Ο επίδεσμος

Ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο μάς κληροδότησε σχεδόν κάθε υπαρκτή τυπολογία κειμένου, μυθιστoρήματα, διηγήματα, ποίηση, θέατρο, ταξιδιωτικές αφηγήσεις, φιλοσοφία, διαλέξεις, άρθρα, λιβελλογραφήματα, δοκίμια, ιστορία, μετάφραση, κ.ά. Ήταν γόνος μεσοαστικής οικογένειας και γεννήθηκε στο βιομηχανικά αναπτυσσόμενο Μπιλμπάο. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του κέρδισε μία έδρα στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκας όπου δίδαξε θέματα ελληνικής και ισπανικής γραμματολογίας, και κατέλαβε τη θέση του πρύτανη. Κατά τη δικτατορία του Πρίμο ντε Ριβέρα (1923-1930) εξορίστηκε στη Φουερτεβεντούρα, στα Κανάρια Νησιά, και όταν ανακαλέστηκε, προτίμησε να αυτοεξοριστεί στη νότια Γαλλία μέχρι την πτώση του καθεστώτος και την εγκαθίδρυση της δεύτερης μη βασιλευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας της Ισπανίας. Θα τον χαρακτηρίζαμε λάτρη της ανθρώπινης ελευθερίας και πολιτικά μάλλον ανένταχτο, παρ’ όλο που κατά περιόδους πολιτεύτηκε ενεργά σε σοσιαλιστικό περιβάλλον, και άλλοτε πρόβαλε αναρχικές πεποιθήσεις, ενώ ήταν σταθερά αδιάλλακτος εχθρός της μοναρχίας. Απογοητευμένος από τα κακώς κείμενα της δημοκρατικής περιόδου, υποστήριξε την άνοδο του μετέπειτα δικτάτορα Φρανθίσκο Φράνκο, αν και αμέσως αντιλήφθηκε το σφάλμα του, μια μεταστροφή που ενδέχεται να του στοίχισε τον θάνατο το 1936.
Ανήσυχο πνεύμα, ακούραστος συγγραφέας, θρησκευόμενος χριστιανός στοχαστής, ταυτίζεται με την ισπανική λογοτεχνική γενιά του ’98, με τον μοντερνισμό, καθώς και με τον πρώιμο υπαρξισμό. Μελέτησε τη δανέζικη γλώσσα για να διαβάσει στο πρωτότυπο τα κείμενα του Σαίρεν Κίρκεργκωρ από τον οποίο επηρεάστηκε. Ανάμεσα στους πνευματικούς του μαθητές βρίσκουμε τη Μαρία Θαμπράνο και τον Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος τον θαύμαζε και τον επισκέφτηκε επανειλημμένα στην έδρα του στη Σαλαμάνκα. Στο έργο του καταγράφονται τα καίρια ζητήματα που τον απασχόλησαν ως προς τον άνθρωπο και την εποχή του, όπως η τραγικότητα της ύπαρξης (Del sentimiento trágico de la vida), η αμφιταλάντευση γύρω από τη χριστιανική πίστη (San Manuel Bueno, mártir), η γυναικεία ερωτική καταπίεση και εγκαρτέρηση (La tía Tula), το βλέμμα των άλλων που μας καθορίζει (El otro), η μεθοδολογία της λογοτεχνικής συγγραφής (Niebla, Cómo se hace una novela), ο ισπανικός εθνικισμός (La crisis del patriotismo, En torno al casticismo), η μελέτη της καθημερινότητας των απλών κοινωνικών ομάδων, που ονομάζει intrahistoria σε αντιδιαστολή με την επίσημη ιστοριογραφική μέθοδο, και άλλα.
Για τον Ουναμούνο η επιθυμία, το συναίσθημα, η πίστη υπερκαλύπτουν σε σπουδαιότητα την ορθολογική σκέψη ως κινητήριοι μοχλοί της ζωής. Θεωρεί ότι οι λέξεις, ο λόγος αυτός καθ’ εαυτός, είναι δράση, και ότι ο ποιητής δημιουργεί ζωντανό λόγο που με τη σειρά του παράγει περισσότερη ζωή, ενώ ο φιλόσοφος παράγει μνημειακό λόγο και στείρες λέξεις. Η συστηματική φιλοσοφία, επομένως, προσφέρει νεκρές γνώσεις που μας απομακρύνουν από την καθημερινή ζωή και δράση των ανθρώπων όπου εντοπίζεται η πραγματική αλήθεια. Πιστεύει ακόμη ότι η δυνατότητα του θεάτρου να δημιουργεί και να παρουσιάζει γνήσιους ήρωες μας διευκολύνει στην προσπάθεια να κατανοήσουμε την ανθρώπινη ύπαρξη, κι έτσι, διακρίνεται μικρή απόσταση μεταξύ θεατρικού έργου και φιλοσοφικού διαλόγου στα δραματικά του κείμενα.

Ο Επίδεσμος του 1899 είναι το δεύτερο θεατρικό του έργο, ενώ έγραψε και ένα ομότιτλο διήγημα με το ίδιο θέμα. Η δράση εξελίσσεται σε μία πράξη και σε δύο εικόνες που βρίθουν συμβολισμών. Στην εισαγωγική συνομιλία, ανάμεσα στον Δον Πέδρο (Πέτρος) και τον Δον Χουάν (Ιωάννης), βρίσκουμε τον κεντρικό συλλογισμό γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται το δράμα, αλλά και μία προεικόνιση της έκβασής του. Στην επόμενη εικόνα συναντάμε μια οικογένεια που απαρτίζεται από τον πατέρα, το όνομά του δεν δηλώνεται, από την κόρη του τη Μαρία με τον άντρα της τον Χοσέ (Ιωσήφ) και τον νεογέννητο γιό τους, και από την αδερφή της Μαρίας, τη Μάρτα (Μάρθα)∙ η αντιστοιχία με τα πρόσωπα της Καινής Διαθήκης είναι φανερή. Το έργο συνδέεται με την κρίση θρησκευτικής πίστης που το 1897 βασάνισε τον συγγραφέα, όταν για ένα διάστημα επιχείρησε από τη σκοπιά ενός άθεου ουμανισμού και μέσω της λογικής να αντιμετωπίσει το δέος που μας προκαλεί το υπαρξιακό κενό, και που η θρησκεία τείνει να καθησυχάσει. Αυτή η σύγκρουση σημαδεύει το ιδεολογικό φορτίο ολόκληρου του έργου του.

Στο μονόπρακτο σκιαγραφούνται δύο διαφορετικοί δρόμοι για την κατάκτηση της αλήθειας: η λογική, που όμως οδηγεί σε άγονους τόπους, και η πίστη που συνδέεται με τη ζωντανή εμπειρία. Με συμβολικό τρόπο επαναλαμβάνονται λέξεις όπως βλέπω, βλέμμα, όραση, καθώς και η αντίθεση μεταξύ σκότους και φωτός. Εδώ το σκοτάδι παραπέμπει στην πίστη, στην πρόσληψη του κόσμου μέσω του συναισθήματος, ενώ το φως και η όραση παραπέμπουν στη λογική, δηλαδή σε μια νεκρή αλήθεια. Οι δύο αδελφές του έργου, η Μαρία και η Μάρτα, αντιπροσωπεύουν τους δυο αυτούς δρόμους, η πρώτη την πίστη και η δεύτερη τη λογική, όπως αντίστοιχα συμβαίνει στις γραφές με τις αδελφές του Λαζάρου, τη Μαρία της Βηθανίας και τη Μάρθα. Η πρώην τυφλή Μαρία διανύει μια αγωνιώδη πορεία προς το σπίτι του ετοιμοθάνατου πατέρα της, όπου, σύμφωνα με τον Κίρκεργκορ, ο εναγώνιος φόβος είναι απαραίτητος προκειμένου να κατακτήσουμε την πίστη. Μόλις αντικρύσει τον πατέρα της για πρώτη φορά με τα γιατρεμένα πια μάτια της, εκείνος πεθαίνει, όπως και η πίστη όταν μολυνθεί από τη λογική.

Ως τώρα στα ελληνικά έχει μεταφραστεί αρκετά σημαντικό μέρος του συνόλου του έργου του, π.χ. Το τραγικό αίσθημα της ζωής· Η αγωνία του χριστιανισμού· Καταχνιά· Άβελ Σάντσεθ· Η θεία Τούλα· Άγιος Μανουήλ ο Μάρτυρας· Η ζωή του δον Κιχώτη και του Σάντσο· Δον Σαντάλιο, παίκτης του σκακιού· Περί εξευρωπαϊσμού· Τρεις υποδειγματικές νουβέλες και ένας πρόλογος· Τραγούδι της εξορίας· Ο Χριστός του Βελάσκεθ, αν και παραμένουν αδημοσίευτα κάποια κείμενα που θα μας βοηθούσαν να προσεγγίσουμε καλύτερα τον στοχασμό του βάσκου διανοούμενου.

Κ. Χ.

Ο επίδεσμος
Ο επίδεσμος

Μονόπρακτο έργο σε δύο εικόνες

ΠΡΟΣΩΠΑ:
ΔΟΝ ΠΕΔΡΟ
ΔΟΝ ΧΟΥΑΝ
Κα ΕΥΓΕΝΙΑ
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ
ΜΑΡΙΑ, κόρη του
ΜΑΡΤΑ, κόρη του
ΧΟΣΕ, σύζυγος της Μαρίας
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ, της Μαρίας και του Χοσέ
——— ≈ ———

       

Εικόνα πρώτη

Σε δρόμο μιας παλιάς επαρχιακής πόλης


Δ. ΠΕΔΡΟ: Λοιπόν, όπως είπαμε, όχι, καμία απατηλή ελπίδα! Στον λαό πρέπει πάντα να δίνουμε την αλήθεια, όλη την αλήθεια, την αγνή αλήθεια, και ας γίνει έπειτα ό,τι είναι να γίνει.

Δ. ΧΟΥΑΝ: Και αν η αλήθεια τον σκοτώνει και η απατηλή ελπίδα τον ζωογονεί;

Δ. ΠΕΔΡΟ: Ακόμη και αν τον σκοτώνει. Αυτός που πεθαίνει στα χέρια της αλήθειας καλός νεκρός είναι, πίστεψέ με.

Δ. ΧΟΥΑΝ: Αλλά όμως πρέπει να ζούμε…

Δ. ΠΕΔΡΟ: Για να γνωρίζουμε την αλήθεια και να την υπηρετούμε! Η αλήθεια είναι ζωή.

Δ. ΧΟΥΑΝ: Ας το θέσουμε καλύτερα: η ζωή είναι αλήθεια.

Δ. ΠΕΔΡΟ: Κοίταξε Χουάν, παίζεις με τις λέξεις…

Δ. ΧΟΥΑΝ: Και με τα συναισθήματα εσύ, Πέδρο.

Δ. ΠΕΔΡΟ: Μα γιατί μας δόθηκε η λογική, για πες μου;

Δ. ΧΟΥΑΝ: Ίσως για να αγωνιζόμαστε εναντίον της και έτσι να αξιωνόμαστε τη ζωή…

Δ. ΠΕΔΡΟ: Τι τερατωδία! Όχι, μάλλον καλύτερα για να αγωνιζόμαστε στη ζωή και έτσι να αξιωνόμαστε την αλήθεια.

Δ. ΧΟΥΑΝ: Τι φρικαλεότητα! Ίσως μας συμβαίνει με την αλήθεια αυτό που, κατά την Αγία Γραφή, μας συμβαίνει με τον Θεό, όποιος δηλαδή τον βλέπει πεθαίνει…

Δ. ΠΕΔΡΟ: Τι όμορφος θάνατος! Να πεθαίνεις επειδή έχεις δει την αλήθεια! Πώς να μην έχεις όρεξη για κάτι τέτοιο;

Δ. ΧΟΥΑΝ: Η πίστη, η πίστη είναι που μας δίνει ζωή, για την πίστη ζούμε, η πίστη μάς δίνει το νόημα της ζωής, μας οδηγεί στον Θεό!

Δ. ΠΕΔΡΟ: Ζούμε για τη λογική, φίλε Χουάν, η λογική μάς αποκαλύπτει το μυστικό του κόσμου, η λογική μάς κάνει να ενεργούμε…

Δ. ΧΟΥΑΝ: (Κοιτάζοντας προσεχτικά τη Μαρία.) Τι της συμβαίνει αυτής της γυναίκας;

        (Πλησιάζει η Μαρία σαν τρομοκρατημένη και σαν να μην ξέρει πού πατάει. Τα χέρια  της είναι απλωμένα μπροστά και ψηλαφούν τον αέρα.)

ΜΑΡΙΑ: Ένα μπαστούνι παρακαλώ! Το ξέχασα στο σπίτι.

Δ. ΧΟΥΑΝ: Ένα μπαστούνι; Ορίστε! (Της το δίνει. Η Μαρία το παίρνει.)

ΜΑΡΙΑ: Πού βρίσκομαι; (Κοιτά τριγύρω.) Ποιος είναι ο δρόμος; Πάρτε, πάρτε∙ περιμένετε. (Του επιστρέφει το μπαστούνι.)

        (Η Μαρία βγάζει ένα μαντήλι και το δένει σαν επίδεσμο γύρω από το κεφάλι της κρύβοντας τα μάτια της.)                                                                                                              

Δ. ΠΕΔΡΟ: Μα τι κάνετε, ευλογημένη γυναίκα;

ΜΑΡΙΑ: Είναι για να βλέπω καλύτερα τον δρόμο.

Δ. ΠΕΔΡΟ: Για να βλέπετε καλύτερα τον δρόμο, σκεπάζετε τα μάτια σας; Ε, λοιπόν, δεν σας καταλαβαίνω!

ΜΑΡΙΑ: Εσείς όχι, αλλά εγώ ναι!

Δ. ΠΕΔΡΟ: (Στον Δον Χουάν κατ’ ιδίαν.) Μοιάζει τρελή.

ΜΑΡΙΑ: Τρελή; Όχι, όχι! Πολύ χειρότερα. Ωχ, τι δυστυχία Θεέ μου, τι δυστυχία! Καημένε πατέρα! Καημένε πατέρα! Τέλος πάντων, χαίρετε και συγχωρήστε με.

Δ. ΠΕΔΡΟ: (Στον Δον Χουάν.) Όπως ειπώθηκε, τρελή.

Δ. ΧΟΥΑΝ: (Συγκρατώντας την.) Μα τι σας συμβαίνει, καλή μου γυναίκα;

ΜΑΡΙΑ: (Με τα μάτια ακόμη δεμένα.) Δώστε μου τώρα το μπαστούνι και συγχωρήστε με.

Δ. ΧΟΥΑΝ: Αλλά πρώτα εξηγηθείτε…

ΜΑΡΙΑ: (Παίρνοντας το μπαστούνι.) Ας αφήσουμε τις εξηγήσεις γιατί πεθαίνει ο πατέρας μου. Χαίρετε. Συγχωρήστε με. (Το παίρνει.) Ο καημένος ο πατέρας μου πεθαίνει και θέλω να τον δω∙ θέλω να τον δω πριν πεθάνει. Καημένε πατέρα! Καημένε πατέρα!      

        (Αγγίζει με το μπαστούνι στους τοίχους των σπιτιών και φεύγει.)

Δ. ΠΕΔΡΟ: (Προχωρώντας μπροστά.) Πρέπει να τη συγκρατήσουμε∙ θα σκοτωθεί. Πού πάει έτσι;

Δ. ΧΟΥΑΝ: (Συγκρατώντας τον.) Ας περιμένουμε να δούμε. Κοίτα με τι σιγουριά περπατάει, με τι σταθερό βήμα. Περίεργη τρέλα!…

Δ. ΠΕΔΡΟ: Μα αφού είναι τρελή…

Δ. ΧΟΥΑΝ: Ακόμη και έτσι να ήταν. Νομίζεις ότι με το να τη συγκρατήσεις θα τη γιατρέψεις; Άφησέ την!

Δ. ΠΕΔΡΟ: (Στην κυρία Ευγενία που περνάει.) Τρελή, έτσι δεν είναι;

Κα ΕΥΓΕΝΙΑ: Τρελή; Όχι∙ τυφλή.

Δ. ΠΕΔΡΟ: Τυφλή;

Κα ΕΥΓΕΝΙΑ: Τυφλή, ναι. Γυρίζει έτσι, με το μπαστούνι της, όλη την πόλη και ποτέ δεν χάνεται. Γνωρίζει όλα τα στενά και τις γωνιές της. Παντρεύτηκε, θα είναι τώρα ένας χρόνος, και σχεδόν όλες τις μέρες πάει να δει τον πατέρα της που ζει σε μια γειτονιά στα περίχωρα. Καλά, εσείς δεν είστε από αυτή την πόλη;

Δ. ΧΟΥΑΝ: Όχι, κυρία μου, είμαστε ξένοι.

Κα ΕΥΓΕΝΙΑ: Α, μάλιστα, φαίνεται.

Δ. ΧΟΥΑΝ: Όμως πείτε μας, καλή μας γυναίκα, αν είναι τυφλή, γιατί δένει έτσι τα μάτια της;

Κα ΕΥΓΕΝΙΑ: (Ανασηκώνοντας τους ώμους.) Λοιπόν, για να σας πω την αλήθεια, δεν ξέρω. Είναι η πρώτη φορά που τη βλέπω να το κάνει. Μήπως το φως την πειράζει…

Δ. ΧΟΥΑΝ: Αν δεν βλέπει, πώς να τη βλάψει το φως;

Δ. ΠΕΔΡΟ: Μπορεί το φως να βλάπτει τους τυφλούς…

Δ. ΧΟΥΑΝ: Περισσότερο μας βλάπτει εμάς που βλέπουμε!

        (Η υπηρέτρια βγαίνοντας από το σπίτι και απευθυνόμενη στην κα Ευγενία.)

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Είδατε τη δέσποινά μου, κυρία Ευγενία;

Κα ΕΥΓΕΝΙΑ: Ναι, πάει προς τα ‘κει, κάτω. Πρέπει να είναι πια στον δρόμο του Σταυρού.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Τι μπλέξιμο, Θεέ μου, τι μπλέξιμο!

Δ. ΠΕΔΡΟ: (Στην υπηρέτρια.) Μα για πες μου, κοπέλα, η κυρά σου είναι τυφλή;

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Όχι, κύριε, ήταν.

Δ. ΠΕΔΡΟ: Πώς και ήταν;

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ναι, τώρα βλέπει πια.

Κα ΕΥΓΕΝΙΑ: Πώς βλέπει; Πώς, πώς γίνεται αυτό; Τι είναι αυτό το βλέπει τώρα; Για πες μας, για πες μας.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ναι, βλέπει.

Δ. ΧΟΥΑΝ: Για να δούμε, για να το δούμε αυτό.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Η δέσποινά μου ήταν τυφλή, τυφλή από γεννησιμιού, όταν παντρεύτηκε με το αφεντικό μου, θα είναι τώρα ένας χρόνος, αλλά είναι τώρα ένας μήνας, που ήρθε ένας γιατρός και είπε ότι μπορούσε να της δώσει την όραση, και την εγχείρησε και την έκανε να βλέπει. Και τώρα βλέπει.

Κα ΕΥΓΕΝΙΑ: Λοιπόν, εγώ δεν ήξερα τίποτα απ’ όλα αυτά.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Μαθαίνει να βλέπει και να γνωρίζει τα πράγματα. Τα αγγίζει, κλείνοντας τα μάτια, και μετά τα ανοίγει και τα ξαναγγίζει και τα κοιτάζει. Ο γιατρός τής απαγόρευσε να βγει στον δρόμο μέχρι να μάθει καλά το σπίτι και τα του σπιτιού, και, βέβαια, να μη βγει μόνη. Και τώρα ήρθε δεν ξέρω ποιος να της πει ότι ο πατέρας της είναι πολύ άρρωστος, πολύ άρρωστος, σχεδόν πεθαίνει, και επέμενε να πάει να τον δει. Ήθελε να τη συνοδεύσω εγώ, και, όπως είναι φυσικό, εγώ αρνήθηκα. Προσπάθησα να την εμποδίσω, αλλά μου ξέφυγε. Να πάρει, τι μπλέξιμο!

Δ. ΧΟΥΑΝ: (Στον Δον Πέδρο.) Βλέπεις, βλέπεις, σχετικά με τον επίδεσμο∙ τώρα το καταλαβαίνω. Βρέθηκε σε έναν κόσμο που δεν γνώριζε εξ όψεως. Για να πάει στον πατέρα της δεν ήξερε άλλον δρόμο από αυτόν του σκότους. Τι δίκιο που είχε όταν έλεγε ότι έδενε τα μάτια της για να βλέπει καλύτερα τον δρόμο! Όμως τώρα ας επιστρέψουμε στο της απατηλής ελπίδας και της αγνής αλήθειας, στο της λογικής και της πίστης.

        (Φεύγουν.)

Δ. ΠΕΔΡΟ: (Φεύγοντας.) Παρ’ όλ’ αυτά, Χουάν, παρ’ όλ’ αυτά… (Δεν ακούγονται.)

Κα ΕΥΓΕΝΙΑ: Τι παράξενα πράγματα που λένε αυτοί οι κύριοι, μα για πες μου τι θ᾽ απογίνει τώρα;

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Εγώ πού να ξέρω; Εμένα μου άφησε παραγγελία το αφεντικό, όταν βγήκε για να δει τον παππού –μου φαίνεται ότι αυτή τη φορά πραγματικά πεθαίνει– να μην της πω τίποτα, και δεν ξέρω από ποιον το έμαθε…

Κα ΕΥΓΕΝΙΑ: Έτσι λοιπόν, λες ότι τώρα βλέπει;

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ναι, τώρα βλέπει.

Κα ΕΥΓΕΝΙΑ: Ποιος θα το ‘λεγε, κυρά μου, ποιος θα το ‘λεγε, αφού μια φορά τη γνώρισε έτσι, τυφλούλα την καημένη, σε όλη της τη ζωή. Ευλογημένος να είναι ο Κύριος! Τι είμαστε, κυρά μου, τι είμαστε. Ποτέ μην λες ποτέ. Μα, για πες μου, μόλις απόκτησε την όραση, ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που έκανε;

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Το πρώτο, αφού της πέρασε η πρώτη ζαλάδα, ήταν να ζητήσει έναν καθρέφτη.

Κα ΕΥΓΕΝΙΑ: Είναι φυσικό…

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Και κοιταζόταν στον καθρέφτη, σαν χαζή, μα μόλις ένιωσε να ταράζεται το μωρό, πέταξε τον καθρέφτη και στράφηκε σ’ αυτό, να το δει να το αγγίξει…

Κα ΕΥΓΕΝΙΑ: Ναι, μου είπαν ότι έκανε γιο…

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Και πανέμορφο… τι χαριτωμένο! Ήταν σχεδόν τότε που συνήλθε από τη γέννα, όταν της έδωσαν την όραση. Και πρέπει να τη δεις με το παιδί. Τι καμώματα έκανε όταν το πρωτοείδε! Το κοίταζε πολλή, πολλή, πολλή ώρα μέχρι που ξέσπασε σε κλάματα. «Αυτό είναι ο γιος μου;» έλεγε. «Αυτό;» Και όταν του δίνει να θηλάσει το αγγίζει και κλείνει τα μάτια για να το αγγίξει, και μετά τα ανοίγει και το κοιτάζει και το φιλά, και το κοιτάζει στα μάτια για να δει αν τη βλέπει και του λέει: «Με βλέπεις, άγγελέ μου; Με βλέπεις, ψυχή μου;» τέτοια κάνει…

Κα ΕΥΓΕΝΙΑ: Καημενούλα! Βέβαια και της αξίζει η όραση. Ναι, μάλιστα της αξίζει, όταν υπάρχουνε εκεί τόσες παλιογυναίκες που τίποτα δεν θα χανόταν, αν δεν βλέπανε ούτε τις έβλεπε κανείς. Τόσο καλή, τόσο όμορφη… Ευλογημένος ας είναι ο Κύριος!

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ναι, όσο για καλή, δεν μπορεί να υπάρχει καλύτερη…

Κα ΕΥΓΕΝΙΑ: Ο Θεός να της δίνει καλοσύνη! Και δεν έχει δει ακόμα τον πατέρα της;

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Τον παππού; Αυτή όχι! Το παιδί όμως το πήγε για να τον δει. Κι όταν επέστρεψε το γέμιζε φιλιά και του έλεγε: «Εσύ, εσύ τον είδες, κι εγώ όχι! Εγώ δεν έχω δει ποτέ τον πατέρα μου!»

Κα ΕΥΓΕΝΙΑ: Τι πράγματα συμβαίνουν στον κόσμο!… Τι να κάνουμε, κόρη μου… Έτσι είναι αυτά.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ναι, έτσι είναι. Και τι να κάνω εγώ τώρα;

Κα ΕΥΓΕΝΙΑ: Ε, τίποτα.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Μα την αλήθεια.

Κα ΕΥΓΕΝΙΑ: Τι κόσμος, κόρη μου, τι κόσμος!

Ο επίδεσμος
Εικόνα δεύτερη

Εσωτερικό σπιτιού μιας οικογένειας της μεσαίας τάξης.


Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Πάει πια, τελειώνει. Κάποιες στιγμές νιώθω πως η ζωή μου φεύγει. Έζησα αρκετά και λίγους μπελάδες θα σας δώσω από ‘δώ και πέρα.

ΜΑΡΤΑ: Ποιος μιλάει για μπελάδες, πατέρα; Μην λέτε τέτοια πράγματα∙ θα πίστευε κανείς πως…

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Τώρα είμαι καλά, αλλά, όταν λιγότερο θα το περιμένω, θα ξανάρθει το πνίξιμο και μια απ’ αυτές τις μέρες…

ΜΑΡΤΑ: Ο Θεός πιέζει, αλλά δεν πνίγει, πατέρα.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Έτσι λένε!… Μα αυτά είναι ρητά, κόρη μου. Οι άνθρωποι περνάνε τη ζωή τους εφευρίσκοντας ρητά. Αλλά εγώ πεθαίνω ήρεμος, γιατί βλέπω εσάς, τις κόρες μου, προστατευμένες πια στη ζωή. Ο Θεός άκουσε τις ικεσίες μου και με αξίωσε να δω τη Μαρία μου, που η τυφλότητά της ήταν το διαρκές αγκάθι στην καρδιά μου, να αποκτά την όραση πριν πεθάνω. Τώρα μπορώ να πεθάνω εν ειρήνη.

ΜΑΡΤΑ: (Πηγαίνοντάς του ένα φλιτζάνι ζωμό.) Ελάτε, πατέρα, πάρτε, και είστε σήμερα πολύ αδύναμος∙ πάρτε.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Δεν γιατρεύεται με ζωμούς η αδυναμία μου, Μάρτα. Είναι αγιάτρευτη. Αλλά φέρε, θα σου κάνω τη χάρη. (Παίρνει τον ζωμό.) Όλα αυτά είναι άχρηστα πια.

ΜΑΡΤΑ: Άχρηστα; Όχι, κι έτσι. Αυτά είναι ανησυχίες, πατέρα, τίποτε άλλο από ανησυχίες. Δεν είναι παρά αδυναμία. Ο γιατρός λέει ότι έχει αρχίσει μια ξεκάθαρη βελτίωση.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Ναι, αυτή είναι η καθαγιασμένη φράση. Ο γιατρός; Ο γιατρός και εσύ, Μάρτα, δεν κάνετε τίποτε άλλο από το να προσπαθείτε να με εξαπατήσετε. Ναι, ναι, ξέρω ότι είναι με καλή πρόθεση, από οίκτο, κόρη μου, από οίκτο∙ αλλά τα ογδόντα χρόνια αντιστέκονται σε οποιαδήποτε εξαπάτηση.

ΜΑΡΤΑ: Ογδόντα;! Μπα! Υπάρχουν κάποιοι που ζούνε εκατό!

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Ναι, και κάποιοι άλλοι που πεθαίνουν στα είκοσι.

ΜΑΡΤΑ: Ποιος θέλει να πεθάνει, πατέρα;

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Εγώ, κόρη μου, εγώ θέλω να πεθάνω.

ΜΑΡΤΑ: Δεν πρέπει να είμαστε παράλογοι…

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Ναι, σε καταλαβαίνω, Μάρτα. Μα πες μου, ο σύζυγός σου, πού είναι ο σύζυγός σου;

ΜΑΡΤΑ: Σήμερα έχει να κάνει δουλειές στον κάμπο. Βγήκε πολύ πρωί.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Και θα επιστρέψει σήμερα;

ΜΑΡΤΑ: Σήμερα; Αμφιβάλλω! Έχει πολλά να κάνει, έχει δουλειά για κάμποσες μέρες.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Και αν δεν τον ξαναδώ;

ΜΑΡΤΑ: Γιατί να μην τον ξαναδείτε, πατέρα;

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Και αν δεν τον ξαναδώ, λέω…

ΜΑΡΤΑ: Τι να κάνουμε… Κερδίζει το ψωμί μας.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Όμως δεν μπορείς να πεις το ψωμί των παιδιών μας, Μάρτα.

ΜΑΡΤΑ: Είναι μομφή αυτό, πατέρα;

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Μομφή; Όχι… όχι… όχι…

ΜΑΡΤΑ: Ναι, συχνά μιλάτε με έναν τρόπο που μοιάζει σαν να με κατηγορούσατε που δεν έχουμε παιδιά… Ενώ αυτό θα έπρεπε μάλλον να σας χαροποιεί…

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Να με χαροποιεί; Γιατί; Γιατί, Μάρτα;…

ΜΑΡΤΑ: Γιατί έτσι εγώ μπορώ και σας περιποιούμαι καλύτερα.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Έλα, ναι, και εγώ, ο πατέρας σου, σου δίνω τη φασαρία ενός παιδιού… Βέβαια, βρίσκομαι στη δεύτερη νηπιακή ηλικία… κάθε φορά πιο παιδί… σύντομα θα ξε-γεννηθώ…

ΜΑΡΤΑ: (Δίνοντάς του ένα φιλί.) Ελάτε, πατέρα, αφήστε αυτές τις κουβέντες…

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Ναι, οι κουβέντες μου, που με προίκισαν με τη φήμη του περίεργου… Εσύ πάντα τόσο λογική, τόσο δικαιόφρων, Μάρτα. Μην νομίζεις ότι με ενοχλούν επιπλήξεις σου…

ΜΑΡΤΑ: Επιπλήξεις εγώ; Σε εσάς, πατέρα;

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Ναι, Μάρτα, ναι∙ αν και με σεβασμό, μου συμπεριφέρεσαι σαν σε ένα πιτσιρίκι καπριτσιόζο. Είναι φυσικό… (Κατ’ ιδίαν.) Το ίδιο έκανα κι εγώ με τον πατέρα μου. Βέβαια, ο Θεός να σας δίνει τύχη, και αν είναι για καλό, να σας δώσει και παιδιά. Λυπάμαι, γιατί πεθαίνω χωρίς να έχω γνωρίσει έναν εγγονό που να ‘ρχεται από σένα.

ΜΑΡΤΑ: Υπάρχει αυτός της αδερφής μου της Μαρίας.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Γιε μου! Τι χαριτωμένο μικρούλι! Τι άνθος από σάρκα! Έχει τα ίδια τα μάτια  της μητέρας του… τα δικά μου! Αλλά το παιδί βλέπει, δεν είναι αλήθεια, Μάρτα; Το παιδί βλέπει…

ΜΑΡΤΑ: Ναι, βλέπει…φαίνεται ότι βλέπει…

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Φαίνεται…

ΜΑΡΤΑ: Είναι τόσο μωράκι ακόμα…

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Μα βλέπει εκείνη, τώρα βλέπει εκείνη, βλέπει η Μαρία μου! Ευχαριστώ, Θεέμου, ευχαριστώ! Βλέπει η Μαρία μου… Εκεί που εγώ είχα χάσει πια κάθε ελπίδα… Δεν  πρέπει να απελπίζεται κανείς ποτέ, ποτέ…

ΜΑΡΤΑ: Και βελτιώνεται μέρα με τη μέρα. Θαύματα κάνει σήμερα η επιστήμη…

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Αιώνιο θαύμα είναι το έργο του Θεού!

ΜΑΡΤΑ: Εκείνη θέλει να έρθει να σας δει, αλλά…

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Λοιπόν εγώ θέλω να έρθει, να έρθει αμέσως, αμέσως, για να τη δω εγώ, για να με δει εκείνη, και για να τη δω καθώς θα με βλέπει. Θέλω, πριν πεθάνω, να βρω την παρηγοριά ότι η τυφλή μου κόρη με βλέπει για πρώτη, ίσως και για τελευταία φορά…

ΜΑΡΤΑ: Μα πατέρα, αυτό δεν μπορεί να γίνει τώρα. Θα τη δείτε, σίγουρα, και θα σας δει κι εκείνη, όταν γίνετε καλύτερα…

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Ποιος; Εγώ; Όταν θα γίνω εγώ καλύτερα;

ΜΑΡΤΑ: Ναι, και όταν εκείνη θα μπορεί να βγαίνει από το σπίτι.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Γιατί δεν μπορεί να βγαίνει τώρα;

ΜΑΡΤΑ: Όχι, όχι ακόμη∙ της το απαγόρευσε ο γιατρός.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Ο γιατρός… ο γιατρός… πάντα ο γιατρός… Ε, λοιπόν εγώ θέλω να έρθει. Αφού είδα πια, αν και μόνο για ένα λεπτό, τον γιο της, τον εγγονούλη μου, θέλω πριν πεθάνω να δω ότι εκείνη με βλέπει με τα όμορφα μάτια της…

        (Μπαίνει ο Χοσέ.)

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Γεια σου, Χοσέ, και η γυναίκα σου;

ΧΟΣΕ: Η Μαρία, πατέρα, δεν μπορεί να έρθει. Μα θα σας τη φέρω όταν περάσουν μερικές μέρες.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Ναι, όμως όταν περάσουν μερικές μέρες θα έχω πια κι εγώ περάσει από τη ζωή στο θάνατο.

ΜΑΡΤΑ: Μην του δίνεις σημασία∙ τώρα τον έπιασε η μανία ότι πρέπει να πεθάνει.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Μανία;

ΧΟΣΕ: (Παίρνοντάς του τον σφυγμό.) Σήμερα πάει καλύτερα ο σφυγμός, έτσι φαίνεται.

ΜΑΡΤΑ: (Στον Χοσέ, κατ’ ιδίαν.) Έτσι, πρέπει να τον ξεγελάμε.

ΧΟΣΕ: Ναι, να πεθάνει χωρίς να το καταλάβει.

ΜΑΡΤΑ: Πράγμα το οποίο δεν είναι θάνατος.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Και το μωρό, Χοσέ;

ΧΟΣΕ: Καλά, πολύ καλά, εν ζωή.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Καημενούλι! Κι εκείνη τρελή από ευχαρίστηση που βλέπει τον γιο της…

ΧΟΣΕ: Φαντάσου, πατέρα.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Πρέπει να μου τον φέρετε ακόμη μια φορά, αλλά σύντομα, πολύ σύντομα. Θέλω να τον ξαναδώ. Σαν να με ξανανιώνει. Αν τον έβλεπα εδώ, στην αγκαλιά μου, ίσως και να αντιστεκόμουνα για λίγο καιρό ακόμη.

ΧΟΣΕ: Μα δεν μπορείτε να τον χωρίσετε για πολλή ώρα από τη μητέρα του.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Ε, τότε να μου τον φέρει εκείνη.

ΧΟΣΕ: Εκείνη;

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Εκείνη, ναι∙ να έρθει με το παιδί. Θέλω να τη δω με το παιδί και με όραση, και να με δουν, και να με δουν και οι δύο…

ΧΟΣΕ: Ναι, αλλά εκείνη…

        (Ο πατέρας υποφέρει από ένα πνίξιμο.)

ΧΟΣΕ: (Στη Μάρτα.) Πώς πάει;

ΜΑΡΤΑ: Άσχημα, πολύ άσχημα. Θέματα της καρδιάς…

ΧΟΣΕ: Ναι, πεθαίνει για αυτό που έζησε∙ πεθαίνει γιατί έχει ζήσει.

ΜΑΡΤΑ: Είναι έτσι ακριβώς όπως τον βλέπεις, κάποιες στιγμές. Αυτά τα πνιξίματα του περνούν γρήγορα, και μετά είναι ήρεμος, αναπαυμένος, μιλάει καλά, συλλογίζεται καλά… Ο γιατρός λέει πως εκεί που λιγότερο θα το περιμένουμε θα μας πεθάνει, και ότι πάνω απ’ όλα πρέπει να αποφεύγουμε να τον εκθέτουμε σε έντονες συγκινήσεις. Γι’ αυτό πιστεύω πως η γυναίκα σου οφείλει να μην έρθει∙ θα ήταν σαν να τον σκοτώναμε…

ΧΟΣΕ: Αλίμονο!

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Λοιπόν, εγώ, ναι, θέλω να έρθει.

        (Μπαίνει η Μαρία με τον επίδεσμο στα μάτια.)

ΧΟΣΕ: Γυναίκα, μα τι σ’ έπιασε;

ΜΑΡΤΑ: Τρελάθηκες, αδερφή; (Προσπαθώντας να τη συγκρατήσει.)

ΜΑΡΙΑ: Άσε με, Μάρτα.

ΜΑΡΤΑ: Μα γιατί ήρθες;

ΜΑΡΙΑ: Γιατί; Και με ρωτάς εσύ, εσύ, Μάρτα; Για να δω τον πατέρα πριν πεθάνει…

ΜΑΡΤΑ: Πριν πεθάνει;

ΜΑΡΙΑ: Ναι, ξέρω ότι πεθαίνει. Μην προσπαθείς να με ξεγελάσεις.

ΜΑΡΤΑ: Να σε ξεγελάσω εγώ;

ΜΑΡΙΑ: Ναι, εσύ. Δεν φοβάμαι την αλήθεια.

ΜΑΡΤΑ: Δεν είναι για σένα, είναι για ‘κείνον, για τον πατέρα μας. Αυτό μπορεί να επισπεύσει το τέλος του…

ΜΑΡΙΑ: Αφού πια πρέπει να πεθάνει, ας πεθάνει με εμένα.

ΜΑΡΤΑ: Μα… τι είναι αυτό; (Δείχνοντας τον επίδεσμο.) Βγάλ’ το!

ΜΑΡΙΑ: Όχι, όχι, δεν το βγάζω∙ αφήστε με. Εγώ ξέρω τι χρειάζομαι.

ΜΑΡΤΑ: (Κατ’ ιδίαν.) Πάντα τα ίδια!

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: (Παρατηρώντας την παρουσία της Μαρίας.) Τι συμβαίνει; Ποιος είναι εκεί; Με ποιον μιλάς; Είναι η Μαρία; Ναι, είναι η Μαρία! Μαρία! Μαρία! Ευχαριστώ τον Θεό που ήρθες!

        (Η Μαρία προχωράει μπροστά, αφήνει το μπαστούνι και χωρίς να βγάλει τον επίδεσμο γονατίζει μπροστά στα πόδια του πατέρα της και τον χαϊδεύει.)

ΜΑΡΙΑ: Πατέρα, πατέρα∙ με έχεις εδώ τώρα, μαζί σου.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Ευχαριστώ τον Θεό, κόρη μου! Επιτέλους, παρηγοριέμαι που θα σε δω πριν πεθάνω. Γιατί εγώ πεθαίνω…

ΜΑΡΙΑ: Όχι, όχι ακόμη και είμαι εγώ εδώ.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Ναι, πεθαίνω.

ΜΑΡΙΑ: Όχι, εσύ δεν μπορείς να πεθάνεις, πατέρα.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Κάθε τι γεννημένο πεθαίνει…

ΜΑΡΙΑ: Όχι, εσύ όχι! Εσύ…

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Γιατί; Εγώ δεν γεννήθηκα; Δεν με είδες εσύ να γεννιέμαι, βέβαια, κόρη μου. Αλλά γεννήθηκα… και πεθαίνω.

ΜΑΡΙΑ: Λοιπόν, εγώ δεν θέλω να πεθάνεις, πατέρα!

ΜΑΡΤΑ: Μη λέτε μπούρδες. (Στον Χοσέ.) Δεν πρέπει να μιλάει κανείς για θάνατο, και ακόμη λιγότερο σε ετοιμοθάνατους.

ΧΟΣΕ: Ναι, με τη σιωπή τούς καθυστερείς.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: (Στη Μαρία.) Πλησίασε, κόρη μου, γιατί δεν σε βλέπω καλά, θέλω να με δεις πριν πεθάνω, θέλω να έχω την παρηγοριά ότι θα πεθάνω αφού δω τα όμορφα μάτια σου να με κοιτούν. Αλλά τι είναι αυτό; Τι είναι αυτό που έχεις εκεί, Μαρία;

ΜΑΡΙΑ: Ήταν για να βλέπω τον δρόμο.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Για να βλέπεις τον δρόμο;

ΜΑΡΙΑ: Ναι, δεν τον γνώριζα.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: (Ενώ σκέφτεται.) Αλήθεια λες∙ αλλά τώρα που έφτασες σε μένα, βγάλ’ το. Βγάλε αυτό από το κεφάλι σου. Θέλω να δω τα μάτια σου∙ θέλω να με δεις∙ θέλω να με γνωρίσεις…

ΜΑΡΙΑ: Να σε γνωρίσω; Σε γνωρίζω καλά, πολύ καλά, πατέρα. (Χαϊδεύοντάς τον.) Ετούτος είναι ο πατέρας μου, ετούτος, ετούτος και κανείς άλλος. Ετούτος είναι αυτός που έσπειρε με φιλιά τα τυφλά μου μάτια, φιλιά που στο τέλος, δόξα τον Θεό, άνθισαν∙ αυτός που μου έδειξε να βλέπω το αόρατο και μου γέμισε με Θεό την ψυχή. (Τον φιλά στα μάτια.) Εσύ έβλεπες για μένα, πατέρα, και καλύτερα από εμένα την ίδια. Τα μάτια σου ήταν δικά μου. (Φιλώντας τον στο χέρι.) Ετούτο το χέρι, ετούτο το άγιο χέρι, με οδηγούσε μέσα στους δρόμους των σκοταδιών της ζωής μου. (Φιλώντας τον στο στόμα.) Από αυτό το στόμα ειπώθηκαν στην καρδιά μου οι λέξεις που δείχνουν ό,τι στη ζωή δεν βλέπουμε. Σε γνωρίζω, πατέρα, σε γνωρίζω∙ σε βλέπω, σε βλέπω πολύ καλά, σε βλέπω με την καρδιά. (Τον αγκαλιάζει.) Ετούτος, ετούτος είναι ο πατέρας μου και κανείς άλλος! Ετούτος, ετούτος, ετούτος…

ΧΟΣΕ: Μαρία!

ΜΑΡΙΑ: (Γυρνάει.) Τι;

ΜΑΡΤΑ: Με αυτά τα καμώματα του κάνεις κακό. Έτσι εξάπτεται…

ΜΑΡΙΑ: Καλά, αφήστε μας! Δεν θα μας αφήσετε να ευχαριστηθούμε τη ζωή που μας απομένει; Δεν θα μας αφήσετε να ζήσουμε;

ΧΟΣΕ: Μόνο που αυτό…

ΜΑΡΙΑ: Ναι, αυτό είναι ζωή, αυτό. (Γυρνώντας προς τον πατέρα της.) Αυτό είναιζωή, πατέρα, αυτό είναι ζωή.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Ναι, αυτό είναι ζωή, έχεις δίκιο, κόρη μου.

ΜΑΡΤΑ: (Φέρνει ένα φάρμακο.) Ελάτε, πατέρα, ήρθε η ώρα∙ πάρτε ετούτο. Είναι το φάρμακο.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Φάρμακο; Γιατί;

ΜΑΡΤΑ: Για να γίνετε καλά.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Το φάρμακό μου (δείχνοντας τη Μαρία) είναι ετούτη. Μαρία κόρη μου, κόρη μου, σπλάχνο μου…

ΜΑΡΤΑ: Ναι, και η άλλη;

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Εσύ έβλεπες πάντα, Μάρτα. Μην είσαι ζηλιάρα.

ΜΑΡΤΑ: (Κατ’ ιδίαν.) Ναι, εκείνη επωφελήθηκε από την κακοτυχία της.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Τι μουρμουρίζεις εσύ εκεί, η δικαιόφρων;

ΜΑΡΙΑ: Μην τη μέμφεσαι, πατέρα. Η Μάρτα είναι πολύ καλή. Χωρίς αυτήν τι θα είχαμε κάνει εμείς; Θα ζούσαμε από φιλιά; Έλα, αδερφή, έλα. (Η Μάρτα πλησιάζει και οι δύο αδερφές αγκαλιάζονται και φιλιούνται.) Εσύ, Μάρτα, γεννήθηκες με όραση∙ απολάμβανες πάντα το φως. Άσε με τώρα εμένα, που δεν είχα άλλη παρηγοριά από τα χάδια τού πατέρα μου.        

ΜΑΡΤΑ: Ναι, ναι, αλήθεια είναι.

ΜΑΡΙΑ: Βλέπεις, Μάρτα, βλέπεις; Αυτό πρέπει να το καταλαβαίνεις… (Τη χαϊδεύει.)

ΜΑΡΤΑ: Ναι, ναι, αλλά…

ΜΑΡΙΑ: Άσε τα αλλά, αδερφή. Εσύ είσαι των αλλά… Τι γίνεται; Πώς πάει ο πατέρας;

ΜΑΡΤΑ: Τελειώνει…

ΜΑΡΙΑ: Αλλά…

ΜΑΡΤΑ: Δεν υπάρχει κανένα αλλά που να μας κάνει. Φεύγει η ζωή του κάποιες στιγμές…

ΜΑΡΙΑ: Αλλά με τη χαρά της γιατρειάς μου, με τη χαρά του να έχει δει τον εγγονό του. Εγώ πιστεύω…

ΜΑΡΤΑ: Εσύ πάντα τόσο εύπιστη και εμπιστευτική, Μαρία. Αλλά όχι, πεθαίνει και ίσως έτσι να είναι καλύτερα. Γιατί αυτό δεν είναι ζωή. Υποφέρει και μας κάνει όλους να υποφέρουμε. Ας γίνει ό,τι είναι να γίνει, αλλά ας μην υποφέρει…

ΜΑΡΙΑ: Εσύ πάντα τόσο λογική, Μάρτα.

ΜΑΡΤΑ: Ας είναι, αδερφή, ας συμβιβαστούμε με το αναπόφευκτο. (Αγκαλιάζονται.) Αλλά βγάλ’ το αυτό, για τον Θεό. (Προσπαθεί να της το βγάλει.)

ΜΑΡΙΑ: Όχι, όχι, άσε μού το… Ας συμμορφωθούμε, αδερφή.

ΜΑΡΤΑ: (Στον Χοσέ.) Έτσι τελειώνουν πάντα αυτοί οι καβγάδες μεταξύ μας.

ΧΟΣΕ: Για να ξαναρχίσουν.

ΜΑΡΤΑ: Έτσι είναι! Αυτός είναι ο τρόπος μας να αγαπιόμαστε…

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: (Φωνάζοντας.) Μαρία, έλα. Και βγάλε αυτόν τον επίδεσμο, βγάλ’ τον από πάνω σου! Γιατί τον φόρεσες; Μήπως σε πειράζει το φως;

ΜΑΡΙΑ: Αφού σου είπα ότι ήταν για να βλέπω τον δρόμο καθώς ερχόμουν να σε δω.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Βγάλε τον∙ θέλω να με δεις εμένα και δεν είμαι ο δρόμος.

ΜΑΡΙΑ: Μα σε βλέπω. Ο πατέρας μου είναι ετούτος και κανείς άλλος. (Ο πατέρας προσπαθεί να της τον βγάλει και εκείνη του συγκρατεί τα χέρια.) Όχι, όχι∙ έτσι, έτσι.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Τουλάχιστον να δω τα μάτια σου, αυτά τα όμορφα μάτια που κολυμπούσαν στα σκοτάδια, αυτά τα μάτια στα οποία τόσες φορές με είδα, ενώ εσύ δεν με έβλεπες μ’ αυτά. Πόσες φορές τα θαύμασα εκστασιασμένος, και κοιτάχτηκα με πόνο μέσα τους λέγοντας: γιατί να είναι τόσο όμορφα, και να μην βλέπουν;

ΜΑΡΙΑ: Για να κοιτάζεσαι εσύ, πατέρα, σ’ αυτά∙ για να είναι ο καθρέφτης σου, ένας ζωντανός καθρέφτης.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Κόρη μου! Κόρη μου! Πόσες πολλές φορές όσο τα κοίταζα, αυτά τα μάτια σου χωρίς όραση, έπεφταν μέσα τους, από τα δικά μου τα μάτια, δάκρυα πονεμένης εγκαρτέρησης…

ΜΑΡΙΑ: Κι εγώ τα έκλαιγα μετά τα δάκρυά σου, πατέρα.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Γι’ αυτά τα δάκρυα, κόρη μου, γι’ αυτά τα δάκρυα, κοίτα με τώρα με τα μάτια σου∙ θέλω να με δεις…

ΜΑΡΙΑ: (Γονατισμένη πλάι στα πόδια του πατέρα της.) Μα αφού σε βλέπω, πατέρα, αφού σε βλέπω…

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: (Φωνάζει από μέσα.) Κύριε!

ΧΟΣΕ: (Πηγαίνει να τη συναντήσει.) Τι συμβαίνει;

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: (Μπαίνει φέρνοντας το παιδί.) Υπέθεσα ότι δεν θα επιστρέφατε και όταν άρχισε να κλαίει το έφερα, αλλά τώρα κοιμάται…

ΧΟΣΕ: Καλύτερα∙ άσε το∙ πάρε το.

ΜΑΡΙΑ: (Το αντιλαμβάνεται.) Α! Είναι το παιδί! Φέρε το, φέρε το, Χοσέ.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Το παιδί, ναι! Φέρτε μού το!

ΜΑΡΤΑ: Μα, για τον Θεό!…

        (Η υπηρέτρια φέρνει το παιδί∙ το παίρνει η Μαρία, το φιλά και το βάζει μπροστά στον παππού.)

ΜΑΡΙΑ: Να το, εδώ το έχεις, πατέρα. (Το βάζει στην ποδιά του.)

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Γιε μου! Κοίτα πώς γελά στα όνειρά του. Λένε ότι, επειδή συνομιλεί με τους αγγέλους… Και, βλέπει, Μαρία, βλέπει;

ΜΑΡΙΑ: Βλέπει, ναι, πατέρα, βλέπει.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Και έχει τα μάτια σου, τα ίδια τα μάτια σου… Για να δούμε, για να δούμε, ας τα ανοίξει…

ΜΑΡΙΑ: Όχι, πατέρα, όχι∙ άφησέ το που κοιμάται. Δεν πρέπει να ξυπνάμε τα μωρά όταν κοιμούνται. Τώρα βρίσκεται στον ουρανό. Είναι καλύτερα κοιμισμένο.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Αλλά εσύ άνοιξέ τα… βγάλε το αυτό… κοίταξέ με… θέλω να με δεις και να δεις τον εαυτό σου, εδώ, τώρα, θέλω να δω ότι με βλέπεις… βγάλε το αυτό. Εσύ μπορεί να με βλέπεις, αλλά εγώ δεν βλέπω ότι με βλέπεις και θέλω να σε δω να με βλέπεις∙ βγάλε το αυτό…

ΜΑΡΤΑ: Λοιπόν, αρκετά με αυτά τα καμώματα! Πρέπει να τελειώσουν! Πρέπει να δώσεις αυτή την παρηγοριά στον πατέρα! (Βγάζοντάς της τον επίδεσμο.) Ορίστε ο πατέρας μας, αδερφή!

ΜΑΡΙΑ: Πατέρα! (Μένει σαν τρομοκρατημένη να τον κοιτάζει. Τρίβει τα μάτια της, τα κλείνει, κλπ. Ο πατέρας κάνει το ίδιο.)

ΧΟΣΕ: (Στη Μάρτα.) Μου φαίνεται υπερβολικά δυνατή η συγκίνηση. Φοβάμαι ότι η καρδιά του δεν θα την αντέξει.

ΜΑΡΤΑ: Ήταν μια τρέλα αυτός ο ερχομός της γυναίκας σου…

ΧΟΣΕ: Ήσουνα λίγο βάναυση…

ΜΑΡΤΑ: Έτσι πρέπει να είναι κανείς μαζί της!

        (Ο πατέρας παίρνει το χέρι της Μάρτας και πέφτει στην πολυθρόνα ξέπνοος. Η Μάρτα τον φιλά στο μέτωπο και μετά στεγνώνει τα μάτια της. Αμέσως μετά η Μαρία τού αγγίζει το άλλο χέρι, το νιώθει κρύο.)

ΜΑΡΙΑ: Αχ, κρύο, κρύο… πέθανε… Πατέρα! Πατέρα!… Δεν με ακούει… ούτε με βλέπει… Πατέρα! Γιε μου, έρχομαι μην κλαις! Πατέρα… Τον επίδεσμο, ξανά πάλι τον επίδεσμο!   Δεν θέλω να ξαναδώ!


——— Τ  Ε  Λ  Ο  Σ ———