[Εννέα] ασκήσεις αντοχής στο χρόνο

[Εννέα] ασκήσεις αντοχής στο χρόνο

Καλό παιδί μού βγήκε

Η Φλώρα, κάπου εκεί στην αλλαγή του αιώνα, άφησε το χωριό της, το όμορφο Φιέρι, και ήρθε στην Ελλάδα από την Αλβανία. Έκανε πολλές δουλειές για να επιβιώσει. Τώρα φροντίζει την κυρία Ευτέρπη, μια πανέμορφη γυναίκα, καταδικασμένη στο αναπηρικό καροτσάκι, με σκλήρυνση κατά πλάκας. Τη φέρνει κάθε Παρασκευή στο κομμωτήριο για να περιποιηθεί με κοκεταρία τα υπέροχα καστανόξανθα μαλλιά της. Την σηκώνει με δεξιότητα και αγάπη και την καθίζει στο λουτήρα ή στην καρέκλα. Αν ο ίδιος ο κομμωτής ή κάποια από τις κοπέλες προθυμοποιηθεί να την βοηθήσει αντιστέκεται. «Όχι, ευχαριστώ, δεν χρειάζεται. Τα καταφέρνω μόνη μου», συνηθίζει να λέει. «Δεν φοβήθηκα ποτέ τη δουλειά. Ξέρεις τι έχω κάνει εγώ στη ζωή μου; Από σκάλες και καθάρισμα σπιτιών, μέχρι οικοδομή και σκυρόδεμα στους δρόμους». Σταματά για λίγο, σαν για να δώσει χρόνο στο μυαλό της να θυμηθεί, και συνεχίζει: «Κάποτε άδειασα ένα πλημμυρισμένο υπόγειο. Δυο κουβάδες ψόφια ποντίκια έβγαλα από μέσα. Μέχρι το γόνατο στη λάσπη», σταματά και πάλι, λες και σκέπτεται αν πρέπει να το πει, και βγάζει κόμπο κόμπο τη συνέχεια: «Για να πάρω ένα ποδήλατο στο παιδί μου. Δεν περιγράφεται η χαρά που έκανε. Καλό παιδί μού βγήκε, δεν έχω παράπονο. Γιατρός είναι σήμερα».

Τώρα η Φλώρα έχει κατασταλάξει στους ανήμπορους γέρους, αυτούς που την έχουν ανάγκη. Της αρέσει να προσφέρει. Δεν της είναι εύκολο να κάθεται.

Η Αννούλα

Προχθές έφυγε και η Αννούλα. Το ταξίδι το ανεπίστρεπτο. Αννούλα τη λέγαμε πάντα, παρά τα ογδόντα της χρόνια. Κάθε φορά που φεύγει ένας αγαπημένος άνθρωπος, πεθαίνουμε κι εμείς μαζί του. Κομμάτια της ζωής αποκόβονται από μέσα μας, σιγά σιγά και ανεπαίσθητα∙ μπορεί όμως και να ριζώνουν βαθύτερα. Ήταν από τους ανθρώπους που στηρίζεσαι πάνω τους, που ξέρουν τον τρόπο να σε στηρίξουν. Που είναι εκεί, ακόμη και όταν λείπουν. Δεν έχει νόημα να απαριθμήσω τις καλοσύνες της. Θα πω μόνον ένα γεγονός. Από νωρίς οδηγούσε αυτοκίνητο, λόγω ειδικών συνθηκών. Κάθε Παρασκευή, άφηνε όποια δουλειά είχε, μάζευε τις γριές της γειτονιάς και τις πήγαινε στο νεκροταφείο να ανάψουν τα καντήλια των πεθαμένων τους συντρόφων. Η ίδια η Αννούλα, βέρα αριστερή από τα γεννοφάσκια της, δεν είχε καμία σχέση ούτε με τις εκκλησίες και τα μοναστήρια ούτε με τα νεκροταφεία. Απλώς ένιωθε την ανάγκη του άλλου.

Κολοκύθια τούμπανα

Αγαπώ τα κολοκύθια υπό οιανδήποτε μορφή. Βραστά, γεμιστά, τηγανητά, κολοκυθοκεφτέδες, κολοκυθόπιτα, και ό,τι σοφιστεί η γκουρμέ μαγειρική. Γι’ αυτό εξεπλάγην περίεργα όταν ο φίλος μου ο Γιάννης, «παρά δήμον ονείρων» εδώ και χρόνια, απεφάνθη: Όποιος θεωρεί τα κολοκύθια φαγητό και τον συμπέθερο συγγενή δεν ξέρει τι του γίνεται.

Αβροφροσύνες συγκατοίκων

Κρίσεις πανικού πάθαινε η Αλεξάνδρα από τη νηπιακή της ακόμη ηλικία. Τότε που ξύπναγε τη νύχτα και περιμένοντας να δει το χαμογελαστό πρόσωπο της μητέρας της, έβλεπε άλλον κάθε φορά σκυμμένον στο κρεβατάκι της∙ μια γιαγιά, μια θεία, μια γειτόνισσα. Εκείνη έλειπε στην Πάτρα για σπουδές. Μεγαλώνοντας η Αλεξάνδρα διαπίστωσε ότι είχε και κλειστοφοβία. Δεν άντεχε σε μικρό και υποφωτισμένον χώρο μόνη της.

Είκοσι χρονών φοιτήτρια πια, η τύχη το ’φερε στην Πάτρα και αυτή.

Θυμάται με τρόμο τι έπαθε μια μέρα που έγινε διακοπή ρεύματος. Ήταν ανάγκη να συμβεί την ώρα που βρισκόταν στο ασανσέρ και να εγκλωβιστεί για μισή ώρα; Όλα τα είδε. Ένιωθε την αναπνοή της να σταματά, τα πόδια της να κόβονται, να τη λούζει κρύος ιδρώτας και αποπάνω να έχει και τη γηραιά κυρία Μαριάνθη με το λουλακί μαλλί και την ανέραστη ηρεμία, να την παρηγορεί από τον τρίτο. «Υπομονή κοριτσάκι μου, μη φοβάσαι, σε λίγο θα έρθουν να σε βγάλουν, μην ανησυχείς, είμαστε όλοι εδώ, κοντά σου, κάνε λίγο υπομονή», ενώ η ίδια από μέσα κοπάναγε η ίδια με μανία την πόρτα του ασανσέρ.
Νόμισε πως πέρασε αιώνας μέχρι τη στιγμή που τράβηξαν τον ανελκυστήρα και έφτασε η πόρτα στον τρίτο. Βγήκε τρέχοντας έξω και, κατευθυνόμενη βολίδα στην πόρτα του διαμερίσματός της, έπεσε πάνω στη γλυκύτατη κυρία Μαριάνθη.

«Άντε στο διάολο και συ, κωλόγρια», λέει έντρομη και εξαφανίζεται.

Οι τελευταίοι επιζώντες

Κάθε φορά που ανεβαίνει στη γενέτειρά του, την Καβάλα, περνά μία βόλτα από το νεκροταφείο. Όλοι σχεδόν οι δικοί του βρίσκονται πια εκεί. Την τελευταία φορά παραξενεύτηκε, όταν είδε στη στήλη με τα ονόματα των απελθόντων, χαραγμένο το όνομα Άννα. Εμείς Άννα δεν είχαμε στην οικογένεια, σκέφτηκε. Να πρόκειται για καμιά γκόμενα του μπαμπά που απεβίωσε και κάποιοι το ’ξεραν, πήγε ο νους του. Όμως όχι, δεν γίνεται, μονολόγησε, θα πρέπει να ήταν πάνω από εκατό, εάν ζούσε. Ρώτησε τον γειτονικό μαρμαρά τι συνέβη και εκείνος ζήτησε συγγνώμη για το λάθος. Το όνομα έπρεπε να χαραχτεί σε παρακείμενον τάφο, του είπε. Να το σβήσετε, σας παρακαλώ, του ζήτησε ευγενικά. Όχι για άλλο λόγο, αλλά η πλάκα χωράει μόνον δύο ονόματα ακόμη, το δικό μου και της αδελφής μου. Είμαστε, βλέπετε, οι τελευταίοι επιζώντες.

«Είσαι ό,τι δηλώσεις»

Συνήθιζε να λέει πως δεν αισθάνεται συγγραφέας, τρία αχαμνά βιβλιαράκια είχε στο ενεργητικό του άλλωστε∙ τον μάλωναν οι γκαρδιακοί του φίλοι και φανατικοί θαυμαστές του. Κι όμως αυτός ήξερε. Έβλεπε πραγματικούς συγγραφείς που απομονώνονταν για να δουλέψουν. Έκοβαν κάθε κοινωνική επαφή. Αντιμετώπιζαν με επαγγελματική ευσυνειδησία την τέχνη. Τόσο σοβαρά την είχαν πάρει. Αυτός έγραφε οπουδήποτε και οποτεδήποτε, χωρίς προδιαγραφές και σκηνοθετημένες συνθήκες. Έγραφε μόνον και μόνον από μια στιγμιαία παρόρμηση, για να αδειάσει το μέσα του κενό ή τη μέσα του πλησμονή. Παραφράζοντας τα λόγια του Καρυωτάκη «έγραφε για να βρίσκει η νοσταλγία του διέξοδο και ο πόνος του έκφραση». Έγραφε συγκρατημένα, μαλάζοντας μία μία τις λέξεις, τρυφερά, με προσοχή, για να τις λειάνει. Και κάτι ακόμη, έγραφε μήπως καταφέρει να χαρούν κάποιοι άνθρωποι διαβάζοντάς τον, όπως χαιρόταν αυτός με τα καλά βιβλία άλλων.

Αταβισμός

Κάθε φορά που συναντιόμαστε οι παλαίμαχες φιλενάδες, διαπιστώνουμε ότι, όσο μεγαλώνουμε, μοιάζουμε εφιαλτικά στις μανάδες μας. Έχουμε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά τους που «μας την έδιναν» όταν ήμασταν έφηβες.
Θυμάμαι, τη δεκαετία του εξήντα, τον όμορφο Βασίλη, γιο της κυρίας Αλίκης, κολλητής της μάνας μου∙ χώρισε στα εξήντα της, όταν έμαθε ότι ο άνδρας της ζούσε διπλή ζωή.
Ο Βασίλης της είχε περάσει τα πενήντα και δεν έλεγε να παντρευτεί. Περιζήτητος γαμπρός. Καλοβαλμένος, όμορφος, οικονομικά ανεξάρτητος. Όλοι και κάποια είχαν να του προτείνουν. Εκείνος αμετακίνητος. Γιατί δεν παντρεύεσαι; Τον ρωτάγανε. Κάθε φορά που εμφανίζεται νύφη στο προσκήνιο, επιδιώκω να δω τη μάνα της, απαντούσε, και αποτρέπομαι.
Η φαλλοκρατική του παιδεία, εστίαζε μόνον στις γυναίκες και τον εμπόδιζε να δει πόσοι ανεύθυνοι, βολεμένοι και αναβλητικοί μπαμπάδες υπάρχουν γύρω μας. Κάπου θα ’μοιασε και αυτός.

Το σώμα μιλάει από μόνο του

«Ο αγγειοχειρουργός είναι το συνεργείο του σώματος», λέει, στην πρώτη κιόλας επίσκεψη που του κάναμε∙ φημισμένος στην ειδικότητά του, παρά το νεαρόν της ηλικίας του. Προτείνουμε τα τεκμήρια των ακτινογραφιών. Τα βάζει στην άκρη. «Γδυθείτε από τη μέση και κάτω και ξαπλώστε. Οι ακτινογραφίες και τα τρίπλεξ μπορεί να κάνουν λάθος, το ίδιο το σώμα δίνει πάντα την ακριβή εικόνα της κατάστασής του», παρατηρεί.
Ρωτάει για τη μέχρι τώρα φαρμακευτική αγωγή και τροποποιεί τα φάρμακα. «Πάντα όταν πρέπει να δώσουμε φάρμακα σταθμίζουμε τα σίγουρα θετικά αποτελέσματα με τα υποθετικά αρνητικά και κινούμαστε αναλόγως» απαντά στις επιφυλάξεις μας για τις επιπλοκές των φαρμάκων. Και συνεχίζει: «Πριν από λίγες μέρες, πελάτης 95 ετών, όταν του συνέστησα να παίρνει ισοβίως σαλοσπίρ, για να αποφύγει το έμφραγμα, ερώτησε όλο έκπληξη και δυσφορία “ισοβίως, γιατρέ;”. Λες και μόλις ξεκίναγε τη ζωή του».

Ο θείος Αριστείδης

Ομορφόσογο οι Μπελίτσες. Τρεις αδελφές και δύο πρώτες ξαδέλφες, πέντε τον αριθμό. Λυγερόκορμες, δέρμα σταρένιο, με μεγάλα εντυπωσιακά μάτια και καλοσχηματισμένα σαρκώδη χείλη. Πρόσωπο σεβαστό στην οικογένεια ο θείος Αριστείδης. Πρόεδρος δικαστηρίου. Άνθρωπος μορφωμένος, αυστηρός και σοφός. Επιπλέον άνδρας γοητευτικός∙ ψηλός, ευθυτενής, ασπρομάλλης, ενέπνεε σεβασμό και εμπιστοσύνη. Καμάρωνε τις ανιψιές που ακολουθούσαν όλες το δρόμο της επιστήμης και έδινε τις συμβουλές του, όταν χρειάζονταν. Κανείς δεν μπορούσε να συνδέσει τον θείο Αριστείδη με ό,τι αφορά το σώμα και δη σεξουαλικό. Η στιβαρή του παρουσία δεν άφηνε κανένα περιθώριο.
Κάποια στιγμή αρρώστησε σοβαρά ο θείος και υποβλήθηκε σε πολύωρη επέμβαση με ολική νάρκωση. Όλες οι ανιψιές ανήσυχες και παρούσες. Ένα μάτσο όμορφα κορίτσια γύρω από το κρεβάτι του πόνου περιμένουν τον θείο να ξυπνήσει. Δύσκολος ο χρόνος της αναμονής. Προσπαθούν να μην κάνουν φασαρία. Ύστερα από δύο ώρες, ο θείος Αριστείδης, ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον απόηχο της νάρκωσης, ανοίγει διστακτικά τα μάτια, τα διαστέλλει με θαυμασμό, βλέπει την ομορφιά να τον περιβάλλει και λέει με ένα πονηρό χαμόγελο, αν δεν ντρεπόμουνα να το πω, θα έλεγα με ύφος πορνόγερου, τονίζοντας μία μία τις λέξεις: «Λοιπόν, τα μουνάκια, τι κάνουνε;»
Ακόμα έχουν να το λένε τα κορίτσια. Μάνες και γιαγιάδες πια οι περισσότερες σήμερα. Ο θείος Αριστείδης συγχωρέθηκε από χρόνια.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ Μαρίας Στασινοπούλου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: