Ο αδελφός Χουάν ή Ο κόσμος είναι Θέατρο


__________

EL HERMANO JUAN O EL MUNDO ES TEATRO
VIEJA COMEDIA NUEVA
______________


Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

(βλ. Χάρτης#60)

Π Ρ Ο Σ Ω Π Α:

Χουάν
Ο πατήρ Θεόφιλος
Αντώνιο
Μπέντο
Ελβίρα
Ινές
Δόνα Πέτρα
Μια βοσκοπούλα

Ο Χουάν, στις πρώτες σκηνές, είναι ντυμένος σύμφωνα με τη ρομαντική μόδα του 1830, με κάπα·
οι υπόλοιποι σύμφωνα με τη μόδα της εποχής.


Ο συγγραφέας με το χέρι στην τσέπη (Fondo Marin Kutxa Fototeka)
Ο συγγραφέας με το χέρι στην τσέπη (Fondo Marin Kutxa Fototeka)
Πράξη πρώτη
Σε μια γωνιά ενός δημόσιου πάρκου.


Σκηνή Ι

Ο Χουάν και η Ινές.

ΙΝΕΣ: Καλά λοιπόν, τώρα που με έχεις πια εδώ, στο έλεος και στη θέλησή σου, τώρα που ανταποκρίθηκα στο κάλεσμά σου, και άφησα εκείνον, και πόσο λυπήθηκα!, μου κάνεις τέτοια; Χουάν, δεν σε καταλαβαίνω…

ΧΟΥΑΝ: Ούτε και εγώ καταφέρνω να με καταλάβω… Έτσι γεννήθηκα…

ΙΝΕΣ: Τι έτσι γεννήθηκες; Για θυμήσου…

ΧΟΥΑΝ: Ναι, πήγα πολύ μακριά…

ΙΝΕΣ: Σκοπεύεις να υπαναχωρήσεις; να ανακαλέσεις όσα έχεις πει;

ΧΟΥΑΝ: Το σκέφτηκα καλύτερα, και εφ’ όσον είσαι αρραβωνιασμένη…

ΙΝΕΣ: Είναι σαν να μην ήμουν!... Μου έκανε μια σκηνή! Αν ήξερες πώς έκανε… Τι κρίμα! Γιατί το θέμα είναι, ότι παρ’ όλ’ αυτά, τον αγαπώ…

ΧΟΥΑΝ: Παρ’ όλ’ αυτά, λες ότι τον αγαπάς;

ΙΝΕΣ: Ναι, τον αγαπώ.

ΧΟΥΑΝ: Εξέτασε τις μύχιες πτυχές σου… Τον αγαπάς;

ΙΝΕΣ: Ναι, τον αγαπώ.

ΧΟΥΑΝ: Και τους δύο, λοιπόν;

ΙΝΕΣ: Και τους δύο, ναι, όμως…

ΧΟΥΑΝ: Λοιπόν καλά κάνεις, Ινές, γιατί αυτός το αξίζει περισσότερο από ό,τι εγώ· είναι ευγενικός, είναι απλός, χωρίς υπεκφυγές και χωρίς περιστροφές, είναι ένας άγγελος Κυρίου…

ΙΝΕΣ: Τι μου μιλάς για αγγελούδια;

ΧΟΥΑΝ: Αυτός ξέρει να σε κάνει γυναίκα, και όχι εγώ· γεννήθηκα καταδικασμένος να μην μπορώ να κάνω γυναίκα καμιά γυναίκα, ούτε κι εμένα τον ίδιο άνδρα…

ΙΝΕΣ: Κυκλοφορεί η φήμη ότι αγάπησες τόσες…

ΧΟΥΑΝ: Κουτσομπολιά,… αφού δεν σωπαίνουν…

ΙΝΕΣ: Λένε ότι τόσες και τόσες είναι ερωτευμένες μαζί σου… Αλλά εγώ… Και αυτό είναι που με στενοχωρεί τόσο για τον Μπέντο,… ότι θα τον κάνω δυστυχισμένο,… ήδη κάνει σαν τρελός,… είναι εκτός εαυτού…

ΧΟΥΑΝ: Λοιπόν;

ΙΝΕΣ: Γιατί εάν εσύ…

ΧΟΥΑΝ: Εγώ,… εγώ, Ινές,… εγώ…

ΙΝΕΣ: Κομπιάζεις; Λοιπόν; είναι η σειρά μου να πω…

ΧΟΥΑΝ: Ε, άφησέ τον, άφησέ τον, αν αυτό θέλεις…

ΙΝΕΣ: Για σένα; σωπαίνεις; για σένα; μίλα. Πώς θα απομείνω χωρίς ούτε τον έναν ούτε τον άλλο;…

ΧΟΥΑΝ: Ο ένας,… ο άλλος… Αχ! Τον κρατάς για ρεζέρβα και λες ότι τον αγαπάς; Σαν εφεδρικό; Για να με αντικαταστήσεις;

ΙΝΕΣ: Χρειάζομαι ένα στήριγμα!

ΧΟΥΑΝ: Ναι, βέβαια, κακόμοιρε κισσέ που αναζητάς τον ήλιο: έναν πάσσαλο,… έναν σύζυγο!

ΙΝΕΣ: Έναν σύζυγο, κατάλληλο! Και εσύ;

ΧΟΥΑΝ: Δεν είμαι εγώ για δυσκολίες· δεν έχω αντοχή!

ΙΝΕΣ: Αλλά εσύ, Χουάν, εσύ· δεν χρειάζεσαι μία γυναίκα;

ΧΟΥΑΝ: Μία λες; μία;

ΙΝΕΣ: Αχ! μα νομίζεις ότι θα με παρασύρεις στο δικό σου;…

ΧΟΥΑΝ: Δεν προσπαθώ να σε παρασύρω… Θα δεις…

ΙΝΕΣ: Κάτι μου λέει ότι κρύβεις ένα μυστικό…

ΧΟΥΑΝ: Αλήθεια; Το ξέρει; Αυτό είναι το μυστικό του; Λοιπόν, κοίτα, ναι, εγώ θα σε έκανα δυστυχισμένη…

ΙΝΕΣ: Με κάνεις… Και το χειρότερο είναι ότι εγώ, με τη σειρά μου, κάνω δυστυχισμένο αυτόν. Γιατί εμφανίστηκες στο μονοπάτι μας, Χουάν; Γιατί ήρθες σαν ένας ανεμοστρόβιλος να ταράξεις την ευτυχία μας;

ΧΟΥΑΝ: Και λες ότι σου έκανε σκηνή, ε;

ΙΝΕΣ: Βέβαια!

ΧΟΥΑΝ: Σκηνή; Θεατρινίστικα πράγματα!

ΙΝΕΣ: Ε, λοιπόν, αυτός δεν είναι έτσι, πίστεψέ με!

ΧΟΥΑΝ: Και εγώ;

ΙΝΕΣ: Εσύ,… δεν ξέρω,… αλλά η αλήθεια είναι πως έχω την αίσθηση ότι συνεχώς δίνεις παράσταση…

ΧΟΥΑΝ: Ναι, αναπαριστάνω τον εαυτό μου! Σε αυτό το θέατρο του κόσμου κάθε ένας γεννιέται καταδικασμένος να έχει έναν ρόλο και πρέπει να τον παίζει για όσο ζει… Αλλά κοίτα, Ινές, ας αφήσουμε τις βαθιές σκέψεις και ας αδράξουμε τη στιγμή,… αυτό που περνά, αφού κανείς δεν θα μας αφαιρέσει ό,τι έχουμε ζήσει… Αύριο θα ξημερώσει μια άλλη μέρα…

ΙΝΕΣ: Που θα είναι η ίδια, φοβάμαι… Ακόμη δεν έχω αξιωθεί μια μέρα πραγματικά καινούρια… Αχ, Χουάν, Χουάν!..., αν έβλεπες πώς έκανε ο Μπέντο… ο καημενούλης!

ΧΟΥΑΝ: Τον συμπονάς; Είναι δικός σου…

ΙΝΕΣ: Μα, γιατί φέρεσαι έτσι; Τον άφησα πεπεισμένο, όμως κάτι πράγματα που μου είπε για σένα! Ότι θα με εγκατέλειπες, ότι θα με εξαπατούσες και θα με άφηνες, ότι το μόνο που θέλεις είναι να αρπάξεις από τους άλλους ό,τι τους ανήκει,… να τους εμπαίξεις…

ΧΟΥΑΝ: Ό,τι τους ανήκει; Η ιδιοκτησία είναι κλοπή…

ΙΝΕΣ: Και με προειδοποίησε για αυτό που συμβαίνει… Γιατί είσαι τόσο κακός, Χουάν; Αλλά [Παρατηρώντας την αναστάτωση του Χουάν.] Τι έχεις, Χουάν; τι σου συμβαίνει;

ΧΟΥΑΝ: [Σκεπάζοντας τα μάτια του.] Περίμενε…

ΙΝΕΣ: Τι έχεις; Να φωνάξω βοήθεια;

ΧΟΥΑΝ: Όχι, μην φωνάξεις… ας μείνουμε μόνοι σ’ αυτή τη γωνιά…

ΙΝΕΣ: Μα τι σου συμβαίνει, Χουάν; τι έχεις, παιδί μου;

ΧΟΥΑΝ: Παιδί,… παιδί σου… Τώρα με φωνάζεις παιδί σου; Γυναίκα! Μητέρα!... Έβγαλες πια στο φως τα εσώτερά σου! Ο Θεός να σου το ξεπληρώσει! Είναι ο εφιάλτης,… ήταν Εκείνη που περνούσε… Εκείνη! Πέρασε πια!

ΙΝΕΣ: Ποια; πες μου, ποια;

ΧΟΥΑΝ: Όχι, δεν ήταν Εκείνη, μα το φτερούγισμα του αγγέλου της, του οικόσημου αγγέλου της που προηγείται από αυτήν… Αλλά να μην μας δουν, και πάνω απ’ όλα να μην μας ακούσουν… Μα… γιατί με αγγίζεις με τέτοιο τρόπο;…

ΙΝΕΣ: Δεν ξέρω,… μου φάνηκε για μια στιγμή –ήταν μια αναλαμπή– ότι δεν υπήρχες στ’ αλήθεια, στην πραγματικότητα,… ότι σε ονειρευόμουν… Όμως, Χουάν, αν πράγματι με αγαπάς…

ΧΟΥΑΝ: Δεν θυμάμαι,… δεν μπορώ να σε αγαπώ,… δεν ξέρω να αγαπώ, δεν θέλω να αγαπώ,… δεν αγαπώ κανένα και δεν πρέπει να συνεχίζω να σε εξαπατώ. Φέρε το χέρι σου. [Της το παίρνει και το εξετάζει.] Μην το κλείνεις,… έτσι,… ανοιχτό! Σε βλέπω σ’ αυτό! Και τι γλυκό που θα ήταν για μένα να το νιώθω στη ζωή μου, πάνω στον ώμο μου, χωρίς να ξέρω αν στηρίζεσαι εσύ πάνω μου για να περπατάς καλύτερα ή αν με σπρώχνεις απαλά στον καταραμένο δρόμο μου… Μα όχι, όχι, όχι,… δεν γίνεται να είναι δικό μου…

ΙΝΕΣ: Γιατί όχι;

ΧΟΥΑΝ: Όπως είπαμε!

ΙΝΕΣ: Μα τι ψάχνεις με αυτόν τον τρόπο Χουάν; Πού πας;

ΧΟΥΑΝ: Δεν πάω· περπατάω· το μονοπάτι με κάνει να αργοπορώ,… καθώς περιπλανιέμαι στο βουνό της ζωής… και αποφεύγω τους σύντομους δρόμους, που είναι κοπιαστικοί.

ΙΝΕΣ: [Tραβώντας το χέρι της.] Έτσι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε…

ΧΟΥΑΝ: [Περνώντας το χέρι του, σαν ένα χτένι, από τα μακριά μαλλιά της Ινές.] Τι φρεσκάδα!

ΙΝΕΣ: Η δική σου!

ΧΟΥΑΝ: Τι δροσιά! Έχοντας ετούτο πότε-πότε θα ήμουν ευχαριστημένος· τα υπόλοιπα για τον Μπέντο σου. Είσαι μια αξιολάτρευτη κουκλίτσα.

ΙΝΕΣ: Ναι, για να με λατρεύεις γονατιστός, έτσι δεν είναι;

ΧΟΥΑΝ: Άβολη στάση! Έχω υπερβολικά μαλακές επιγονατίδες!

ΙΝΕΣ: Είναι αλήθεια, Χουάν, αυτό που λένε για σένα, ότι επιβαρύνει τη συνείδησή σου το βάρος μιας αυτοκτονίας;

ΧΟΥΑΝ: Μπορείς να πάψεις, Ινές; Εσύ είσαι σαν ένα μπουμπούκι τριαντάφυλλου κάτω από τη δροσιά της αυγής· ακόμη δεν έχεις ανοίξει· ακόμα δεν έχει καθίσει πάνω σου, ζουζουνίζοντας, ο μπάμπουρας·… είσαι αγνή· ψάξε άλλο άγγελο·… έχεις αυτόν, τον Μπέντο σου, που θα σε κάνει να ξεχειλίσεις από ευτυχία, που θα διαμορφώσει την τύχη σου… Αυτός θα είναι για σένα ο άντρας του σπιτιού σου,… σπιτόγατος,… δουλευτής,… με καλούς τρόπους…

ΙΝΕΣ: Και εσύ, ο μπάμπουρας, τι γυρεύεις εδώ;

ΧΟΥΑΝ: Ίσως,… ποιος ξέρει,… σαν προαγωγός ή προξενητής…

ΙΝΕΣ: Φρίκη! Μα κοίτα, Χουάν… [Τον πλησιάζει, απλώνει το ένα της χέρι γύρω από τον λαιμό του. Εκείνη τη στιγμή βλέπει ο Χουάν ότι καταφτάνουν, περαστικά, κάτι παιδιά.]

ΧΟΥΑΝ: Κάνε στην άκρη! Δες, περνούν… είναι παιδιά…

ΙΝΕΣ: Και τι μ’ αυτό;

ΧΟΥΑΝ: Πρέπει να τα σεβαστούμε! Δεν πρέπει να ανασκαλέψουμε την κακεντρέχεια μέσα στην αθωότητά τους…

ΙΝΕΣ: Κι εγώ;

ΧΟΥΑΝ: Ακόμα δεν ξέρουν ότι πρέπει να πεθάνουμε,… δεν έχουν ανακαλύψει ακόμα τον θάνατο …

ΙΝΕΣ: Αλλά εμείς…

ΧΟΥΑΝ: Είμαστε σκελετοί ντυμένοι με σάρκα… Έφυγαν πια… Μπορούμε να συνεχίσουμε να σκοτώνουμε την ώρα μας…

ΙΝΕΣ: Να σκοτώνουμε την ώρα μας;

ΧΟΥΑΝ: Και άκου να δεις, μην μου δίνεις καμία σημασία, όλα μπορούν να διορθωθούν· δεν είναι ανάγκη να τον αφήσεις· παντρέψου τον!

ΙΝΕΣ: Κι εσύ;

ΧΟΥΑΝ: Εμένα μ’ αγαπάς διαφορετικά…

ΙΝΕΣ: Δεν σε καταλαβαίνω· δεν ξέρω να αγαπώ παρά με έναν μόνο τρόπο…

ΧΟΥΑΝ: Τι απλοϊκότητα!

ΙΝΕΣ: Δεν καταφέρνω…

ΧΟΥΑΝ: Ούτε κι εγώ. Μα ίσως του κάνω μια μεγάλη εξυπηρέτηση· δείχνοντάς του, μέσα από τη ζήλια, να σε εκτιμάει περισσότερο.

ΙΝΕΣ: Τι λόγια είναι αυτά που λες! Ποτέ δεν τα άκουσα ως τώρα!

ΧΟΥΑΝ: Ούτε τα σκέφτηκες;

ΙΝΕΣ: Δεν θέλω να σκέφτομαι τόσο μεγάλες σαχλαμάρες!

ΧΟΥΑΝ: Τα πράγματα που δεν χρειάζεται να σκεφτόμαστε είναι αυτά που σκεφτόμαστε τελικά· οι σκέψεις μάς καταδιώκουν. Παντρέψου, λοιπόν, παντρέψου τον!· αγάπα τον σαν σύζυγο και εμένα σαν αδελφό –ο αδελφός Χουάν– γίνε η δική μου αδελφή του ελέους· δείξε μου έλεος,… είμαι τόσο κακότυχος!

ΙΝΕΣ: Γι’ αυτό σ’ αγαπώ, Χουάν…

ΧΟΥΑΝ: Το ξέρω· όμως υπάρχουν κι άλλοι δυστυχισμένοι… Και πριν σε αφήσω χωρίς να σ’ έχω κατακτήσει, πρέπει να με συγχωρέσεις, Ινές… [Πάει να την αγκαλιάσει, και ξαφνικά σηκώνεται όρθιος.] Αυτός… εδώ… πώς; Κοίταξέ τον! Ούτε από καταπακτή να βγήκε! Μαγικό διάδρομο! Να είσαι σε ετοιμότητα, λοιπόν!

Σκηνή ΙΙ

Οι παραπάνω και ο Μπέντο.

ΜΠΕΝΤΟ: Πάλι τα ίδια, ελεεινέ, πάλι την εξαπατάς; Δεν μου υποσχέθηκες να μην την ξαναξελογιάσεις, να μην την ξανατρελάνεις; [Στην Ινές.] Κι εσύ; Μα δεν τον έμαθες πια; Δεν ξέρεις ότι έχει τη συνήθεια να λογοδίνεται με αθώες κακομοίρες, σαν κι εσένα, που όταν είναι στα πρόθυρα να του παραδοθούν τις αφήνει; Δεν έχεις ακούσει για τις διαβολικές του πονηριές; Δεν ξέρεις;

ΧΟΥΑΝ: [Σταυρώνοντας τα χέρια του και όρθιος.] Και τι άλλο; Συνέχισε…

ΜΠΕΝΤΟ: Τι άλλο; Τι φαγούρα από την ίδια σου την ανικανότητα σε κάνει να κυνηγάς την ευτυχία των άλλων;

ΧΟΥΑΝ: Την ευτυχία; Αυτά είναι μεγαλόστομες κουβέντες…

ΜΠΕΝΤΟ: Την ευτυχία, ναι! Μήπως επειδή υποφέρεις, όταν βλέπεις τους άλλους ευτυχισμένους; Είσαι ένας άθλιος και οφείλω να σε ξεσκεπάσω εδώ, μπροστά στο νέο σου θύμα…

ΧΟΥΑΝ: Μα αφού ερχόμουν για να τη βγάλω από την πλάνη!...

ΜΠΕΝΤΟ: Λες ψέματα σαν αγύρτης που είσαι… Για να την περιπαίξεις με τις βαγαποντιές της δήθεν διάθεσής σου να τη βγάλεις από την πλάνη… Δεν είναι έτσι, Ινές; Μίλα!

ΙΝΕΣ: Ο καημένος ο Χουάν…

ΜΠΕΝΤΟ: Τα βλέπεις; Να, πάλι την παραμύθιασες. Κι εσύ, [Στον Χουάν.] φύγε, φύγε επιτέλους και για τα καλά, και να μην επιστρέψεις, εάν δεν θέλεις να…

ΧΟΥΑΝ: [Ορθώνοντας το ανάστημά του.] Να, να;

ΜΠΕΝΤΟ: Να σε διώξω με τη βία!

ΧΟΥΑΝ: Εσύ; εσύ; εμένα; εμένα,… εσύ;

ΜΠΕΝΤΟ: Εγώ, ναι, εσένα!

ΧΟΥΑΝ: Εσύ θα χρησιμεύσεις για σύζυγός της, εύκολη υπηρεσία!, για να της κάνεις παιδιά και για να ανέβουν στον ουρανό, που είναι ό,τι ακριβώς ψάχνουν αυτές· αλλά για άλλο πράγμα…

ΜΠΕΝΤΟ: Αλεπού, αλεπού! Αλεπού, επιεικώς, αλεπού!

ΧΟΥΑΝ: Και εσύ, αρνάκι;· όχι, λιοντάρι;

Ο Μπέντο πηγαίνει προς τον Χουάν· η Ινές κάνει στην άκρη, καλύπτοντας τα μάτια της· αλλά ο Χουάν, γρήγορα, τον πιάνει, τον ρίχνει πάνω στο παγκάκι και του σφίγγει τον λαιμό με τα χέρια.

ΧΟΥΑΝ: Είσαστε κάτι μίζερα κουνέλια όλοι οι άνθρωποι…

ΙΝΕΣ: Χουάν, Χουάν, συγχώρα τον!

ΧΟΥΑΝ: [Τον αφήνει και απευθύνεται μόνο σε αυτόν.] Παρά λίγο να σε στραγγαλίσω·… ένιωσα να καταρρέει η ευθυκρισία μου,… αλλά πέρασε πια…

ΜΠΕΝΤΟ: Λέγε, εδώ μπροστά και στους δύο, θα ήμουν ο πρώτος;

ΧΟΥΑΝ: Πάψε, να μην το ακούσει…

ΜΠΕΝΤΟ: Καλύτερα για σένα να το ακούσει.

ΧΟΥΑΝ: Όχι· σου την αφήνω…

ΙΝΕΣ: [Πλησιάζοντας.] Πάει, αυτό πέρασε πια… Κάνετε σαν… άντρες! Συγχωρέστε ο ένας τον άλλο!

ΧΟΥΑΝ: Αυτός είναι που πρέπει να με συγχωρέσει!

ΜΠΕΝΤΟ: Είναι από σίδερο τα χέρια σου… Σας αφήνω…

ΧΟΥΑΝ: Όχι, δεν πρέπει να φύγεις χωρίς αυτήν· πάρ’ τη μαζί σου! Ελευθέρωσέ την από μένα!, ελευθέρωσέ με από αυτήν! Και τώρα χτύπα με, χαστούκισέ με, τιμώρησέ με, και να το βλέπει!

ΜΠΕΝΤΟ: Μα τι καινούρια κωμωδία ετοιμάζεις;

ΧΟΥΑΝ: Τιμώρησέ με, είπα· τιμώρησέ με! Χρειάζομαι την ταπείνωση!

ΜΠΕΝΤΟ: Αυτός είναι, Ινές, που θέλει να με ταπεινώσει με τέτοιο τρόπο, να με υποβιβάσει εμένα!

ΙΝΕΣ: Να σε υποβιβάσει;

ΜΠΕΝΤΟ: Ναι, είναι τα θεατρικά, διαβολικά του τεχνάσματα!

ΧΟΥΑΝ: Μα ποτέ δεν καταφέρνω να με καταλαβαίνουν σωστά! Τιμώρησέ με!

ΜΠΕΝΤΟ: Ναι, μπροστά της, και να γελάτε και οι δύο μαζί μου. Να σε τιμωρήσει εκείνη, αν την ευχαριστεί…

ΧΟΥΑΝ: Εκείνη; Χέρια ερωτευμένης δεν τιμωρούν.

ΜΠΕΝΤΟ: Εκείνη είναι η θιγμένη· αυτήν τρελαίνεις για να την πετάξεις μετά σαν ένα βρώμικο και σχισμένο κουρέλι…

ΙΝΕΣ: Πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο, Μπέντο!...

ΧΟΥΑΝ: Μην του δίνεις σημασία, Ινές, και να τον αγαπάς, μια και είναι ο δικός σου, αυτόν που ο Θεός έχει προορίσει για σένα,… το μέσον σου…

ΜΠΕΝΤΟ: Ελεημοσύνη; Όχι! Την αγάπη που εσύ της ξύπνησες για να της την αρνηθείς; Ποτέ! Μείνετε εδώ αν θέλετε· με εμένα τελείωσες, Ινές!

ΙΝΕΣ: Μα, Μπέντο, κοίτα, συγχώρα με, άκου με…

ΜΠΕΝΤΟ: Ναι, πάντα το ίδιο και για να ξαναπέσεις…

ΙΝΕΣ: Αλλά αφού δεν έπεσα!... Δεν είναι αλήθεια, Χουάν, ότι δεν έπεσα; ότι εσύ…

ΧΟΥΑΝ: Το ίδιο ακηλίδωτη όπως πριν. Ούτε καν γλίστρησε… Αλλά [Κοιτάζοντας μακριά.] ας αυτοσυγκρατηθούμε, αφού από ‘κεί έρχεται μια άλλη πλανημένη γυναίκα… Πάνε κι έρχονται, μπαίνουν και βγαίνουν, ανεβαίνουν και κατεβαίνουν ως δια μαγείας… Μα αν εμφανιστεί η Ελβίρα;… Εκείνη! Μπροστά της βεβαίως και θα ταπεινωθώ! [Λυγίζει κωμικά σαν για να γονατίσει.] Ελβίρα, στα πόδια σου!

Σκηνή ΙΙΙ

Οι παραπάνω και η Ελβίρα.

ΕΛΒΙΡΑ: Κομμένη η φάρσα! Σε ψάχνω, για να σε λυτρώσω!

ΧΟΥΑΝ: Να με λυτρώσεις; Από τι; Από ποιον;

ΕΛΒΙΡΑ: Από εσένα τον ίδιο! Και ετούτοι, αυτή; Χουάν, Χουάν…

ΜΠΕΝΤΟ: [Στην Ινές.] Κοίτα, αυτή είναι το μυστικό του, το εφεδρικό του θύμα· πείστηκες; νόμιζες ότι ήσουν μόνο εσύ; τα βλέπεις; Αυτή! Άλλη μια ίδια!

ΙΝΕΣ: [Στηρίζεται στον ώμο του Μπέντο.] Πάμε, λοιπόν.

ΜΠΕΝΤΟ: Δεν σου τα έλεγα εγώ; Γιατί ήρθες; γιατί ήρθες σ’ αυτό το ραντεβού; γιατί δεν με πίστεψες;

ΙΝΕΣ: Κοίτα, Μπέντο, ήθελα να τον πείσω και να πειστώ κι εγώ.

ΜΠΕΝΤΟ: Για τι πράγμα; Δεν σου είπα τι είναι αυτό το τέρας διπλοπροσωπίας; Τα βλέπεις; Ο Θεός τους φτιάχνει…

ΕΛΒΙΡΑ: [Στον Χουάν.] Μα, τι κάνεις; ακούς; είσαι άντρας ή όχι;

ΧΟΥΑΝ: Και τι είναι να είσαι άντρας; Ρώτα τον αυτόν που πριν από λίγο…

ΕΛΒΙΡΑ: Και πώς σε παρέσυρε αυτή εδώ πέρα, σ’ αυτή την παγίδα;

ΧΟΥΑΝ: Εγώ ήμουν,… εγώ ήμουν… Δηλαδή…

ΕΛΒΙΡΑ: Όχι, ήταν αυτή,… αυτή! Όταν νομίζεις ότι είσαι εσύ, είναι αυτές, είμαστε εμείς,… αλλά εγώ θα σου τις διώξω τις υπόλοιπες… Και εσύ, σιγανό ποταμάκι, τώρα θα μας πεις ότι αυτός είναι που σε αποπλάνησε;

ΙΝΕΣ: Αποπλάνηση; αποπλάνηση;

ΕΛΒΙΡΑ: Ναι, αυτός, ή μήπως όχι;

ΙΝΕΣ: Και αν τον αποπλάνησα εγώ, τι;

ΜΠΕΝΤΟ: Ζύγιαζε τις λέξεις σου, Ινές…

ΕΛΒΙΡΑ: [Στον Χουάν.] Και εσύ; με όλ’ αυτά,… εσύ;

ΧΟΥΑΝ: Εγώ,… εγώ… [Κατ’ ιδίαν.] Άναψαν πια για καβγά! Να πάρει, τι μαλλιά-κουβάρια! Ποιος θα τα ξεμπλέξει;…

ΕΛΒΙΡΑ: Τη διεκδικούν και οι δύο,… τη διεκδικούν.

ΙΝΕΣ: Κι έτσι να ήταν,… σε ενοχλεί;

ΜΠΕΝΤΟ: Όχι, είναι αυτές οι δύο που σε διεκδικούν, Χουάν.

ΧΟΥΑΝ: Και τι μπορώ να κάνω!... Είναι η κακιά μου η σκιά…

ΜΠΕΝΤΟ: Καλά· αυτή η κατάσταση δεν υποφέρεται άλλο, εγώ στρίβω…

ΙΝΕΣ: Όχι· στάσου, και εγώ μαζί σου!

ΜΠΕΝΤΟ: Μαζί μου; εσύ μαζί μου, μετά απ’ αυτό;

ΕΛΒΙΡΑ: Ναι, να την πάρει έτσι ξεμυαλισμένη, και ας αλληλοπαρηγορηθούν…

ΙΝΕΣ: Γιατί πρέπει να αλληλοπαρηγορηθούμε, αφού…;

ΕΛΒΙΡΑ: Μήπως θέλεις να τους κρατήσεις και τους δυο;

ΜΠΕΝΤΟ: Αυτή η αμολημένη σκύλα είναι ικανή να…

ΧΟΥΑΝ: Ελβίρα,… Ελβίρα!… Αλανιάρες θα τις λέγαμε… Ελβίρα!…

ΕΛΒΙΡΑ: Ελβίρα… τι; τι Ελβίρα;

ΧΟΥΑΝ: Πας να στήσεις καβγά, τι σκάνδαλο! και σε δημόσιο χώρο…

ΕΛΒΙΡΑ: Σαν κοινή γυναίκα, ε;

ΧΟΥΑΝ: Δεν σκεφτόμουν κάτι τέτοιο…

ΜΠΕΝΤΟ: Από την ίδια πάστα είναι κι οι δυο τους! Τα βλέπεις, Ινές, τα βλέπεις; Δεν ξέρουν παρά να σκαρώνουν φάρσες… Έτσι είναι όλοι οι κατακτητές, όλοι, θεατρίνοι! θεατρίνοι!

ΕΛΒΙΡΑ: Κι εμένα τι με νοιάζει ο δημόσιος χώρος και που με ακούνε; Μπορώ να αντιμετωπίσω τη δημόσια γνώμη…

ΧΟΥΑΝ: Ναι, με δημόσια αναγγελία!

ΙΝΕΣ: Πας γυρεύοντας· για να αποκτήσεις φήμη, και ας είναι επονείδιστη.

ΕΛΒΙΡΑ: Κι εσύ;

ΙΝΕΣ: Δεν ήρθα εγώ εδώ πέρα· αυτός με έφερε. [Δείχνει τον Χουάν, αφού περνάει πρώτα το δάχτυλό της από τον Μπέντο.]

ΕΛΒΙΡΑ: Και η συστολή σου; Η αγνότητά σου;

ΧΟΥΑΝ: [Κατ’ ιδίαν.] Αγνότητα,… αγνότητα,… Το αποσταγμένο νερό, όχι για να το πιούμε!..., μα για το φαρμακείο!

ΜΠΕΝΤΟ: Βλέπεις, Ινές, βλέπεις πού έπεσες; Σύντομα θα γυρνάς από στόμα σε στόμα…

ΕΛΒΙΡΑ: Και αυτός, Ινές, αυτός, ο Μπέντο σου, και αυτός θα γυρνάει μαζί σου, μαζί τα δυο σας, σε αυτά τα βρώμικα στόματα… Σκέτη γλύκα!

ΙΝΕΣ: Ενώ εσύ όχι! Δηλαδή εσύ;…

ΕΛΒΙΡΑ: Τι θα πουν για μένα τα στόματα, αν κάνω το δικό μου; Εγώ θα έχω πάντα το μέτωπο πολύ ψηλά, πολύ ψηλά, και ακάλυπτο, ακριβώς κάτω από τον ήλιο για να με βλέπουν! Να περπατάω εγώ ζωηρή και…

ΧΟΥΑΝ: Κοίτα, Ελβίρα, θα δώσεις αφορμή για σχόλια…

ΕΛΒΙΡΑ: Καλύτερα από το να μην δώσω καθόλου αφορμή… όσο πιο πολύ με ποδοπατούν τόσο πιο πολύ ορθώνομαι,… γίνομαι άκαμπτη! Είμαι εγώ, η Ελβίρα, εγώ!

ΧΟΥΑΝ: Μάλιστα· αψηφώντας τον κόσμο!

ΕΛΒΙΡΑ: Αυτή ήταν η δική σου σχολή! Και τώρα, πώς και άφησες να σε ποδοπατήσουν;

ΧΟΥΑΝ: Είχαν δίκιο… Αλλά πες μου, εσύ εδώ; Πώς κι έτσι;

ΕΛΒΙΡΑ: Έμαθα για τον κίνδυνο που διέτρεχες. Πώς; Δεν έχει σημασία! Και ήρθα για να εμποδίσω αυτή την καινούρια περιπέτεια, αυτή την ενέδρα που σου έστησαν,… να σε τραβήξω από την παγίδα… Κοίταξέ τους· φεύγουν πια, πανούργοι…

ΙΝΕΣ: Πάμε να φύγουμε!

ΜΠΕΝΤΟ: Ναι, φεύγουμε, και προσευχήσου στον Θεό να μην ξαναϊδωθούμε… Εσύ, Χουάν, δεν είσαι άνδρας, παρά τα σιδερένια σου χέρια και την οργή σου· δεν ήσουνα ποτέ, δεν μπορείς να είσαι· παρά τα γαμψά σου νύχια, λέω…

ΧΟΥΑΝ: Μήπως νόμιζες πως είμαι καραμελένιος; Παρ’ όλο που δεν κράζω σαν τον κόκορα, μάχομαι με πισόνυχα, είδες; Να λείπουν… οι τσαμπουκάδες!

ΜΠΕΝΤΟ: Όχι, δεν μπορείς να είσαι. Δεν είσαι παρά μια σκιά άνδρα…

ΧΟΥΑΝ: Λογοτεχνία! Πού το διάβασες αυτό;

ΜΠΕΝΤΟ: Σε σένα· στα μάτια του προσώπου σου…

ΧΟΥΑΝ: Όχι, μάλλον στον ρόλο σου…

ΕΛΒΙΡΑ: Άκου να δεις…

ΙΝΕΣ: Οι υποβολείς… να λείπουν!

ΧΟΥΑΝ: [Στην Ελβίρα.] Άφησέ τους, άφησέ τους! για ποιο λόγο; άφησέ τους!

ΜΠΕΝΤΟ: Να μας αφήσει;

ΧΟΥΑΝ: Ναι, να σας αφήσει. [Φεύγουν.] Φεύγουν πια,… έφυγαν πια… Ξαναξυπνάω…


Σκηνή ΙV

Ο Χουάν και η Ελβίρα.

ΕΛΒΙΡΑ: Στ’ αλήθεια ξυπνάς, Χουάν;

ΧΟΥΑΝ: Ονειρεύομαι ότι ναι, Ελβίρα… Και εσύ με ποιο δικαίωμα;…

ΕΛΒΙΡΑ: Φύγε από ‘δώ, γύρνα πίσω στη Ρενάδα μας και εκεί θα σου πω, όταν θα είμαστε μόνοι, ποιο χρέος με κάνει και έρχομαι για να σε τραβήξω από τον χαμό σου. Είδες; είδες πώς έφυγαν; και αγκαζέ! Δεν διακρίνονται πια,… τους κρύβουν πια τα δέντρα… Είναι η κακή σου η μοίρα…

ΧΟΥΑΝ: Και αν η κακή μου η μοίρα ήσουνα εσύ, Ελβίρα; Άδικα με κατηγορείς.

ΕΛΒΙΡΑ: Καλά, έλα μαζί μου, ε; πάει και τελείωσε. [Τον πιάνει από το μπράτσο για να τον τραβήξει.] Κακόμοιρε, Χουάν!

ΧΟΥΑΝ: Δον Χουάν;

ΕΛΒΙΡΑ: Δον Χουάν; Αποκλείεται! Δον Χουάν, όχι!, παρά… Χουανίτο… Χουανίτο ανάμεσα σ’ εκείνες. Άντε, έλα, μπέμπη!

ΧΟΥΑΝ: Ναι, πάμε να φύγουμε. [Απλώνει το χέρι του.] Έχει πιάσει ήδη να ψιχαλίζει, θα αρχίσει το ψιλόβροχο και δεν θέλω να πάθω τίποτα ρευματισμούς… Καθώς ο κάμπος είναι στο έλεος των στοιχείων της φύσης, όπως είπε εκείνος από τη Θαμόρα…

ΕΛΒΙΡΑ: Από τώρα αδιαθεσίες;

ΧΟΥΑΝ: Γεννήθηκα με αυτές! Μα… τι προάγγελος κακών οιωνών είναι αυτός που μας πλησιάζει, σαν τι να μυρίστηκε; Σαύρα, σαύρα!

Σκηνή V

Οι παραπάνω και ο πατήρ Θεόφιλος.

Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Μα τω Θεώ! Διασκεδάζουμε, ε; Ο Κύριος να σας συγχωρεί, αδέρφια μου!

ΧΟΥΑΝ: Ακούστε, πάτερ –ή ό,τι είστε–, πείτε μας, γιατί πρέπει να μας συγχωρήσει ο Θεός;

Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Αφού έπεσα πάνω σας, ενώ παίζετε με τη ζωή και με τη ζωή δεν παίζει κανείς όπως όπως…

ΕΛΒΙΡΑ: Και τι ξέρει γι’ αυτό ο πατερούλης;

Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Τι τι ξέρω γι’ αυτό; Ξέρω για τόσα πράγματα για τα οποία δεν θα ήθελα να ξέρω!... Στην ηλικία μου…

ΕΛΒΙΡΑ: Στην ηλικία σας; Και ζήσατε πραγματικά;

Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Θα έρθει όμως μια μέρα που θα ανοίξουν τα μάτια της καρδιάς σας, και ίσως τότε να είναι πια πολύ αργά… Σας γνωρίζω, δεσποινίς Ελβίρα, και ας μην το πιστεύετε… Και εδώ, αυτόν…

ΕΛΒΙΡΑ: Αυτόν; Αυτός; Ναι, ξέρω πια ότι εσείς, οι πατέρες… χωρίς παιδιά, περνάτε τον καιρό σας χώνοντας τη μύτη σας στις ζωές των άλλων… Λες και ο καθένας δεν έχει αρκετά και με το παραπάνω με τη δικιά του τη ζωή!

Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Μα για τον Θεό! Εγώ πάντως εκτελώ την αποστολή μου με το να σας προειδοποιώ. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες, και δεν είναι αυτός ο καλύτερος δρόμος…

ΕΛΒΙΡΑ: Σε τι είμαστε λάθος; Μήπως ένας άντρας και μια γυναίκα δεν μπορούν να καταλάβουν ο ένας τον άλλο;

Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Όπως ορίζει ο Θεός, χωρίς αμφιβολία· έτσι,… όχι! Και ξέρετε καλύτερα από μένα, μια και δεν είσαστε μικρά παιδιά, τι θέλω να πω…

ΧΟΥΑΝ: Συγγνώμη, αδελφέ, που δεν κρατάω ψιλά!

Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Σας ζήτησα μήπως τίποτα; πείτε.

ΧΟΥΑΝ: Αφού το επάγγελμά σας είναι να ζητιανεύετε «στο όνομα του Θεού»…

Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Στο όνομα του Θεού, ναι· από ανάγκη, όχι! Και σαν ζητιάνος, για τον Θεό σάς ζητώ να κοιτάξετε βαθιά μέσα σας, να καταλάβετε και να ξυπνήσετε! Όταν θα γεράσετε…

ΧΟΥΑΝ: Και προσβολές τώρα; Φύγετε από ‘δω!

ΕΛΒΙΡΑ: Καλά, άσ’ τον Χουάν, ας φροντίσει την επιχείρησή του, και εμείς τη δική μας!

Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Επιχείρηση; Επιχείρηση είπε;

ΕΛΒΙΡΑ: Κατά τον πατερούλη, παιχνίδι!

Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Παιχνίδι, παιχνίδι, παιχνίδι… «Έχουν όνομα με το οποίο ζουν όμως είναι νεκροί…»

ΧΟΥΑΝ: Αποκάλυψη, κεφάλαιο τάδε, στιχάκι τόσο…

Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Περνιέται για χαριτολόγος ο νεαρός… Και ακολουθεί τα ίχνη του Δον Χουάν…

ΧΟΥΑΝ: Δεν άφησε ίχνη, παρά αυλακιά…

Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Οχετό, βόθρο…

ΧΟΥΑΝ: Για να εμπλουτίσει με λίπασμα τη χέρσα γη… Μόνο θα σπείρει;

Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Και πρέπει να με θυμόσαστε…

ΧΟΥΑΝ: Μα τι λέτε, σκιάχτρο;

Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Ό,τι ειπώθηκε, ειπωμένο μένει!

ΧΟΥΑΝ: Καλά, καλά,… το κήρυγμα από τον άμβωνα και όχι εδώ, γιατί ετούτο εδώ δεν είναι εκκλησία ούτε τίποτα άλλο που να της μοιάζει…

Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Αφού δεν πάτε εκεί…

ΧΟΥΑΝ: Έρχεστε εδώ πέρα…

ΕΛΒΙΡΑ: Και έτσι εκφυλίζετε την τέχνη, χωρίς να περισώζετε την ηθική…

Π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Θα ξυπνήσετε! Αχ, νιάτα, νιάτα! Ματαιότης ματαιοτήτων!

ΕΛΒΙΡΑ: [Καθώς ο πατήρ Θεόφιλος απομακρύνεται.] Και η μεγαλύτερη το να επαναλαμβάνεις αυτό το τετριμμένο ρεφρέν των ματαιόδοξων! Σαρακοφαγωμένες κοινοτοπίες που πέφτουν σαν πριονίδι!


Σκηνή VI

Ο Χουάν και η Ελβίρα.

ΧΟΥΑΝ: Το ξέρεις, Ελβίρα, ότι αυτός… ο άνθρωπος, ή ό,τι και αν είναι, μου προκαλεί ανατριχίλα; με φοβίζει! Τι δυσοίωνη συνάντηση!

ΕΛΒΙΡΑ: Σε φοβίζει; ένας μοναχός; εσένα;

ΧΟΥΑΝ: Όσο τον άκουγα νόμιζα ότι άκουγα καμπάνες από την παιδική μας ηλικία…

ΕΛΒΙΡΑ: Ναι, τότε που με τον θάνατο της μητέρας σου ονειρεύτηκες να γίνεις μοναχός… Είναι αυτός που έχεις μέσα σου…

ΧΟΥΑΝ: Και σαν να μίλαγε εκείνη μέσα από το στόμα του…

ΕΛΒΙΡΑ: Ποια; Άσε τα αυτά και έλα μαζί μου!

ΧΟΥΑΝ: Και σαν να μίλαγε, λέω…

ΕΛΒΙΡΑ: Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι με ποιον τρόπο ήρθε και έπεσε εδώ πέρα, στο πάρκο,… ποιος τον έφερε,… πώς,… με τι είδους μαγγανεία…

ΧΟΥΑΝ: Αμάν! Αυτοί οι πλανόδιοι επαίτες!... Εξ άλλου, ο Υπέρτατος Δημιουργός μάς κινεί πολύ στην τύχη, ανάλογα με τα θεϊκά του καπρίτσια, εμάς τις κούκλες του, για να διασκεδάζει μαζί μας,… όμως είναι ανεπαρκής σε σκηνική τεχνική… Καλή διάθεση, πολλά υποσχόμενος, αλλά μικρή εμπειρία στο σανίδι ακόμα… Παρ’ όλους τους αιώνες άσκησης του επαγγέλματός του, αρχάριος… Αν δεν μπει στην Εταιρεία των Συγγραφέων πρώτα… Ο καθένας μπορεί να μαντέψει γιατί μας τρέχει από δω κι από κει!... Ακατανόητες προθέσεις της πρόνοιάς του –νομίζω πως έτσι το λένε– που μονάχα οι αιδεσιμότατοι Ιησουΐτες πατέρες αντιλαμβάνονται! Και αυτός ο μοναχός μπορεί να ήταν ένας θεόσταλτος αγγελιοφόρος, απίθανο, που έχει πέσει από… Αυτόν κάπου τον έχω γνωρίσει εγώ!...

ΕΛΒΙΡΑ: Πότε; Πού;

ΧΟΥΑΝ: Εδώ και αιώνες! Σε μια άλλη από τις ζωές μου!

ΕΛΒΙΡΑ: Πάλι το ίδιο βιολί;

ΧΟΥΑΝ: Επιδιδόταν στο να ξεκάνει μονόφθαλμους… μην είναι εκείνος ο άλλος που φώναζαν,… περίμενε… Τι μνήμη και αυτή η δικιά μου! Με τόση ονειροπόληση την έχω χάσει! Τον φώναζαν,… τον φώναζαν… Α!, τώρα θυμήθηκα! Μεφιστοφελή!

ΕΛΒΙΡΑ: Μήπως τους μπερδεύεις;

ΧΟΥΑΝ: Εγώ τα μπερδεύω πια όλα,… μπερδεύομαι…

ΕΛΒΙΡΑ: Κοίτα τον, χάνεται πια και αυτός εκεί πέρα, γυρίζει όμως πότε-πότε το κεφάλι, για να μας παρατηρήσει… Ξύπνα, Χουάν!

ΧΟΥΑΝ: Γιατί κοιμόμουν ή ήμουν αλλού;

ΕΛΒΙΡΑ: Σαν να ήσουν… Θυμάσαι όταν η μητέρα σου σού έλεγε: «Χουανίτο, παιδί μου, για τον Θεό, συγκεντρώσου»;

ΧΟΥΑΝ: Πάψε, Ελβίρα, πάψε, πάψε.

ΕΛΒΙΡΑ: Θυμάσαι όταν σου έλεγε: «Χουανίτο, παιδί μου…»;

ΧΟΥΑΝ: Πάψε, πάψε… Αυτή η φωνή, αυτός ο γλυκός τόνος –πόσο καλά τη μιμείσαι!– μου φαίνεται πως έρχονται από τον άλλο κόσμο… Και εγώ θέλω να ζήσω σε αυτόν, να ζήσω, να ζήσω, να ζήσω… σε αυτόν, σε αυτόν, σε αυτόν. [Χτυπώντας τα πόδια του πάνω στο πάτωμα.] Ακούγεται σαν σανίδι! Έξι σανίδια!… Να ζήσω…

ΕΛΒΙΡΑ: Μαζί μου! Να συζήσουμε!

ΧΟΥΑΝ: Να ζήσω, να ζήσω, να ζήσω… σε αυτόν, σε αυτόν, σε αυτόν!

Περνάει ένα ζευγάρι ερωτευμένων, πολύ ερωτοχτυπημένων.

ΕΛΒΙΡΑ: Να, σαν αυτούς, εντάξει; σαν αυτούς;

ΧΟΥΑΝ: Πώς σαν αυτούς! Δεν αισθάνονται το πάτωμα που πατούν…

ΕΛΒΙΡΑ: Κοίταξέ τους! Φεύγουν σαν ντροπιασμένοι… Πρέπει να είναι σκαστοί… Καημενούληδες! Χουανίτο, παιδί μου, για τον Θεό, συγκεντρώσου! πρόσεχε…

ΧΟΥΑΝ: Πάψε, πάψε, πάψε! [Καλύπτει τα μάτια του.] Εκείνη!

ΕΛΒΙΡΑ: Ακόμα τα ίδια;

ΧΟΥΑΝ: Πάντα μ’ αυτά!

ΕΛΒΙΡΑ: Και θέλεις να ζήσεις;

ΧΟΥΑΝ: Και αν μας τιμωρήσει ο Θεός;

ΕΛΒΙΡΑ: Ο Θεός; Το πολύ πολύ να χαμογελάσει με εσένα…

ΧΟΥΑΝ: Ή να γελάσει, που είναι χειρότερο! Θείο γέλιο! Οι βροντές του, αυτές του τέλους του «Δον Άλβαρο» μού θυμίζουν τρομαχτικά χαχανιτά…

ΕΛΒΙΡΑ: Παρασκηνίου…

ΧΟΥΑΝ: Τα πάντα είναι μηχανορραφίες παρασκηνίου σε ετούτο τον κόσμο μας. Και στην τελική, ο Θεός χωρίς να τιμωρεί κάνει σαν να τιμωρούσε, σφίγγει αλλά δεν πνίγει, γιατί είναι ο μοναδικός καλός, ο μοναδικός δίκαιος, και τη Δικαιοσύνη τη ζωγραφίζουν με δεμένα τα μάτια. Ο Ήλιος είναι τυφλός για τις σκιές· η ματιά του τις διαλύει…

ΕΛΒΙΡΑ: Καλά, αισθάνεσαι γελοίος, Χουανίτο;

ΧΟΥΑΝ: Μην με φωνάζεις Χουανίτο· αφού ξέρεις ότι αυτό με πληγώνει…

ΕΛΒΙΡΑ: Να σε πληγώσω είναι αυτό που ψάχνω, για να σε θεραπεύσω καλύτερα… Κοίταξέ τους, νομίζουν ότι τους κρύβει το δέντρο… η καημενούλα κοίταξε προς τα εδώ για να δει αν τους κοιτάζουμε· κανένα κλεμμένο φιλάκι,… στα παρασκήνια…

ΧΟΥΑΝ: Ναι, σαν ταινία του κινηματογράφου, και μεγάλου μήκους… Αν τους αφήνουν…

ΕΛΒΙΡΑ: Παιδιαρίσματα σφοδρά ερωτευμένων!

ΧΟΥΑΝ: Έλα, πάμε!

ΕΛΒΙΡΑ: Ναι, μαζί μου μόνη και μόνος… Και μην συγχύζεσαι ούτε να κοιτάζεις το αύριο…

ΧΟΥΑΝ: Ούτε το χθες, έτσι δεν είναι;

ΕΛΒΙΡΑ: Ούτε το χθες· ούτε προς τα μπρος ούτε προς τα πίσω…

ΧΟΥΑΝ: Προς τα πού, λοιπόν; Στο πάτωμα –δηλαδή στο σανίδι– που πατάω και που θα μας καταπιεί και θα κλείσει από πάνω μας;

ΕΛΒΙΡΑ: Σε μένα, σε μένα, και εγώ θα σε λυτρώσω… Μα πες μου, γλυκέ μου, από πού σου ‘ρθε αυτό το Δον Χουάν Τενόριο;

ΧΟΥΑΝ: Το λέω σοβαρά, κι ας μην με πιστεύεις!

ΕΛΒΙΡΑ: Σοβαρά εσύ; παιχνιδιάρη!

ΧΟΥΑΝ: Πιστεύω στις άλλες μου ζωές με όλη την ψυχή που μου απομένει απ’ αυτές.

ΕΛΒΙΡΑ: Και το Τενόριο, τι; ποια η σαγήνη του; μπορώ να μάθω;

ΧΟΥΑΝ: Το λέει από μόνο του: Γυναικοκατακτητής;… τενόρος! Κύριος γυναικών!

ΕΛΒΙΡΑ: Κύριος γυναικών… ποιητική άδεια;

ΧΟΥΑΝ: Ποιητική άδεια,… όχι! ψαλμωδία, ηχόχρωμα, κουκούρισμα περιστεριού, τιτίβισμα, ρυθμός, τρέμολο, λαρυγγισμός, ζεστή φωνή σερενάτας·… όχι στίχος, αλλά μουσική!· γήινη, διαμεσολαβητική μουσική! «Δεν είναι αλήθεια, άγγελε του έρωτα;…», κτλ., κτλ.

ΕΛΒΙΡΑ: Ναι, η μουσική μάς επηρεάζει…

ΧΟΥΑΝ: Μόνο μας επηρεάζει; Μας κάνει ζημιά!... Κι αν με την κατάχρηση της υψηλής φωνής μείνει άφωνος, χωρίς φωνή ή έστω βραχνάδα, αντίο γλύκα! Και προσοχή με τα κοκοράκια!

ΕΛΒΙΡΑ: Λογοπαίγνια σε μένα; Να προσέχεις εσύ μ’ εμένα, την κότα!

ΧΟΥΑΝ: Κλώσα!

ΕΛΒΙΡΑ: «Δεν είναι αλήθεια, άγγελε του έρωτα, ότι σε αυτή την απόμερη όχθη, πιο αγνή;…»

ΧΟΥΑΝ: Μην συνεχίζεις, σεληνιασμένη, γιατί δεν έχει φεγγάρι…

Η Ελβίρα κάθεται, και ο Χουάν κάνει βόλτες από τη μια μεριά στην άλλη, ταραγμένος.

ΕΛΒΙΡΑ: Άνθρωπέ μου, κάθισε λίγο! Μοιάζεις με ανέμη που μόνο αέρα τυλίγει!

XOYAN: Να συνεχίζεται η κίνηση! Δράση, δράση, δράση…

ΕΛΒΙΡΑ: Που δεν είναι το ίδιο…

ΧΟΥΑΝ: Κάνεις και κριτική;

ΕΛΒΙΡΑ: Αφού το λες εσύ…

ΧΟΥΑΝ: Δράση, δράση, δράση… Η εποχή μας είναι η εποχή του «dancing» και του κινηματογράφου, σπιρτόζα, και πρέπει να ενδώσω σ’ αυτήν. Εάν είχα τώρα ένα μαγικό ραβδί, θα έκανα να αναδυθεί εδώ μια ομάδα από μπαλαρίνες φωτισμένες με ηλεκτρικά βεγγαλικά όλων των χρωμάτων. Υπερρεαλιστική θαρθουέλα με βουβή ποντικίσια μουσική. Αυτό που ονομάζουν λυρικό είδος. Λύρα να σου πετύχει! πιάνολα! Όμως δεν χρειάζεται να σπάω το μυαλό μου, γιατί προκαλεί πονοκεφάλους. Να λέμε,… να λέμε… Καλύτερα να μιλάμε για να μιλάμε!, για να μην σωπαίνουμε! Να συνεχίζεται η κίνηση! Σε κίνηση, ε, και να κινούμαστε έτσι τη νύχτα πάνω στο σανίδι, που μετά ο Θεός θα πει,… εάν πει… Γιατί μου φαίνεται ότι θα μπουμπουνίσει, και να μην γίνουμε μούσκεμα. Είναι άσχημα αυτά τα μουλιάσματα στην αταραξία του παρασκηνίου…

ΕΛΒΙΡΑ: [Σηκώνεται και τον πιάνει από το μπράτσο.] Τουρτουρίζεις, Χουάν;

ΧΟΥΑΝ: Είναι η υγρασία…

ΕΛΒΙΡΑ: Σε βαραίνει ο ουρανός…

ΧΟΥΑΝ: Τ’ αστέρια! Πάμε κάτω από στέγη, λοιπόν, γιατί αλλιώς θα συντριφτώ. Ή θα λιώσω.

ΕΛΒΙΡΑ: Τι; φοβάσαι ότι θα μεταμορφωθείς σε στήλη άλατος, επειδή κοίταξες πίσω;

ΧΟΥΑΝ: Ποιος ξέρει, Ελβίρα… Και αντίο ζωές! Προς τα πού πάω;

ΕΛΒΙΡΑ: Μαζί μου, στη Ρενάδα μας, στην προσωρινή μου φωλιά.

ΧΟΥΑΝ: Οδήγησέ με, σιωπηλά, σαν τυφλό! Σσς!

_______________
Σ Υ Ν Ε Χ Ι Ζ Ε Τ Α Ι   Σ Τ Ο   Ε Π Ο Μ Ε Ν Ο   Τ Ε Υ Χ Ο Σ
________________