήσου!

ΑΛΛΟΣ: Θυμάμαι, παραμάνα, όταν αυτός κι εγώ, οι δυο μας μαζί, είδαμε την τραγωδία του Οιδίποδα, ο μεγαλειώδης διερευνητής, ο θεϊκός «ντετέκτιβ»… Μοιάζει σαν θέμα ταινίας τρόμου, παράλογο, και είναι το πιο μύχιο της αλήθειας και της ζωής. Και αυτός χρειάστηκε να συγκρατηθεί…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Συγκρατήσου λοιπόν!

ΑΛΛΟΣ: Αλλά και εκείνες; Οι Ερινύες; Με τις οποίες με κατατρύχει και με βασανίζει το Πεπρωμένο, το δικό μου, το δικό μου Πεπρωμένο και το δικό του; Αυτές οι Ερινύες της Μοίρας, αυτές οι δυο χήρες…, αυτές οι αμολητές Ερινύες;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Πρέπει να τις κατευνάσεις!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: [Από το παρασκήνιο.] Να μου δώσετε τον άντρα μου!

ΑΛΛΟΣ: Τον άντρα της;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: [Το ίδιο.] Να μου δώσετε τον άντρα μου!

ΑΛΛΟΣ: Ποιος είναι ο άντρας της, παραμάνα;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Εσύ το ξέρεις;

ΑΛΛΟΣ: Εγώ;, εγώ δεν ξέρω ποιος είμαι…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: [Το ίδιο.] Να μου δώσετε τον πατέρα…

ΑΛΛΟΣ: Πατέρας; Δεν ξέρω ποιος είμαι…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Κι εγώ ακόμα λιγότερο…

Αυλαία.

ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ



ΣΚΗΝΗ Ι

Ο Άλλος.

Στο βάθος της σκηνής, κυκλικός ολόσωμος καθρέπτης, που τον κρύβει ένα παραβάν ο Άλλος κάνει βόλτες με το κεφάλι σκυφτό και χειρονομώντας σαν κάποιος που μιλάει μόνος του, μέχρι που τελικά τραβάει το παραβάν αποφασιστικά και σταματάει μπροστά στον καθρέφτη, σταυρώνει τα χέρια και κοιτάζεται για ένα λεπτό. Καλύπτει το πρόσωπό του με τα χέρια του, τα κοιτάζει, έπειτα τα απλώνει προς την εικόνα που αντανακλάται σαν για να την πιάσει από τον λαιμό, όμως όταν βλέπει αυτά τα άλλα χέρια να τον πλησιάζουν, τα στρέφει προς τον εαυτό του, στον ίδιο του τον λαιμό σαν να θέλει να πνιγεί. Ύστερα, θύμα υπέρτατης οδύνης, πέφτει στα γόνατα μπροστά στον καθρέπτη, στηρίζει το κεφάλι του στο τζάμι και, κοιτάζοντας στο πάτωμα, ξεσπάει σε γοερό κλάμα.

ΣΚΗΝΗ ΙΙ

Ο Άλλος και η Λάουρα.

Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται η Λάουρα, που σταματάει και παρατηρεί. Νυχοπατώντας, τον πλησιάζει από πίσω και βάζει το χέρι της στον ώμο του.

ΑΛΛΟΣ: [Ενώ γυρίζει ξαφνιασμένος.] Ποιος;

ΛΑΟΥΡΑ: Εγώ, η Λάουρά σου…

ΑΛΛΟΣ: Εσύ…, η…, η τι…; Η…

ΛΑΟΥΡΑ: Ναι, η Λάουρά σου!

ΑΛΛΟΣ: Εσύ, γυναίκα μου;

ΛΑΟΥΡΑ: Ναι, δεν είσαι εσύ ο άντρας μου;

ΑΛΛΟΣ: Ο άντρας μου; Ο άντρας μου…, όχι! Ναι… ο δολοφόνος μου! Και δεν ξέρω αν ήμουν δολοφόνος ή αυτόχειρας.

ΛΑΟΥΡΑ: Μην το σκέφτεσαι αυτό, άφησε τον νεκρό και…

ΑΛΛΟΣ: Ποιος είναι ο νεκρός; Ο αδερφός σου χρίστηκε δεσμοφύλακάς μου, μέχρι να ξεκαθαριστούν τα πράγματα. Αλλά εγώ…

ΛΑΟΥΡΑ: [Κάνοντάς τον να σηκωθεί από το πάτωμα.] Πρώτα απ’ όλα, άσε τον καθρέφτη και μην βασανίζεσαι έτσι… Μην κοιτάζεσαι, μην κοιτάζεσαι…

ΑΛΛΟΣ: [Ενώ σηκώνεται.] Τον νεκρό!

ΛΑΟΥΡΑ: [Παίρνει το παραβάν και ξανακαλύπτει τον καθρέφτη. Πηγαίνει τον Άλλο σε έναν καναπέ, όπου τον βάζει να καθίσει.] Μην ξανακοιταχτείς…, μην σκοτώνεις έτσι τον εαυτό σου…, ζήσε, ζήσε, ζήσε… Εγώ ξέρω καλά ποιος είσαι εσύ…

ΑΛΛΟΣ: Αφού το βλέπεις, ο αδερφός σου, ο Ερνέστο, ο κουνιάδος μου…

ΛΑΟΥΡΑ: Ο κουνιάδος σου; Άρα εγώ είμαι η γυναίκα σου;

ΑΛΛΟΣ: Κάνε λογαριασμό, και ας είμαι εγώ όποιος να ‘ναι…

ΛΑΟΥΡΑ: Μα εσύ είσαι…

ΑΛΛΟΣ: Ο άλλος, σου το έχω ήδη πει. Ο αδερφός σου χρίστηκε δεσμοφύλακάς μου, τρελογιατρός μου, μέχρι να ξεκαθαριστούν τα πράγματα. Αλλά εγώ…

ΛΑΟΥΡΑ: Εσύ…, εγώ ξέρω καλά ποιος είσαι… Δεν χρειάζεται να το ξέρω καν! Και εγώ είμαι η γυναίκα σου…

ΑΛΛΟΣ: Ας είμαι όποιος να ‘ναι…

ΛΑΟΥΡΑ: Ναι, όποιος και αν ήσουνα, γιατί… [Τρυπώνει στην αγκαλιά του χαδιάρα και τον χαϊδεύει, ενώ αυτός τη φιλάει στο κεφάλι.] Κοίτα, εφόσον έλαβα το πρώτο σου φιλί μετά από το… γεγονός…

ΑΛΛΟΣ: Το έγκλημα… Πες το με το όνομά του!

ΛΑΟΥΡΑ: Μετά από εκείνο, που ξέρω ότι χρειάστηκε να το κάνεις σε αυτοάμυνα.

ΑΛΛΟΣ: Όλα τα εγκλήματα διαπράττονται σε αυτοάμυνα. Όλοι οι δολοφόνοι δολοφονούν αμυνόμενοι. Αμύνονται ενάντια στον ίδιο τους τον εαυτό…

ΛΑΟΥΡΑ: Άσε αυτές τις σκέψεις και έλα…

ΑΛΛΟΣ: Ναι, σε εσένα. Εσύ θέλεις να ξεχάσω…

ΛΑΟΥΡΑ: Φυσικά!

ΑΛΛΟΣ: Γιατί δεν μπορώ να ξεχάσω…

ΛΑΟΥΡΑ: Από τότε που έλαβα το πρώτο σου φιλί, Νταμιάν…

ΑΛΛΟΣ: [Σπρώχνοντάς την.] Ε! Εγώ δεν είμαι ο Νταμιάν…, εγώ δεν είμαι ο Κόσμε, σου το έχω ήδη πει…

ΛΑΟΥΡΑ: [Κολλάει πάνω του ξανά.] Όχι, αλλά δεν με ξεγελάς…, αφού σε ξέρω… Εκείνο το φιλί είχε γεύση αίματος, και ξέρω ότι τον σκότωσες…

ΑΛΛΟΣ: Για σένα, έτσι;

ΛΑΟΥΡΑ: Ναι, για μένα.

ΑΛΛΟΣ: Δεν σε αναγνωρίζω, ποια είσαι;

ΛΑΟΥΡΑ: Η Λάουρα, η Λάουρά σου…

ΑΛΛΟΣ: Η Λάουρά μου!, αλλά ποιανού;

ΛΑΟΥΡΑ: Οποιουδήποτε από τους δύο… Η δική σου!

ΑΛΛΟΣ: Αυτό που θέλεις εσύ είναι να μάθεις τι γεύση έχουν τα φιλιά του άλλου, θέλεις τον Κάιν και όχι τον Άβελ, αυτόν που σκότωσε…

ΛΑΟΥΡΑ: Για μένα!

ΑΛΛΟΣ: Και αν ήταν ο δικός σου, αυτός που σκότωσε τον άντρα της άλλης, για να την απολαύσει;

ΛΑΟΥΡΑ: Αδύνατον! Αδύνατον! Αν και… δεν ξέρω…

ΑΛΛΟΣ: Πόσα ξέρεις! Για να ξέρεις, μια ερωτευμένη γυναίκα… Κι έπειτα ήσουν ερωτευμένη με τον Νταμιάν, όχι με τον Κόσμε, όχι με τον Κόσμε σου; Έλα, απάντησε! Ήσουν ερωτευμένη με τον ξένο σύζυγο; Απάντησε, Λάουρα!

ΛΑΟΥΡΑ: Εγώ… μαζί σου!

ΑΛΛΟΣ: Λέγε, αφού έφτασες εσύ στη Ρενάδα, όταν σε διεκδικήσαμε, σχεδόν σε απαιτήσαμε ερωτικά και οι δύο, ποιος από τους δυο μας σε γοήτευσε; Και οι δύο;

ΛΑΟΥΡΑ: Έτσι όπως δεν σας ξεχώριζα…!

ΑΛΛΟΣ: Ναι αλλά η αγάπη οφείλει να ξεχωρίζει…

ΛΑΟΥΡΑ: Μα αφού δεν διαφέρατε…!

ΑΛΛΟΣ: Όχι, ε; Αχ, τρομερό μαρτύριο να γεννιέσαι διπλός! Να μην είσαι πάντα ένας και πάντα ο ίδιος!

ΛΑΟΥΡΑ: Και γι’ αυτό αρχίσατε να μισείτε ο ένας τον άλλο;

ΑΛΛΟΣ: Και ο καθένας τον εαυτό του. Ο ζηλιάρης μισεί τον εαυτό του. Μισεί τον εαυτό του αυτός που δεν νιώθει να διαφέρει. Και εσύ…, εσύ…, εσύ… [Σφίγγοντάς της το κεφάλι.] Εσύ ποθούσες…

ΛΑΟΥΡΑ: Εσένα!

ΑΛΛΟΣ: Όχι, τον άλλο! Πάντα αυτόν που δεν είχες μπροστά σου, τον απόντα και, όταν μας έβλεπες μαζί, μας μισούσες και τους δύο. Αλλά ποιον ποθούσες; Έλα, ποιον;

ΛΑΟΥΡΑ: Εσένα! Αφού σου το είπα ήδη, εσένα, εσένα, εσένα, εσένα, τον άλλο!

ΑΛΛΟΣ: Πάντα επιθυμούμε αυτόν που δεν έχουμε… Και τώρα;

ΛΑΟΥΡΑ: Τώρα…

ΑΛΛΟΣ: Τώρα, ναι…

ΛΑΟΥΡΑ: Εσένα, εσένα, εσένα, πάντα εσένα!

ΑΛΛΟΣ: Όχι εμένα, τον νεκρό…, τον άλλο!

ΛΑΟΥΡΑ: Όμως ο άλλος…

ΑΛΛΟΣ: Σωστά, είμαι εγώ!

ΛΑΟΥΡΑ: Δικός μου…, δικός μου…, δικός μου…

ΑΛΛΟΣ: Δικός σου… Ποιος;

ΛΑΟΥΡΑ: Εσύ.

ΑΛΛΟΣ: Κι εγώ, ποιος; Πόσο με ξέρεις; Πού το σημάδι; [Η Λάουρα προσπαθεί παίζοντας να του γυμνώσει το στήθος.] Κράτα τα χέρια σου!

ΛΑΟΥΡΑ: Δεν με αφήνεις να το ψάξω;

ΑΛΛΟΣ: Ναι, ναι, γυναίκα τελικά, πιο πολύ περίεργη από ερωτική. Πώς να είναι ο άλλος εσωτερικά; Σε τι διαφέρουν; Πού να είναι η ελιά, το κρυφό στίγμα που τους διαφοροποιεί; Και πού ξέρεις αν ο άλλος δεν έχει το ίδιο σημάδι;

ΛΑΟΥΡΑ: Το σημάδι που έκανα εγώ;

ΑΛΛΟΣ: Κράτα τα…, κράτα τα χέρια σου! Γι’ αυτό δεν έμεινα ποτέ γυμνός και κοιμισμένος δίπλα σου. Κράτα τα χέρια σου! Αχ!, οι γυναίκες είσαστε σκέτος δόλος…

ΛΑΟΥΡΑ: Όπως τότε, από εκείνη τη μέρα…

ΑΛΛΟΣ: Δηλαδή, δεν με γνωρίζεις εμένα, τον δολοφόνο…

ΛΑΟΥΡΑ: Ε, ναι, σε γνωρίζω!

ΑΛΛΟΣ: [Καθώς σηκώνεται.] Αλήθεια με γνωρίζεις; Έλα εδώ. [Πιάνει το κεφάλι της στα χέρια του και την κοιτάει στα μάτια.] Δες με καλά, τι βλέπεις;

ΛΑΟΥΡΑ: Αίμα!

ΑΛΛΟΣ: Γνωρίζεις τον Κάιν;

ΛΑΟΥΡΑ: Νταμιάν! Κόσμε!

ΑΛΛΟΣ: Γνωρίζεις τον Άβελ!

ΛΑΟΥΡΑ: Κόσμε! Νταμιάν!

ΑΛΛΟΣ: Γνωρίζεις τον άλλο;

ΛΑΟΥΡΑ: Με σκοτώνεις…, με σκοτώνεις… Και να που την ακούω εκείνη…, την άλλη!

Φεύγει εσπευσμένα.

ΑΛΛΟΣ: Η άλλη!

ΣΚΗΝΗ ΙΙΙ

Ο Άλλος και η Νταμιάνα.

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Αυτό πρέπει να τελειώσει…

ΑΛΛΟΣ: Όχι, να αρχίσει!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ακριβώς, αυτό πρέπει να αρχίσει, Κόσμε…

ΑΛΛΟΣ: Κόσμε; Όχι, εσύ ξέρεις καλά ότι είμαι…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ο άντρας μου!

ΑΛΛΟΣ: Ο άντρας σου, ναι, αυτός που κατάκτησες, τρομερή γυναίκα, γυναίκα από αίμα…

Κάθονται. Η Νταμιάνα εξουσιαστική τον παίρνει στην ποδιά της και τον χαϊδεύει όπως ένα παιδί.

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Αφού βλέπω πόσο υποφέρεις… Και για μένα! Για μένα τον σκότωσες!

ΑΛΛΟΣ: Σώπα, γυναίκα!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Γιατί δεν με φωνάζεις Νταμιάνα;

ΑΛΛΟΣ: Αυτό το όνομα…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Σου θυμίζει…, ξέρω τι σου θυμίζει.

ΑΛΛΟΣ: Τον άλλο! Εμένα!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Από τότε που σε γνώρισα, όταν ήρθες στον γάμο μας, δεν μπόρεσα να ησυχάσω από τον πόθο. Ήμουν στην αγκαλιά του άλλου και έλεγα στον εαυτό μου: «Πώς να είναι ο άλλος; Πώς τα φιλιά του; Να είναι το ίδιο;»

ΑΛΛΟΣ: Δηλαδή, όταν μου παραδόθηκες δεν ήσουν δική μου;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Αφού εσύ είσαι…

ΑΛΛΟΣ: Ο άλλος!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Όποιος κι αν είσαι… Ο άντρας μου!

ΑΛΛΟΣ: Αλλά ποιος είμαι; Ξέρεις;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Είμαι σίγουρη!

ΑΛΛΟΣ: Εγώ λοιπόν όχι! Λένε ότι το να τρελαίνεσαι είναι να αποξενώνεσαι, να γίνεσαι ξένος, άλλος…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Μα ακόμη δεν βρεθήκαμε…, δηλαδή, δεν ξαναβρεθήκαμε…, δεν βρεθήκαμε ακόμα μόνοι, εντελώς μόνοι…

ΑΛΛΟΣ: Ναι, δεν βρεθήκαμε και… δεν αγγιχτήκαμε! Μόνοι και γυμνοί!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ναι, πρέπει να σε γδύσω, σαν μικρό παιδί∙ για να σε κοιμίσω, για να σε νανουρίσω…

ΑΛΛΟΣ: Για να ψάξεις το σημάδι!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Μα αφού δεν το χρειάζομαι! Αφού το βλέπω μέσα από τα ρούχα σου…, το σημάδι μου!

ΑΛΛΟΣ: Αλήθεια; Και τι σημάδι; Τι στίγμα;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Αυτό του άντρα μου!

ΑΛΛΟΣ: Και οι δυο μαζί με σκοτώνετε… Και οι δυο σκοτώσατε τον έναν…, και οι δυο θα σκοτώσετε τον άλλο… [Ξεσπάει σε κλάματα.]

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Τι αδύναμος! Ναι λοιπόν, θα σε σκοτώσω. Είμαι διατεθειμένη να σε σκοτώσω, να σε σκοτώσω από οδύνη, από τύψεις, αν δεν ομολογήσεις ότι είσαι ο άντρας μου, αυτός που εγώ κατάκτησα, αν δεν φύγεις από αυτό το απεχθές σπίτι, του πεθαμένου, της Λάουρας, αν δεν την αφήσεις αυτήν, αν δεν έρθεις μαζί μου και μόνο για μένα, μόνο για μένα, μόνο για μένα… Άφησε τον νεκρό, άφησε τη γυναίκα του, τη χήρα, άφησε τον τρελογιατρό και έλα μαζί μου, οι δυο μας μόνοι… Αυτή είναι η χήρα… Όποιου κι αν είναι! Γιατί… τώρα, που είμαστε πια μόνοι, όλη την αλήθεια: εγώ σας σαγήνεψα και τους δυο, σας έκανα δικούς μου και τους δυο. Κι εσύ δεν αποκαλύπτεσαι, δεν ομολογείς ποιος είσαι, γιατί είσαι δειλός. Δειλέ! Δειλέ!

ΑΛΛΟΣ: Εσύ μας έκανες να μισούμαστε, εσύ μας έκανες να σκοτωθούμε!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Εγώ ή… η άλλη;

ΑΛΛΟΣ: Ζηλεύεις;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ναι, τρομερά! Εσύ, ο ένας ή ο άλλος, δεν μπορείς να είσαι δικός της. Εγώ σας τράβηξα απ’ αυτήν! Την κατακτήσατε για να χωριστείτε, για να μισηθείτε, και εγώ σας κατάκτησα για να σας ενώσω στην αγάπη μου…

ΑΛΛΟΣ: Εσύ μας χώρισες, εσύ… Εσύ μας δηλητηρίασες τη ζωή…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Όχι εγώ, η άλλη!

ΑΛΛΟΣ: Και οι δύο είσαστε η άλλη! Και δεν διαφοροποιείστε σε τίποτα∙ γυναίκες και οι δύο, στην τελική. Όλες οι γυναίκες μία είναι. Το ίδιο κάνει του Κάιν ή του Άβελ. Δεν διαφοροποιείστε σε τίποτα… Η ίδια μέγαιρα…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Δηλαδή μας μισείς πια…

ΑΛΛΟΣ: Τόσο όσο μισώ και τον εαυτό μου…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: [Πλησιάζει στο αφτί του.] Αλλά εσύ με έχεις… με έχεις στην κατοχή σου. Όχι: σε έχω…, σε έχω στην κατοχή μου.

ΑΛΛΟΣ: Τι, δεν ξέρεις; Δεν με ξέρεις;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ναι, σε έχω στην κατοχή μου!

ΑΛΛΟΣ: Ε, τότε δεν θα ήθελες πια και τόσο πολύ να με ξαναποκτήσεις…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Γι’ αυτό!

ΑΛΛΟΣ: Όχι, Νταμιάνα, όχι! Μην προδίνεις τον εαυτό σου…!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Γιατί η άλλη…

ΑΛΛΟΣ: Βέβαια! Ας είμαι εγώ όποιος να ‘ναι, ο Κόσμε ή ο Νταμιάν, αυτός που έχεις ή δεν έχεις στην κατοχή σου, αυτό που θέλεις είναι να μου αφαιρέσεις την άλλη…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Μα αφού εγώ, εκείνες τις μέρες που ακολούθησαν τον γάμο, θυμάσαι…; Γιατί τώρα, σε αυτή τη στιγμή των μεγαλύτερων εκμυστηρεύσεων, πρέπει να τα εξομολογηθούμε όλα: εκείνες τις πρώτες μέρες του μήνα του μέλιτος…

ΑΛΛΟΣ: Του μήνα της πίκρας!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Σας είχα και τους δυο, σας απόλαυσα και τους δυο, και εσένα και τον άλλο, σας απάτησα και τους δυο…

ΑΛΛΟΣ: Αυτό νόμισες εσύ∙ αλλά μεταξύ μας συμφωνήσαμε να σε εξαπατήσουμε και προσποιηθήκαμε ότι πιστέψαμε την απάτη σου. Και απόλαυσες μόνο τον έναν. Γιατί έτσι όπως και οι δύο θελήσαμε να κατακτήσουμε την άλλη, και από εκεί γεννήθηκε το από κοινού μίσος μας, έτσι και οι δύο θελήσαμε να προστατευτούμε από την οργή σου… Αυτός που ενέδιδε εκείνες τις μέρες ήταν ο άντρας σου, καημενούλης!, και εκείνος που σε απέρριπτε προσποιούμενος τον κουρασμένο και βαριεστημένο, ήταν ο άλλος, καημενούλης επίσης! Και οι δύο τρέμαμε την οργή σου…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Την αγάπη μου!

ΑΛΛΟΣ: Αγάπη για… τον εαυτό σου! Και ήταν μία τραγική διαμάχη. Και, όταν νόμιζες ότι απολάμβανες και τους δύο, απολάμβανες τον έναν μόνο.

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Και τον άλλο!

ΑΛΛΟΣ: Όπως θέλεις…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Εσένα!

ΑΛΛΟΣ: Δεν λες λοιπόν πως ξέρεις…;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Αχ, αχ, θα τρελαθώ!

ΑΛΛΟΣ: Και όχι από αγάπη… Δηλαδή, ναι, από αγάπη για τον εαυτό σου…, από γυναικεία περηφάνεια…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Κοίτα, εσύ… Τώρα θα σου δώσω την απόδειξη ότι εσύ, όποιος κι αν είσαι, πρέπει να είσαι ο άντρας μου…

ΑΛΛΟΣ: Απόδειξη;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ναι, απόδειξη.

ΑΛΛΟΣ: Δώσε μού τη.

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Θα γίνω μητέρα.

ΑΛΛΟΣ: [Τρομοκρατημένος.] Τι; Τι λες;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ότι θα γίνω μητέρα, ότι είμαι έγκυος από…

ΑΛΛΟΣ: Από ποιον;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Από σένα.

ΑΛΛΟΣ: Από μένα ή από τον άλλο;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Και από τους δύο, από τον ένα που είσαστε. Και ποιος ξέρει, μπορεί να γεννήσω δυο…, γιατί τους νιώθω να παλεύουν.

ΑΛΛΟΣ: Δυο; Κι άλλοι δυο; Αμάν!, πάει τρελαθήκαμε…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Μόνο οι τρελοί γεννούν.

ΑΛΛΟΣ: Και σκοτώνουν. Και ο Θεός δεν μπορεί, δεν πρέπει να με καταδικάσει έτσι, ώστε να έχω παιδιά, να ξαναγίνω πάλι… άλλος.

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Λοιπόν θα γίνεις. Γιατί θα σου δώσω… άλλον έναν, άλλον έναν εσύ.

ΑΛΛΟΣ: Ξανά; Να ξαναγεννηθώ; Να ξαναπεθάνω; Ωχ, όχι, όχι, όχι!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ποιανού είναι το παιδί, για πες;

ΑΛΛΟΣ: Εγώ δεν μπορώ να κάνω παιδιά. Ο Θεός δεν μπορεί να με καταδικάσει έτσι, ώστε να κάνω παιδιά…, να ξαναγίνω πάλι άλλος.

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Και η Λάουρα;

ΑΛΛΟΣ: Α, η άλλη…! Και οι δυο τους είναι άλλη! Πάψε πια!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Της το λες αυτό της άλλης;

ΑΛΛΟΣ: Της άλλης… Και οι δυο είστε άλλη!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ας έρθει λοιπόν, να τελειώνουμε. Μπροστά και στις δυο…, διάλεξε! Και οι δυο μαζί θα σε γδύσουμε. Πάω να τη φέρω!

ΑΛΛΟΣ: [Προσπαθεί να τη σταματήσει.] Όχι, όχι, μην τη φέρεις, όχι! Δεν θέλω να σας δω μαζί!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Άσε με, Κάιν, Κάιν μου!



ΣΚΗΝΗ IV

Ο Άλλος μόνος.

ΑΛΛΟΣ: Κάιν! Κάιν! Κάιν! Και τώρα παραδομένος στις Ερινύες, στις δυο Ερινύες, σε αυτή την Ερινύα πάνω απ’ όλα. Και οι δυο μαζί, η σαγηνευμένη και η σαγηνεύτρα, η κατακτημένη και η κατακτήτρια, θα με σκοτώσουν…



ΣΚΗΝΗ V

Ο Άλλος, η Νταμιάνα και η Λάουρα.

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Αυτό πρέπει να τελειώσει, Λάουρα, πρέπει να τελειώσει. [Απευθύνεται στον Άλλο.] Εσύ…

ΑΛΛΟΣ: Ποιος;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Κάιν! Όποιος κι αν είσαι! Κάιν, Κάιν μου, γιατί εσύ είσαι ο Κάιν μου, αφού για χάρη μου σκότωσες…

ΛΑΟΥΡΑ: Όχι, σκότωσε για χάρη μου και σε αυτοάμυνα…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Σε αυτοάμυνα ή σε επίθεση, τι σημασία έχει; Εξάλλου αυτός πρέπει να το αποφασίσει. Εσύ, Κάιν, κράτησε τη μία, εμένα, τη μητέρα, και την άλλη διώξε την ή… σκότωσέ την! Εσύ με τη μητέρα του παιδιού σου.

ΑΛΛΟΣ: Εγώ…, ο άλλος, θα κρατήσω την άλλη!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Και ποια είναι αυτή;

ΑΛΛΟΣ: Η γυναίκα μου!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ ΚΑΙ ΛΑΟΥΡΑ: [Ταυτόχρονα.] Εγώ…, εγώ…, εγώ…

ΑΛΛΟΣ: Αυτή που μισεί τον εαυτό της όπως με μισώ και εγώ ο ίδιος, αυτή που νιώθει πάνω της το έγκλημα…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Εγώ το νιώθω, εγώ! Και σαν απόδειξη ότι το νιώθω σκότωσέ την. Γιατί, αν δεν τη σκοτώσεις εσύ, εγώ…

ΑΛΛΟΣ: Κι άλλο θάνατο;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ναι, κι άλλο θάνατο! Το αίμα διαγράφεται μόνο με αίμα. Σκότωσέ την και θάψε την εκεί κάτω, εκεί που είναι ο νεκρός∙ με τον άλλο, με τον άντρα της… Γιατί αυτή είναι η γυναίκα του νεκρού, του ηττημένου, όποιος κι αν είναι…

ΑΛΛΟΣ: Ο ηττημένος; Και ποιος είναι ο ηττημένος; Αυτός ή εγώ;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Εσύ είσαι ο ζωντανός, εσύ είσαι ο πατέρας!

ΛΑΟΥΡΑ: Και ποιος είναι ο πατέρας;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Όχι ο άντρας σου.

ΑΛΛΟΣ: Όχι, εγώ είμαι ο πιο νεκρός!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Καλά λοιπόν, αν είσαι ο πιο νεκρός, σκότωσέ την!

ΛΑΟΥΡΑ: Α, όχι, όχι, όχι! Φτάνει! Με σκοπό να ζήσει και να μην ανακαλυφθεί το έγκλημα, όποιος και αν είναι ο φονιάς -που εγώ ξέρω καλά ποιος είναι-, εγώ θα φύγω… Τον αφήνω σε σένα… Δεν μπορούμε να τον μοιραστούμε… Σου τον χαρίζω…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Όπως στη σολομώντεια λύση, ε; Καλέ, η έξυπνη, η ιδιοφυία, η γενναιόδωρη! Όπως όλες οι δειλές, όπως όλες οι κατακτημένες, όπως όλες οι σαγηνευμένες, όπως όλες οι αγαπητικές…

ΛΑΟΥΡΑ: Εγώ…; Εγώ… αγαπητικιά;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ναι, εσύ, η αγαπητικιά!

ΛΑΟΥΡΑ: Κι εσύ;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Εγώ; Εγώ η κατακτήτρια∙ εγώ, η σαγηνεύτρα∙ εγώ, αυτή που αγαπάει∙ εγώ… η γυναίκα! Η γυναίκα και του ενός και του άλλου, και των δύο! Και εσύ μόνο η αγαπητικιά! Ο Κάιν δεν είχε αγαπητικιά, είχε γυναίκα, γυναίκα που αγαπούσε και τον κατάκτησε! Η αγαπητικιά ήταν του Άβελ… ο Άβελ ήταν ο κατακτητής∙ ο Κάιν, ο καημενούλης, ο καημενούλης ο Κάιν ο κατακτημένος, ο σαγηνευμένος, ο… αγαπητικός! Ο Άβελ δεν ήξερε να υποφέρει! Εσύ δεν είχες παρά μόνο τον έναν, και ήταν εκείνος αυτός που σε είχε, ενώ εγώ τους είχα και τους δύο, και τους δύο, αυτόν που σε έκανε δική του και τον άλλο…, και τους δύο!

ΛΑΟΥΡΑ: Λες ψέματα…, λες ψέματα…, λες ψέματα…!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Και οι δυο ήταν δικοί μου…, για μένα σκοτώθηκαν… Και είναι πιο δικός μου αυτός, αυτός που ζει, γιατί είχε περισσότερη δύναμη ή περισσότερη τύχη, γιατί κατάφερε να σκοτώσει τον άλλο. Και κατάφερε να τον σκοτώσει, για να γίνει πιο δικός μου. Εγώ του έδωσα δύναμη ή τύχη. Έχω εδώ στα σπλάχνα μου… Και τώρα πρέπει να εκδικηθούμε αυτόν τον θάνατο… Και ένας θάνατος εξιλεώνεται μόνο…

ΑΛΛΟΣ: Με άλλον…, ξέρω!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Λοιπόν;

ΛΑΟΥΡΑ: Με σκοτώνετε…, με σκοτώνετε… Σκοτώνεις τη Λάουρά σου…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Λάουρά του…; Είναι δικός μου, δικός μου, δικός μου…, ο άντρας μου…, ο Κάιν μου…, το έγκλημα τον έκανε δικό μου…

ΑΛΛΟΣ: Μην φωνάζετε, γιατί θα μας ακούσει ο δεσμοφύλακας, ο τρελογιατρός… Και θα μας ακούσει το Πεπρωμένο, ο Άλλος εκεί πάνω [Δείχνοντας τον ουρανό.] και εκεί κάτω [Δείχνοντας τη γη.].

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ας ακούσει και ας έρθει, και ας τελειώσει αυτό επιτέλους… Γιατί όλοι έχουμε τρελαθεί πια εδώ πέρα…



ΣΚΗΝΗ VI

Οι παραπάνω και ο Ερνέστο.

ΕΡΝΕΣΤΟ: [Μπαίνοντας.] Ήρθε και ο τρελογιατρός!

ΑΛΛΟΣ: Και δεσμοφύλακας και ανακριτής για το έγκλημα!

ΕΡΝΕΣΤΟ: Θα μάθουμε ποτέ την αλήθεια;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Αυτή, η αδερφή σου, η κατακτημένη, η σαγηνευμένη, η αγαπητικιά, η ψόφια γατούλα, εξώθησε τον Νταμιάν μου να σκοτώσει τον Κόσμε της. Ήθελε να ξέρει τι γεύση έχει ο άλλος…

ΛΑΟΥΡΑ: Όχι, αυτή ήταν, η κατακτήτρια, η λυσσασμένη θηλυκιά τίγρη, που, ερωτευμένη με τον Κόσμε μου, ήθελε να τον κάνει αγαπητικό της και έστειλε τον άντρα της, για να σκοτωθεί από τον δικό μου. Αυτή ήθελε να ξέρει τι γεύση έχει ο άλλος….

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Το ήξερα!

ΕΡΝΕΣΤΟ: [Στον Άλλο.] Και εσύ;

ΑΛΛΟΣ: Εγώ; Εγώ δεν μπορώ άλλο με τον εαυτό μου και φεύγω. Η μια κρατιέται από τον έναν, η άλλη από τον άλλο, και οι δύο μαζί με ξεσκίζουν. Είναι φρικτό να πρέπει να σέρνεις μαζί σου αυτές τις Ερινύες της Μοίρας, του Πεπρωμένου, αμολημένες… Είναι φρικτό να πρέπει να κουβαλάς στην πλάτη σου έναν νεκρό και πάνω του δυο γυναίκες… Και η τιμωρία του άντρα που κατακτά μια γυναίκα είναι να κατακτιέται από άλλη. Ο σαγηνευτής καταλήγει σαγηνευμένος. Και είναι φοβερό πράγμα να μην μπορείς να είσαι ένας, ένας, πάντα ένας και ο ίδιος, ένας… Να γεννιέσαι μόνος για να πεθαίνεις μόνος! Να πεθαίνεις μόνος, μόνος, μόνος…! Να πρέπει να πεθαίνεις με άλλον, με τον άλλο, με τους άλλους… Με σκοτώνει ο άλλος, με σκοτώνει… Αλλά, τέλος πάντων, γεννηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης! Και για εκεί φεύγω!

Φεύγει.



ΣΚΗΝΗ VΙΙ

Ο Ερνέστο, η Λάουρα και η Νταμιάνα.

ΕΡΝΕΣΤΟ: Να σας πω, Νταμιάνα, αυτό δεν μπορεί ούτε πρέπει να συνεχίσει έτσι. Αυτό, σπίτι μου τώρα πια, δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι ένα σπίτι τρελών και ένα νεκροταφείο… Και μια κόλαση… Θα θάψουμε το έγκλημα και τον νεκρό, αλλά…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Και πρέπει να φύγω χωρίς τον… Κάιν μου; Όχι, όχι, αυτό δεν γίνεται, δεν πρέπει να γίνει! Θα πάρω μαζί μου αυτόν που μου ανήκει, τον… αγαπητικό μου, μακριά, πολύ μακριά, και αυτή θα μείνει εδώ χήρα, με τον νεκρό, με τον σύζυγό της…

ΛΑΟΥΡΑ: Πάρε τον, σου το είπα!

ΕΡΝΕΣΤΟ: Όχι! Δεν θα τον πάρει…, δεν μπορεί να τον πάρει…

ΛΑΟΥΡΑ: Θα χάσω τον άντρα μου.

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Άντρα σου; Το έγκλημα, όποιος κι αν είναι ο δολοφόνος, τον έκανε δικό μου, δικό μου, δικό μου… Έλα εδώ. [Πιάνοντάς της τα μπράτσα και κοιτάζοντάς την στα μάτια.] Δεν τον βλέπεις; Δεν τον βλέπεις;

ΛΑΟΥΡΑ: Άσε με, δαίμονα!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Δεν τον βλέπεις; Δεν βλέπεις τη σκηνή; Δεν βλέπεις αυτόν που σε κατάκτησε, τον έναν ή τον άλλο, κατακτημένο από εμένα, να μένει μόνος και ακέραιος για μένα; Γιατί όταν ήρθα εγώ, με είχε καλέσει ο… Κάιν.

ΛΑΟΥΡΑ: Λες ψέματα, λες ψέματα, λες ψέματα!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Πώς λέω ψέματα; Όχι, είναι η αλήθεια! Το ότι δεν απαντούσε τα γράμματά μου βέβαια και ήταν ψέμα! Με κάλεσε…

ΛΑΟΥΡΑ: Λες ψέματα, λες ψέματα, λες ψέματα!

ΕΡΝΕΣΤΟ: Εδώ λέτε όλοι ψέματα και ούτε υπάρχει τρόπος να μάθουμε την πραγματική αλήθεια. Μόνο ένα πράγμα είναι βέβαιο και ολοφάνερο και είναι ότι, όποιος θέλει ας είναι…, ετούτος είναι ένας αδελφοκτόνος που έφερε την πιο ζοφερή κόλαση σε αυτό το σπίτι, και σύμφωνα με τη θεία δίκη του αξίζει…

ΑΛΛΟΣ: [Από μέσα.] Ο θάνατος! Να πεθάνεις Κάιν! Κάιν, Κάιν, Κάιν, τι έκανες στον αδερφό σου; [Ο Ερνέστο συγκρατεί τις δυο γυναίκες που θέλουν να τρέξουν σ’ αυτόν κλείνοντάς τους τον δρόμο.]

ΑΛΛΟΣ: [Από μέσα.] Λάουρα!

ΛΑΟΥΡΑ: Η φωνή του!

ΑΛΛΟΣ: [Από μέσα.] Νταμιάνα!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Αυτή βέβαια είναι η φωνή του.

ΑΛΛΟΣ: [Από μέσα.] Ναμιάνα! Εκεί σου αφήσαμε την καταραμένη μας σπορά, εκεί συνεχίζουν να υπάρχουν κι άλλοι από μας… Οι Ερινύες…, οι Ερινύες! Να πεθάνεις Κάιν! Να πεθάνεις Άβελ! Με κλειδί ή με καθρέφτη, να πεθάνετε! [Ακούγεται ένα σώμα να πέφτει, ενώ οι γυναίκες στέκονται τρομοκρατημένες. Ο Ερνέστο τρέχει να δει τι έγινε.] 



ΣΚΗΝΗ VΙΙΙ

Η Λάουρα και η Νταμιάνα.

ΛΑΟΥΡΑ: Εσύ τον σκότωσες…, τον άντρα μου!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Δικοί μου ήταν και οι δύο! [Συγκρατώντας τη Λάουρα, που θέλει να βγει.] Γιατί; Για να δεις τον άλλο νεκρό; Τώρα σίγουρα είναι ένας και οι δυο μαζί∙ και οι δυο νεκροί… Άφησε τους νεκρούς στην ησυχία τους!

ΛΑΟΥΡΑ: Εσύ τον σκότωσες…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Μπα! Αυτοί σκοτώθηκαν, αυτοί…, καημενούληδες! Εγώ είμαι η μητέρα.

ΛΑΟΥΡΑ: Και ποιος ο πατέρας; Είσαι σίγουρη ότι αυτό το παιδί που περιμένεις…

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Που το έχω ήδη…

ΛΑΟΥΡΑ: Είναι του… συζύγου σου;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Του δικού μου ή του δικού σου, το ίδιο κάνει.

ΛΑΟΥΡΑ: Φρίκη! Φρίκη!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Με φρίκες υφαίνεται η ευτυχία, που είναι ο θρίαμβος. Είναι η ζωή, καημενούλα Αβελίνα αρσενικοθήλυκη, είναι η ζωή! Όταν δίνεις ζωή δίνεις θάνατο! Ένας μητρικός κόλπος είναι λίκνο.

ΛΑΟΥΡΑ: Ο δικός σου είναι τάφος.

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Ο τάφος είναι λίκνο και το λίκνο τάφος, που δίνει ζωή σε έναν άντρα για να ονειρεύεται τη ζωή -μόνο το όνειρο είναι ζωή-, δίνει θάνατο σε έναν άγγελο που κοιμόταν σε μια φρικτή αιώνια ευτυχία…, αιώνια, γιατί είναι άδεια. Το λίκνο είναι τάφος, τα μητρικά σπλάχνα είναι μνήμα. 

ΣΚΗΝΗ ΙΧ

Οι παραπάνω, η Παραμάνα και μετά ο Ερνέστο.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Τι έγινε; Λύθηκε; [Πηγαίνει προς το δωμάτιο όπου κείτεται ο Άλλος.] Γιε μου! Γιε μου! Το φοβόμουν…

ΕΡΝΕΣΤΟ: [Επιστρέφει.] Ποιος είναι;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Τώρα; Ο άλλος! Και οι δύο! Να τους θάψουμε μαζί τώρα.

ΛΑΟΥΡΑ: [Στην Νταμιάνα.] Φόνισσα! Φόνισσα! Φόνισσα! Καΐνα! Εσύ τους σκότωσες και τους δύο, εσύ, Καΐνα!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Καημενούλα… θύμα! Καημενούλα… αγαπητικιά! Καημενούλα… χήρα και των δυο! Καημενούλα Αβελίνα αρσενικοθήλυκη! Αβελίνα η αθώα, η αποπλανημένη βοσκοπούλα, η ερωτευμένη βοσκοπούλα! Το ίδιο της έκανε ο ένας ή ο άλλος…∙ ήτανε του πρώτου που θα την έπαιρνε…∙ θήραμα του πρώτου αρπακτικού… Φτωχό πράο αρνάκι! Φτωχούλα Αβελίνα! Καημένη ερωτευμένη βοσκοπούλα! Άντε, άντε, πρόσφερε στον Θεό σου τους αμνούς σου, καημενούλα Αβελίνα…! Εγώ φεύγω με τον δικό μου, με τον γιo μου… ή γιους…, και παίρνω και τον πατέρα τους…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Θα σωπάσετε επιτέλους, Ερινύες; Αφήστε ήσυχους τους νεκρούς!

ΕΡΝΕΣΤΟ: Οι νεκροί είναι που δεν αφήνουν ήσυχους τους ζωντανούς, είναι οι νεκροί μας… οι άλλοι!

ΛΑΟΥΡΑ: Εγώ θέλω να πεθάνω… Γιατί να ζω πια…;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Εγώ, όχι! Εγώ πρέπει να ζήσω για να δώσω ζωή σε κάποιον άλλο: στον γιο… ή γιους… Πού να ξέρω μήπως κουβαλάω δύο…!

ΛΑΟΥΡΑ: Φρίκη!

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Φρίκη; Δύο, όπως ο Ησαύ και ο Ιακώβ. Μα πες μας, παραμάνα, μήπως δεν μάλωναν και εκείνοι στα σπλάχνα της μάνας τους, για το ποιος θα έβγαινε πρώτος στον κόσμο;

ΛΑΟΥΡΑ: Και πώς το ξέρεις;

ΝΤΑΜΙΑΝΑ: Γιατί νιώθω μάχη στα σπλάχνα μου. Για το ποιος θα βγει πρώτος στον κόσμο για να βγάλει έπειτα πρώτος τον άλλο από τον κόσμο… Εσύ νανούρισε τους νεκρούς σου, κι εγώ θα νανουρίσω τους ζωντανούς μου. Εσύ, αφού δεν υπήρξε κανείς άντρας σου, δεν θα δώσεις ζωή σε κανέναν άλλο. Η ζωή σκοτώνει, αλλά δίνει ζωή, δίνει ζωή στον ίδιο τον θάνατο. [Κοιτάζοντας την κοιλιά της και σταυρώνοντας τα χέρια πάνω της.] Τι ηρεμία τώρα, γιε μου, τι γλυκιά και θλιβερή ηρεμία άνευ περιεχομένου! Ο… νεκρός μου, και εσύ ο ζωντανός μου!, ζωή μου!, γιε μου! [Στη Λάουρα.] Φύγε ειρηνικά με τον αδερφό σου. Εγώ κατάφερα τη μητρότητα με πόλεμο, και δεν περιμένω πια ειρήνη. Εδώ σε αυτή την ψευδοειρήνη στα σπλάχνα μου, λίκνο και τάφο, ξαναγεννιέται η αιώνια αδελφική διαμάχη. Εδώ περιμένουν να αποκοιμηθούν και να αρχίσουν να ονειρεύονται… άλλοι.

Αυλαία.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ


Ο Ερνέστο, ο δον Χουάν και η Παραμάνα κάθονται γύρω από ένα τραπεζάκι.

ΕΡΝΕΣΤΟ: Από νομική άποψη, η υπόθεση δεν έχει πια κανένα ενδιαφέρον. Όποιος και αν είναι αυτός που σκοτώθηκε από τον άλλο και μετά αυτός που αυτοκτόνησε, η κατάσταση των δύο χήρων είναι βέβαιη και δεν υπάρχει λόγος να εμβαθύνουμε στο έγκλημα ενός παράφρονα…

ΧΟΥΑΝ: Παραμένει όμως το μυστήριο, και τα μυστήρια πρέπει να διαλευκαίνονται…, να διαλύονται…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Και γιατί; Αφήστε να σαπίσει το μυστήριο όπως σαπίζουν και οι δυο νεκροί, κακόμοιροι γιοι μου!

ΕΡΝΕΣΤΟ: Μα πείτε μας, παραμάνα, εσείς που το ξέρετε: ποιος ήταν ο νεκρός; Και γιατί καυγάδισαν;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Ποιος νεκρός; Ο πρώτος ή ο δεύτερος; Αυτός που σκότωσε τον άλλο ή αυτός που σκοτώθηκε μόνος του; Ή, καλύτερα, αυτός που κατέληξε νεκρός από τον… έναν.

ΕΡΝΕΣΤΟ: Δεν έχει σημασία! Ποιος ήταν αυτός ο μοναδικός που γνώρισα εγώ, και που αυτοκτόνησε;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Ρώτησε τον ίδιο!

ΧΟΥΑΝ: Ήταν τρελός!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Σωστά! Όλοι είμαστε, λίγο ή πολύ. Αν δεν είσαι τρελός δεν μπορείς να ζήσεις μαζί με τρελούς. Και ούτε και αυτός θα ήξερε ποιος είναι…

ΧΟΥΑΝ: Και εκείνες;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Εκείνες; Κι αυτές τρελές…, και οι δύο τρελές! Τρελές από πόθο για τον Κάιν. Κάθε μια τους επιθυμούσε τον άλλο, αυτόν που δεν γνώρισε κατ’ ιδίαν, και ο πόθος τις τύφλωσε και νόμισαν πως ήταν ο άλλος, αυτός της άλλης… Μάλιστα, και οι δύο στο τέλος κατέληξαν τρελά γοητευμένες από τον φονιά, από τον Κάιν, νομίζοντας η κάθε μια τους, η κάθε μια τους ήθελε να πιστέψει ότι σκότωσε για εκείνη… Μια γυναίκα που είναι γυναίκα, δηλαδή, μητέρα, ερωτεύεται τον Κάιν και όχι τον Άβελ, γιατί ο Κάιν είναι αυτός που υποφέρει, που πάσχει… Κανείς δεν έχει εμπνεύσει μεγαλύτερα πάθη από ό,τι οι μεγάλοι εγκληματίες…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Όμως η Νταμιάνα, όταν ήρθε εδώ στο σπίτι, αναζητώντας τον σύζυγό της, νόμιζε ότι είχε εξαφανιστεί ή μήπως ήρθε ειδοποιημένη από τον άλλο, από τον σύζυγο της Λάουρας, για να γίνει δική του; Ή την κάλεσε ο Νταμιάν;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Και ποιος ξέρει…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Αυτή, η Νταμιάνα, όταν έφτασε, είπε πρώτα μία εκδοχή, και μετά, λίγο πριν σκοτωθεί ο δεύτερος, είπε άλλη… Πότε είπε ψέματα;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Που να ξέρω εγώ… Ίσως και τις δυο φορές…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Δεν είναι δυνατόν!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Ψέματα λέμε, όταν λέμε μια αλήθεια χωρίς να την πιστεύουμε… Αλλά γιατί να ανασκαλεύουμε το μυστήριο;

ΧΟΥΑΝ: Και αυτός; Αυτός ο ίδιος, παραμάνα; Πες μας, παραμάνα, αυτός στην τρέλα του πίστευε πράγματι ότι ήταν ο άλλος;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Κακόμοιρε γιε μου! Αυτόν, τον φονιά, οι τύψεις τον έκαναν να πιστεύει ότι ήταν το θύμα, ότι ήταν ο νεκρός…! Ο δήμιος νομίζει πως είναι το θύμα∙ φέρει μέσα του το πτώμα του θύματος, και εδώ βρίσκεται η οδύνη του. Η τιμωρία του Κάιν είναι να νιώθει Άβελ, και του Άβελ να νιώθει Κάιν…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Από τότε που ήρθε ο θάνατος στον κόσμο, κατά συνέπεια της πτώσης των δυο προπατόρων μας, των γονιών του Κάιν και του Άβελ, ζούμε πεθαίνοντας…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Αφού η ζωή είναι ένα έγκλημα…

ΧΟΥΑΝ: Και εσείς, κυρία μου, εσείς; Εσείς τους ξεχωρίζατε… Εάν εκείνες, τυφλές από πόθο, δεν τον αναγνώρισαν, εσείς, παραμάνα, φωτισμένη από μητρική αγάπη, τον αναγνωρίσατε, τον ξεχωρίσατε… Ποιος ήταν;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Το έχω ξεχάσει! Η συμπόνια, η ευσπλαχνία, η αγάπη, ξεχνούν. Εγώ αγαπώ τόσο τον Κάιν όσο και τον Άβελ, τόσο τον έναν όσο και τον άλλο. Και θέλω τον Άβελ ως έναν εν δυνάμει Κάιν, ως έναν που επιθυμεί να γίνει Κάιν… Αγαπώ τον αθώο για ό,τι υποφέρει συγκρατώντας μέσα του τον ένοχο. Πώς τους βαραίνει η εντιμότητά τους τούς έντιμους! Τόσο όσο η ατιμία τους άτιμους…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Η ευσπλαχνία αποσιωπά όλα τα αμαρτήματα, θα έλεγε ο άγιος Πέτρος…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Η ευσπλαχνία ξεχνά, η συγγνώμη είναι λησμονιά. Αλλοίμονο σε αυτόν που συγχωρεί χωρίς να ξεχνά! Είναι η πιο διαβολική εκδίκηση… Πρέπει να συγχωρούμε στον εγκληματία το έγκλημα, στον ενάρετο την αρετή του, στον υπερόπτη την υπεροψία του, στον ταπεινό την ταπεινότητα. Πρέπει να συγχωρούμε σε όλους το ότι γεννήθηκαν…

ΧΟΥΑΝ: Όμως πάντα παραμένει το μυστήριο…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Το μυστήριο; Το μυστήριο είναι η μοίρα…, το πεπρωμένο… Για ποιον λόγο να διαλευκανθεί; Γιατί, αν γνωρίζαμε το πεπρωμένο μας, το μέλλον μας, την ακριβή μέρα του θανάτου μας, θα μπορούσαμε να ζήσουμε; Μπορεί να ζει κάποιος με προθεσμία; Κλείστε τα μάτια σας στο μυστήριο! Η αβεβαιότητα της ύψιστης ώρας μας μάς επιτρέπει να ζούμε, το μυστικό του ριζικού μας, της αληθινής μας προσωπικότητας μας επιτρέπει να ονειρευόμαστε… Ας ονειρευόμαστε, λοιπόν, αλλά χωρίς να ψάχνουμε λύση στο όνειρο… Η ζωή είναι το όνειρο…, ας ονειρευτούμε τη δύναμη του πεπρωμένου…

ΧΟΥΑΝ: Όμως το μυστικό! Να ζούμε χωρίς να γνωρίζουμε το μυστικό του παρελθόντος…, χωρίς να ξέρουμε ποιος ήταν, τι ήταν αυτό που έγινε…, να υποχωρήσουμε έτσι στην άγνοια… να μην έχουμε τη λύση…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Άνθρωπος της επιστήμης, τέλος πάντων…

ΧΟΥΑΝ: Όχι, άνθρωπος, άνθρωπος…, άνθρωπος που θέλει να μάθει το μυστικό…, το αίνιγμα…

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Καλά λοιπόν, δον Χουάν, εσείς που είστε οξυδερκής, μαζέψτε όλες τις αναμνήσεις που φυλάει ο νεκρός, μαζέψτε τις αναμνήσεις που οι άλλοι έχουν από αυτόν, μελετήστε τις, ελέγξτε τις, αντιπαραβάλλετέ τις, και θα φτάσετε στη… λύση σας.

ΧΟΥΑΝ: Η λύση μου! Όμως δεν είναι η δική μου λύση αυτή που ψάχνω, παρά όλων…

ΕΡΝΕΣΤΟ: Κι εγώ επίσης.

ΧΟΥΑΝ: Ας υποθέσουμε ότι αυτό το ζήτημα έβγαινε στο φως της δημοσιότητας… Ψάχνω τη δημόσια λύση!

ΕΡΝΕΣΤΟ: Αυτή, τη δημόσια λύση!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Τη δημόσια λύση; Αυτή είναι που πρέπει να μας απασχολεί λιγότερο. Κρατείστε ο καθένας τη δική του και… αρκεί!

ΧΟΥΑΝ ΚΑΙ ΕΡΝΕΣΤΟ: Αλλά το μυστήριο;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Θέλετε, κύριοι, να ξέρετε το μυστήριο;

ΧΟΥΑΝ: Η αλήθεια θεραπεύει!

ΕΡΝΕΣΤΟ: Η αλήθεια επιλύει!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: [Σηκώνεται και μιλάει με επισημότητα.] Το μυστήριο! Εγώ δεν ξέρω ποια είμαι, εσείς δεν ξέρετε ποιοι είστε, ο αφηγητής δεν ξέρει ποιος είναι. [Όπου λέει: «ο αφηγητής δεν ξέρει ποιος είναι», μπορεί να πει: «ο Ουναμούνο δεν ξέρει ποιος είναι».] Κανείς από όσους μας ακούνε δεν ξέρει ποιος είναι. Κάθε άνθρωπος πεθαίνει, όταν το Πεπρωμένο γράφει τον θάνατό του, χωρίς να έχει γνωρίσει τον εαυτό του, και όλοι οι θάνατοι είναι αυτοκτονίες, όπως του Κάιν. Ας συγχωρήσουμε ο ένας τον άλλο, για να μας συγχωρέσει όλους ο Θεός!

ΕΡΝΕΣΤΟ: Και εσείς, παραμάνα, θα συνεχίσετε να ζείτε σε ετούτο το σπίτι του θανάτου, στο σπίτι σας, παραμάνα.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Σπίτι μου;

ΕΡΝΕΣΤΟ: Ναι, δικό σας και των νεκρών.

Φεύγει.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: [Στον δον Χουάν.] Μας αφήνουν μόνους, μαζί τους…

ΧΟΥΑΝ: Με τους τρελούς και τους νεκρούς.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Τελικά, τα δύο μεγαλύτερα μυστήρια, δον Χουάν, είναι η τρέλα και ο θάνατος.

ΧΟΥΑΝ: Και πιο πολύ ακόμα για έναν γιατρό.

Αυλαία.