Το ψυχομέτρι

– Μη και σε ξαναδώ να πλησιάζεις το χωριό, σ’ έσφαξα!

Η φωνή της Γιώργαινας αντήχησε, διαπεραστική, ίσαμε δυο τετράγωνα παραπάνω. Την πήρε ο κρύος βαρδάρης και την πολλαπλασίασε και την αλλοίωσε τόσο που έφτασε σαν ηχώ στ’αυτιά των συγχωριανών στο καφενείο. Έκοψαν για μια στιγμή το τάβλι κι απότομα κόπασαν οι πολυλογίες τους. Ν’ αφουγκραστούν. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με μάτια που αναρωτιούνταν. Ακούστηκαν μια δυο φωνές από παραδίπλα

– Να ’την πάλι!

Όμως κάτι άλλαζε αυτήν τη φορά, και το κατάλαβαν όταν μίλησε ο καφετζής συλλογισμένος, σκουπίζοντας με την πετσέτα κάτι χυμένες ζάχαρες από τον πάγκο του:

– Α, ρε Γιώργη κακομοίρη! Βαρειά κουβέντα ξεστόμισε αυτή τη φορά η κυρά σου!

Τα πρόσωπα μες στο καφενείο πήραν έκφραση θλιβερής κατάφασης, στη συνειδητοποίηση μιας κοσμικής δικαιοσύνης, βίαιης αλλά απαραίτητης. Μέχρι που το τάβλι σώπασε, αλλά μόνο για λίγο. Ο θόρυβος από τα πούλια και τις ζαριές ξανάρχισε μαζί με τα γαυγίσματα από μια ομάδα φτωχόσκυλα της ζητιανιάς, που περνούσαν απ’έξω και κοντοστάθηκαν να οσμιστούν κι αυτά τι τρέχει.

H Παραμυθιά ήταν ένα χωριό χαμένο στο φαράγγι που χωρίζει δύο κεντρικές πτυχές της Πίνδου, έξω από την ορατότητα των καραβανιών που κατευθύνονταν στην Πόβλα. Ο Τούρκος τοποτηρητής κι ο ληξίαρχος είχαν τη συνήθεια να συγκεντρώνουν τους χωρικούς δυο τρεις φορές το χρόνο στην κεντρική πλατεία του χωριού και να μετρούν κεφάλια. Εκεί, προς το Χασιομέρι, κάτω απ’ τον μεγάλο πλάτανο, εκείνη τη βροχερή μέρα, είχαν αρχίσει να σέρνονται όλοι, φορώντας τις τραγιάσκες τους και σηκώνοντας τους γιακάδες όσο πιο ψηλά μπορούσαν, τραβώντας τις βράκες τους μέχρι τη μέση κι έχοντας την κυρά τους κλειδωμένη μαζί με τα παιδιά στο σπίτι.

Μάζωξη αντρική, που η βαρβατίλα της ερέθιζε το ρουθούνι, ανάκατη όπως ήταν με την ταγκιά οσμή των σκίνων και τη σπερματώδη αποφορά των ξερών πλατανόφυλλων που σάπιζαν στα περάσματα. Τους Παραμυθιώτες, που αγκομαχούσαν προς το Πανωχώρι, τους συνόδευε το αραιό μουγκάνισμα από τις ξεπαγιασμένες αγελάδες στα μαντριά. Κοβόταν η ανάσα τους από το κρύο κι ένας-ένας έφταναν ξέπνοοι στο διάσελο. Σταματούσαν κι από κει είχαν ακτίνα ορατότητας μέχρι πέρα στο φαράγγι, στο ελικωτό μονοπάτι που κατηφόριζε μέχρι βαθιά στον θεσπρωτικό κάμπο, για να προϋπαντήσει άλλες, ανθρωπινότερες οδούς, πέρα από τη φαντασία τους.

Οι μπροστινοί διέκριναν, εκείνη την κορυφαία ώρα, τη φιγούρα του Γιώργη του Περιστέρη, αχνή, να κατηφορίζει το φιδογυριστό μονοπάτι και ν΄απομακρύνεται, κατηφής κι αποδιωγμένη, απ’ το χωριό. Ήταν φως φανάρι, η γυναίκα είχε πατήσει πόδι. Έστω και καθυστερημένα, κάλλιο αργά παρά ποτέ, ως και η νοσηρή τους ηθική το δεχόταν αυτό και το επικροτούσε. Γιατί ο Γιώργης είχε ξεπεράσει τα όρια, κι η γυναίκα είναι άνθρωπος κι αυτή, εύθραυστο πλάσμα και κάποια στιγμή θα σπάσει. Κατέφασκαν, λοιπόν, χωρίς να το ομολογεί ο αντρικός τους εγωισμός που, κι ως ραγιάς ακόμη, παρέμενε ακμαίος. Κι επιπλέον γιατί ποτέ τους δεν τον πολυχώνεψαν αυτόν τον μαστροχαλαστή κι ερημοσπίτη, που ήταν ένας ξένος στο χωριό.
Γι’ αυτό έσφιξαν τα χείλη οι άντρες και τα σφάλισαν και δεν τόλμησαν να βγάλουν άχνα για τον άστατο χαρακτήρα του κακοπατέρα αυτού, ούτε για τη φημολογούμενη τεμπελιά κι ανεπροκοπιά του, για την αυτοκαταστροφική φύση του. Όσο για τις νοικοκυρές, δεν είχαν καν ξεμυτίσει απ’το κατώφλι τους για να πάνε να σταθούν στο πλευρό της άτυχης γυναίκας. Που κακόπεσε στη ζωή της, ταλαιπωρήθηκε τόσο για ν’αναστήσει εν τέλει μονάχη το κορίτσι της κι είδε κι απόειδε μέχρι απόψε να ξαποστείλει για τα καλά τον ανεμοχτίστη από το σπιτικό της, να πάει από κει που’χε έρθει δεκαπέντε χρόνια πριν.
Τα στόματα έμεναν τόσα χρόνια κλειστά και δεν είχε βρεθεί άνθρωπος να επισκεφθεί το σπίτι του κακόφημου βορειοηπειρώτη. Που ’ταν γαλαντόμος κι όλο μάδαγε το βιος και το προικιό της γυναίκας του. Όλοι ήξεραν πως τα βράδια, που τον μάζευε στουπί από το μεθύσι, η Γιώργαινα δεν έβγαζε άχνα, δεν έδινε δικαιώματα, κι ας μην είχαν ούτε ένα ξεροκόμματο στο σπίτι. Μόνο άκουγαν που βρόνταγε πίσω της τη βαρειά ξύλινη πόρτα κι άφηνε τις νιφάδες του χιονιού και τον χρόνο τον πανδαμάτορα να καλύψουν τον πόνο της.
Το πώς άντεξε, η καρδούλα της το ’ξερε: οι άλλοι, μες στην απόλυτη μακαριότητά τους, ήξεραν μόνο να κουνούν το κεφάλι, όλο υπονοούμενα και μισοτελειωμένες φράσεις. Ν’ ανασυστήνουν μια παμπάλαια μυθολογία στη συνείδηση των νεότερων. Να δικαιολογούν τ’αδικαιολόγητα. Στο μεταξύ, μεγάλωναν τα δικά τους τα ζωντανά και προίκιζαν με θηλιαστές κουβέρτες και κοφτοκεντημένα μαξιλάρια και τέλος έδινε ο Θεός και πάντρευαν τις κόρες τους, ενώ -στο μεταξύ- περίμεναν να ξεχειλίσει το ποτήρι της γειτόνισσας, κι ας ήταν στο διπλανό το υποστατικό, κι ας μην τους αφορούσε άμεσα. Όμως χαμογελούσαν, γιατί κατά βάθος δεν την είχαν ικανή…

>|<

Ένα απομεσήμερο, μέσα Μαρτίου, ο ληξίαρχος είχε δώσει ρητή την εντολή να είναι άπαντες παρόντες στο Ψυχομέτρι. Κι αν ο χάρος ή η ξενιτειά είχε πάρει κάποιον, κι αυτό ακόμη θα ’πρεπε ν’αναφερθεί. Είχαν όλοι μιαν αδημονία κι ένα κλαράκι που μασουλούσαν στις άκρες των δοντιών, ηλιοκαμένοι, με τις τριχωτές χερούκλες τους αντήλιες στο μέτωπο, ξεπαγιασμένοι κάτω απ’ το γέρικο πλατάνι αλλά και ξαναμμένοι, γιατί κατά βάθος ήξεραν πως μια τουλάχιστον απουσία θα σημειωνόταν απόψε. Ο ληξίαρχος ύψωσε το χέρι να γίνει ησυχία , ώσπου κόπασε σταδιακά ο θόρυβος από τις αντρικές φωνές. Ο τούρκος δραγουμάνος άρχισε να εκφωνεί τα ονόματα και μια-μια οι φωνές πήραν ν’ανεβαίνουν από τον ίσκιο του δέντρου:

– Σταμάτης Κυριακόπουλος!
– Εδώ!
– Λάμπρος Λαβίνας!
– Εδώ!
– Βασίλαρος Μπεχλιβάνης!

Στο άκουσμα του επιθέτου δεν ακούστηκε φωνή. Μόνο τα βλέμματα διασταυρώθηκαν. Άλλη έκβαση απ’αυτήν που περίμεναν. Ο δραγουμάνος επανέλαβε:

– Μπεχλιβάνης;

Οι πιο κοντινοί έσπρωξαν τον αφηρημένο συχωριανό τους και μια ιλαρότητα, μαζί μ’ένα σύννεφο σχολίων, απλώθηκαν για κλάσματα δευτερολέπτου. Πώς να μην αφαιρεθεί ο άνθρωπος; Στο βάθος, οι λεύκες ασήμιζαν μαζί μ’ένα βαρύ σύννεφο όλο ταξιδιάρικα σχήματα ευμετάβολα. Από τα μυώδη πόδια του αναβάτη Βελλεροφόντη κατακερματίζονταν, μικρά συννεφάκια, τα γόνατα κι οι κνήμες μέχρι να σχηματισθούν, ολόλευκα και φευγάτα, τα Ιόνια νησιά και, τέλος, να εξανεμιστούν όλα, τελείως, υδρατμοί στο φως. Είχε μείνει ο Μπεχλιβάνης να κοιτά, όλος έκσταση. Οι βαρειές αντρικές φωνές πήραν μια βιάση και στριμώχτηκαν τα λαρύγγια στην παρότρυνση να πει ο αγγελοκρουσμένος πως ναι, ήταν εκεί: «Εδώ! Εδώ!» πρόλαβε τότε αυτός μ’ένα αμήχανο γέλιο κι έκανε μια κίνηση στο δραγουμάνο να συνεχίσει, κοκκινίζοντας σαν το παντζάρι.

– Περιστέρης, συνέχισε ο διερμηνέας στραβομουτσουνιάζοντας και σημειώνοντας την παρουσία στο τεφτέρι του Τούρκου.
– Εδώ!

Είχε έρθει η στιγμή που περίμεναν:

– Γιώργης Περιστέρης! επανέλαβε.

Ξανάρχισε ο ψίθυρος. Τα σύννεφα αραίωναν, ο καιρός προμηνυόταν κάπως πιο αίθριος, ξάνοιγε στο βάθος το νεφελώδες τοπίο και μαζί η ανησυχία και το σούσουρο μεγάλωναν, καθώς ένα κοινό μυστικό έτεινε να καταλάβει τον χώρο ανάμεσα στην τύπτουσα συνείδησή τους και τη χαιρεκακία τους. Δεν πρόλαβαν, όμως:

– Εδώ, ακούστηκε στο βάθος της πλατείας, σαν πηγάδι που΄χε στερέψει, η φωνή της Γιώργαινας, αλλοιωμένη κάπως, σαν μετανοούσα. Ογδόντα ζευγάρια μάτια έστρεψαν μονομιάς στην κατεύθυνση της γυναίκας. Εδώ πιο κάτω πήγε, στα χειμαδιά, και με το δείλι θα ξαναγυρίσει, είπε με φωνή αποφασιστική η γυναίκα και σέρνοντας από το χέρι την κόρη της:

– Άντε, σύρε εσύ πιο γρήγορα μπροστά να βάλεις ξύλα στη σόμπα να ‘ρθώ να ζεστάνω τη χύτρα! Ο πατέρας σου θα γυρίσει πεινασμένος...

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Νίκου Ξένιου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: