Επιστροφές

Μεσημέρι

Είναι μικρά τα βήματα,
βότσαλα είναι με πόδια
και λίγο φως απ’ τα
μαλλιά σου.

Επιμένουν να μένουν:
ο σκύλος στην πόρτα,
η νεραντζιά στην αυλή
σαν τον καιρό που δεν
φεύγει∙

και ζω, και ζεις, και ζούμε
πίσω απ’ το ίδιο παράθυρο
με την ίδια κουρτίνα
με το ίδιο κρεβάτι
με τα φιλιά στα ποτήρια,
ανεβαίνω αργά το ταβάνι –
ζεστά με σκεπάζουν καντήλια.

Επιστροφές

Έφτυσα το κορμί μου καθαρό μες στο βυθό,
ταξίδεψα την Τύρφη με τα μάτια – την
πελώρια καστανιά∙ πελώρια σαν τα πόδια
του θανάτου – βρήκα δυο μέτρα κι αναπαύτηκα
με το παράθυρο κλειστό στα γόνατα της νύχτας,
μόνο άνθρωποι ως πέρα, μόνο άνθρωποι και
δρόμοι κόκκινοι με νυχτολούλουδα.

Το νερό που τρελάθηκε στη φυγή της ημέρας,
η βροχή που μεγάλωσε τη σιωπή στα μαλλιά σου.
Έφτυσα το κορμί μου στο σταθμό, σήκωσα την
παλάμη και σταμάτησα το τρένο για τη Λάρισα∙
τράβηξα πίσω τα μαλλιά – να είμαι ωραίος σκέφτηκα,
για το επέκεινα.

Με τις σταγόνες της νίκης στα μπράτσα,
οι φλέβες τρέμουν σαν χόρτα στο στόμα,
τη λάμπα που δεν μπόρεσε το φως κι έσπασε τη φωνή μας.
Στην Επίδαυρο, ο βοριάς με τα ζωγραφισμένα μάγουλα,
με την ιτιά και τα κομμένα δάχτυλα, η πηγή που
κρατούσε την Ελένη ωραία – κομμάτια ο φάρος έσκιζε τη θάλασσα.

Έφτυσα το κορμί μου στον Ισθμό. Κάποτε θάβουμε
έναν άνθρωπο, πάντα πατάμε στο χώμα. Το γρασίδι
που έρχεται ανέγγιχτο στο χέρι και η πέτρα κοφτερή,
το βρεγμένο μαντίλι και ο καιρός απαράλλαχτος.

Ο αέρας που μελανιάζει στην πλαγιά και μας χτυπάει
στα στήθη – πονώ τα μάτια στο ανέβασμα του ήλιου.
Την ανάσα του καμένου ευκάλυπτου στο τζάμι με τον μεθυσμένο χειμώνα
κάτω απ’ τα ρούχα φυτρώνουν τα κυπαρίσσια και βουίζουν
οι μέλισσες – στο γέλιο μας, δυο χέρια μοναχά γυρεύουν το σώμα τους.

Έφτυσα το κορμί μου στην φωνή των τζιτζικιών,
φυλάκισα στον έρωτα τον χαλασμό,
ακούγοντας τον παφλασμό της άνοιξης στην
πλάτη της πεταλούδας∙ χάθηκα στο βουητό, στο
τίναγμα των βλεφάρων, όπου αδειάζουν τη ζωή
με ένα ποτήρι στα χείλη και κανένα φιλί δεν τυλίγουν,
μόνο το σώμα πίσω στο χώμα γυρίζουν.

Περπάτησα μακριά∙ ακόμα περπατώ∙ με το τσαλάκωμα
του ήλιου όταν ξυπνά, με τις γραμμές και τα στολίδια, το
γύψο και τη γη στο ρημαγμένο κεφάλι.

Οι γυναίκες που αγαπάμε είναι θαμμένες στον κήπο

Οι γυναίκες που αγαπάμε είναι θαμμένες στον κήπο.
Πάνω στους ώμους μας φυτρώνουνε νεράντζια,
φουσκώνουν χώματα και μας τινάζουν κύματα
στην κλειδωμένη πόρτα που καπνίζει, με χέρια
μυρωμένα σκοντάφτουν σαν φαντάσματα
καμιά φορά κουβαλάνε νερό
καμιά φορά κόβουν ένα λουλούδι
άλλοτε πάλι τρελαίνονται

οι γυναίκες που αγαπάμε ξέρουν καλά να θάβουν
τους νεκρούς τους
κάποτε ράβουνε στο πέτο ένα μονόγραμμα
θαρρείς πως ράβουν στην κοιλιά τους περιστέρια
κάποτε βγαίνουνε στο πάρκο σαν αγάλματα
με νύχια γύψινα σ’ αγγίζουνε στην πλάτη

οι γυναίκες που αγαπάμε δανείζονται το φως απ’ το
φεγγάρι∙ αδειάζουνε τις φλέβες όπως αδειάζουνε
το λάδι απ’ το τηγάνι,
παίρνουν το μπάνιο τους κοντά στον ουρανό,
τυλίγουνε στα πόδια γιασεμιά και στο κεφάλι άστρα∙
βάφουν τα χείλια με νεκρόδεντρα∙
–σκάβουν τον τάφο τους –
στα βλέφαρά τους κυματίζουν κυπαρίσσια.  

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: